Σίφνος - Ρεμπέτικα

Φίλε Emc μάλλον δεν πρόκειται περί αυτού.

Με την ευκαιρία να παραθέσω μερικά άλλα στοιχεία σχετικά με πιθανές Κυπριακές επιδράσεις στα σιφνέικα γλέντια. Ένας άλλος σκοπός ο οποίος είναι αρκετά δημοφιλής στη Σίφνο είναι ένα, σε καλαματιανό σκοπό, η «Παραμάνα» (ορκίσου παραμάνα μου ορκίσου στα παιδιά σου κλπ κλπ). Το έχω ακούσει με το Χ. Σίκκη πολλά χρόνια πριν, σε συναυλία, και μου φαίνεται ότι χαρακτηρίζεται ως Κυπριακό. Υπάρχει σε κάποια κυπριακή συλλογή με τον Σίκκη ή με κάποιον άλλο;

Υπάρχουν πάντως ηχογραφήσεις πριν το 1922 οι οποίες σχετίζονται με αυτό το τραγούδι και παραπέμπουν σε Σμύρνη. Η μία, με τίτλο «Παραμάνα», (http://www.anatolikos.net/musikes/rempetika.htm) περιέχει πάνω κάτω τους στίχους που τραγουδιούνται στη Σίφνο και η άλλη με τίτλο «μελαχροινό» (βρίσκεται στη συλλογή «Αυθεντικά τραγούδια ηχογραφημένα στη Σμύρνη και στην Πόλη πριν από το 1922», ΦΑΛΗΡΕΑΣ) η οποία πλησιάζει πιο κοντά στη μελωδία (αν και με άλλους στίχους) που ξέρω τόσο από τη Σίφνο όσο και από την Κύπρο

Απεβίωσε πρόσφατα η Φραγκίσκη Καρόρη-Ψαχαροπούλου:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_15/09/2009_329330
Το 1980 η κατάσταση σχετικά με την προοπτική συνέχισης της μουσικής παράδοσης της Σίφνου έμοιαζε απογοητευτική. Είχαν απομείνει λίγοι τοπικοί οργανοπαίκτες και αυτοί ήταν σχετικά μεγάλης ηλικίας. Κυριολεκτικά, δεν υπήρχαν οργανοπαίκτες κάτω από τα σαράντα.
Η εκλιπούσα διέβλεψε τον κίνδυνο και μέσω της συμμετοχής της σε πατριωτικό (όπως λέγονται) σωματείο δραστηριοποιήθηκε στην εκμάθηση των παραδοσιακών οργάνων (βιολί-λαούτο) από παλιούς οργανοπαίκτες. Πολλά παιδιά 13-15 χρόνων ξεκίνησαν να μαθαίνουν τότε τα όργανα και τους σκοπούς των σιφνέικων γλεντιών. Το αποτέλεσμα είναι ότι, τριάντα χρόνια μετά, έχουμε ένα ικανό αριθμό νέων, κυρίως, οργανοπαικτών και έτσι εμείς οι «φιλέορτοι» δεν κινδυνεύουμε να βρούμε οργανοπαίκτες για τα γλέντια μας.

Στην αρχή της αυτοβιογραφίας του, ο Μάρκος (Αγγελ. Βέλλιου Κάιλ, Παπαζήσης, 1978) αναφέρεται σε ακούσματα και παραστάσεις που είχε από τη Σύρα όταν ήταν μικρός.

Στη σελίδα 49 υπάρχουν τα στιχάκια:

Δεν πάω πια στο Πισκοπιό
να κάτσω στη πεζούλα,
γιατί μου βγάλαν αβανιά
πως αγαπώ μια δούλα.

Τα στιχάκια αυτά τραγουδιούνται ακόμη στη Σίφνο με τη διαφορά, αντί για «πια στο Πισκοπιό», λέμε «στην Αντίπαρο»
Ένας από τους σκοπούς στον οποίο τραγουδιούνται οι στίχοι αυτοί στη Σίφνο είναι στο: (http://www.youtube.com/watch?v=md0mkzdzN2E). Αμφιβάλλω αν ο Μάρκος αναφερόταν σε αυτό το σκοπό.

«αβανιά»:frowning:http://www.rembetiko.gr/forums/vbglossar.php?do=showentry&id=2&highlight=αβανιά) . Ο μακαρίτης ο παππούς μου που πέθανε το 2002 σε ηλικία 93 χρονών χρησιμοποιούσε ακόμη αυτή τη λέξη.

Κάποιος που ξέρει από παλιά Σύρα να μας έλεγε, αν η πεζούλα ήταν πράγματι στο Πισκοπιό ή αλλού, καθώς και τη χρήση / σημασία της στην κοινωνική ζωή της εποχής. Ο σκοπός που παραθέτει το Κουτρούφι πάντως, δεν μοιάζει «hardcore» σιφναίικος, θα μπορούσε να τραγουδιέται σε όλες τις Κυκλάδες, μέχρι και Κρήτη ακόμα άρα, θα μπορούσε και να είναι ο σκοπός (συρτός) στον οποίο αναφέρεται ο Μάρκος.

Εσύ Γιάννη, μπορείς ίσως να μας εξηγήσεις πως κολλάει η Αντίπαρος ως προσδιορισμός συγκεκριμένης πεζούλας της Σίφνου. Μήπως, σκέφτομαι εγώ, απλά αντικρύζει την Αντίπαρο;

Ο Μάρκος αναφέρει ότι υπήρχαν αρκετές πεζούλες (ή πετζούλες όπως λέμε στη Σίφνο) στην περιοχή που μεγάλωσε. Γενικά, οι οικισμοί των νησιών είναι γεμάτοι με πεζούλες. Δεν νομίζω ότι αναφέρεται σε συγκεκριμένη πεζούλα αλλά μιλάει γενικά. Με τον ίδιο γενικό και αόριστο τρόπο αναφέρεται και η πεζούλα της Αντιπάρου στο Σιφνέικο στίχο. Υπάρχει και άλλο τετράστιχο που λέμε στον ίδιο (αλλά και σε άλλο) σκοπό με θέμα την Αντίπαρο:
Δεν πάω στην Αντίπαρο
γιατί πετροβολούνε,
ήφαα μια στην κεφαλή
κι ακόμη τη θυμούμαι
(ελπίζω να μη ληφθεί ως δυσφημιστικό για την Αντίπαρο)
Η αναφορά στην Αντίπαρο μάλλον έχει να κάνει με τη γειτνίαση των νησιών.

Πιο πολύ για Κρητική επιρροή μοιάζει ο σκοπός του video.
Hardcore Σιφνέικοι είναι οι στίχοι με τους οποίους είναι πιο γνωστός στη Σίφνο ο σκοπός αυτός (Η Όρνιθα):

Είχα και γω μια όρνιθα
που ηγέννα πότε πότε
μα μου την ήκλεψε ο παπάς
και μάγκου μου (=τουλάχιστον) ε μου τόπε

Παπά μου σε παρακαλώ
φέρε την κότα πίσω
και άμα θες τον πετεινό
θα σου τονε χαρίσω

Γενικά, τα Κρητικά στη Σιφνέικη παράδοση έχουν ελάχιστη επιρροή (κάποιοι ρυθμοί σαν σούστες περισσότερο). Η παράδοση της Σίφνου (συρτά) είναι περισσότερο επηρεασμένη από τη Μικρά Ασία.

Παρεπιπτόντως ο Μάρκος αναφέρει και ένα άλλο τετράστιχο από τα παιδικά του χρόνια:

Από τα πολλά που μου 'χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε μ’ αρέσεις πια
Τα σωθικά μου τα χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε μ’ αρέσεις πια
Το τραγούδι αυτό παραπέμπει στην προ του '22 ηχογράφηση από την «Ελληνική Εστουδιαντίνα».
Στη Σίφνο υπάρχει ένα συρτό με παρόμοιους στίχους:

Ίντα μου μηνάς και γράμματα μου στέλλεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια, στο διάολο να πας

Ίνα μου μηνάς πως θες ν’ αυτοκτονήσεις
και χωρίς εμέ δεν ημπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια, στο διάολο να πας

Από τα πολλά που μου 'χεις καμωμένα
σε βαρέθηκα
άλλη αγάπη βρήκα και μπερδεύτηκα

Για τα κοινά τραγούδια μεταξύ Σίφνου και Κύπρου είχαμε μια πολύ γόνιμη ανταλλαγή προσωπικών μηνυμάτων με το Κουτρούφι από την οποία προέκυψε ότι:

Η μεν σιφνέικη μουτζουρού είναι μουσικά τουλάχιστον το ίδιο τραγούδι με την Αβκορίτισσα “φωνή” όπως την τραγουδά ο Σίκκης http://www.youtube.com/watch?v=GfXq69Vn4FM , αν και υπάρχει μια άλλη εκδοχή της αβκορίτισσας που αντί για τα ριάλια το γυρίζει στο “Μα την Αγιάν Μαρίναν μας, σαν την εφίλουν είδαν μας”, η μελωδία που έγινε αργότερα το σήμα του ΡΙΚ .

στιχουργικά όμως συγγενεύει και με την καρπασίτισσα http://www.youtube.com/watch?v=kJg3jnwJ36E " Απού το Ριζοκάρπασον να πάω στη Γιαλούσαν, δεν είδασιν τα μμάθκια μου τέθκοιαν μαυρομματούσαν".

Η δε σιφνέικη παραμάνα είναι στην ίδια μελωδία το σμυρνέικο στη Σμύρνη μες την Αρμενιά, το οποίο στην Κύπρο με την βασική διαφορά ότι το σαμπάχ χάνεται εντελώς και στη θέση του έχουμε μινόρε ήδη από τη στροφή, είναι το “Αγάπησα την που καρκιάς”, και οι στίχοι του ρεφραίν είναι ουσιαστικά οι ίδιοι μεταξύ κυπριακής και σμυρνέικης εκδοχής. Η εισαγωγή όπως την παίζει ο Σινόπουλος κλπ δεν υπάρχει στην Κύπρο από ότι ξέρω.

Προσωπικά συμπεραίνω ότι η μεν μουτζουρού είναι κυπριακή επιρροή στη Σίφνο, η δε παραμάνα είναι σμυρνέικο που διαδόθηκε τόσο στη Σίφνο όσο και στην Κύπρο με διαφορετικούς στίχους

…ισως το μηνυμα να ειναι σε λαθος θεμα γιατι αναφερεστε για την Σιφνο ,αλλα διαβαζοντας και ακουγωντας ολα τα παραπανω θα ηθελα να σας δειξω μερικα δειγματα,απο το νησι μου τα οποια εχουν πολλα κοινα με τα οσα εχετε αναφερει…
καταρχην αναφερθηκαν καποιοι στοιχοι για το πισκοπιο-Συρος…στην Σεριφο εχουμε το τραγουδι αυτο …http://www.facebook.com/video/video.php?v=1258616344320
αλλα τραγουδια που λεμε ειναι τα εξης…http://www.youtube.com/watch?v=IOut1KJYtAU
και…http://www.youtube.com/watch?v=uv67_so4gHE aυτα ειναι ενα δειγμα…
τελος το κυπριακο ‘αγαπησα την που καρκιας’…ειναι ιδιο με το δικο μας ‘μελαχροινο’… http://www.facebook.com/video/?id=1196985577&s=15&hash=bf9fb86d3d14eeea870415f97b2650b7#!/video/video.php?v=1264496131311 …to δευτερο τραγουδι ειναι το ‘τζανεμ ποταμε
σας στελνω αλλα 2 link…το πρωτο ειναι η ‘ελλη’ οπως την λεμε κατω και το δευτερο η ‘παραπονιαρα’ και τα δυο απο σμυρνη κτλ
http://www.facebook.com/video/?id=1196985577&s=15&hash=bf9fb86d3d14eeea870415f97b2650b7#!/video/video.php?v=1258607984111
http://www.youtube.com/watch?v=a5TDmEGBtFY

Με την ευκαιρία emc, στην ιστοσελίδα με τις παρτιτούρες που έχεις εντοπίσει βρίσκεται καταχωρημένο και το «μελαχροινό»:
http://digma.mmb.org.gr/Item.aspx?kkt=GRSON000000327
Κρίνοντας από τους στίχους, μάλλον σχετίζεται με το «Στη Σμύρνη μες στην Αρμενιά» (και με το «μελαχροινό» που λέει και ο xorianos παραπάνω). Από μουσική δεν σκαμπάζω. Μπορεί κάποιος να επιβεβαιώσει αν πρόκειται πράγματι για αυτό;

Xorianos καλως όρισες! Άντε να αυξάνουμε οι Κυκλαδίτες εδώ μέσα (και ιδιαίτερα από την Ιερά Μητρόπολη Σύρου κλπ στην οποία ανήκουμε και οι δυο μας!).
Όπως θα ξέρεις, λέτε και άλλα ρεμπέτικα και μικρασιάτικα στη Σέριφο. Μερικά έχουν εντοπιστεί και σχολιαστεί σε αυτό forum (π.χ. το «Γιατί γελάτε», το «Δεν ξαναπαίζω ζάρια» από τα μεταπολεμικά, η Σερφιώτικη εκδοχή για το «Τρεχαντηράκι» κλπ). Ο skerdebes έχει κάνει καλή δουλειά στο youtube (ίσως και εσύ;). Υπάρχουν ηχητικά με τον παλιό Σερφιώτη βιολιτζή Νίνη;
Το «στο Περιστέρι γνώρισα» και το «δυο καράβια αρμενίζουν» δεν τα ξέρω. Κάποιος από το forum ίσως μπορεί να μας διαφωτίσει αν σχετίζονται με κάποιους γνωστούς συνθέτες και ηχογραφήσεις.
Αυτά στο facebook δεν μπορώ να τα δω γιατί δεν έχω λογαριασμό εκεί.

η ίδια μουσική είναι κουτρούφι, άν και ο Κόκκινος επιλέγει τη μέση οδό βάζοντας οπλισμό μινόρε και χρησιμοποιώντας ένα μείγμα μινόρε και σαμπάχ (σαν περαστική ντο δίεση) στη μελωδία. Οι παρτιτούρες είναι θησαυρός πληροφοριών, εχουν παραμεληθεί από την έμφαση στη δισκογραφία.

Ο Κόκκινος έκανε περιοδείες με τη χορωδία και μαντολινάτα του στη Σμύρνη, Πόλη, Αλεξάντρεια κλπ οπότε δεν αποκλείεται να είναι ο “εισαγωγέας” του τραγουδιού στην Αθήνα, και απο εκεί να πέρασε σε κάποια νησιά, ενώ σε άλλα να πέρασε απευθείας από τη Σμύρνη.

Στο CD A1, της σειράς των ΝΕΩΝ υπάρχει το τραγούδι «Εβραιοπούλα» σε ερμηνεία Χ. Πυρρή, με έτος ηχογράφησης 1929, στη Ν. Υόρκη (Α1, #6). Φαίνεται ότι η ηχογράφηση αυτή έχει επανακυκλοφορήσει και σε παλαιότερες συλλογές (τουλάχιστον από το 2000) αλλά τώρα έρχεται σε δική μου γνώση.

Ο σκοπός του τραγουδιού στη συγκεκριμένη εκτέλεση θυμίζει έντονα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συρτά τη Σίφνου με τίτλο «Φασόλης» (Με τελείως διαφορετική θεματολογία, Η ΑΚΡΙΔΑ, μήνυμα #6).

Στο πληροφοριακό υλικό για την «Εβραιοπούλα» αναφέρεται ότι πρόκειται για ένα από τα πρώτα τραγούδια της λαϊκής μας παράδοσης που καταγράφηκαν, αλλά μάλλον αυτό αφορά τους στίχους και όχι τη μουσική. Οι ίδιοι στίχοι βρίσκονται και σε άλλους σκοπούς (π.χ. Καλαματιανό με τον Παπασιδέρη).

Ο σκοπός (ο συγγενής με την “Εβραιοπούλα”) είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μετά το 1985. Σε αυτόν στηρίζεται το «Κόρη καραβοκύρη» ή αλλιώς «Λυγαριά-λυγαριά» ως διασκευή των Κονιτοπουλαίων και έγινε πανελληνίως γνωστό με τον Πάριο. Η «Λυγαριά» αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο στα γλέντια (γάμοι-βαφτίσια) των Νεοελλήνων τα τελευταία χρόνια.

Έτσι όπως τα λές έχουν τα πράγματα, Γιάννη. Το γενικό συμπέρασμα: η προτροπή, όταν θέλεις να ερευνήσεις τα του τόπου σου να ψάξεις και στους γείτονες, δεν ισχύει μόνο για την ευρύτερη, εθνοτική προσέγγιση αλλά, προτίστως, μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Είναι απίστευτο το πόσο πολύ (και γρήγορα, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες παλαιοτέρων εποχών) ταξιδεύουν στίχοι και μελωδίες σε ολόκληρο το χώρο.

Τώρα για τον Πάριο, έχω πει και πολύ παλαιότερα ότι η ισοπέδωση (καταστροφή την είπα εγώ) που έφερε η ευρύτατη κυκλοφορία των δίσκων του τόσο στο ρεπερτόριο όσο (κυρίως) στη μανιέρα εκφοράς των “νησιώτικων” πρέπει να τοποθετηθεί στο ίδιο, υψηλότατο βάθρο μαζί με εκείνη των Κονιτοπουλαίων. Το μόνο που διαφοροποιεί τα κομμάτια αυτά από τα σκυλάδικα είναι η χρήση βιολιού αντί μπουζουκιού ως σολιστικού οργάνου. Όλα τα άλλα, νταμπαντούμπα, αναπνοές, συγκοπές στις ατάκες κλπ. καθώς και επίπεδο στίχων (στους δεύτερους), είναι ακριβώς τα ίδια…

Είναι γνωστό ότι την εποχή που αναπτύχθηκε το ρεμπέτικο αντιπετωπίστηκε αρνητικά από διάφορους «γραμματιζούμενους». Ο Μάνος Φιλιππάκης (1912-1985), αξιολογότατος εμπειρικός Σιφνιός λαογράφος, στο άρθρο του «Η Σίφνος, το νησί που τραγουδά» στο περιοδικό Κυκλαδικά του 1956 γράφει:
«Τελευταία βέβαια φθάνουν κι εκεί [σ.σ. Σίφνος] τα φτηνά ρεμπέτικα της Πρωτεύουσας, μα περνούν γρήγορα ακριβώς γιατί είναι φθηνά και έξω από το εκλεκτικό πνεύμα του Σιφνιού»
Στα προηγούμενα μηνύματα κατέγραψα «φτηνά» ρεμπέτικα τραγούδια που, όχι μόνο δεν «πέρασαν γρήγορα» αλλά, 54 χρόνια μετά από το κείμενο του Φιλιππάκη αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος στο παραδοσιακό σιφνέικο γλέντι. Εν μέρει, ο Φιλιππάκης δικαιώνεται: Ο λαός της Σίφνου έχει όντως εκλεκτικό πνεύμα…

Και βέβαια έχει (καλοζυγισμένο) δίκιο ο Φιλιππάκης, Γιάννη και δικαιώνεται όχι μερικώς, αλλά απολύτως. Το 1956 έχουμε πλέον μπει “με τα τσαρούχια” στη εποχή της “ντεκαντέντσιας” του ρεμπέτικου και η πλειοψηφία των κομματιών που ηχογραφούνται είναι πλέον “φτηνά”, συγκρινόμενα με εκείνα της δεκαετίας '40 και τα προπολεμικά. Εκείνα είναι που πέρασαν στο σιφναίικο ρεπερτόριο και κόλλησαν. Βέβαια, μην ξεχνάμε και τον Αντιλαβή (δες #2) που και εκείνος, με το εκλεκτικό του και κριτικό πνεύμα μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα του το κλίμα της Αθήνας του μεσοπολέμου και τα κομμάτια εκείνα που μπόρεσαν να “εκσιφναιιστούν” και να μπούν στο ρεπερτόριο των γλεντιών του νησιού.

Νίκο, μοιάζει με παιχνιδίσματα του γραπτού λόγου. Έχω την εντύπωση ότι το χαρακτηρισμό «φτηνό» ο Φιλιππάκης τον αποδίδει στο ρεμπέτικο συνολικά και όχι μόνο σε κάποια τραγούδια του είδους. Την ίδια εποχή έχουμε επίσης εισαγωγή στη Σίφνο και των «ελαφρών» λεγομένων τραγουδιών για τα οποία ουδεμία μνεία κάνει στο άρθρο του. Δηλαδή, ο «Νικόλας ο ψαράς» είναι φτηνό ρεμπέτικο, ενώ το «Ωωωωω, μʼ αρέσει αυτό το σύστημα το καουμπόικο» δεν το σχολιάζουμε καθόλου; Για αυτό, ενέταξα το συγκεκριμένο απόσπασμα στην κατηγορία των «λιβέλλων εναντίον του ρεμπέτικου». Ας μην απασχολούμε το forum άλλο. Ο Φιλιππάκης δεν ζει πια και δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε τι εννοούσε. Άφησε, πάντως, εξαιρετικό λαογραφικό έργο για τη Σίφνο σε άλλους τομείς.
Γενικότερα πάντως, πιστεύω ότι μέχρι το 56 και για μερικά χρόνια ακόμη το ρεμπέτικο με Τσιτσάνη, Μητσάκη, Τζουανάκο, Χιώτη, Παπαϊωάννου κλπ δεν είχε περιέλθει ακόμη στην «ντεκαντέντσια» στην οποία αναφέρεσαι. Anyway, αυτό αποτελεί άλλη μεγάλη συζήτηση.

Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις, αλίμονο αν από το '56 και πέρα δεν είχε γραφτεί κανένα αξιόλογο κομμάτι. Πάντως, ο Χιώτης την εποχή αυτή είχε σαφώς αλλάξει στιλ και δύσκολα μπορείς πλέον να ονομάσεις τα τραγούδια που έγραφε, ρεμπέτικα. Αν διαβάσεις τη βιογραφία του Μπίνη θα καταλάβεις, εκτιμώντας και κάποιες φωτογραφίες με ομοιογενή κουστούμια για όλη την ορχήστρα, γύψινα σκέπαστρα του πάλκου σε σχήμα μανιταριού pleurotus κλπ κλπ. Όμως ξεφύγαμε…

Δημήτρη Ν., αυτό δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί το λες, δεν υπήρχε βιολί, λαούτο, σαντούρι κ.α. στα πανηγύρια;

Παρεμβολή: μιας και αυτό το σημείο έμεινε αναπάντητο, να πω εγώ ένα λογάκι; Φαντάζομαι ότι ο Δημήτρης εννοεί «κομπανίες με κλαρίνο» (ότι δηλ. δεν υπήρχαν μπουζούκια για να παίξουν τα μπουζουξήδικα). Πέπε 21/7/2012.

Ούτε αυτό μου κάθεται καλά, ότι μόνο ο Βασιλόπουλος έπαιζε λαϊκά στα πανηγύρια, εγώ ξέρω και αρκετοί άλλοι παίζανε και παίζουνε, ότι ήταν από τους πρώτους που έπαιξε και λαϊκά παράλληλα με τα δημοτικά, ναι το δέχομαι.

1. Για τα δίστιχα: υπάρχει ένας ολόκληρος κύκλος από τέτοια δίστιχα, που στηρίζονται στο «Δεν πάω πια…» ή «Δεν ξαναπάω…» ή απλά «Δεν πάω…». Κυκλοφορούν σε διάφορα μέρη, και συνήθως συμπληρώνονται με ένα τοπωνύμιο που να έχει κάποιο νόημα για τους ντόπιους: είτε δικό τους είτε γειτονικό. Αυτό π.χ. με το πετροβόλημα το λένε και στην Κάλυμνο ως «Δεν πάω στην Κοκκαλαριά γιατί πετρολουούσι, μου ρίξανε δυο πετριές κι ακόμα με πονούσι». Η Κοκκαλαριά είναι συνοικία της Πόθιας, της πρωτεύουσας της Καλύμνου. Στη Μύκονο έχει «Δεν ξαναπάω στη Μαού» (τοπωνύμιο μυκονιάτικο), στην Πάρο «Δεν πάω στην Αντίπαρο» (που είναι πιο αναμενόμενο από Παριανούς παρά από Σιφνιούς) κ.ο.κ. Θυμίζω και το πολίτικο «Δεν πάω πια στον Γαλατά».
Άρα δε νομίζω ότι χρειάζεται να ψάξουμε ποια είναι η πεζούλα: η πεζούλα είναι αυτή που ριμάρει, απλώς!

2. Για το σκοπό: Η μελωδία στο βιντεάκι είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους σκοπούς του Αιγαίου: είναι ο Μπάλος της Πάρου, ο Κρητικός της Ανάφης και της Καλύμνου, η Σούστα της Μυκόνου και της Λέρου κλπ., αλλού πιο γρήγορο, αλλού πιο αργό, αλλά πάντα με ελευθέρως εναλλασσόμενα στιχάκια.
Θα μπορούσε να είναι κρητικής προέλευσης. Με την κρητική ορολογία είναι «κοντυλιά», ένα είδος σκοπών που υπάρχει σ’ όλο το Αιγαίο αλλά πουθενά με τόση ποικιλία όσο στην Κρήτη και μάλιστα την Ανατολική. Ωστόσο τη συγκεκριμένη κοντυλιά δεν την έχω ακούσει στην Κρήτη. Θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από την Κρήτη όχι ο ίδιος ο σκοπός αλλά η γενικότερη τεχνοτροπία της κοντυλιάς. Ή τέλος θα μπορούσε να είναι και καθαρά κυκλαδίτικο, αν δεχτούμε ότι η τεχνοτροπία της κοντυλιάς είναι κοινό κτήμα όλου του Αιγαίου και απλώς στην αν. Κρήτη καλλιεργήθηκε περισσότερο.
Τώρα, το ότι η Σίφνος δεν έχει πολλές κρητικές επιρροές δεν εμποδίζει να έχουν δεχτεί εμμέσως κρητικά δάνεια: αν ισχύει το πρώτο από τα τρία ενδεχόμενα παραπάνω, ότι δηλαδή από την Κρήτη η συγκεκριμένη κοντυλιά κυκλοφόρησε σε τόσα άλλα νησιά, μπορεί οι Σιφνιοί να την έμαθαν από κάποιο από αυτά, π.χ. την Πάρο όπου είναι ιδιαίτερα αγαπητή.

Δείγμα ενσωμάτωσης στο σιφνέικο γλέντι τραγουδιού μικρασιάτικου ύφους της δισκογραφίας του 30:
Σχετικά άγνωστο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «Τι τραβούνε οι αρραβωνιασμένες». Πρώτη ηχογράφηση 1936 (τραγ. Ρίτα Αμπατζή)
Απόσπασμα ερασιτεχνικής ηχογράφησης από γλέντι στον Αρτεμώνα το Πάσχα του 1993.
Βιολί: Αντώνης Κόμης – Μουγάδης
Λαούτο και τραγούδι: Λευτέρης Λουκατάρης
Το πρωτότυπο εδώ.

Στο άρθρο που παρέθεσα στο #252 αυτής της συζήτησης, αναφέρεται κάτι σημαντικό που μόλις το διάβασα μου φάνηκε αυτονόητο αλλά πριν το διαβάσω δεν το σκεφτόμουν πάντα:

Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στα Χανιά (πόλη και χωριά) του '50, μας θυμίζει ότι η διάκριση παραδοσιακής και άλλης μουσικής δεν ήταν για τους ντόπιους αυτή που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Οι οργανοπαίχτες στα γλέντια και τα πανηγύρια έπαιζαν οποιοδήποτε τραγούδι ήξεραν οι ίδιοι και ήθελε ο κόσμος. Αυτά ήταν κατά βάση το κληρονομημένο τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, εμπλουτισμένο όμως και με οτιδήποτε άλλο, από πανελλήνιους δημοτικούς χορούς μέχρι ταγκό και βαλς. (Σελ. 12). Λογικά υποθέτω και προσθέτω ότι η τεχνική και η αισθητική της εκτέλεσης θα διαμορφωνόταν με βάση το ρεπερτόριο, δηλαδή κατά κύριο λόγο θα ήταν η τοπική, με τη σημαντική όμως παρατήρηση ότι για κάθε οργανοπαίχτη και για κάθε γενιά οργανοπαιχτών το “κληρονομημένο τοπικό” ρεπερτόριο περιελάμβανε όχι μόνο τα παλαιόθεν ντόπια αλλά και ό,τι είχε προσθέσει η προηγούμενη γενιά (μείον βέβαια τις προσθήκες που τελικά δε φτούρηξαν, τα εφήμερα σουξέ ή τα σουξέ της μιας γενιάς).

Μ’ αυτή τη λογική, το να παίξεις ένα ταγκό (συνηθίζεται ακόμη σήμερα στην Ικαρία στα πανηγύρια), μία πόλκα (σήμερα σε αρκετά νησιά, πριν μερικές δεκαετίες σε ακόμη περισσότερα), το Μαντήλι Καλαματιανό (απανταχού) ή ένα λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, δε σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι τώρα περνάς από το παραδοσιακό ρεπερτόριο σε κάτι άλλο. Εφόσον ο κεντρικός κορμός ήταν το τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, και εφόσον όλοι οι άνθρωποι άκουγαν και τραγουδούσαν και χόρευαν τα τραγούδια του τόπου τους ενώ πολύ λίγοι είχαν ταυτόχρονα και ολοκληρωμένη εμπειρία από άλλα είδη μουσικής, στην ουσία δεν υπήρχε καν η διάκριση: όλα μουσική ήταν.

Όταν, αργότερα, το αν θα ακούσεις τοπικά παραδοσιακά ή όχι έγινε επιλογή, τότε διαμορφώθηκαν και οι κατηγοριοποιήσεις. Τότε όμως, για κείνους που άκουγαν τα παραδοσιακά του τόπου τους, παραδοσιακό ήταν και το βαλς ή το λαϊκό τραγούδι που γνώρισαν μέσα στο πλαίσιο του τοπικού ρεπερτορίου ως κάτι που υπήρχε ήδη, κληρονομημένο, όταν οι ίδιοι απέκτησαν τις πρώτες τους εμπειρίες. Η λογική μπορεί να έλεγε ότι αυτό το τραγούδι είναι ολοφάνερα διαφορετικό από τα υπόλοιπα (και πάλι όχι πάντα), αλλά αν το έχεις ακούσει σε κάθε πανηγύρι και γλέντι παραδοσιακού χρώματος και ρεπερτορίου από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, τότε μετράει πιο πολύ η εμπειρία παρά η λογική.

Παρατηρώ τι γίνεται σήμερα στην Κάλυμνο. Αφενός, δεν ακούν όλοι καλύμνικα, κάθε άλλο. Πάντως όσοι ακούν, τη στιγμή που τα ακούν, έχουν σαφώς την αίσθηση ότι ακούν καλύμνικα. Αν το γλέντι γυρίσει σε λαϊκά ή σε κρητικά ή σε ελαφρονησιώτικα, κάτι σύνηθες, όλοι αντιλαμβάνονται ότι τώρα έγινε αλλαγή. Ωστόσο και το ίδιο το καλύμνικο ρεπερτόριο αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από κομμάτια που κάποια στιγμή στο παρελθόν εισήχθησαν από κάπου αλλού, στην πορεία αφομοιώθηκαν στο καλύμνικο ύφος και ρεπερτόριο, και τώρα όλοι τα θεωρούν δικά τους επειδή μ’ αυτά μεγάλωσαν και οι ίδιοι και ο παππούς τους. Έτσι έχουν λ.χ. τις “Βρυσούλες”, ένα σκοπό καλαματιανού όπου προσαρμόζει ο καθένας τα δίστιχά του, που όμως είναι ο γνωστός δήθεν Χορός του Ζαλόγγου, δηλαδή μια μελωδία που πρωτοέφτασε στο νησί ως σχολικό ρεπερτόριο. Για μένα τον μουσικολόγο είναι ενσωματωμένο δάνειο. Για τον ντόπιο είναι καθαρά καλύμνικο.

Όμως: ακόμα και οι πιο βαριοί μερακλήδες, οι πιο παραδοσιακοί γλεντιστάδες, ζουν στο σήμερα. Έχουν ακούσει κι άλλα πράγματα, κάποια από αυτά τα έχουν αγαπήσει, θέλουν να τα χορέψουν κι αυτά, και επομένως οι οργανοπαίχτες τα περνάνε και τα έχουν στην καβάντζα για πρώτη ζήτηση. Τέτοια είναι μερικά κλασικά ζεϊμπέκικα, όπως το Βουνό ή η Ευδοκία -διαχρονικά πανελλήνια σουξέ. Οι λαουτιέρηδες και ακόμη περισσότερο οι βιολιτζήδες δεν ξέρουν άλλο τρόπο να παίζουν παρά τον καλύμνικο. Τα παίζουν λοιπόν σαν να ήταν καλύμνικα, με καλύμνικη δοξαριά και ρυθμολογία. Η διαφορά στον ήχο ανάμεσα σε μια τέτοια εκτέλεση ενός λαϊκού τραγουδιού και στην αυθεντική, είναι ακριβώς η ίδια όπως ανάμεσα σ’ ένα παλιότερα ενσωματωμένο δάνειο, που σήμερα θεωρείται καλύμνικο, και στην αυθεντική του εκτέλεση. Κι όμως, όταν παίζουν ή ακούν ή χορεύουν το Βουνό, το έχουν για λαϊκό, πανελλήνιο, κι όχι για καλύμνικο όπως τις Βρυσούλες!

Έχω τύχει σε γλέντι με παρέα σύμμεικτη, εν μέρει από Καλύμνιους -μεταξύ των οποίων ένας βιολιτζής που παίζει καλύμνικα αλλά ακούει διάφορα- και εν μέρει από “ξένους” εκπαιδευτικούς, με τα μπουζουκοκίθαρά τους. Το ρεπερτόριο ήταν γενικό παρεΐστικο, δηλ. ρεμπέτικα και λαϊκά. Αλλά η δοξαριά του βιολιού ήταν 100% καλύμνικη -όχι επειδή έτσι τα ξέρει αυτά τα τραγούδια ο βιολιτζής, ούτε από διάθεση εκκαλυμνισμού, αλλά απλώς γιατί έτσι ξέρει να παίζει και όχι αλλιώς.

Σε σχέση με τα σουξέ της δισκογραφίας τα οποία ενσωματώθηκαν και διατηρήθηκαν στις τοπικές παραδόσεις: Ναι μεν εύκολα μπορεί να αναγνωριστεί ότι δεν ανήκουν στο αναμενόμενο τοπικό χρώμα δεν είναι όμως πάντα εύκολο να εντοπιστεί τι και ποιου είναι ακριβώς. Μερικά είναι προφανή όπως το Βουνό και η Ευδοκία. Άλλα όμως δεν είναι και τόσο και σε αυτήν την κατηγορία νομίζω εμπίπτει το τραγουδάκι αυτό του Ασίκη. Τώρα πια, με τις επανακυκλοφορίες, και με το ζήλο των χρηστών του youtube αυτό είναι εύκολο για ό,τι αφορά το ρεμπέτικο - μικρασιάτικο. Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για το λεγόμενο ελαφρό και τις οπερέττες για τα οποία δεν υπάρχει σήμερα τόσο ζεστό και δυναμικό κοινό.