Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Μερικά σημαντικά στοιχεία για το «Τάγμα Τουμπεκί».

Σε μια παραλλαγή του γνωστού μας «Σαρκαφλιά», έχουμε κι αυτή την εκδοχή:
«…Στην Προύσα ήταν ξακουστός
στη Μενεμένη διαλεχτός
ήταν στο τάγμα Τουμπεκί
στη Μεραρχία Μελανθή…»

Για το Τάγμα Τουμπεκί υπάρχει μια αναφορά από τον Π. Πικρό.
Πρόκειται για τον πειθαρχικό ουλαμό που δημιουργήθηκε στο Καλπάκι ( «VIII Συνοριακός Τομέας-Καλπάκιον) το 1923 και αποτελούσε τόπο απομόνωσης για όλα τα «επικίνδυνα» στοιχεία της κοινωνίας.
Ο Χρήστος Ριζόπουλος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από το Καλπάκι», το 1933, δίνει αρκετές πληροφορίες γι΄αυτό το κολαστήριο και για το ετερόκλητο ανθρώπινο δυναμικό που εκτοπίστηκε εκεί.
Αυτή η ομάδα των ετερόκλητων ανθρώπων αυτοονομάστηκε «Τάγμα Τουμπεκί», ονομασία που οφειλόταν στον κώδικα επικοινωνίας, μια γλώσσα συνθηματική, μη αντιληπτή από τους άλλους, τον “κώδικα τουμπεκί”, που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους.
Όταν αργότερα άρχισαν κατά κύματα να εκτοπίζονται στον ουλαμό αυτό και ανεπιθύμητοι λόγω πολιτικών φρονημάτων, σταμάτησε να υπάρχει αυτή η ονομασία, μια και δεν ίσχυε πια συνωμοτική ή συνθηματική γλώσσα.

Ο πειθαρχικός αυτός ουλαμός έκλεισε το ΄36, μετά και το σάλο που δημιούργησε το βιβλίο του αυτό.
Μετά το 1936 δημιουργήθηκαν άλλοι τόποι εξορίας και το «κενό» που υπήρξε το κάλυψε η Μακρόνησος με τα Tάγματα Σκαπανέων.

ΟΚ, Ιωάννα.
Απλώς τόνισα πως οι μαθητευόμενοι/καλφάδες ( μια και μ΄αυτή την ονομασία αναφέρονται και οι “ατζαμήδες” ) δεν ήταν ποτέ συντεχνία.

Δεν μίλησα για συντεχνίες… αλλά για “μάγκες” για τύπου συντεχνιακές ομάδες. Και πως τα υποτυπώδη αυτά συνδικάτα ήταν τα “πρόωρα” σωματεία, που και αυτά ζύμωσαν κι έπαιξαν ρόλο στο μετέπειτα εργατικό κίνημα (το καθένα με τον τρόπο του).
Νομίζω, το γράφω ξεκάθαρα και αναλυτικά…

Όχι, οι ατζαμήδες δεν είναι οι “μαθητευόμενοι”*. Άλλη λέξη είναι αυτή.
Ατζαμής = άπειρος, αδέξιος, άσχετος… Και άτεχνος (ανειδίκευτος)

  • (που μπορεί να ισχύει ο χαρακτηρισμός και για μαθητευόμενους, αλλά όχι μόνο γιαυτούς…)

Για την έννοια Ατζαμής = (και) μαθητευόμενος θυμίζω προηγούμενο μήνυμά μου (ατζαμή σωφέρ). Εδώ θα πρέπει να ρωτήσουμε Τούρκο, να μας επιβεβαιώσει ή διαψεύσει ότι αυτό αναφέρεται στις πινακίδες των σχολών οδηγών.

Ωραία!
Μένει - προς το παρόν - να διευκρινίσουμε τη λέξη “μπελεντέρια” ή “μπιλεντέρια”
Πηγαίνει σε πολλά το μυαλό μου, αλλά τίποτε επιβεβαιωμένο…

Ιωάννα, εσύ με καταλαβαίνεις καλά, χαίρομαι πολύ για τις χρήσιμες πληροφορίες σου. Σε περίμενα! Φαντάζομαι ακριβώς αυτή τη σκηνή που έχεις περιγράψει με απέργία, κόμματα, “παλληκαράδες”, φασαρίες, μαχαίρια κτλ κτλ. Όλοι αυτοί ήταν “τύποι” που είχαν μια λειτουργία ή ένα ρόλο στην επόχη τότε, δεν ήταν μόνο ορισμοι από το λέξικο. Το λέω χωρίς να ξέρω ιδιαίτερα στοιχεία (κάποιος μου είχε χαρίσει ένα βιβλιαράκι με ιστορίες της παλιάς Αθήνας, δυστυχώς το έχασα, εκεί βρήκα αυτές τις υποδείξεις).

Μόλις θυμήθηκα τη λύση του αίνιγμα, πως μπόρεσα να το ξέχασω! Θυμάμαι πάλι δυο σημαντικές θέσεις

  1. είχαν τότε μια ιεραρχια στον κόσμο τους .
  2. ήταν μια εποχή έθνική, γι’ αυτό και οι στρατιωτικοί ορισμοί ανθιζαν!

Βαζω κι εγω μερικες λεξεις:
σεΐχης, μοβορος, αραμπας, σουπιατζης, πικα.

Σεΐχης: πολιτικό αξίωμα σε πολλές αραβικές χώρες. Οι παλαιότεροι θυμόμαστε τον περίφημο Σεΐχη Γεμενί, σαουδάραβα νομίζω, επί πολλά χρόνια πρόεδρο του OPEC, όταν το πετρέλαιο είχε κάπου 12 ή 18 δολλάρια το βαρέλι.

Μοβόρος: αιμοβόρος

Αραμπάς: κάρο για βαρειές μεταφορές.

Για σουπιατζής, πίκα, χρειάζονται και συμφραζόμενα.

“Σουπιατζής”, από τη σουπιά: καταδότης, ύπουλος.
“πίκα”= πείσμα, θυμός…
Πρέπει να προστεθούν κι αυτά.

Επιτέλους… αξιώθηκα και βρήκα τους στίχους και τους παραθέτω:
“τη ζούλα μου ανακάλυψαν
και δε θα μαστουριάσω
τον αίτιο το σουπιατζή
και το καρφί
θα τονε σουγαδιάσω…”

“έμαθες πως έχω προίκα,
σπίτι και πολλά λεφτά,
το΄βαλες βλάμη πίκα
να μου πάρεις όλα αυτά…”

Έτσι:
πίκα : πείσμα, θυμός που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο, μνησικακία
[ιταλ. picca < γαλλ. pique ] .
Για το “σουπιατζής” λίγο πριν.

Νομίζω πως κάποιες από τις προηγούμενες λέξεις που αναφέρθηκαν δεν χρειάζεται να τις εντάξουμε στο λεξιλόγιο, ανήκουν στην κοινή, ομιλούμενη γλώσσα.

Για το “κουλαντριζω” μια παρατηρηση, με βαση και το “Μπαρμπερης” με τον Μπατη:

“αδικα με κουλαντριζεις
μπαρμπερακι μου χρυσο.
Ειμαι μαγκας και κουρναζα
κι ολο θα στην κοπανω”.

Εδω ταιριαζει περισσοτερο η ερμηνεια"προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου" που ειχε δωσει σε ενα προηγουμενο post η Ελενη περισσοτερο απο αυτες που δοθηκαν εκ των υστερων και περασαν στον πινακα: [FONT=Arial]," τα βγάζω πέρα, ρεγουλάρω, ρυθμίζω, φέρνω κάτι στα μέτρα μου"

[/FONT]

Χρησιμοποιηται μια τετοια λεξη στη Κυπρο καπως διαφορετικα φυσικα “κουλιαντιριζεις” το οποιο σημαινει παιρνω κατι περα δωθε.

Έ, όχι διαφορετικά Nicolas, την ίδια έννοια έχει: το μπαρμπεράκι περιφέρεται πέρα δώθε από το γκομενάκι. Πολλούς Κύπριους όμως δεν διέθετε η κοινότητα των ανθρώπων που εξετάζουμε…

Διαφορετικα εννοουσα ως προς το γραψιμο οχι ως προς το νοημα.

Στο λήμμα “κουλαντρίζω” θα υπάρξει συμπλήρωση στο νέο πίνακα.
Ό,τι άλλο εντοπίσετε να θέλει συμπλήρωση ή διόρθωση, θα σας παρακαλούσα να το αναφέρετε.

Όπως διαβάζω στην “Καθημερινή” σε εκπομπή της ΕΤ1 “Τραγούδια που έγραψαν ιστορία” υπήρξε αναφορά στο τραγούδι “Κάτω στα Λεμονάδικα” του Παπάζογλου.

Ειπώθηκε, μάλιστα, πως «λάχανο» δεν είναι το πορτοφόλι (αυτό το έλεγαν «παντόφλα»), αλλά τα προπολεμικά χαρτονομίσματα που είχαν το χρώμα της λαχανίδας και ήταν «μεγάλα σαν σεντονάκια».

Ο συνθέτης Παπάζογλου επικρίθηκε ότι εξωραΐζει την κλοπή, όμως στην πραγματικότητα «παρατηρεί» ένα φαινόμενο, αλλά το παρατηρεί με τα μάτια των φτωχών και των ανέργων: «δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μόνʼ μας τρομάζει η πείνα».

Συμφωνούμε μ΄αυτή την εκδοχή;

Αλλη μια φραση:
“τον τεκετζή εδιάταζαν
τις λουλαδιες ντουμπλεδες” ;

Λάχανα / παντόφλες

Είχε δή κανείς την εκπομπή της ΕΤ 1; ξέρουμε κατά ποιο τρόπο ειπώθηκε αυτό για τα λάχανα; Βγήκε μέσα από συνεντέυξεις του Ζέρβα κατά την εκπομπή και ποιος το είπε; Αν πάντως το είπε ο Γιώργης Παπάζογλου, θα είχα πάμπολους ενδοιασμούς. Μέσα στον ενθουσιασμό του ο Γ. Π. συχνά αφήνει τη φαντασία του να οργιάσει. Και οπωσδήποτε δεν θα ήταν η πρώτη φορά που ένα αντικείμενο τόσο σημαντικό για τους πορτοφολάδες έχει περισσότερες από μία ονομασίες στον κώδικά τους.

Όταν βέβαια ο Παπάζογλου λέει «εμείς βαράμε λάχανα, χτυπούμε τις παντόφλες», πιθανώς κολλάει αλλά δεν φτάνει. Τέλος πάντων, δεν θα ψάξουμε στα αρχεία του Νομισματοκοπείου να βρούμε μεγέθη και αποχρώσεις χαρτονομισμάτων, αλλά να ξέραμε κάτι παραπάνω.

Σίγουρα πάντως ο Β. Π. είναι με τους λαχανάδες, όχι με το λιοντάρι.

λουλαδιές ντουμπλέδες: Ειρήνη, κάποια συμφραζόμενα παραπάνω, παρακαλούμε!

Ούτε εγώ είδα την εκπομπή, επομένως δεν ξέρω ποιος μιλούσε και σε τι επιχειρήματα στηρίχτηκε.
Τα προπολεμικά χαρτονομίσματα , πάντως, είχαν πράγματι λαδί χρώμα και ήταν μεγαλύτερα από τα σημερινά.

“λουλαδιές ντουμπλέδες” νομίζω πως σημαίνει “διπλούς λουλάδες”.

Στο λεξιλόγιο πρέπει να προστεθεί μαζί με το “μπουζουριάζω” και η φράση: “μου κρατάει μπουζουριέρα” (από το “Βάρκα μου μπογιατισμένη”) που σημαίνει “κρατάει τσίλιες”.