Συζήτηση για το λήμμα "ρούφος"

Φυσικά στην επανάληψη ακούγεται καθαρά το <<φ>>, και αυτό μας κάνει να θεωρούμε αυτόματα ότι έτσι λέει και την πρώτη, αλλά αν ακούσουμε την πρώτη προσεκτικά και απροκατάληπτα, νομίζω δεν ακούγεται ξεκάθαρα (ή τουλάχιστον σε μένα). Anyways…

Στο λήμμα που ανέβηκε, καλώς μεν παραπέμπεται ο αναγνώστης σε μαρτυρία του Γιώργη Παπάζογλου, κακώς όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν παραπέμπεται ως προς το τρίτο ερμήνευμα στα συγγράμματα του Υφαντή και του Μανιάτη, που “ψηφίζουν” μονοκούκι ρούφος=ο ροφών ναργιλέ

Τα συγγράμματα αυτά αναφέρονται στο συγκεκριμένο τραγούδι και δίνεται αυτή η ερμηνεία
ή δίνεται γενικότερα αυτή η εξήγηση;

Εφόσον δεν εντοπίζεται αλλού η λέξη, το τραγούδι θα εννοούν. (Αυτό υποθέτω, χωρίς να έχω τα βιβλία. Το λέει όμως ο Άνθιμος, ο ίδιος που υποστηρίζει ότι η λέξη είναι άπαξ ειρημένη.)

Από τη διατριβή του Υφαντή:

τον τόπο προέλευσης), μυρωδάτο (από τα χαρακτηριστικά του), χασικλής ή ρούφος

(από το ρουφώ).

(σελ. 245)

  1. Στην πρώτη κατηγορία, για τον χρήστη, συναντώνται κυρίως οι λέξεις «χασικλής»

και «δερβίσης» σε διάφορες πτώσεις και με διάφορα υποκοριστικά, σε ενικό και

πληθυντικό αριθμό και στα δύο γένη σε διάφορες παραλλαγές, ενώ σε κάποιες

περιπτώσεις αποτελούν το πρώτο συνθετικό της λέξης, όπως «δερβισόπαιδο»,

«ντερβισόμαγκας». Ακόμη, συναντώνται οι λέξεις «χασισοπότης», «ρούφος», «δικοί

μας» (χασικλήδες), «πολλοί» (χασικλήδες).

(σελ. 249)

«Ρε ν’ από πίσω στη Στρατώνα,

Βαρέσαν μάγκα στην υπόγα.

Μπαίνει ‘νας μπάτσος με το κούφιο (σημ. πιστόλι)

και ρίχνει μούσμουλα (σημ. σφαίρες) στο ρούφο.(σημ. χασισοπότη)

Και κατρακύλησε το φέσι,(σημ. η εστία του αργιλέ)

μας σβήνει ο ν’ αργιλές στη μέση».

(σελ. 291)

……………………………….

Στα «Χασικλήδικα μελωδήματα» ο Δ. Μανιάτης καταγράφει καμμιά τρακοσαριά χασικλίδικα (μεταξύ των οποίων και την «Υπόγα») και στο τέλος έχει Ερμηνευτικό γλωσσάριο, όπου (όπως προείπα) έχει λήμμα «ρούφος»: καπνιστής.

Ποιο φέσι! ο ίδιος ο χασισοπότης κατρακύλησε!
(Άσε τώρα που εμείς, αντί να κάτσουμε να τον κλάψουμε πρώτα πρώτα (όπως βεβαίως αρμόζει…) το γυρίζουμε και μιλάμε για Κυριακούλες, τάληρα, στραβοκάνηδες και άλλα… Τί να πεις…)

Κάτι ακόμα σχετικό που θυμήθηκα: υπέρ της πραγματικής ύπαρξης του <<ρούφος>> με την έννοια του <<ρουφηχτής>>, ακόμα κι αν είναι απόλυτο άπαξ, συνηγορεί νομίζω η ύπαρξη του <<ρούφουλας>> (στρόβιλος, δίνη) που είμαι σίγουρος ότι έχω πετύχει κάπου στον Καββαδία.

ἀνεμορούφουλας, ὁ : ἀνεμοστρόβιλος

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/nikos_kabbadias/meletes_trapalhs_glossari_a.htm

Σκέτο ρούφουλα δε βρίσκω στο γλωσσάρι.

Ένα κοπάδι ελέφαντες, μαϊμούδες και καμήλες
σου κουβαλούσαν σε μακρύ ποντόνι τα προικιά.
Μα τα 'πιε ανεμορούφουλας απέξω από τις Μύλες
και ξέστρωσες το νυφικό κρεβάτι σου Θιακιά.

Από το Fresco, στη συλλογή Τραβέρσο.

Σωστά, <<ανεμορούφουλας>> ήταν. Πάντως makes the same point.

1 «Μου αρέσει»

Σιγουρα υπαρχει στην Κερκυραϊκή διάλεκτο.
Πιθανών να βρεθεί στο Γλωσσάρι του Χυτήρη αλλά δεν το έχω.

Ίσως και στα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα να υπάρχει ο ρούφουλας, αν δε με απατά η μνήμη μου.

Ναι, υπάρχει στο γλωσσάρι του βιβλίου [νεότερη έκδοση, εκδόσεις Κολοκάθη, σελ. 298] :
ρούφουλας = ρουφήχτρα

ρούφουλας , γενικά σημαίνει α)ανεμοστρόβιλος, δίνη ανέμου
και β) δίνη νερού. Με μεταφορική σημασία, απ’ ό,τι βλέπω, δεν το συναντάμε.

Παραμένει – κατά την άποψή μου πάντα - με ερωτηματικό η πρίπτωση με το «ρούφο» του στίχου να υπονοείται άνθρωπος, καθώς οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε άλλου είδους ποινές για τους θαμώνες των τεκέδων, όχι όμως και σε δολοφονία ή σε απόπειρα έστω δολοφονίας τους.

οταν ημαν μικρος, ακουγα την λεξη ρούφας, για αυτους που πινουν πολυ αλκοολ…

Λοιπόν, είναι το πιο πιθανό και εξηγώ.
Το αντικείμενο ενός ρήματος αναφέρεται πάντα ή με άρθρο ή με έτερο προσδιορισμό: στον προφορικό λόγο π.χ. δεν θα λέγαμε ποτέ έτσι αόριστα : «βαρέσαν μάγκα» αλλά «βαρέσαν κάποιον ή ένα μάγκα».
Αντίστοιχα, έχουμε ανάλογο παράδειγμα σε τραγούδι:
«βαρέσαν κάποιον χασικλή» [«Το μπαγλαμαδάκι σπάσε»] δεν αναφέρει έτσι αόριστα «βαρέσαν χασικλή».

Εν προκειμένω, λοιπόν, το δίστιχο είναι:
«… από πίσω στη στρατώνα
βαρέσαν, μάγκα, στην υπόγα…» ο μάγκας είναι πρόσωπο στο οποίο εξιστορείται το συμβάν, δεν συμμετέχει σ’ αυτό.

Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η απουσία αναφοράς στην όποια επίπτωση θα είχε ένας πιθανός πυροβολισμός σε βάρος ανθρώπου, αντίθετα ουδεμία αναφορά γίνεται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Και οι στίχοι εστιάζουν στον πραγματικό στόχο, που ήταν πάντα ο αργιλές [: «μας κυνηγούν τον αργιλέ» λένε αλλού οι στίχοι ] ο οποίος και βρέθηκε λαβωμένος .

Επίσης, με αυτή την εξήγηση [του μάγκα στον οποίο εξιστορείται το συμβάν] δεν ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τα γνωστά και προβλεπόμενα από τη σχετική νομοθεσία και από από τις αναφορές στις βιογραφίες για την επιβαλλόμενη ποινή, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν ήταν η δολοφονία χρήστη ή έστω η απόπειρα δολοφονίας του.

1 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά εδώ δεν έχουμε προφορικό λόγο, έχουμε (προσπάθεια έστω για) στιχουργία. Αλλάζουν λοιπόν τα πράγματα και η απόδοση «βαρέσαν μάγκα» άνετα μπορεί να σημαίνει, και κατά τη δική μου άποψη πράγματι σημαίνει «έναν μάγκα».

Εκτός από τον προφορικό λόγο, έχουμε και το παράδειγμα του στίχου:
“…βαρέσαν κάποιον χασικλή…”

Ένα και μοναδικό παράδειγμα είναι, δεν κάνει σχολή μόνο του.

εδω ομως δεν ειναι προφορικος λογος. για τις αναγκες του στιχου, ολα επιτρεπονται. διαβασε π.χ. κρητικες μαντιναδες, η ακη πανου, 7 νομα σε ενα δωμα… η διαφορες επιγραφες…

Το συντακτικό δε μου φαίνεται να μας οδηγεί σε σίγουρες απαντήσεις:

α) Συμφωνώ με την Ελένη ότι θα ήταν περισσότερο αναμενόμενο να λέει «βαρέσαν έναν μάγκα», αν αυτό ήθελε να πει.
β) Όμως εξίσου συμφωνώ και με Νίκο και Μιχάλη, ότι το παραπάνω δεν είναι δα και υποχρεωτικό. Ιδίως μάλιστα σε στίχο, όπου και κάποια απομάκρυνση μπορεί να υπάρξει από τον εντελώς φυσικό προφορικό λόγο, και το μέτρο πολλές φορές πιέζει, και επιτέλους δεν έχουμε και το αλάνθαστο αριστούργημα των αιώνων, παίζει και το ενδεχόμενο της απλής προχειρότητας.
γ) Αυτό που με δυσκολεύει να πάρω θέση είναι ότι και η κλητική προσφώνηση, που θα εννοούσε «μάγκα μου», πάλι δε μου φαίνεται να βρίσκεται σε πολύ φυσική θέση. Αν δεν απευθυνόταν σε ανώνυμο μάγκα αλλά σ’ έναν Κώστα, πώς θα μας φαινόταν το «βαρέσαν, Κώστα, στην υπόγα»;
δ) Ποιον βαρέσαν; Τι βαρέσαν;

Βαρέσαν πίσω στη Στρατώνα.

Ακόμα και να αγνοήσουμε σε πόσες και σε ποιες περιπτώσεις έχουμε ή όχι άρθρο ή έτερο προσδιορισμό στο ουσιαστικό,
με την εκδοχή της κλητικής προσφώνησης δεν μένουν μετέωροι νοηματικά οι στίχοι που ακολουθούν
και δεν έρχονται επίσης σε αντίφαση με τα όσα περί ποινής προέβλεπε η σχετική νομοθεσία.