Και η λέξη “κουσουρλούκι”, ίσως ίδια με το “κουσούρι”;
Πάντως η μετάφραση από τα τουρκικά στο google βγάζει ελαττωματικό οπότε μάλλον έχεις δίκιο Άλκηστη.
Στα κοινά (χωρίς τοπικούς ιδιωματισμούς) ελληνικά είναι πολύ συνηθισμένες οι καταλήξεις -λής και -λίκι. Γούρι - γουρλής (αυτός που φέρνει γούρι), παράς - παραλής (αυτός που έχει παράδες, πλούσιος), νταβατζής - νατβατζηλίκι (συμπεριφορά νταβατζή), μεράκι - μερακλής (αυτός που έχει μεράκι) - μερακλίκι (η ιδιότητα του μερακλή).
Οι καταλήξεις προέρχονται μεν από τα τούρκικα, αλλά κατ’ απλοποιημένο τρόπο. Στα τούρκικα μπορεί να είναι -li και -lik, -lu και -luk, και ίσως (δεν ξέρω τούρκικα) και με άλλα φωνήεντα, ανάλογα με τα υπόλοιπα φωνήεντα της ίδιας λέξης. Σε περιπτώσεις όπου η ανάμνηση των τούρκικων διατηρείται πιο έντονα, τότε και στα ελληνικά μπορεί να υπάρχει η ίδια ποικιλία στα φωνήεντα. Γι’ αυτό π.χ. η λέξη «γιαβουκλούς» είναι αρσενική, ενώ θα περίμενε κανείς να λέμε «ο *γιαβουκλής - η γιαβουκλού»: η τούρκικη γλώσσα όμως απαιτεί, αφού υπάρχει ήδη ένα u, η κατάληξη να είναι κι αυτή -lu ανεξαρτήτως γένους, και η ελληνική το διατηρεί κατ’ εξαίρεσιν. (Άλλο παράδειγμα: Σταμπουλούς, και όχι *Σταμπουλής, = Κωνστ/πολίτης, από την [Ι]σταμπούλ. Και βέβαια το πολύ γνωστό μαστουρλούκι - ενώ λέμε μαχμουρλίκι, κατά τον απλοποιημένα ελληνικό τρόπο.)
Με βάση αυτά, υποθέτω ότι θα υπάρχει κουσουρλούς = αυτός που έχει κάποιο κουσούρι (και όχι *κουσουρλής, γιατί προηγούνται δύο ου), ελαττωματικός, και κουσουρλούκι = η ιδιότητα του κουσουρλού, ελαττωματικότητα.
Άρα, κουσουρλούκι και κουσούρι δεν είναι το ίδιο, όπως δεν είναι το ίδιο μεράκι και μερακλίκι (ή ελάττωμα και ελαττωματικότητα). Είναι όμως πολύ κοντά.
Από ποιο τραγούδι είναι;
Ίσως βοηθάει στην πληρέστερη κατανόηση της φάσης η παρατήρηση ότι, ενώ στα κοινά ελληνικά η αντίστοιχη θηλυκή κατάληξη για το -λής είναι -λού, π.χ. ο μερακλής - η μερακλού, σε αρκετά ιδιώματα αυτό δε γίνεται. Για το θηλυκό προσθέτουν καινούργια κατάληξη αποπάνω, -ίνα: μερακλίνα, σεβνταλίνα, τερτιπιλίνα (που κάνει τερτίπια). Ίσως επειδή διατηρείται μια ανάμνηση ότι το τι φωνήεν θα μπει δεν εξαρτάται από το γένος αλλά από τη μορφή της υπόλοιπης λέξης ανεξαρτήτως γένους.
Η τουρκική γλώσσα έχει δυο καταλήξεις -li και –lu που σημαίνουν ιδιότητα και προέλευση.
Το ποια από τις δυο θα επικρατήσει, εξαρτάται συγκεκριμένα από το προηγούμενο φωνήεν της λέξης (και βέβαια όχι από το γραμματικό γένος).
Έτσι όπου έχουμε ι φωνήεν προηγούμενα, η κατάληξη είναι -li (π.χ.: Ismirli, kadinli)
kαι όπου έχουμε u, η κατάληξη είναι -lu (π.χ. : yavuklu, Istambulu).
Όσες από αυτές τις λέξεις πήραμε ως δάνειο στη γλώσσα μας , τις «ελληνοποιήσαμε» όσον αφορά στις καταλήξεις που τους δώσααμε, κάνοντας τη διάκριση αρσενικού – θηλυκού γένους, πράγμα που δεν υπάρχει βέβαια στην τουρκική.
Δεν έχει σχέση αν η ανάμνηση των τούρκικων διατηρείται πιο έντονα ή όχι, όσον αφορά στις καταλήξεις. Έτσι:
Uğurlu στα τουρκικά -> γουρλής – γουρλού όμως στα ελληνικά,
taxici, στα τουρκικά -> με δυο γένη, στα ελληνικά, κ,λπ.
Το yavuklu δεν πέρασε στη γλώσσα μας, ξεχάστηκε, γιʼ αυτό και δεν του δώσαμε γένη ξεχωριστά, ενώ όσες λέξεις πέρασαν στη γλώσσα μας ως δάνεια από τα τουρκικά, έχουν και γένη, όπως και οι ελληνικές λέξεις.
Τώρα, όσον αφορά στο «κουσουρλούκι», βλέπω πως υπάρχει στην τουρκική, έτσι ακριβώς, kusurluki, με την έννοια της ελαττωματικότητας. Από την ίδια οικογένεια με το kusur, πολύ γνωστή ως λέξη και στη χώρα μας.
Σε ποιο τραγούδι ακούγεται, θα ρωτήσω και εγώ.
Είναι περασμένη και η ώρα και έχω κολλήσει…
Είναι στο πασίγνωστο «κορόιδο άδικα γυρνάς», και σ’ αρκετά άλα τραγούδια. Επίσης στο Βικιλεξικό, και φυσικά στο ρεμπέτικο γλωσσάρι.
Αν δεν υπήρχε στη γλώσσα μας εννοείται ότι δε θα του δίναμε ούτε γένη ούτε τίποτε. Είναι λίγο αυτοαναιρούμενη αυτή η φράση.
Κατ’ αρχήν τα ουσιαστικά στα ελληνικά εξ ορισμού έχουν κάποιο γένος, ακόμη και τα άκλιτα. Εννοείς διαφορετικό τύπο για κάθε γένος. Μα και ο γιαβουκλούς έχει διαφορετικό τύπο για κάθε γένος: αρσενικό με -ς, θηλυκό χωρίς -ς.
Αμεσότατη σχέση: Γουρλής και όχι γουρλούς επειδή ακριβώς δε διατηρήθηκε η ανάμνηση των τούρκικων.
Ο μέσος Έλληνας την κατάληξη -ούς δεν την αναγνωρίζει εύκολα για αρσενική. Εκείνος όμως ο Έλληνας που διατηρεί ζωντανή επαφή με την τούρκικη γλώσσα, ώστε αφενός να κατανοεί πότε (σύμφωνα με τους τούρκικους κανόνες, που δε λαμβάνουν υπόψη το γένος) θα μπει ου και πότε ι, και αφετέρου να γνωρίζει ούτως ή άλλως το γένος επειδή γνωρίζει τη λέξη κι όχι επειδή αναγνωρίζει την κατάληξη, δεν έχει πρόβλημα. Άρα, ο μέσος Έλληνας θα μετατρέψει το «γουρλούς» (ή μάλλον «ουγουρλούς») σε «γουρλής», με κατάληξη που του είναι πιο οικεία, ο τουρκομερίτης όμως θα κρατήσει το «γιαβουκλούς» και το «Σταμπουλούς» γιατί οι ίδιες οι λέξεις, ανεξαρτήτως κατάληξης, του είναι οικείες.
Ο ταξιτζής δεν είναι τούρκικο δάνειο. Σχηματίστηκε στα ελληνικά, από μία λέξη που μπορεί να μην είναι ελληνικής προέλευσης (το ταξί) αλλά υπάρχει στο ελληνικό λεξιλόγιο, και μία κατάληξη που επίσης είναι μεν ξένης προέλευσης (τούρκικης, το -τζής) αλλά πλέον χρησιμοποιείται κι αυτή στην παραγωγή ελληνικών λέξεων: σουβλατζής, παγωτατζής, αεριτζής, λεωφορειατζής, λυρατζής, κολπατζής, φορατζής, πεθαμενατζής, ΑΕΚτζής, ΠΑΟΚτζής, ΠΑΣΟΚτζής, ΚΨΜτζής. Το ότι υπάρχει και στα τούρκικα η ίδια λέξη (αλλά όχι βέβαια taxici) είναι ανεξάρτητο.
[SIZE=1]
Χώρια που δε λέγαμε για τα -τζής αλλά για τα -λής. (Αν και καταλαβαίνω τον συνειρμό, στα τούρκικα ισχύει κι εκεί η αρμονία των φωνηέντων.)[/SIZE]
Παραπέμπω σε σχετική συζήτηση, πριν από 9 χρόνια, για το λήμμα «γιαβουκλού», εδώ,
όπου είχα δείξει, με παραδείγματα, ότι το λήμμα απαντά και στο αρσενικό γένος, με την ίδια κατάληξη, (τότε αμφισβητούνταν αυτό), όπως και στο θηλυκό, και ότι απαντά μάλιστα και σε ποίημα του Εγγονόπουλου.
Φυσικά και το λήμμα το συμπεριλάβαμε στο γλωσσάρι, γιατί απαντά σε τραγούδι και γιατί είναι σχεδόν σίγουρο ότι ελάχιστοι θα γνώριζαν τη σημασία του.
Το ότι υπάρχει στο γλωσσάρι, σε κανά δυο τραγούδια και σε ένα ποίημα, δεν σημαίνει ότι τη λέξη την οικειοποιηθήκαμε στη γλώσσα μας.
Το ότι απαντούν στη γλώσσα μας τρείς μόνο τύποι (γνωστοί ως τώρα) με κατάληξη –ου (ή –ους) στο αρσενικό, φανερώνει ακριβώς αυτό, ότι είναι ξεχασμένοι, ότι δεν αφομοιώθηκαν, ότι δεν τα ελληνοποιήσαμε, για να τους δώσουμε καταλήξεις, ανάλογες με αυτές που έχουν οι δικές μας λέξεις.
Βρε Περικλή, αυτό το επιχείρημα «… η ανάμνηση των τούρκικων διατηρείται πιο έντονα σε ορισμένα μέρη…» είναι εντελώς αίολο [(ή έωλο), διάλεξε τρόπο γραφής… :)]
Δηλαδή, η ανάμνηση των τούρκικων συμπεριέλαβε επιλεκτικά 3 περίπου λήμματα και όχι την πλειοψηφία τους;
Και με τι κριτήριο;
Τη Λωξάντρα π.χ., την βάζει η συγγραφέας της να λέει «…είναι γουρλής» (όχι «γουρλούς», όπως στα τούρκικα).
Άντε τώρα να υποστηρίξουμε ότι δεν λέει « γουρλούς», «…επειδή ακριβώς δε διατηρήθηκε η ανάμνηση των τούρκικων…» στη συγκεκριμένη περίπτωση και από μια βέρα Πολίτισσα, μάλιστα, η οποία περισσότερο από τον καθένα κάτεχε το ιδίωμα…
Αλλά, επειδή ξεφεύγουμε από το θέμα μας, τελικά το λήμμα «κουσουρλούκι» απαντά στο τραγούδι του Μητσάκη «Θέλω μάγκα με πολλά καράτια».
Ελένη, όλες σχεδόν οι λέξεις του γλωσσαριού είναι σπάνιες, αυτό είναι το νόημα του γλωσσαριού άλλωστε. Οι κοινές λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κάθε μέρα και υπάρχουν και σε ρεμπέτικα, προφανώς δε λημματογραφούνται.
Αυτό απέχει από το να πούμε ότι δεν υπάρχουν στα ελληνικά. Υπάρχουν, αλλά δεν είναι πολύ κοινές: άλλες γιατί ανήκουν σε κάποιο ιδίωμα (συνήθως πολίτικο ή σμυρναίικο), άλλες γιατί είναι αργκοτικές ή κάποιου επαγγελματικού ζαργκόν (π.χ. μερικές ναυτικές), άλλες απλώς γιατί δεν ειπώθηκαν από πολλούς ή δε λέγονται πια. Είναι σπάνιες λέξεις. Ο γιαβουκλούς είναι κι αυτός μια σπάνια, όχι ανύπαρκτη όμως, λέξη του ελληνικού λεξιλογίου.
Μετά:
Στο αρσενικό η λέξη είναι «ο γιαβουκλούς» και στο θηλυκό «η γιαβουκλού». Άρα δεν έχει κοινό τύπο για τα δύο γένη. Ομολογουμένως,όπου την έχω δει στο αρσενικό, π.χ. στο Κορόιδο άδικα γυρνάς, δεν ήταν στην ονομαστική που φαίνεται η διαφορά αλλά στην αιτιατική που και τα δύο γένη έχουν κατάληξη -ού, αλλά αυτό συμβαίνει απλώς επειδή η ελληνική γλώσσα έχει πτώσεις. Μου φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να ήταν ο ίδιος τύπος, «γιαβουκλού» χωρίς -ς, και για το αρσενικό, γιατί προφανώς θα έπρεπε να είναι άκλιτο, τη στιγμή που ξέρουμε ότι όλα τα ουσιαστικά που προέρχονται από τα τούρκικα κλίνονται. (Βέβαια, αν έχεις βρει πουθενά «ο γιαβουκλού», σε ξεκάθαρη ονομαστική αρσενικού και με κατάληξη ίδια με του θηλυκού, τότε πάω πάσο.)
Το επιχείρημα περί ισχυρής ή όχι ανάμνησης των τούρκικων δεν είναι έωλο, είναι απολύτως αυτονόητο. Συμβαίνει πάντοτε. Σήμερα που σχεδόν όλοι έχουμε μια κάποια επαφή με τα αγγλικά μάς φαίνεται φυσιολογικό να υιοθετούμε λέξεις με καταλήξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, π.χ. «το κομπιούτερ». Παλιότερα που υπήρχε μικρότερη επαφή με τ’ αγγλικά αυτό ήταν ανοίκειο, γι’ αυτό οι άνθρωποι μετέτρεπαν τις αγγλικές λέξεις σε κάτι που να τους είναι πιο οικείο, π.χ. «ο κομπιούτορας». Ακόμη παλιότερα, ακόμη περισσότερο (π.χ. τα διάφορα αστεία των παλιών ελληνοαμερικάνων, «κάρο» = car, ναυτικοί όροι «βατσιμάνης» = watchman κλπ.).
Οι αρχαίοι Έλληνες δε μιλούσαν ξένες γλώσσες, γι’ αυτό τα ξένα ονόματα τα εξελλήνιζαν: Δαρείος, Μαρδόνιος, Σαρδανάπαλος, αφού στην κανονική τους μορφή τους ήταν ανοίκεια. Οι Εβδομήκοντα όμως αισθάνονταν αρκετά οικεία με την εβραϊκή γλώσσα ώστε κάποια ονόματα να τα κρατάν όχι απλώς χωρίς εξελληνισμένη κατάληξη (Ιωσήφ και όχι Ιώσηπος) αλλά ακόμη και με τις εβραϊκές γραμματικές καταλήξεις (π.χ. τα σεραφείμ και τα χερουβείμ, πληθυντικός του σεράφ και του χερούβ), όπως σήμερα μερικοί κλίνουν στα ελληνικά τις αγγλικές λέξεις (το τανκ - τα τανκς).
Αντίστοιχα και με τα τούρκικα: όσοι τα αισθάνονταν οικεία, τα κρατούσαν ως είχαν (ή σχεδόν - προσέθεταν ελληνικές κλιτικές καταλήξεις μόνο). Όσοι δεν τα αισθάνονταν οικεία, τα άλλαζαν έτσι ώστε να τους γίνουν οικεία.
Το γιατί οι Πολίτες λένε γουρλής και όχι γουρλούς δεν το ξέρω. Ίσως επειδή η λέξη έχει γίνει πανελλήνια. Ίσως να μην είναι καν τούρκικη αλλά να σχηματίστηκε όπως ο ταξιτζής, από το (τουρκικής αρχής βέβαια) γούρι και την (επίσης τουρκικής αρχής) κατάληξη -λής, εντός της ελληνικής γλώσσας όμως και όχι ως δάνειο του έτοιμου τουρκικού ουγουρλού. Το γιατί όμως λένε Σταμπουλούς, το καταλαβαίνω χωρίς απορίες.
Ο γεννημένος και μεγαλωμένος στα Ταμπούρια του Πειραιά τη δεκαετία του 30 μακαρίτης πεθερός μου (από μη προσφυγική οικογένεια) χρησιμοποιούσε με παιγνιώδη διάθεση το “γιαβουκλός” όταν, τη δεκαετία του 80, ζητούσαν στο τηλέφωνο την κόρη του συμμαθητές ή φίλοι της. Το αναφέρω με την ευκαιρία της συζήτησης και δεν σημαίνει ότι το αρσενικό του “γιαβουκλού” είχε καθιερωθεί κάποτε ως “γιαβουκλός”. Μπορεί ο πεθερός μου να είχε παρακούσει ή η κόρη του δεν θυμάται καλά πώς το έλεγε ο πατέρας της.
Το γιαβουκλού σε ένα σουρεαλιστικό τσάκισμα πάνω στο σκοπό του Αη Νηγιά στη Σίφνο:
Ντα γιαβουκλού ντα γιαβουκλού
και τα καρυδοφουντουκλού
Η συζήτηση για τον γιαβουκκλού έχει ψωμί. Όταν καταλήξουμε, πιθανόν να υπάρχουν προσθήκες ή διορθωσεις για το σχετικό λήμμα στο Γλωσσάρι. (Για παράδειγμα: το Γλώσσάρι λέει «Γιαβουκλού: Αγαπητικός, αγαπητικιά, ερωτευμένος, ερωτευμένη.» Κατά τη γνώμη μου ή θα πρέπει να τεκμηριωθεί με παραδείγματα* ότι ο ίδιος ακριβώς τύπος, με κατάληξη σκέτο -ού, είναι και αρσενικός, γιατί χωρίς συγκεκριμένη τεκμηρίωση φαντάζει παράδοξο, ή αλλιώς να διορθωθεί σε: «Γιαβουκλούς: Αγαπητικός, ερωτευμένος / θηλ. γιαβουκλού: αγαπητικιά, ερωτευμένη.»)
Αλλά η συζήτηση ξεκίνησε ως παραφυάδα της άλλης, για το κουσουρλούκι. Αν λοιπόν τελικά η λέξη είναι κουστουρλούκι, και μάλιστα υπάρχει έτσι (με τ) και στα τούρκικα, τότε μάλλον στο βρόντο συζητάγαμε.
Εγώ δεν την είχα ξανακούσει, ούτε με τ ούτε χωρίς. Απλώς χωρίς τ μπορούσα να υποθέσω ένα νόημα και μια ετυμολογία. Με τ πάμε τελείως αλλού. Ακόμη κι αν εντός της τουρκικής γλώσσας οι δύο λέξεις είναι συγγενείς, στα ελληνικά αυτή η συγγένεια έχει χάσει κάθε διαφάνεια.
*Προφανώς να τεκμηριωθεί με παραδείγματα στην ονομαστική ή τη γενική ενικού, που φαίνεται αν είναι ίδιος ή διαφορετικός ο τύπος στα δύο γένη. Στην αιτιατική, την κλητική και τον πληθυντικό είναι ούτως ή άλλως ίδιες οι καταλήξεις.
Στο λεξικό μου (και είναι καλό) το λήμμα Kusur (= ελάττωμα, αδυναμία κλπ. κλπ.) και όλα τα παράγωγά του γράφονται χωρίς t. Το λήμμα kustur και τα παράγωγά του έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τον εμετό. Κάποια γράφονται με t (kusturmak= προκαλώ εμετό, kusturucu = εμετικός), άλλα χωρίς (kusma = εμετός, kusmuk = κάνω εμετό) και υπάρχει και kusuntu = εμετός. Ως πασίγνωστον, τα αβγά δεν κουρεύονται.
Γι’ αυτό, ακριβώς, ουδεμία προσθήκη ή συμπλήρωση χρειάζεται.
Γίνεται φανερό ότι απαντά και στο αρσενικό και στο θηλυκό, με την ίδια κατάληξη.
Στο άλλο θέμα, η λέξη είναι “κουσουρλούκι”, χωρίς τ.
Παράδειγμα;
" Το Κουτσαβάκι ", Ζ. Κασιμάτης
“Αφού θέλεις να τα παρατήσω
κάθε μαύρο και πιοτό
όλα φως μου θα τα λησμονήσω
γιαβουκλού σου σαν γινώ…”
“Νέοι χασικλήδες”
“…Έμαθα πως παίζεις ζάρια
είσαι και χασικλού
εξηγείσαι στα παιχνίδια
έχεις και γιαβουκλού…”
" Ο νέος μάγκας"
“…Βρε μάγκα αυτή σου πρέπει να 'χεις γιαβουκλού,
που είναι αλανιάρα, τσαχπίνα χασικλού…”
Αυτό πώς το ξεχωρίζουμε, ακουστικά, από το «γιαβουκλούς σου»;
Αυτό είναι αιτιατική. Όπως λέμε «έχεις και παππού», χωρίς όμως να λέμε «ο παππού».
Εδώ έχουμε το θηλυκό.
Εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι «ο γιαβουκλού» δεν υπάρχει. Υπάρχει «ο γιαβουκλούς», και κλίνεται όπως ο παππούς.
(Άλλωστε, γενικά καμία αρσενική λέξη στα ελληνικά δε λήγει σε φωνήεν, είτε είναι ουσιαστικό είτε επίθετο, αντωνυμία ή οτιδήποτε άλλο. Εκτός βέβαια αν είναι άκλιτη, δηλαδή αναφομοίωτο ξένο δάνειο. Τα τούρκικα δάνεια όμως δεν είναι αναφομοίωτα.)
Στο γλωσσάρι βάζουμε τον τύπο ή τους τύπους που απαντούν στα τραγούδια, π.χ, βλάμης - βλάμισσα κ.λπ.
Οπότε, αν
σε ποιο τραγούδι απαντά αυτός ο τύπος;
[Αν και θεωρώ πως το “αγαπητικός, αγαπητικιά, ερωτευμένος, ερωτευμένη…” καλύπτουν και τα δυο γένη…]
Δεν είχε τύχει να απαντήσω την ονομαστική, αλλά τώρα έκατσα και την αναζήτησα επί τούτου:
- Σε ρεμπέτικο:
Σου το είπα και στο λέγω θέλω να 'χω εγω πολλούς
γιατί ένας σαν και σένα δεν με φτάνει γιαβουκλούς.
Στους Ποδαράδες μια Πολίτισσα (στ.-μουσ. Νταλγκάς, εκτελέσεις Βαγγέλης Σωφρωνίου και [b]Ζαχ. Κασιμάτης[/b])
- Σε δημοτικό:
Ο γιαβουκλούς σ’ παντρεύεται κι άλλη γυναίκα παίρνει.
(Παρατήρηση: το ίδιο ακριβώς άκουσμα με το «ο γιαβουκλούς σ’» θα είχε και «ο γιαβουκλού σ’», καθώς και «ο γιαβουκλούς». Ωστόσο ο καταγραφέας φαίνεται βέβαιος -και εύλογα- ότι αυτή είναι η ορθή καταγραφή.)
- Στη λογοτεχνία:
Γιαβουκλούς ήτανε και γιαβουκλούς θα παραμείνει. (Από τις «Μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μεϊμαρίδη.)
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:20 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:18 —
Δε νομίζω να εννοείς, Ελένη, τον γραμματικό τύπο που απαντά στα τραγούδια: αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο. Στα τραγούδια μπορεί να τύχει να έχει πάντα αιτιατική (π.χ. μάγκα), αλλά το λήμμα θα είναι φυσικά στην ονομαστική (ο μάγκας).
Αν εννοείς τη μορφή της λέξης, οι μόνες μορφές που έχουν επιβεβαιωμένα εντοπιστεί μέχρι τώρα είναι οι ίδιες και εντός και εκτός ρεμπέτικων: αρσενικό «ο γιαβουκλούς» και θηλυκό «η γιαβουκλού». Όπως άλλωστε ήταν και το μόνο πιθανό.
Να στείλουμε κι ένα χαιρετισμό σε όσους φίλους μπαίνουν και διαβάζουν, αλλά ενώ έχουν σχόλια να κάνουν, αντί να τα γράψουν εδώ τα γράφουν εκεί (#91 κ.εξ.).
Ας συνεχίσουμε με το γλωσσάρι μας.
άρμενο/ άρμενα
Μια λέξη που απαντά τόσο στο δημοτικό μας τραγούδι, π.χ.:
“…Όλα ταʼ άρμενα αρμενίζουν,
με πανιά και με κουπιά
στης Γραμβούσας τα νερά…”
όσο και στο λαϊκό:
π.χ., “Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο”, με τον Καραπιπέρη
“…το κατσαρό σου τ’ άρμενο
ούτε πουλί πετάμενο…”
στους Χαΐνηδες
“…Σαν τα καράβια που γυρνούν
και τ’ άρμενα που φεύγουν…”
ή στην “Τρελή ροδιά” του Ελύτη
“…που τρίζει τ’άρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα…”
Άρμενο είναι το πανί ενός πλοίου ή το κατάρτι και, κατ’ επέκταση, ως ‘‘άρμενα’’ θεωρείται όλη του η εξάρτηση: κατάρτια, κεραίες, σχοινιά, η άγκυρα, κ.λπ.
Άρμενο τελικά νοείται το ιστιοφόρο πλοίο.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για τις σημασίες του ρ. αρμενίζω στο παρακάτω link:
http://repository.academyofathens.gr/document/171526.pdf
Κομπάσο (ή κουμπάσο) = ο διαβήτης.
Οι ναυτικοί το χρησιμοποιούσαν για τον υπολογισμό της απόστασης πάνω στο ναυτικό χάρτη.
Λέξη που απαντά και σε δημοτικά:
«και φέρτε μου την χάρτα μου και τ’ αργυρό κουμπάσο,
να κουμπασάρω τον καιρό, να μπούμε σε λιμάνι»
και σε λαϊκά:
«Το κάθε τι κανόνισα,
όλα με το κομπάσο»
[Μουφλουζέλης, στο τραγούδι Πετονιές]
Η έκφραση, επομένως, «λογαριάζω/κανονίζω/πηγαίνω με το κομπάσο» σημαίνει υπολογίζω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, τα προβλέπω όλα στην εντέλεια.
Η λέξη “κομπάσο” χρησιμοποιείται όχι μόνο με τη σημασία του διαβήτη.
Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον Καζαντζάκη που με κομπάσο παρομοίαζε το μεγάλο βηματισμό του Ζορμπά.
Ο Βάρναλης, επίσης, περιγράφοντας τη μεγαλοαστική οικογένεια:
"…αργά προβαίνουνε κι οι τρεις,
τους ακλουθάει η μέρα,
κάθε τους πάσο και κομπάσο,
που μετράει τη Σφαίρα.
[από το ιταλ. compasso]
κουμπάσο:
Την κάθε λέξη που θα πω μετρώ με το κουμπάσο
για να ‘ν’ τα λόγια μου σωστά σαν τραγουδώ στην Κάσο
Σάββας Περσελής. Σκοπός: Αλέντι.
Άρμενο: το ρήμα αρμενίζω και τα παράγωγά του δεν απαντά μόνο σε τραγούδια. Οι επαγγελματίες καπετάνιοι της ηλικίας μου, παρά το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εν χρήσει πλωτών μέσων ήταν από καιρό μηχανοκίνητη, όλοι γνώριζαν μία παλαιά (εγώ είχα μία του 1930) έκδοση ενός πασίγνωστου μεγάλου βιβλίου με τον τίτλο “Εγχειρίδιον αρμενιστού”. Η “Βίβλος” οποιουδήποτε ήθελε να ασχοληθεί ή να ψάξει κάτι σχετικό με τα παλαιά ιστιοφόρα. Ονοματολογία, τεχνικές, κόμποι, υλικά, γενικά τα πάντα. Αρμενιστής ήταν, σύμφωνα με το βιβλίο αυτό (νομίζω έκδοση Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας “προς χρήσιν των Ναυτικών Σχολών”) ο έμπειρος ναύτης καταστρώματος των παλαιών, μεγάλων ιστιοφόρων. Και επειδή είμαι και παλιός καπετάνιος παλιού μεγαλούτσικου ιστιοφόρου, ξέρω ότι τα άρμενα είναι η πλήρης αρματωσιά κάθε ιστιοφόρου πλοίου, δηλαδή κατάρτια, εξαρτίσεις και πανιά. Ποτέ η άγκυρα (σίδερο) ή τα σκοινιά πρυμνοδέτησης (γούμενα), αυστηρά και μόνο ό,τι χρειάζεται για να αρμενίσει το σκάφος. Κατ’ επέκταση βέβαια, λέγεται άρμενο και οτιδήποτε αρμενίζει, δηλαδή από βαρκούλες μέχρι σκούνες και φρεγάδες. Δεν επεκτάθηκε, όμως, αυτό και στα μηχανοκίνητα που, βέβαια, δεν διαθέτουν άρμενα: Αυτά δεν αρμενίζουν, ταξιδεύουν.
Με το κουμπάσο, τώρα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, υπάρχουν αρκετές συγχύσεις. Κάθε σπουδαγμένος καπετάνιος ονομάζει το εργαλείο με το οποίο μετρώνται οι αποστάσεις πάνω στο ναυτικό χάρτη, διαστημόμετρο (και όχι διαβήτη). Ο διαβήτης είναι ένα γεωμετρικό εργαλείο με δύο σκέλη, ένα των οποίων καταλήγει σε μεταλλική μύτη, ενώ το άλλο σε μολυβένια. Με αυτό χαράζονται κύκλοι. Το διαστημόμετρο απολήγει και στα δύο του σκέλη σε μεταλλική ακίδα και μετράει διαστήματα, με τη μία του μύτη τοποθετημένη σε ένα σημείο και την άλλη σε άλλο. Η απόσταση μεταξύ των δύο σημείων “μεταφέρεται” στην πλευρά εκείνη (την οριζόντια) του χάρτη όπου σημειώνονται (με μίλια) οι αποστάσεις και έτσι σημειώνονται τα μήκη. Όταν λοιπόν ο καπετάνιος, στο γνωστό τραγούδι, ζητάει “τη χάρτα του και τ’ αργυρό κουμπάσο”, υπονοείται το διαστημόμετρο. Με αυτά θα ψάξει να βρεί ασφαλές καταφύγιο (λιμνιώνα) όπου με ασφάλεια το καράβι θα προσορμιστεί ώστε να σκαφτεί το κιβούρι (τάφος) που θα δεχτεί τον ετοιμοθάνατο καπετάνιο. Δεν είναι όμως μόνο η παρανόηση μεταξύ κουμπάσου και διαστημόμετρου: Ο καιρός δεν κουμπασάρεται, απλά εκτιμάται και ανάλογα με την εκτίμηση επιλέγεται το κατάλληλο καταφύγιο με τη βοήθεια χάρτη και διαστημόμετρου.
Όταν, τώρα, ο Μουφλουζέλης (πώς έχω εγώ την εντύπωση ότι ο Τσαουσάκης το είχε πει το τραγούδι;) κανονίζει όλα με το κομπάσο, πιθανά υπονοείται η ακρίβεια που εξασφαλίζει το διαστημόμετρο, κι ας μην έχουμε, εδώ, μήκους σημαντικά. Όμως, τόσο ο Τσαουσάκης όσο και ο άγνωστος λαϊκός ποιητής του αργυρού κουμπάσου δεν ήταν ναυτικοί. Κάθε ναυτικός ξέρει ότι κουμπάσο, είναι η πυξίδα του πλοίου και όχι το διαστημόμετρο. Ε, νομίζω δεν θά ΄ναι η πρώτη φορά που συναντάμε ασάφειες σε ορολογίες, είτε σε δημοτικά τραγούδια είτε σε λαϊκά, είτε με επέκταση και σε λόγια κείμενα.