Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Το “ατζαμής” δεν υπάρχει, ας το προσθέσουμε.

Ατζαμής (τούρκικη λέξη: acemi ) σήμαινε αρχικά το Χριστιανό που επιστράτευσαν οι Οθωμανοί, και που φυσικά δεν ήταν σωστά εκπαιδευμένος, ώστε να πολεμήσει με επιτυχία.
Ο χαρακτηρισμός «ατζαμής» στη συνέχεια επεκτάθηκε και χαρακτηρίζει όποιον είναι αδέξιος σε κάτι.
Άρα, στο κείμενο της Μάρθας μάλλον εννοείται μια ομάδα “ατζαμήδων” με την αρχική έννοια.

Νίκο, μάλλον είχα στο νου μου τα παλιά καλντερίμια, σε ορεινά χωριά.
Σίγουρα, τα μεταγενέστερα είναι διαφορετικά.

Mea culpa, Martha! I thought you were talking about “adam”, that is,“man”…but you were asking about atzamis!

Eva

Έχω παλαιότερα ακούσει από συγγενικό και αξιόπιστο πρόσωπο ότι σε ταξίδι τους στην Πόλη γέλαγαν (ήταν η μόδα με τις “τούρκικες” λέξεις τότε…) όταν έβλεπαν αυτοκίνητο με το μεγάλο L της σχολής οδηγών, να γράφει από κάτω acami sofer. Στο λεξικό μου όμως τη λέξη δεν τη βρήκα, με όποια ορθογραφία και αν προσπάθησα. Η έννοια βεβαίως, εδώ, είναι “μαθητευόμενος”.

…acami sofer! :mad:
(Θα το βάλω σε μερικούς που πετιούνται μπροστά μας παραβιάζοντας stop και μη καταλαβαίνοντας τπτ…)

Να και ένα σκανάρισμα από το λεξικό του Κριαρά:

ατζαμής. Έφηβος στρατολογημένος με το παιδομάζωμα που εκπαιδεύεται για να καταταγεί στο σώμα των γενιτσάρων, στη φρουρά των σουλτανικών ανακτόρων. [<αραβοτουρκ. ¾adjamī (τουρκ. acemi)]

Ξέρω που ξεφεύγω λίγο από σας, αλλά διαβάζοντας στίχους ή κείμενα νιώθω κάτι διαφορετικό, βλέπωντας άλλες συναρτήσεις. ψάχνω μια εικόνα μου ταιριάζει. Δεν το κάνω μόνο με φαντασία, δούλευα πάρα πολύ με τον κόσμο του ρεμπέτικου. Νίκο, κάποτε θα τακτοποιήσω το αρχείο μου, αξίζει.

Βεβαίως, Ελένη, μου ξέφυγε το παίξιμο στα Τουρκικά μεταξύ των φωνηέντων α και ε. Acemi şofőr λοιπόν, θα γράψεις.

Κοιτάξτε και αυτή την πιθανότητα. http://en.wikipedia.org/wiki/Ajam . Ο αραβόφωνος πατέρας μου , ο οποίος έζησε και μερικά χρόνια στήν Τουρκία, πάντα νόμιζε οτι το “ατζαμής” ηταν δανεισμός απο τα αραβικά , στα τουρκικά, και όπως σημαίνει εκεί ¨κάποιος που δέν ξέρει τήν γλώσσα, αρα και “βάρβαρος”, το οποίο ταιρειάζει και με την σημερινή ελληνική έννοια.

Με πρόλαβες, οι στίχοι που γνωρίζω εγώ μιλάνε για καθαρή βια, και εγώ για μένα είχα βρει τη σημασία “βαρβάρος” απ’ αυτά που γράφεται στο Wikipedia, αλλά θα μπορούσε να έχει σχέση με τους γενίτσαρους, οι οποίοι επίσης ήταν σκληροι.

Ανατολίτη, εγώ συνάντησα τη λέξη “Ατζέμης” στο βιβλίο “Στου Χατζηφράγκου”, που διαδραματίζεται στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί σημαίνει Πέρσης, και δηλώνει τους Πέρσες που ζούσαν τότε στη Σμύρνη. Σε άλλο κείμενο για τη Σμύρνη, λαογραφικό, είδα άλλη αναφορά στους Ατζέμηδες…μιλούσε για μια γιορτή τους που γυρνούσαν στους δρόμους της Σμύρνης και χτυπιόνταν για τον ιμάμη Hussein. Ο θρήνος συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως βλέπετε στο παρακάτω κλιπ από το Ιράν:

Βγήκαμε λίγο εκτός θέματος, συγνώμη. Παντώς, φαίνεται πως στα ελληνικά τουλάχιστο, κάνουν μια διάκριση ανάμεσα στους ατζαμήδες (αδέξιους) και στους Ατζέμηδες (Πέρσες).

Εύα

Το “ατζαμής” στα ελληνικά δεν έχει την έννοια του “βάρβαρος”.
Μόνο του αδέξιου, άπειρου.

“Ατζάμης” σημαίνει “Πέρσης”
[<αραβοτουρκ. ¾Adjam ‑ Aʼcâm (πληθ. του Acem)]

παρακαλώ, για τα ελληνικά μου>

“θα σε σφάξω ατζέμικα με δίκοπη μαχαίρι” (βρήκα αυτήν την ορθογραφία, δεν ξέρω αν είναι λάθος)
Τι σημαίνει, έχει γλωσσική σχέση με τον ατζάμη ή με τον ατζαμή?

και τι είναι ατζαμέζικα τραγούδια? μιλάνε για εδέξους?

Ευχαριστώ εκ των προτέρων,

Μάρθα, το “ατζέμικα” έχει σίγουρα σχέση με Πέρσες. Εδώ είναι επίρρημα…εγώ το έχω δει σαν επίθετο όπως το “ατζέμικο τσάι”, και αυτό από το “Στου Χατζηφράγκου”. Μάλλον εννοούν εδώ “με βάρβαρο τρόπο”…(;) Υποθέτω ότι τα ατζέμικα τραγούδια είναι τα πέρσικα τραγούδια. Υπάρχει επίσης ένα μακάμι που λέγεται ατζέμικο, σύμφωνα με το Google.

Εύα

Συγγνώμη κι’ εγώ γιά τα ελληνικά μου. Προφανώς δεν εγινα αντιληπτός. “Βαρβαρος” σίγουρα δέν εισούται με “αδέξιος”, αλλά “βάρβαρος” με την πιό αρχαία έννοια ήταν γιά τους αρχαίους Ελληνες ο μή Έλληνας, αυτός που δέν μιλούσε την γλώσσα, αυτός που δέν ήξερε να φερθεί. Γιά εκείνους , βασικά όλοι οι ξένοι ήταν “βάρβαροι”. Στά αραβικά, ο Πέρσης παίρνει αυτόν τον universal ρόλο. Ο κατ’εξοχήν ξένος, αυτός πού δέν φέρεται , η δέν μιλάει σωστά. Αυτά τουλάχιστον βοηθούν νομίζω στήν σημερινή χρήση τής λέξης, γιατί δέν πιστεύω οτι εννούμε τόν άτσαλο οδηγό οτι είναι Πέρσης, απλά χρησιμοποιούμε τά κατάλοιπα πού σέρνει η λέξη μαζί της, μέσα από το ταξίδι της από τα αραβικά, στά τουρκικά , μέχρι εδώ στα ελληνικά.

με σεβασμό

Συμεών

Να λοιπόν που, λίγο λίγο, μπαίνει αρκετό φως στον ως τώρα σκοτεινό μας θάλαμο.

Ατζαμής, το σενάριό μου:

Αρχικά έχουμε την αραβική λέξη Ajami. Σημαίνει κάτι σαν ʽανίκανος να μιλήσει, ξένος, όχι δικός μας κλπ. και, ειδικά για τους εχθρικούς λαούς: βάρβαρος, σκλάβος κλπ…

Με τις έννοιες αυτές οι Τούρκοι παραλαμβάνουν τη λέξη και την χρησιμοποιούν και για τους νεο- «σύλλεκτους» που προορίζονται για γενίτσαροι. Οι νέοι αυτοί υφίστανται μία ολοκληρωμένη εκπαίδευση κοινωνική, στρατιωτική και πολιτισμική για να ενσωματωθούν στον οθωμανικό πολιτισμό και να υπηρετήσουν σε στρατιωτικό σώμα. Μέχρι την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης είναι «μαθητευόμενοι».

Έτσι φτάνουμε στη σημερινή έννοια. Αντιγράφω από το τουρκικό λεξικό μου:

Acemi: 1: αμάθητος, ανίδεος, πρωτόπειρος, πρωτόβγαλτος, πρωτάρης, ατζαμής 2: κακότεχνος 3: στραβάδι –er: νεοσύλλεκτος -oglani: παιδί του παιδομαζώματος, νεοσύλλεκτος γενίτσαρος.

Και στην έννοια «μαθητευόμενος» που κολλάει θαυμάσια στο acemi sofoer. (τα ειδικά σημεία για τα Τουρκικά δεν τα βρίσκω εύκολα αλλά καταλαβαίνετε…).

Και για το Ατζέμ ως «Πέρσης»: η γιαγιά μου, θεσσαλονικιά, μας εξηγούσε το «Ατζέμ πιλάφι» ως «πιλάφι των Περσών». Όπως και η Ελένη. Στο λεξικό μου: Acem: Πέρσης, περσικός –pilavi: ατζέμ πιλάφι.

Ωραίο μου ακούγεται το σενάριο, κε. Πολίτη.:088:

Συμεών

Για να συνοψίσουμε και να μην προσπεράσουμε και την επισήμανση της Μάρθας (περί “ομάδας”) :

ατζαμής (ατζαμήδες, ατζάμηδες)
= άπειρος, πρωτόπειρος, νεοσύλλεκτος, αδέξιος, άτεχνος…

ατζαμιλίκι= έλλειψη πείρας και δεξιότητας, αδεξιότητα, ατεχνία

Στα στρατιωτικά σώματα :
Οι ατζαμήδες ή ατζάμηδες ήταν/είναι γενικώς οι νεοσύλλεκτοι στα στρατιωτικά σώματα. Οι “πρωτάρηδες” (οι “ψάρακες”, “ψαρούκλες”) -και όχι μόνο στο σώμα των Γενίτσαρων.

Στα συντεχνιακά σινάφια :
Οι ατζαμήδες ή ατζάμηδες= Αυτοί που έχουν έλλειψη πείρας και δεξιότητας. Οι άπειροι ακόμα και αδέξιοι. Οι άτεχνοι (σε σχέση με τους καλφάδες=βοηθούς ή μαθητευόμενους των μαστόρων)
Η μάγκα τους, μαζί με τις άλλες μάγκες -που φτιάχνονταν στα πλαίσια της διαδικασίας των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, κατέβαιναν σε απεργίες και διαδηλώσεις το 1879-1889.
Οι συντεχνιακές ομάδες, τα υποτυπώδη αυτά συνδικάτα (που είχαν κύριο σκοπό τους την αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών) σχηματίζονταν σιγά-σιγά σαν εξελλισσόμενες εργατικές οργανώσεις-σωματεία και ήταν και η βασική “μαγιά” και οι σταθμοί στη διαμόρφωση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, που μόλις τότε έκανε την εμφάνισή του, από τον πρωτοπόρο σοσιαλιστή Σταύρο Καλλέργη και την ίδρυση του “Κεντρικού Σοσιαλιστικού Ομίλου”.

Στην καθημερινότητα :
άπειρος, αδέξιος

ΟΙ ΑΤΖΕΜΗΔΕΣ :
Οι Πέρσες (για τους Τούρκους και τους τουρκόφωνους).
Και μάλιστα και με την ειρωνική έννοια… όπως λέγανε παλιά* -και κάποιοι λένε και σήμερα : Τούρκος (απολίτιστος, άπιστος, βάρβαρος) ή ακόμα και Αλβανός.

  • [όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο φίλος ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ]

Το επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός :
Ατζέμικος = με τον περσικό τρόπο (βλ. ατζέμ-πιλάφι, ατζέμικο μαχαίρι…)

ΥΓ:
Μάρθα, αν υποπτεύομαι σωστά, αναφέρεσαι σε κάποιες τέτοιες “ομάδες” που συμμετείχαν σε απεργίες και διαδηλώσεις -στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι.- ή παρείσφρυαν (έμπαιναν, χωνόντουσαν με δόλο, ύπουλα, πονηρά)…
Σαν τους αντάμηδες (τους παλληκαράδες, που προκαλούσαν φασαρίες και διασπάσεις) και τους τραμπούκους (τους νταήδες, τους μπράβους των πολιτικών).
Σωστά κατάλαβα;

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΑ :

Δεν βρήκα Εύα κανένα μήνυμα ! Αλλού το έστειλες…

Ιωάννα, πολύ σωστά αλλά στην επικεφαλίδα έβαλες και τους αντάμηδες, που έχουν άλλη ετυμολογία. Επανόρθωσες όμως, μη αναφέροντάς τους στο κείμενο. Και για το κείμενο της Μάρθας μάλλον δίκιο έχεις, σε κάποια πολιτική / κοινωνική εκδήλωση πρέπει να αναφέρεται η περιγραφή της.

Νίκο, δεν ασχολήθηκα με την έννοια της ερμηνείας τού αντάμη, παρά μόνο σαν “ομάδα” -για την απορία της Μάρθας, μιας και γενικώς έχει καλυφθεί η χρήση τής απόδοσης της λέξης.

Αντάμης = adam = ο “άνθρωπος”. Δλδ. ο άνδρας ο χρηστός, ο ευγενής και από καλή γενιά (από το Adem=Αδάμ)
(βλ. και τη συναφή έκφραση : Ανταμ παπαντάμ)
Η χρήση του, εννοεί τον “τύπο”, αλλά κυρίως τον συνεργάτη-συνέταιρο (συνεπώς και τον “αδελφό”. Αδελφικό φίλο)

H εξέλιξη της λέξης, καθαρά σε “παλληκαρά”, έχει άμεση σχέση με την έννοια που ψάχνει και η Μάρθα.
Αντάμηδες = Από τους “φασαριόζικους τύπους” (από καλή γενιά κυρίως και πάντα καλοντυμένους, με μπαστούνια και καπέλα) που συνεργάζονταν για ψευτοπαλληκαριές σε διάφορες εκδηλώσεις…

Ετοιμάζω νέο πίνακα με όσα στοιχεία στο μεταξύ συγκεντρώσαμε.

Κάποιες παρατηρήσεις.
Συντεχνία με καμιά από τις αναφερόμενες έννοιες που δίνουμε στη λέξη “ατζαμής” δεν γινόταν να υπάρξει.
Οι συντεχνίες - ισνάφια που υπήρχαν ήταν καθαρά και μόνο επαγγελματικές (π.χ. των χρυσοχόων που διακρίνονταν σε 25 ειδικότητες κλπ.).
Οι κάλφες εντάσσονταν στα αντίστοιχα επαγγελματικά τους ισνάφια και μέσω αυτών προωθούσαν τα συμφέροντά τους, δεν ενώνονταν μεταξύ τους σε συντεχνίες. Ούτε οι νεοσύλλεκτοι μπορούσαν να έχουν συντεχνία.
Άρα, στο κείμενο της Μάρθας μάλλον πορεία ατζαμήδων, με την έννοια των νεοσύλλεκτων μπορεί να εννοηθεί.

Για το “αντάμης” = φασαριόζος, τι στοιχεία έχουμε;

Με συγχωρείς, Ελένη, αλλά εμένα δε με “παίρνει” να διορθώνω τον Κοραή, τον Τρικούπη, τον Βαλαωρίτη, τον Ροΐδη, τον Σουρή, τον Ξενόπουλο … και όλους τους άλλους…

Οι ατζάμηδες/ήδες = άτεχνοι (ανειδίκευτοι…)
Οι κάλφες/καλφάδες = μαθητευόμενοι και βοηθοί
(ουδεμία, σχέση λοιπόν…)

Ούτε έκανα καταγραφή των συντεχνιών. Για άλλα μίλησα…

ΥΓ:
Και δεν γνωρίζω για ποιο κείμενο μιλάει η Μάρθα. Έκανα το συσχετισμό-παραλληλισμό από τα γνωστά κείμενα σε μένα…