Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Για την λέξη Γιουρούκος, συμφωνώ απολύτως κι εγώ. Θυμάμαι όταν οι Μικρασιάτες παππούδες μου βλέπαν κάποιον “άξεστο”/“αγενή” ή “απολίτιστο”, όπως ειπώθηκε, να χρησιμοποιούν τη λέξη “Γιορούκι”(το) ή “Γιουρούκια”(τα), δηλαδή εντελώς υποτιμητικά στο ουδέτερο γένος.
Και ακόμα και σήμερα την ακούω από το Μικρασιάτικο περίγυρό μου, να την χρησιμοποιούν(σε ώρα ανάγκης). (Χεχε)

Βαλτε και τις λεξεις:
Πρεζα, σελεμης και κυριως μαγκας και ρεμπετης.
Οι δυο τελευταιες ειναι εννοιες χιλιοειπωμενες στο ρεμπετικο τραγουδι αλλα παρεξηγημενες γενικοτερα.

Προσοχη: το “τσιφτης” παραγεται απο το αλβανικο qift με το οποιο συνδεεται και νοηματικα.
Δεν εχει καμια σχεση με το τουρκ. cift, το οποιο εχει αλλη εντελως σημασια, ασχετη με την εννοια του “ξυπνιου”, “καπατσου” κλπ.

Aλλη μια λέξη από το τραγούδι “Αλανιάρης.”

Τσοντάρισ´ αδερφούλα μου να πιουμε τσιμπουκακι…

για την ορθογραφία δεν είμαι σίγουρος αλλα έτσι είναι γραμμένο στο βιβλίο του Πετροπουλου και έτσι στου Τάσου Σχορέλη:
τσοντάρησ´ αδερφούλα μου να πιουμε τσιμπουκακι…

και έτσι το έχει η Bέλλου -Kail:
τσοντάρησε αδερφούλα μου να πιουμε τσιμπουκακι…

:112:

Τσοντάρισ’ αδερφούλα μου κλπ…
Συνεισφέρω, ενισχύω, βοηθώ, βάζω το μερίδιό μου.

πρέζα: μικρή ποσότητα ναρκωτικής ουσίας - που πιάνεται ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη - σε σκόνη και εισπνέεται.
Επίσης, γενικά η μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη (π.χ. αλάτι), αλλά και η ρουφηξιά.
πρεζάκιας: αυτός που παίρνει δόση ναρκωτικού από τη μύτη, ο τοξικομανής.
[ιταλ. presa]

σελέμης: αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ακαμάτης, αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.
[τουρκ. selem= προπληρωμή]

Για το “τσίφτης” και την αλβανική καταγωγή της λέξης, με την έννοια τουλάχιστον που τη χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα, συμφωνώ απόλυτα.
Άλλη, εντελώς διαφορετική σημασία δίνουν οι Τούρκοι στη λέξη cift.
(Θα διορθωθεί).

Για το “ρεμπέτη” τι να πρωτογράψει κανείς;
Φοβάμαι πως θα βγει άρθρο κανονικό και όχι ολιγόλογη αναφορά.
Πάντως, επιβάλλεται να διευκρινιστεί κι αυτός ο όρος, γιατί αν περιμένουμε από τα σοβαροφανή λεξικά, καταλήγουμε στα εξής: ρεμπέτης = ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, αχρείος…
και δεν συμμαζεύεται!

Πρέζα: π.χ. «μιά πρέζα κύμινο» σε συνταγές. Ίδια ρίζα και η πρίζα του ρεύματος, από τη γαλλική της μορφή εδώ (prise = ρευματολήπτης).

Σελέμης: και ρήμα σελεμώ / -ίζω: οικειοποιούμαι κάτι όχι δικό μου

Η λέξη «ρεμπέτης» καθώς και το «μάγκας» συμφωνώ να μην μπουν ως λήμματα. Όπως λέει και η Ελένη, πολλά άρθρα έχουν ήδη γραφεί και αντί να φωτίσουν, συνήθως περιπλέκουν. Εκτός αν υιοθετήσουμε και εμείς την ετυμολογία εκ του re beat, όπως χαρακτήριζαν, λέει, οι Αμερικάνοι μουσικοί τον τρόπο που έπαιζαν μουσική οι Έλληνες μετανάστες, προτιμώντας συνήθως τονική ρέ. Το ότι οι Αμερικάνοι λένε D και όχι re το αγνοούσε, φαίνεται, ο ετυμολόγος (μη γελάτε, υποστηρίχτηκε γραπτά σε σοβαρή έκδοση…).

Τι ρεμπέτης τι ντεπέτης:)

Έχει πλάκα από τη μία αλλά …και την ομορφιά του από την άλλη να παραμένει άνευ ετυμολογίας ο τίτλος “Ρεμπέτικη φρασεολογία” !
Καλύτερα πάντως έτσι γιατί αν το ξαναπιάσουμε το θέμα… :016:

Αγαπητέ Ανδρέα, θα ήθελα πολύ να μάθω σε σχέση με την επισήμανσή σου για την προσοχή μας στην ερμηνεία και ετυμολογία τής λέξης τσίφτης.
Η διαβεβαίωσή σου είναι το λεξικό Τριανταφυλλίδη; Ή κάτι άλλο;
Ή μήπως αναφέρεται η λέξη στην “Αλεξιάδα” της Άννας Κομνηνής ή την είχανε σε χρήση την εποχή τού Σκεντέρμπεη; (γιατί ακριβώς τότε, η περιοχή τής Σκηπερίας, των Αρμπαναίων -Αρβανιτών- έγινε κι αυτή τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας).

Εχεις να μας παραθέσεις -για να το κατανοήσουμε- κάποιο τραγούδι που η λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια “περήφανου αρπακτικού -ψευτογερακιού” και των χαρακτηριστικών του;
Και η χρήση στην καθομιλουμένη “μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής” σημαίνει το επαινετικό οξυδερκής και πανέξυπνος;

Και τι έννοια έχει στην τουρκική η λέξη;
Πολύ θα ήθελα να μας πεις…

Μου φαίνεται πως εγώ και όλοι οι παλιότεροι, άλλα καταλαβαίνουμε με τη χρήση τής λέξης στα τραγούδια…

Αλλη εντελως λεξη ειναι το τσιφτης που προερχεται απο τη ριζα qift = γερακι, στα αλβανικα.
Με τα χρονια, qift, “γερακι” χαρακτηριστηκε ακριβως οπως το λες, <<ο ξυπνιος ανθρωπος >>.
Κατα την αποψη μερικων και η λεξη “ξεφτερι” που αποδιδεται και σε πουλια και σε εξυπνους ανθρωπους ειναι παραφραση της αλβανικης αυτης λεξης.

Και αλλη λεξη ειναι το τουρκικο cift, που σημαινει: <<αρτιος, ολοκληρωμενος>>.
Απο τη ριζα αυτη προερχονται λεξεις οπως τσιφλικι < ciftlik και αλλες παρεμφερεις, αλλα ποτε με την εννοια του εξυπνου ανθρωπου.
Προκειται για διαφορετικης προελευσης λεξεις με αλλη ετυμολογια και αλλο νοημα.

Εχω εντοπίσει σε μερικά κομάτια την αναφορά στην ταβέρνα (:wink: του τύπου “μπύρα”. Μήπως γνωρίζεται τι είδους ταβέρνα ήταν αυτή η μπύρα;

Θέλοντας να επεκταθώ στις ονομασίες των διάφορων κ διαφορετικών τύπων ταβέρνας καλό θα ήταν αν ξέρει κάποιος να αναλύσει την ομασία τους (ίσως κ ανά χρονικές περιόδους). Π.χ. κλασική ταβέρνα, χασαποταβέρνα, ταβερνάκι, ψαροταβέρνα, τσιπουράδικο, ρακάδικο, καπηλειό, κρασοπουλιό (ή κρασοπουλειό), κουτούκι, τεκές, καφενές κ.α., τόσο ως προς το μέγεθος όσο κ ως προς τις υπηρεσίες που παρείχαν κ παρέχουν (μεζέδες, φαγητό, ψητά, ψάρια, ποτό, ζωντανή η ηχογραφημένη μουσική…, ναρκωτικά- όχι πλέον, εκτός κ αν ξέρει κανείς τίποτα κ μας το κρύβει :):))

Έχω την εντύπωση ότι λέγοντας “πάμε ταβέρνα” είναι ένας γενικός κ μάλλον ισοπεδωτικός, πλέον όρος που χρησιμοποιούμε χάριν ευκολίας, όπως όταν λέμε “πάμε για καφέ” κ μπορεί να ενοούμε μπύρα, ποτό, σοκολάτα, αναψυκτικό, κ.ο.κ. Επιπλέον κ τουλάχιστον σε μένα, αυτό προκαλεί σύγχιση, γιατί π.χ. άλλη η ταβέρνα που θα βρεις στην γειτονιά μου στην Π. Κοκκινιά κ άλλη αυτή που θα βρεις στου Ψυρή η στην Βάρη…

Η «μπύρα» Akis_k, είναι η και «μπυραρία» λεγόμενη, κέντρο όπου κατά προτίμηση σερβίρεται μπίρα «ποτήρι». Τέτοια κέντρα είχαν γίνει της μόδας την εποχή που αναφέρονται και στα τραγούδια. Εκτός από Φίξ, υπήρχε και μπίρα Κλωναρίδη (το εργοστάσιο στην Πατησίων ήθελαν να το γκρεμίσουν πριν λίγα χρόνια), Μάμου (περισσότερο στην Πάτρα), Όλυμπος στη Θεσσαλονίκη και άλλες, μέχρι που ο Φίξ τους εξαγόρασε όλους και έμεινε μόνος του, προπολεμικά ακόμα.

Η χασαποταβέρνα έγινε της μόδας προς το τέλος της δεκαετίας ΄50, εγώ την πρόφτασα ως παιδί. Ένας ιδιοκτήτης χασάπικου βάζει και τραπεζάκια και σερβίρει, σχεδόν αποκλειστικά, ψητά «δικά του». Η «σωστή» χασαποταβέρνα πούλαγε το κρέας με το κιλό, πράγμα που και σήμερα συχνά γίνεται αλλά ήταν άγνωστο πριν. Τα άλλα είδη ταβέρνας που αναφέρεις, είναι λίγο πολύ γνωστά. Εκείνο που σήμερα έχει ξεχαστεί σαν όρος είναι το «Ζυθεστιατόριον», που ήθελε να διαφοροποιηθεί από την «κλασική» ταβέρνα πρώτον σερβίροντας μπίρα και δεύτερον εστιάζοντας κυρίως στην σκέτη εστίαση των θαμώνων, άνευ δηλαδή διασκεδάσεως.

Νεες λεξεις:
τσερκεδες, κομισιερης, ανφαν γκατε.

Στην “Αλεξιαδα” μονο τις ιντριγκες γυρω απο το θρονο του πατερα της περιγραφει η Κομνηνη.

Παντως η λεξη <qift > διασωζεται σε γραπτα κειμενα απο το 14ο αιωνα και με κυριολεκτικη και με μεταφορικη σημασια.

Ανδρέα, μπορεί η Άννα Κομνηνή (έ, ρε λόξυγγας που θα την έχει πιάσει εκεί που βρίσκεται…) περιγράφοντας το χαρακτήρα του Αλεξίου να τον χαρακτηρίζει τσίφτη, ενώ τους άλλους…

Κομισ(σ)έρης: αξίωμα στο (οθωμανικό) αστυνομικό σώμα, εποχή αρχών 20ού. Επιθεωρητής Κλουζό, που λέμε…

Ανφάν γκατέ: κυριολεκτικά, κακομαθημένο παιδί, χαϊδεμένο, μαμμόθρεφτο και κατά (ρεμπέτικη) επέκταση ο καθώς πρέπει (εκλεπτισμένος) άνθρωπος (ή και κυρία).

Λατινικό Kommissar, ο επιθεωρητής της αστυνομίας στα γερμανικά και o εντεταλμένος.
Επίσης ο επίτροπος από το Kommission i[/i]

Μια μικρή συμπλήρωση.
τσερκέδες: μελωδίες που τραγουδούσαν οι Τσερκέδες, Τούρκοι που κατοικούσαν στην περιφέρεια της Σμύρνης.

Μερικές προσθήκες.
κρεπάρω: σκάω, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής μου αντοχής,
αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία από εσωτερική πίεση, συντρίβομαι.
[<ιταλ. crepare]

τσαχπίνης : αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων και κυρίως για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον
[τουρκ. çapkιn = γυναικάς, με μάτια ηδυπαθή]

μουστερής : ο αγοραστής ή πελάτης, γενικά αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι με σκοπό να το αποκτήσει.
[τουρκ. müşteri]

σβάρνα: γυρίζω με τη σειρά, επισκέπτομαι διαδοχικά, παρασύρω, χτυπώ και σέρνω.
σβαρνίζω και σβαρνώ: ρίχνω κάτω στο έδαφος και σέρνω. Μεταφορικά, τιμωρώ, σκοτώνω.
[< σλαβ. barna]

τα λιμά: εκτός από “τα άχρηστα χαρτιά στην τράπουλα”, “λιμά” είναι και τα μη πειστικά επιχειρήματα, τα άχρηστα λόγια.

Παράλληλα με την "Αλεξιάδα " της Κομνηνής , ένα πολύ κατατοπιστικό βιβλίο με αναφορές στους “περιθωριακούς” του Βυζαντίου
(καλύπτει και ό,τι παρουσιάζει ενδιαφέρον εκτός από τις ίντριγκες γύρω από το θρόνο που περιέχει η “Αλεξιάς”) είναι το:
“Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο” , συλλογικό έργο, (Αθήνα 1993, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Γουλανδρή-Χορν).

Σβάρνα, σβαρνίζω: η σβάρνα είναι μία πλατειά και βαρειά σανίδα που σερνόταν, δεμένη κατάλληλα με σκοινιά, από το άλογο ή βόδι πάνω στο φρεσκοοργωμένο χώμα, με τον γεωργό να ενισχύει το βάρος της με το δικό του επικαθήμενος αυτής, για να ψιλοτρίψει τους χοντρούς σβώλους. «Έπαιρνε σβάρνα» τα πάντα, περνώντας από παντού, χωρίς να προσέχει τι συνθλίβει. Γιαυτό και το νόμισμα που «το πήρε η σβάρνα» δεν βρισκόταν με τίποτα, μόνο από τους αρχαιολόγους αργότερα. Γιαυτό και όταν «παίρνω σβάρνα τα καπηλειά» δεν αφήνω κανένα χωρίς να το επισκεφτώ. Σβαρνίζω, λοιπόν, αρχικά σημαίνει «περιέρχομαι με σβάρνα το χωράφι, συμπληρώνοντας το έργο της άροσης, ψιλοχωματίζοντας). Όχι σέρνω.

Τα λιμά δεν είναι άχρηστα χαρτιά, όποιος ξέρει καλή πρέφα ξέρει και να κρατάει λιμά, να μην τα ξεφορτώνεται όλα, γιατί θα αποδειχθούν πολύτιμα στο τέλος της παρτίδας (Farbe bekennen, που λένε και οι Γερμανοί). «Χαμηλής αξίας» χαρτιά είναι, με τα οποία δεν μπορείς να «κόψεις» μία μπάζα και να την καρπωθείς, όπως με ένα μεγάλης αξίας χαρτί. Ακριβώς με την έννοια αυτή χρησιμοποιεί τη λέξη και ο Μάρκος.

το σβάρνισμα αποσκοπούσε στην επικάλυψη του σπόρου.
Νίκο, τι μου θύμισες… πιτσιρικάδες στο χωριό τρελαινόμασταν να μας βάζει για βόλτα επάνω στη σβάρνα ο παππούς. το καλλίτερο λουναπαρκ! προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε πιασμένοι από τα τραβηχτάρια( ζυγιά) και κάθε τόσο πέφταμε στο χώμα και διασκεδάζαμε με την ψυχή μας!
μετά ήρθαν τα τρακτερ και η σβάρνα έγινε καυσόξυλα…εμείς μεγαλώσαμε και “διασκεδάζουμε” με τους τρόπους των ενηλίκων…:079:

Νομίζω πως για την επικάλυψη του σπόρου χρειαζόταν δεύτερο σβάρνισμα, εκτός και αν το χώμα ήταν “στο ρώγο του” και δεν είχε πολλούς σβώλους, ώστε να επιτρέπει σπορά αμέσως μετά το όργωμα. Στο σβάρνισμα της επικάλυψης, επειδή το χώμα ήταν λιγότερο ανώμαλο, ο παπούς ευκολότερα έπαιρνε και τους μπόμπιρες στη σβάρνα…

Ποια γραπτά είναι αυτά Ανδρέα; Είναι “απόρρητο” να τα μάθουμε κι εμείς;
Και ποια εννοείς μεταφορική σημασία τής λέξης;
Γίνε πιο σαφής, παρακαλώ !

Καθώς και την τουρκική μετάφραση “άρτιος-ολοκληρωμένος” την είδες κάπου αλλού ή στο ποστ που είχα παραθέσει κάποιες σελίδες πριν ;
Γιατί ειπώθηκε πως στα λεξικά αναφέρεται η μετάφραση της λέξης μόνο σαν “ζεύγος, διπλό” κλπ…
Με ενδιαφέρει και αυτό…

Στο δικό μου πάντως λεξικό (ξαναλέω: Faruk Tuncay – Λεωνίδα Καρατζά, Τουρκοελληνικό λεξικό, έκδοση Κέντρου ανατολικών γλωσσών και πολιτισμού), στο λήμμα çift, έχουμε: 1: ζευγάρι, ζεύγος, δυάδα 2: ζυγός, άρτιος 3: δίδυμος 4: διπλός, δι-, διπλο-. Και σωρεία ολόκληρη εκφράσεων (περίπου 40), η σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία των οποίων βασίζεται στην έννοια διπλός κλπ. Μόνο μία (1) βασίζεται στο άρτιος: (çift) – sayi: άρτιος αριθμός. Είναι προφανές ότι κατά το λεξικό μου η έννοια άρτιος δεν σημαίνει και ολοκληρωμένος. Ζυγός σημαίνει, το αντίθετο δηλαδή του περιττού (άρτιοι και περιττοί αριθμοί).

Μαζί με το çiftci, çifte, çiftçilik (γεωργία, αγροτικός), çiftlesme (συνουσία, ζευγάρωμα!) κλπ. φτάνουμε τη μισή σχεδόν σελίδα, χωρίς έννοια «ολοκληρωμένος». Εκτός αν “ολοκλήρωση” θεωρούμε τη συνουσία, που όμως το λεξικό επιμένει στο ζευγάρωμα.