"Σπάνια κείμενα για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ (1929-1959)" - νέο βιβλίο του κ. Βλησίδη

Κυκλοφόρησε στις αρχές της βδομάδας το νέο βιβλίο του Κ.Βλησίδη με τίτλο: “Σπάνια κείμενα για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ (1929-1959)”.
Ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει στο νέο του βιβλίο κείμενα σχετικά με το ρεμπέτικο, τα οποία δημοσιεύτηκαν στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο τής περιόδου 1929-1959. Τα κείμενα αυτά, που σύμφωνα με το συγγραφέα ξαναβλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά μετά την αρχική δημοσίευσή τους, έχουν γραφεί από ανθρώπους εκτός του ρεμπέτικου κόσμου κι έτσι μας δίνουν μια σαφή εικόνα του πώς έβλεπαν οι “απ΄έξω” το ρεμπέτικο.
Το βιβλίο περιέχει, σε αντίγραφα, αποσπάσματα από δημοσιεύματα της εποχής καθώς και σκίτσα που συνόδευαν κάποια από τα δημοσιεύματα.
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δυστυχώς λίγες σπάνιες φωτογραφίες του βιβλίου.

Ευτυχής συγκυρία θέλει το βιβλίο αυτό να κυκλοφορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το πολύ καλό πόνημα του Π.Σαββόπουλου “Περί της λέξεως “ρεμπέτικο” το ανάγνωσμα… και άλλα”, ώστε εμείς οι ρεμπετόφιλοι να έχουμε μπόλικο υλικό για μελέτη.

Καλή ανάγνωση φίλοι μου:089:

Παλι θα ξηλωθουμε Χριστουγεννιατικα …
Βλησιδης, Σαββοπουλος ,Λυδια … παει το γουρουνοπουλο …

Αγαπιεεεε … πες του δικου σου απο τα Λευκόγεια να μου φυλαξει ενα γουρουνοπουλο
και τον πληρωνω το Πασχααα …
ή του κανουμε μια μπουζουκοβραδυα δωρο (σε ειδος δλδ) !!!

Ο Κώστας Βλησίδης επανέκδοσε το βιβλίο του επαυξάνοντας την ύλη του με νέα στοιχεία και κείμενα για το ρεμπέτικο. Μια κριτική μπορείτε να δείτε εδώ:

2 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρουσα η επανέκδοση, που φυσικά θα αγοραστεί και διαβαστεί ( να κοπάσει η γιορτινή κίνηση όμως….). Αλλά πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και η παρουσίασή της στο μπλόγκ του Ν. Σαραντάκου, με τις αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες που επίσης παρουσιάζει και σχολιάζει ο Νίκος.

Ενδιαφέρον και περίεργο βιβλίο.

Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθολογούμενων κειμένων εντάσσεται στη γνωστή κόντρα μεταξύ υποστηρικτών και διωκτών του ρεμπέτικου, του αμανέ, του ανατολίτικου τραγουδιού και άλλων μορφών που ως επί το πλείστον τσουβαλιάζονται αδιακρίτως.

Από αυτά τα κείμενα, τα περισσότερα είναι εξαιρετικά φτωχού επιπέδου, και όχι μόνο δε μαθαίνει κανείς τίποτε από αυτά παρά κινδυνεύει να ξεχάσει και όσα ήξερε. Εκτός από τις πληροφορίες που σφηνώνονται παρεμπιπτόντως, χωρίς να βρίσκονται στο κέντρο του θέματος που έχει επιλέξει να πραγματευτεί ο κάθε συντάκτης. Αυτές είναι όλα τα λεφτά. Θα δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Είναι δεκάδες οι συντάκτες που ξεσπαθώνουν κατά του αμανέ, και αρκετοί κι εκείνοι που τον υπερασπίζονται, είτε έχουν καταλάβει (και οι μεν και οι δε) ποιο πράγμα λέγεται αμανές είτε όχι. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς αναφέρουν τους φωνογράφους που, είτε σε ιδιωτικά σπίτια, είτε σε καφενεία, είτε στα χέρια πλανόδιων φωνογραφιτζήδων, παίζουν αμανέδες ενοχλώντας τους. Μέχρι εδώ, έχουμε αυτό περίπου που θα φανταζόταν πρώτα απ’ όλα κι ένας σημερινός αναγνώστης, μόλις άκουγε ότι την εποχή εκείνη είχε εγερθεί ζήτημα σχετικα΄με τον αμανέ. Παράλληλα, υπάρχουν και αρκετές αναφορές για τους αμανέδες που τραγουδιούνται ζωντανά στα κέντρα, οι περισσότερες θετικές ή έστω ουδέτερες. Δίνονται και λεπτομέρειες όπως ονόματα μουσικών και τραγουδιστών. Εδώ λοιπόν, ίσως πολλών από εμάς να μας διαφεύγει ότι στη δεκαετία του 30 ιερά τέρατα όπως η Ρόζα, η Μαρίκα Πολίτισσα, ο Νταλγκάς, ο Σαλονικιός, ο Ογδοντάκης, ο Τομπούλης, ο Ρούκουνας, αλλά βέβαια και οι ρεμπέτες όπως ο Μάρκος, έπαιζαν ζωντανά, κάθε βράδυ, σχηματίζοντας συγκροτήματα μεταξύ τους (εννοώ: όχι ο καθένας από αυτούς πλαισιωμένος από άσημους διεκπεραιωτές μουσικούς, αλλά π.χ. Ρόζα-Σαλονικιός-Τομπούλης μαζί), σε φτηνά μαγαζιά που απείχαν ελάχιστο ποδαρόδρομο το ένα από το άλλο - μιλάμε για μια εποχή απίστευτης δόξας για τη μουσική ζωή της Αθήνας!

Επιπλέον όμως, και κυριότατα ίσως, το πρόβλημα των αντιαμανεδιστών δεν ήταν τόσο ότι κάποιοι τραγουδιστές έλεγαν αμανέδες στα πάλκα και στους δίσκους, αλλά ότι ο κόσμος τραγουδούσε αμανέδες, και μάλιστα, ως φαίνεται, διαρκώς! Με αμανέδες περιγράφεται να γίνονται οι καντάδες, να γλεντούν οι θαμώνες όσων μαγαζιών δεν πρόσφεραν μουσική, να γίνονται οι άτυπες μικρές παρέες στις αυλές των συνοικισμών. Εντάξει, ένας αστός που αισθάνεται τόση προσβολή (και απειλή ίσως) από τον αμανέ μπορεί και να υπερβάλλει λίγο ως προς το πόσο πολύ τραγουδιόταν από τον κόσμο, αλλά παραμένει γεγονός -που δε βλέπω λόγο να αμφισβητηθεί- ότι το τραγούδι ήταν δραστηριότητα τουλάχιστον εξίσου σημαντική με την ακρόαση του τραγουδιού του αλλουνού.

Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, συχνά αναφέρονται (προς έπαινο ή προς ψόγο ή ουδέτερα) διάφοροι στίχοι τραγουδιών που, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα, θα ήταν μάλλον πολύ δημοφιλή τότε, αλλά εμένα μου είναι τόσο άγνωστα ώστε υποθέτω ότι δε θα ηχογραφήθηκαν ποτέ. (Εξαιρώ μια περίπτωση όπου και ο επιμελητής του βιβλίου εκτιμά, αλλά και οι περισσότεροι αναγνώστες θα συμφωνούσαν, ότι κατά πάσα πιθανότητα ο συντάκτης ενός λιβέλλου επινοεί δικούς του δήθεν ρεμπέτικους στίχους για να τους κατακεραυνώσει στη συνέχεια.)

Επομένως, μία πολύ σημαντική οπτική που μας προσφέρει αυτή η συλλογή άρθρων είναι ότι το ρεμπέτικο, ο αμανές και κάθε άλλη κάπως σχετική μουσική μορφή ούτε ως ρεπερτόριο περιορίζονταν σε όσα ξέρουμε από τη δισκογραφία, αλλά κυρίως, ούτε και ως παρουσία στην καθημερινή ζωή των πολιτών περιορίζονταν στην ακρόαση δίσκων. Εμεις σήμερα στηριζόμαστε στις παλιές ηχογραφήσεις γιατί αυτές έχουμε, αλλά καμιά φορά ξεχνάμε ότι τότε αυτές δεν ήταν παρά μία από τις ψηφίδες, και όχι η σπουδαιότερη, του ψηφιδωτού.


Παρεμπιπτόντως, έχω να πω ότι σχεδόν δε γνωρίζω ούτε ένα ρεμπέτικο που να μην έχει ηχογραφηθεί. Με σπανιότατες εξαιρέσεις (Χαϊδάρι με την παλιά μελωδία που διέσωσε ο Στέλιος Βαμβακάρης, Θε μου Μεγαλοδύναμε αν όντως είναι παλιό), μέσα σε τρεις γενιές η προφορική παράδοση φαίνεται να έσπασε σε βαθμό ώστε να μη μας μεταφέρει τίποτε, πέρα από όσα απαθανάτισε το σελάκ.

Πεταχτά μερικά ακόμη σχόλια για τα περιεχόμενα στο βιβλίο:

  • Την περίφημη Σοφία Σπανούδη βαρέθηκα να τη διαβάζω και να την ξαναδιαβάζω. Δεν είναι που δε συμπαθούσε αυτή τη μουσική - τόσα χρόνια μετά, μπορώ να αποδεχτώ ως ιστορική πραγματικότητα το γεγονός ότι πολλοί δεν τη συμπαθούσαν, χωρίς να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι για τον καθένα ξεχωριστά από εκείνους, παρά ψύχραιμα και αμέτοχα να διαβάζω την ιστορία της πρόσληψης του ρεμπέτικου από τον κόσμο της εποχής του. Αλλά αυτή η ευλογημένη, λέει σε ένα σωρό άρθρα τα ίδια και τα ίδια, επιμένει να στηρίζει τις αξιολογικές της κρίσεις στα ίδια και τα ίδια πέντε παραδείγματα, και να αντιπροβάλλει ως αξιόλογη μουσική τα ίδια και τα ίδια άλλα πέντε τραγούδια. Φτώχεια…
  • Από τους μη πολέμιους, λίγοι και πάλι έχουν κάτι άξιο λόγου να πουν. Ξεχώρισα ιδιαίτερα τον Κ. Ψάχο (τον γνωστό μουσικό και μουσικολόγο), ο οποίος φαίνεται να κατανόησε το φαινόμενο του αμανέ καλύτερα από οποιονδήποτε ίσως σύγχρονό του. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, είμαστε σε θέση να δούμε ότι κι αυτός έπεσε σε κάποια λάθη, αλλά αυτό οφείλεται σε πρόοδο της γνώσης που τότε δεν είχε συντελεστεί ακόμη. Τουλάχιστον όμως δε λέει αντιεπιστημονικές αρλούμπες, σαν άλλους που προσπαθούν να καθαγιάσουν ό,τι συμπαθούν εφευρίσκοντας βυζαντινές και αρχαιοελληνικές ρίζες.

Γράφω απλώς τις εντυπώσεις μου. Έχω διαβάσει εκατοντάδες σύντομα κείμενα, και μου μένουν ακόμη μερικά. Μη μου ζητήσετε να τεκμηριώσω με ακριβείς παραπομπές την κάθε μου λέξη, γιατί δεν ήταν η πρόθεσή μου να κάνω τέτοιου είδους κριτική.

2 «Μου αρέσει»

η αλήθεια είναι πως γενικά δεν περιμένω καμιά αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση από τις εφημερίδες. αρκεί να έχει ζήσει κάποιος ένα γεγονός ή να γνωρίζει μια κατάσταση και μετά να διαβάσει σχετικό ρεπορτάζ, για να δει ότι μικρή σχέση θα έχει με την πραγματικότητα.
θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο γεγονός ότι το τραγούδισμα ήταν κάτι κοινό πριν την εμφάνιση του φωνόγραφου, οπότε οι άνθρωποι ήταν εξασκημένοι και υπήρχε μεγάλο ποσοστό καλλίφωνων. σε αντίθεση με σήμερα που οι περισσότεροι είναι ακροατές (ή ακόμα χειρότερα θεατές) και ντρέπονται ή απαξιούν να τραγουδήσουν.

Σωστά, πολύ σωστά. Και αρχαιοαιγυπτιακές, όμως! Να θυμηθούμε λιγάκι τον κύριο Φαίδρο, από τη Σμύρνη, την παλαιότερη αναφορά για τους αμανέδες που γνωρίζω: Εν Σμύρνη λοιπόν, τω 1881, τυπώνεται το έργον

Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ε Ι Α

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΚΟΥ ΜΑΝΕ

Ή ΤΟΥ ΠΑΡ’ ΑΡΧΑΙΟΙΣ ΜΑΝΕΡΩ

ΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ

ΑΝΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΙΛΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΘΙΜΩΝ

ΔΙΑΣΩΖΩΜΕΝΩΝ ΕΙΣΕΤΙ ΠΑΡΑ ΤΩ

ΕΛΛΗΝΙΚΩ ΛΑΩ

Υπό

Γεωργίου Κ. Φαίδρου

Εκεί, ο συγγραφέας προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Μανές κατάγεται από τον αρχαίο μουσικό ήχο Μανέρως, ο οποίος κατά συγκοπήν του ρω (!) έγινε Μανές και τραγουδήθηκε από τους εν Σμύρνη συγχρόνους του κ. Φαίδρου, κάποιες χιλιετίες αργότερα. Ήταν δε Μανέρως το όνομα του αώρως αποθανόντος μονογενούς παιδός του βασιλέως της Αιγύπτου, ο οποίος παις εθρηνήθη βεβαίως δεόντως παρά των του βασιλέως υπηκόων και ο θρήνος αυτός κατέληξε, το 1881, να ονομάζεται Αμανές και να τραγουδιέται στη Σμύρνη.

( περί του βιβλίου του κ. Βλησίδη αργότερα, αφού ακόμα δεν αξιώθηκα να αγοράσω την επανέκδοση)

Φαίνεται ότι τα λίγα τελευταία επεφύλασσαν τις περισσότερες ευχάριστες εκπλήξεις. Για παράδειγμα, θα ήταν αδικαιολόγητο να μην προσθέσω σ’ εκείνους που ξέρουν για τι πράγμα μιλούν τον Ανωγειανάκη.

Επίσης, άσχετο από την πτυχή που έπιασα αλλά δε γίνεται να μην το πω, προς το τέλος συνάντησα ένα κείμενο που δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει: άρθρο του Τσιτσάνη (!!!) για το πώς γράφει τα τραγούδια!

1 «Μου αρέσει»

Έτσι είναι. Όμως, αν ψάξουμε και για άλλους τέτοιους, φοβάμαι ότι σχεδόν κανέναν δεν θα βρούμε να προσθέσουμε (εκτός απ’ τον Καλομοίρη….)