Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Έχω κάποια προπολεμικά χαρτονομίσματα. Είναι κοκκινοπορτοκαλιά και μικρά. Προφανώς, όλα τα χρώματα θα υπήρχαν και δεν είναι εύκολο να εκτιμήσεις αξίες κλπ. Δεν θα σκάσουμε.

Η λέξη ντουμπλέ πάντως έχει χρησιμοποιηθεί και με την καθαρά ευρωπαϊκή της έννοια: ο ναργιλές από το Μαρόκο είναι «με διαμάντια όλο ντουμπλέ», διακοσμημένος ολόκληρος, ολοκέντητο που λένε για τα τετράχορδα. Και δεν μπορώ να φανταστώ που έχει χρήση ο διπλός λουλάς.

Μάλλον ο Μπάτης λέει «(ε,) ένας μάγκας παραπέρα, (μα –) κρατάει τη μπουζουριέρα», καταπώς το συνηθίζει όταν δεν του βγαίνει σωστά η ρυθμική του στίχου. Δεν είναι σίγουρο ότι απλά και μόνο επειδή είναι παραπέρα, τσίλιες θα κρατάει ο μάγκας, άλλωστε σε βάρκα (υποτίθεται πως) βρίσκονται. Μήπως υπονοείται κάτι άλλο, κάποιο αντικείμενο που κάτι περιέχει «φυλακισμένο»; Λέω, γιατί δεν ξέρω.

“Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες”, λέει.
Έχω ακούσει κι εγώ παλιότερα την εκδοχή να πρόκειται για τα παλιά χαρτονομίσματα, αλλά μου κάνει εντύπωση που ο Τσιφόρος στο γλωσσάρι του αναφέρει ότι ο λαχανάς είναι ο πορτοφολάς/κλέφτης πορτοφολιών. Πάντως το καλό είναι ότι είμαστε εντός θέματος!:090:

Όσο για το “λουλαδιές ντουμπλέδες”, πιστεύω ότι βγαίνει
από το γαλλικό ρήμα doubler(ντουμπλέ)= ντουμπλάρω, αντικαθιστώ. Οπότε όταν το τραγούδι λέει
“Κι αφού την πίναν έξυπνα, οι μάγκες οι λεβέντες,
τον τεκετζή εδιάταζαν τις λουλαδιές ντουμπλέδες.”
εννοεί να αντικαταστήσει τον άδειο λουλά με έναν γεμάτο ή να το ξαναγεμίσει.

“λουλαδιες ντουμπλεδες”:
Μηπως διαταζει τον τεκετζη να γινουν “διπλοι οι λουλαδες”;
Και το αντικαθιστω, παντως, το ιδιο νοημα δινει.

Λουλαδιές ντουμπλέδες: Έ, βέβαια! Με τα συμφραζόμενα που παραθέτει η Σταυρούλα το πράγμα γίνεται σαφές: «άλλαξέ μας το λουλά με άλλον, γεμάτον».

Το “ντουμπλάρω” στην ελληνική του χρήση έχει μόνο την έννοια του “αντικαθιστώ”. Δεν το χρησιμοποιούμε με την έννοια του “διπλασιάζω”. Ακόμη και στο παράδειγμά μας δεν μπορεί γίνει αυτό. Τι μπορεί να σημαίνει “διπλοί λουλάδες”; Διπλή δόση; Ουίσκι είναι το μαύρο; Ή μήπως διπλοί τον αριθμό; Και τότε πώς θα τους κρατάνε; Εναν στο κάθε χέρι;
Να σκεφτόμαστε λιγάκι ε;:slight_smile:

Επειδή το σκεφτήκαμε το απαντήσαμε. :089:
Δεν είπα να τους διπλασιάσει, είπα να αντικαταστήσει το άδειο λουλά με έναν γεμάτο.

Πιθανώς οι μάγκες να είχαν και δεύτερο λουλά “καθαρό” για ξεκάρφωμα άμα μπούκαιρνε κανας μαύρος.

έτσι την πίναν έξυπνα…

ναι, φίλε Δανέ, θα τους έλεγαν οι μπάτσοι “παιδιά ξέρουμε ότι τον έχετε για διακόσμηση κι ότι δεν τον πίνετε”…:):090:
Εκτός άμα πέφτανε σε κανά καλό μπάτσο (?), αλλά και μόνο να ΄χεις αργιλέ…

“τον τεκετζή εδιάταζαν
τις λουλαδιες ντουμπλεδες

Και γιατί όχι, μιά και ήσαν πολλά άτομα (εδιάταζαν) , να σημαίνει:

Τους Λουλάδες δυό-δυό
ή
Τη δόση διπλή
ή
Λουλά με δυό καλάμια (υπάρχουν και τέτοιοι)

Είναι γνωστό πως όταν είναι μεγάλη η παρέα “γυρνάνε” περισσότερα τρίφυλλα και δεν είναι καθόλου περίεργο να διπλασιάζεται η ποσότητα του μαύρου, ανάλογα με την αντοχή και τον αριθμό των “Ντουμανιαστών” ή την ποιότητα του μαύρου.

[* “ντουμπλέδες” < γαλ. doubler = διπλασιάζω <dublus, λατιν. = διπλός, διπλάσιος.
Κατ΄επέκταση, σημαίνει και αντικαθιστώ (ανάμεσα στα άλλα).]

Το “κρατάω μπουζουριέρα” δεν το θυμάμαι σε άλλο τραγούδι.
Απαντά και στη λογοτεχνία η φράση με το νόημα “κρατάω τσίλιες”.
Αλλά, αν δεν το διασταυρώσουμε και από αλλού, το αφήνουμε προς το παρόν.

Μερικές προσθήκες.

αβανιά: ρετσινιά, κακολογία, συκοφαντική διάδοση
[ ιταλ. avania ‹ αραβ. hawan = ταπείνωση]

ρεμιζάρω: παρκάρω
[γαλ. Remiser <λατιν. Remittere].

Γιαγιάδες: ( «Στης Σάμος τα ψηλά βουνά», Ρούκουνας)
Οι αδελφοί Ιωάννης, Κίμων και Κων/νος Γιαγιάς, γαιοκτήμονες και τοπάρχες Σαμιώτες, αφού αγωνίστηκαν για την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα, αργότερα οργάνωσαν κίνημα για την αυτονομία του νησιού τους και για απόσχιση από το ελλην. Κράτος. Φυγόδικοι κατέφυγαν στην Τουρκία, από όπου έκαναν δυο κινήματα κατά της Σάμου, συνελήφθησαν το 1927 και εξοντώθηκαν από την κεντρική εξουσία.

Μποχώρης:[ bohor = πρωτότοκος, εβραϊκή λέξη. Το όνομα αυτούσιο ή παραλλαγμένο συναντάται στις εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα].
Το τραγούδι αναφέρεται σε περιστατικό που συνέβη περίπου το 1880, σε πλοίο της γραμμής Σμύρνης - Μπουρνόβα, είτε, κατ’ άλλη εκδοχή, Κωνσταντινούπολης-Πειραιά. Μια ομάδα μικροαπατεώνων από αυτές που συστηματικά λυμαίνονται τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, «στήνουν μηχανή» στον αφελή Εβραίο συνταξιδιώτη τους Μποχώρη και του παίρνουν στα ζάρια ή με άλλο τρόπο ε τα λεφτά του, το ζουνάρι, ακόμα και τη γυναίκα του.
Σύμφωνα με το λεξικό Ελευθερουδάκη, το γεγονός συμβαίνει στην Καβάλα, με θύμα έναν Εβραίο νταβατζή.
Ο Μποχώρης παρουσιάζεται σαν ένας αγαθός άνθρωπος που έπεσε θύμα μικροαπατεώνων λόγω της αφέλειάς του.

  • Νομίζω πως ταιριάζει καλύτερα νοηματικά, μια και πρόκειται και για διαταγή, κάτι σαν : “πιάσε δυο λουλάδες” ή “βάλε διπλή δόση”, παρά “αντικατάστησε το λουλά”.

Παιδια οφειλω να ομολογίσω οτι γίνεται π.κ. δουλειά με τις ερμηνίες,
και οτι ξεκινώντας αυτή την συζήτηση πριν 1.5 χρόνο δεν περίμενα να υπάρχουν τόσες απορίες από τόσο κόσμο, αλλά παράλληλα κ τόσοι άνθρωποι που γνωρίζουν κ γουστάρουν να την ψάχνουν τη δουλειά…
Φοβάμαι όμως πως θα καταλήξουμε στο σημείο να γίνονται επαναλήψεις ξανα κ ξανα από μέλη νέα, η κ παλιά που θα ρωτάνε τις ίδιες λέξεις, καθώς είναι κομάτι δύσκολο να διαβάσεις 44 (εώς τώρα) σελίδες με επεξηγήσεις κ.α. Οπότε κ θα παρακμάσει το πράμα.
Δεν υπάρχει τρόπος για κάθε λέξη η φράση που θα ψάχνει κάποιος να παραπέμπεται στην ανάλογη σελίδα; Μπορεί να γίνει με hyperlink η κάπως;
Δηλαδή π.χ. ψάχνω το ρήμα “κουσουμάρω” , κάνω αναζήτηση και με βγάζει απ’ευθείας στην σελίδα 34, η όποια είναι τέλως πάντων. Εφ’οσον δεν υπάρχει τότε προχωρώ σε ερώτηση μέσα στην “ρεμπέτικη φρασεολογία…”
Ισως να τα ξέρουν καλύτερα οι admins εδω μέσα;

Kαι κάτι που ίσως βοηθήσει μερικούς:
Για να μπορέσω προσωπικά να αρχειοθετήσω κ να συγκεντρώσω όλες τις ερμηνίες κάνω αντιγραφή-επικόληση των γεγραμένων επεξηγήσεων σε ένα αρχείο word…
Κάτι σαν προσωπικό λεξικό τσέπης

Το ξέρουμε ότι είναι σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη του ιδιότυπου “λεξικού” που αναπτύσσεται σε αυτό το θέμα, γι’ αυτό και έχουμε κάτι στα σκαριά που θα διευκολύνει την κατάσταση.
Το μόνο που δεν έχουμε είναι χρόνο για να το στήσουμε… :240:

akis_k,
ρίξε μια ματιά και στο “αρχείο ρεμπέτικης φρασεολογίας”
Εκεί μπορείς να βρεις συγκεντρωμένες και σε αλφαβητική σειρά όσες λέξεις έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα.

Προσθετω κι εγω:
μαπα: προσωπο, μουρη, αχρηστο πραγμα, αλλα και …σφαλιαρα.
Προσθεστε και τις λεξεις: γιουρουκος (εχετε κανει συζητηση σχετικη, αλλωστε),
Τζιμ Λοντος: παλαιστης με νικες σημαντικες.

Και βεβαια, μπραβο σας για την προσπαθεια αυτη!

Ανδρέα Ζ., καλώς ήρθες στο φόρουμ και σε ευχαριστώ για τη συμμετοχή.

Για τους Γιουρούκους:
Οι Γιουρούκοι (Yόrόkler) μια από τις φυλές των νομάδων
[ ίσως μια ονομασία η οποία χρησιμοποιούνταν για να καλύψει τους νομαδικούς τουρκμενικούς πληθυσμούς που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία (παράγεται από το παλαιοτουρκικό ρήμα -yori- = περπατώ, βαδίζω σε πορεία) και απαντάται σε 47 φωνηεντικές παραλλαγές)]
εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία μόνιμα, ασχολούμενοι σε μεγάλο βαθμό με την κτηνοτροφία. Εξισλαμίστηκαν, αλλά μόνο επιφανειακά, διατηρώντας τη θρησκοληψία, τις δεισιδαιμονίες και τα ανιμιστικά στοιχεία της προηγούμενης θρησκείας τους.

Ο Τζιμ Λόντος:
Ψευδώνυμο του Έλληνα παλαιστή και παγκόσμιου πρωταθλητή πάλης Χρήστου Θεοφίλου (Κουτσοπόδι Άργους 1896 - Η.Π.Α. 1975).
Μετανάστης στην Αμερική στα 13 του, ασχολήθηκε με την πάλη και πήρε το προσωνύμιο «Τζιμ Λόντος» από αθλητικογράφο μετά από μια νίκη του στην αρένα “London” του Πόρτλαντ.
Το 1930 αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής, νικώντας το Ρίτσαρντ Σίκατ και διατήρησε τον τίτλο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 1929 νίκησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Πολωνοαμερικανό Καρλ Ζμπισκ,
το Ρωσοπολωνό Κβαριάνι [ όπως είναι η σωστή εκφορά του ονόματος και όχι “Κοριάνι” όπως λέγεται στο αντίστοιχο τραγούδι] το 1933, μπροστά σε 80.000 θεατές
και το Ράικ, το 1956.

Επίσης, να προσθέσω δυο λέξεις:
φελάχος , φελάχα : ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Aιγύπτου.
[αραβ. (της Aιγύπτου) fellāh].

απάχης : ονομάζονταν έτσι οι περιπλανώμενοι άνεργοι των μεγαλουπόλεων του μεσοπολέμου. Επίσης, αλήτης, αλλά και κακοποιός.
[< γαλλ. apach(e) -ης (< ον. φυλής Ινδιάνων της Β. Aμερικής)]

…και: ναργιλές για κάπνισμα χασισιού. Την ερμηνεία «σφαλιάρα» πρώτη φορά την ακούω. Και: όχι ακριβώς “άχρηστο πράγμα”, αλλά “για πέταμα, λόγω κακής ποιότητος κλπ.”: μάπα το καρπούζι.

Ελένη, για τους Γιουρούκους (και όχι Γιουρούτους / γιουρούτικο, όπως εσφαλμένα αναφέρει ο Μάρκος) ξέρουμε τι είδους θρησκεία είχαν;

Τζίμ Λόντος: Κβαριάνιν (με νί, όπως συνηθίζεται σε ρώσσικα ονόματα) τον αναφέρει ο Κουνάδης και νομίζω πως πρέπει να έχει δίκιο, χωρίς όμως να το έχω ψάξει.

Απάχης: Και οπερέτα εποχής, «οι Απάχηδες των Αθηνών».

Λέει ο Μάρκος:
“…Την τρίτη και την τέταρτη κυρά μου βράσε ρύζι
πάλι τις μάπες σου θα φας κι ο κόσμος ας με βρίζει …”

μάπα: μάλλον το νόημα της “φάπας” , της “σφαλιάρας” έχει, πράγματι, εδώ.

Όσο για το όνομα, “Κβαριάνιν” λογικά πρέπει να΄ναι το σωστό, αν και στο σχετικό ψάξιμο στις μηχανές αναζήτησης το “Κβαριάνι” βγαίνει.

Για τους Γιουρούκους.
Απ΄ό,τι φαίνεται είναι ιδιότυπη η θρησκεία τους.
Αν και παρουσιάζονται σαν μουσουλμάνοι, απαλλάσσονται της στρατιωτικής θητείας, όπως και όλοι οι χριστιανοί.
Θεωρούνται από τους Τούρκους κρυπτοχριστιανοί, σύμφωνα με μια μαρτυρία είναι κατάλοιπα των εικονομάχων του βυζαντίου, οι οποίοι μετά την επιβολή της εικονολατρίας διώκονταν και γι΄αυτό περιφέρονταν από τόπο σε τόπο.
Πέρα από εικονομάχοι ανήκουν και στην αίρεση Απτάλ.
Αργότερα έγιναν και πιστοί του Ισλάμ, διατηρώντας την αυτοτέλειά τους.
Οι Γιουρούκοι δεν έχουν εκκλησίες, δεν πηγαίνουν σε τζαμιά και μιλάνε ένα παράξενο ιδίωμα τουρκικής και ντόπιων ιδιωμάτων.
Οι Τούρκοι όταν θέλουν να πουν ότι κάποιος μιλάει πολύ άσχημα Τουρκικά, λένε ότι «μιλάει σαν Γιουρούκος». Ίσως από εδώ προέρχεται κατ΄επέκταση και η ταύτιση της λέξης “γιουρούκος” με τα: “απολίτιστος”, “άξεστος”.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το όνομα «Γιουρούκοι» τους το έδωσαν οι Τούρκοι, μεταφράζοντας στη γλώσσα τους το όνομα «άστατοι» που τους είχαν δώσει οι Βυζαντινοί, λόγω της ποικιλίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.

…επίσης την “Μισιρλού” ή “Μουσουρλού”!

Μισίρι: Αίγυπτος άρα: αιγυπτιώτισσα

Ευχαριστώ για τους Γιουρούκους, Ελένη!

(Τόσα χρόνια εγώ άκουγα “πάλι τις φάπες σου θα φάς”…)