Στο άρθρο που παρέθεσα στο #252 αυτής της συζήτησης, αναφέρεται κάτι σημαντικό που μόλις το διάβασα μου φάνηκε αυτονόητο αλλά πριν το διαβάσω δεν το σκεφτόμουν πάντα:
Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στα Χανιά (πόλη και χωριά) του '50, μας θυμίζει ότι η διάκριση παραδοσιακής και άλλης μουσικής δεν ήταν για τους ντόπιους αυτή που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Οι οργανοπαίχτες στα γλέντια και τα πανηγύρια έπαιζαν οποιοδήποτε τραγούδι ήξεραν οι ίδιοι και ήθελε ο κόσμος. Αυτά ήταν κατά βάση το κληρονομημένο τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, εμπλουτισμένο όμως και με οτιδήποτε άλλο, από πανελλήνιους δημοτικούς χορούς μέχρι ταγκό και βαλς. (Σελ. 12). Λογικά υποθέτω και προσθέτω ότι η τεχνική και η αισθητική της εκτέλεσης θα διαμορφωνόταν με βάση το ρεπερτόριο, δηλαδή κατά κύριο λόγο θα ήταν η τοπική, με τη σημαντική όμως παρατήρηση ότι για κάθε οργανοπαίχτη και για κάθε γενιά οργανοπαιχτών το “κληρονομημένο τοπικό” ρεπερτόριο περιελάμβανε όχι μόνο τα παλαιόθεν ντόπια αλλά και ό,τι είχε προσθέσει η προηγούμενη γενιά (μείον βέβαια τις προσθήκες που τελικά δε φτούρηξαν, τα εφήμερα σουξέ ή τα σουξέ της μιας γενιάς).
Μ’ αυτή τη λογική, το να παίξεις ένα ταγκό (συνηθίζεται ακόμη σήμερα στην Ικαρία στα πανηγύρια), μία πόλκα (σήμερα σε αρκετά νησιά, πριν μερικές δεκαετίες σε ακόμη περισσότερα), το Μαντήλι Καλαματιανό (απανταχού) ή ένα λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, δε σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι τώρα περνάς από το παραδοσιακό ρεπερτόριο σε κάτι άλλο. Εφόσον ο κεντρικός κορμός ήταν το τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, και εφόσον όλοι οι άνθρωποι άκουγαν και τραγουδούσαν και χόρευαν τα τραγούδια του τόπου τους ενώ πολύ λίγοι είχαν ταυτόχρονα και ολοκληρωμένη εμπειρία από άλλα είδη μουσικής, στην ουσία δεν υπήρχε καν η διάκριση: όλα μουσική ήταν.
Όταν, αργότερα, το αν θα ακούσεις τοπικά παραδοσιακά ή όχι έγινε επιλογή, τότε διαμορφώθηκαν και οι κατηγοριοποιήσεις. Τότε όμως, για κείνους που άκουγαν τα παραδοσιακά του τόπου τους, παραδοσιακό ήταν και το βαλς ή το λαϊκό τραγούδι που γνώρισαν μέσα στο πλαίσιο του τοπικού ρεπερτορίου ως κάτι που υπήρχε ήδη, κληρονομημένο, όταν οι ίδιοι απέκτησαν τις πρώτες τους εμπειρίες. Η λογική μπορεί να έλεγε ότι αυτό το τραγούδι είναι ολοφάνερα διαφορετικό από τα υπόλοιπα (και πάλι όχι πάντα), αλλά αν το έχεις ακούσει σε κάθε πανηγύρι και γλέντι παραδοσιακού χρώματος και ρεπερτορίου από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, τότε μετράει πιο πολύ η εμπειρία παρά η λογική.
Παρατηρώ τι γίνεται σήμερα στην Κάλυμνο. Αφενός, δεν ακούν όλοι καλύμνικα, κάθε άλλο. Πάντως όσοι ακούν, τη στιγμή που τα ακούν, έχουν σαφώς την αίσθηση ότι ακούν καλύμνικα. Αν το γλέντι γυρίσει σε λαϊκά ή σε κρητικά ή σε ελαφρονησιώτικα, κάτι σύνηθες, όλοι αντιλαμβάνονται ότι τώρα έγινε αλλαγή. Ωστόσο και το ίδιο το καλύμνικο ρεπερτόριο αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από κομμάτια που κάποια στιγμή στο παρελθόν εισήχθησαν από κάπου αλλού, στην πορεία αφομοιώθηκαν στο καλύμνικο ύφος και ρεπερτόριο, και τώρα όλοι τα θεωρούν δικά τους επειδή μ’ αυτά μεγάλωσαν και οι ίδιοι και ο παππούς τους. Έτσι έχουν λ.χ. τις “Βρυσούλες”, ένα σκοπό καλαματιανού όπου προσαρμόζει ο καθένας τα δίστιχά του, που όμως είναι ο γνωστός δήθεν Χορός του Ζαλόγγου, δηλαδή μια μελωδία που πρωτοέφτασε στο νησί ως σχολικό ρεπερτόριο. Για μένα τον μουσικολόγο είναι ενσωματωμένο δάνειο. Για τον ντόπιο είναι καθαρά καλύμνικο.
Όμως: ακόμα και οι πιο βαριοί μερακλήδες, οι πιο παραδοσιακοί γλεντιστάδες, ζουν στο σήμερα. Έχουν ακούσει κι άλλα πράγματα, κάποια από αυτά τα έχουν αγαπήσει, θέλουν να τα χορέψουν κι αυτά, και επομένως οι οργανοπαίχτες τα περνάνε και τα έχουν στην καβάντζα για πρώτη ζήτηση. Τέτοια είναι μερικά κλασικά ζεϊμπέκικα, όπως το Βουνό ή η Ευδοκία -διαχρονικά πανελλήνια σουξέ. Οι λαουτιέρηδες και ακόμη περισσότερο οι βιολιτζήδες δεν ξέρουν άλλο τρόπο να παίζουν παρά τον καλύμνικο. Τα παίζουν λοιπόν σαν να ήταν καλύμνικα, με καλύμνικη δοξαριά και ρυθμολογία. Η διαφορά στον ήχο ανάμεσα σε μια τέτοια εκτέλεση ενός λαϊκού τραγουδιού και στην αυθεντική, είναι ακριβώς η ίδια όπως ανάμεσα σ’ ένα παλιότερα ενσωματωμένο δάνειο, που σήμερα θεωρείται καλύμνικο, και στην αυθεντική του εκτέλεση. Κι όμως, όταν παίζουν ή ακούν ή χορεύουν το Βουνό, το έχουν για λαϊκό, πανελλήνιο, κι όχι για καλύμνικο όπως τις Βρυσούλες!
Έχω τύχει σε γλέντι με παρέα σύμμεικτη, εν μέρει από Καλύμνιους -μεταξύ των οποίων ένας βιολιτζής που παίζει καλύμνικα αλλά ακούει διάφορα- και εν μέρει από “ξένους” εκπαιδευτικούς, με τα μπουζουκοκίθαρά τους. Το ρεπερτόριο ήταν γενικό παρεΐστικο, δηλ. ρεμπέτικα και λαϊκά. Αλλά η δοξαριά του βιολιού ήταν 100% καλύμνικη -όχι επειδή έτσι τα ξέρει αυτά τα τραγούδια ο βιολιτζής, ούτε από διάθεση εκκαλυμνισμού, αλλά απλώς γιατί έτσι ξέρει να παίζει και όχι αλλιώς.