Συζήτηση για το λήμμα ΙΚΙΤΕΛΙ

…και λέει συγκεκριμένα:
δίχορδο μικρό όργανο της οικογένειας του ταμπουρά που παίζεται στην Κύπρο και το λέμε κίτελι.

Τι προτείνετε να αλλάξουμε στο λήμμα, στο Γλωσσάρι;

1 «Μου αρέσει»

Προσωπικά προτείνω να μην αλλάξει τίποτα στο συγκεκριμένο λήμμα: Ικιτέλι είναι το όνομα του οργάνου, κίτελι είναι μία ιδιωματική παραλλαγή της λέξης.

Τα βίντεο δείχνουν δίχορδα όργανα, εκ των οποίων το ένα έχει διπλές χορδές, το άλλο όχι. Και όλες οι μαρτυρίες για όργανο ικιτέλι (ή κιτέλι, κίτελι, κιντέλι κλπ.) μιλάνε για δίχορδο όργανο. Άρα μάλλον κι η λέξη θα σημαίνει δίχορδο (με δύο χορδές), και όχι διπλόχορδο (με διπλές χορδές).

Η διάκριση ανάμεσα σε κάτι που έχει «δύο τέτοια» και σε κάτι που έχει «διπλό τέτοιο» είναι βασική, και τηρείται σε όσες γλώσσες γνωρίζω. Θα ήταν περίεργο αν ειδικά τους Τούρκους δεν τους ενδιαφέρει να τα ξεχωρίσουν.

Πέραν αυτού:

Ναι, αναμφίβολα ικιτέλι είναι το όνομα του οργάνου, αλλά πού κολλάει να το αναφέρουν στο τραγούδι; Αν πούμε ότι χονδρικά συνώνυμο με το ικιτέλι είναι το «σαζάκι», είναι σαν ο στίχος να λέει: «…και χορεύω τσιφτετέλι, ωχ αμάν αμάν το σαζάκι». Ποιο σαζάκι;;; Κάτι άλλο πρέπει να σημαίνει εδώ.

Στις Κούπες το αντίστοιχο είναι «ααα, τσιφτετέλι, αμάν αμάν», επειδή το τραγούδι είναι τσιφτετέλι. Δεν υπάρχει μεν συμφραζόμενο, είναι η λέξη «τσιφτετέλι» έτσι μόνη της, ξεκρέμαστη, αλλά νοηματικά δικαιολογείται. Πρέπει να βρούμε πώς δικαιολογείται και το «ικιτέλι». Ως «δίχορδο σαζάκι» δε δικαιολογείται.

Μήπως απλά κάνει ρίμα με το τσιφτετέλι;
Το σαζάκι δεν κάνει…

(η επισήμανση, δική μου)

Κολλάει, κατά την άποψή μου, σ’ αυτό που ήδη συζητήσαμε, νομίζω σε άλλο θέμα: Η παράθεση δύο συνωνύμων ή σχεδόν συνωνύμων βοηθάει την επίταση, ένα φαινόμενο συχνά επαναλαμβανόμενο και στα δημοτικά τραγούδια. Και με το επιπλέον πλεονέκτημα της συνήχησης: τσιφτετέλι – ικιτέλι.

Ναι, αλλά «τσιφτετέλι» (ο χορός) και «δίχορδο σαζάκι» δεν είναι συνώνυμα.

Επομένως η υπόθεση είναι ότι, πέρα από «δίχορδο σαζάκι» και γενικότερα «κάτι με δύο χορδές», ικιτέλι θα πρέπει να σημαίνει και κάτι άλλο.

Μπορεί κανείς να βρει τι λέξεις χρησιμοποιούνται στα τούρκικα για τη διπλόχορδη τεχνική στο βιολί; Φαντάζομαι ότι θα λένε ciftetelli, αλλά μήπως παράλληλα λένε και ikitelli?

Τώρα, Περικλή μου, μη ζητάς καλλιγραφία απ’ της μυλωνούς τον κώλο (όταν αυτή είναι χήρα και φοράει μαύρα)… Τσιφτετέλι και ικιτέλι τακιμιάζουν, αυτό μετράει. Τσιφτετέλι και σαζάκι, τζου…

Δηλαδή Νίκο εσύ εσαι έτοιμος να πληροφορήσεις υπεύθυνα τον κάθε ενδιαφερόμενο ότι «εδώ, όπως και παντού αλλού, ικιτέλι είναι ένα είδος δίχορδου ταμπουρά»;

Εγώ θα έλεγα «δεν ξέρω, αλλά εδώ δεν πρέπει να είναι ο δίχορδος ταμπουράς». ή «η λέξη σημαίνει τον δίχορδο ταμπουρά, αλλά εδώ δεν ξέρω με τι έννοια χρησιμοποιείται».

Περικλή μου ναι, ικιτέλι είναι ένα όνομα (μπορεί να υπάρχουν και άλλα, εντάξει; ) για τον δίχορδο ταμπουρά. Τώρα, το με τί έννοια χρησιμοποιείται η λέξη, εκτός από την περίπτωση όπου περιγράφει τον δίχορδο ταμπουρά, ε, εντάξει, θα μπορούσε να συγκληθεί και παγκόσμιο συνέδριο, αν αυτό ενδιέφερε κάποιο μη ευκαταφρόνητο τμήμα της κοινωνίας…

Αυτό συνιστά σημασιολογικό κεκτημένο βάσει των λεξικών.
Βλ. ενδεικτικά ikitelli: δίχορδο σάζι (Τουρκοελληνικό Λεξικό, Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού, 2000)

Σε αλβανικό συγκείμενο απαντά το çifteli: μουσικό όργανο με δύο χορδές (Ν. Γκίνη, Αλβανοελληνικό Λεξικό, 1998)

1 «Μου αρέσει»

Δε γίνονται συνέδρια για κάθε λήμμα του Γλωσσαριού, ωστόσο το ερώτημα στο οποίο απαντούν τα λήμματα είναι πάντοτε το ίδιο: «Τι σημαίνει εδώ η λέξη;»

Καλά, εδώ που τα λέμε, δεν τεκμηριώνεται μέχρι στιγμής ότι και στα ελληνικά έχουμε σημασιολογικό κεκτημένο. Υπάρχει σε ελληνικά λεξικά η λέξη;

(Η υπόθεσή μου: δεν υπάρχει, όπως ούτε το γιογκάρι και το τσαφάρι και η κάθε άλλη τοπική λέξη για κάποιο όργανο, αλλά σίγουρα θα υπάρχει σε οργανολογικά και άλλα συναφή κείμενα. Από μνήμης, πιστεύω ότι πρέπει να το έχουν και ο Καρακασης και ο Ανωγειανάκης. Πιθανώς και τα χιλιάδες κείμενα που αναμασούν Ανωγειανάκη σε ένθετα δίσκων, ιστοσελίδες και έντυπα. Και ποιος θα ήθελε ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας φορτωμένο με όλες αυτές τις ιδιωματικές λέξεις; Μόνο στο Ιστορικό της Ακαδημίας θα είχε θέση, κι εκεί ίσως να υπάρχει ήδη. Για τα υπόλοιπα ελληνικά λεξικά, αν όντως δεν το έχουν, δεν αποτελεί έλλειψη.)

Που όμως φαίνεται τροποποιημένος τζουράς ή μπαγλαμάς παρά σαν όργανο που κατασκευάστηκε σαν δίχορδο.

1 «Μου αρέσει»

Λεπτό το χιούμορ σου :upside_down_face:
Στο γράμμα “δέλτα” βρίσκεται ακόμη το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας, ο πρώτος τόμος του οποίου χρονολογείται στα 1933 !

Έμπαινε επιπλέον χορδή, ή μετακινούσε ο παίχτης μια από τις χορδες σε άλλο αυλάκι του καβαλλάρη δίπλα στην επόμενη χορδή ώστε να παίζει οκτάβες; Σήμερα υπάρχουν τα πεταλάκια octaver γι αυτή τη δουλειά :wink:

Όντως, ο Ανωγειανάκης το αναφέρει:

Και βέβαια ο Σταύρος Καρακάσης (Ελληνικά Μουσικά Όργανα, 1970) έχει προηγηθεί κάτι χρόνια από τον Ανωγειανάκη:
"Οι Τούρκοι το ονομάζουν ικιτελί (αυτό που έχει δύο χορδές, δύο τέλια). Η σκάφη (το ηχείο) έχει μήκος 20-40 εκατοστά, πλάτος 13-20 και βάθος 12-15. Την ονομασία ικιτελί τη συναντούμε και σε ελληνικά κείμενα."

δεν βαζουν επιπλέον χορδη.
μετακινούν μια στο ιδιο “αυλάκι” με κάποια άλλη, και “δονείται” με την την ιδια δοξαριά.

1 «Μου αρέσει»

Ε ναι, φυσικά και προηγήθηκε. Μετά από το μνημειώδες έργο του Ανωγειανάκη δε θα είχε νόημα να βγει ένα λιγότερο μεγαλόπνοο για το ίδιο θέμα, ενώ αντίθετα, έτσι όπως βγήκαν, ο Ανωγειανάκης αντλεί και από τον Καρακάση.

Για το πώς συζητούν τόσο ο ένας όσο και ο άλλος το θέμα των ταμπουράδων, θυμίζω ότι είχαμε δει αναλυτικότατο και υποδειγματικά μεθοδικό σχολιασμό εδώ:

Όσο για το «διπλόχορδο» στο βιολί, το είχαμε ξανασυζητήσει φέτος: