Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Λάθος αναπνοής ο Μάρκος; ο Μάρκος Νίκο είχε μια φωνή με τέτοιο όγκο που μπορούσε να σκεπάσει τα πάντα, θεωρώ οτί μόνο λάθος δεν είναι, εσκεμένα το κάνει γιατί τον κάνει ο στίχος που είναι σκέτο φυλαχτοί να το κάνει.Ίσα Ίσα που το φυλαχτήτε τραγουδιστικά θα ταίριαζε περισσότερο καθώς θα ένωνε πιο ωραία την μελωδική γραμμή, ο Μάρκος όμως δεν κάνει αλλοιώσεις τέτοιου τύπου να χαλάσει τους στίχους για να μπει πιο καλα στην μελωδία.Το κάνει μόνο στην αρχες των στροφών συνήθως, κόβοντας τις φράσεις για να μπει σωστά στην μελώδία και τον ρυθμό.
Όπως μου χε πει κάποτε και ο μέγας δάσκαλος στο Πειραιώτικο Βραχνάς.Σταύρο πρόσεξε ο Μάρκος δεν λέει εφουμέρναμ’ενα βράδυ αλλά Φουμέρναμ’ ένα βράδυ, λεπτομέρειες που οι παλιοί δίναν μεγάλη βάση και που αποτελούν το στυλ του Πειραιώτικου και αδέσποτου τραγουδιού.

Μα Σταύρο, ίσα ίσα το παράδειγμα που φέρνεις είναι παράδειγμα λάθους! Το μέτρο είναι:

τάτα - τάτα - τάτα - τάτα,
έφου - μέρνα - μ’ ένα - βράδυ,
άργι - λέ_σπα - γάνι - μαύρη,

με όλους τους στίχους κάθε στροφής ίδιους σε αριθμό συλλαβών και σε τονισμούς. Ο Μάρκος ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με αυτό το μέτρο και με τα 2-3 άλλα που χρησιμοποιούσε, που πριν από αυτόν είχαν χρησιμοποιηθεί επί αιώνες σε τραγούδια σαν κι αυτά που ήξερε πριν (αλλά και αφότου) αρχίσει να γράφει τα δικά του. Άλλο τόσο εξοικειωμένος ήταν και με το πώς γράφει κανείς μελωδίες που να ταιριάζουν σωστά μ’ αυτά τα συγκεκριμένα μέτρα.

Τόσο η γενική γνώση της παράδοσης όσο και οι υπόλοιποι στίχοι και στροφές του ίδιου τραγουδιού (ιδωμένοι εξίσου σκέτοι όσο και μαζί με τη μουσική τους) αποδεικνύουν πέραν αμφιβολίας ότι το ε- στην αρχή χρειάζεται. Γιατί το έφαγε; Μπορεί από λάθος αναπνοής (το ότι είχε γερή αναπνοή δε σημαίνει ότι δεν μπορούσε να πέσει σε μια στιγμή αμηχανίας), μπορεί από τρακ μπροστά στον φωνόγραφο, μπορεί να ήταν κάποιο μάγκικο στυλ, πάντως υπήρχε και το έφαγε.

Ακριβώς ίδια περίπτωση είναι και το «και μάγια μου 'χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκειά»: δεν μπορώ να ισχυριστώ βέβαια ότι ο Μάρκος είχε οπωσδήποτε στον νου του το «λες» που προστέθηκε από τον Μπιθικώτση, ότι όμως λείπει μια συλλαβή είναι αναμφίβολο. Μπορεί και να μην την είχε γράψει ποτέ βέβαια, και ο στίχος που τραγούδησε να ήταν έτσι ακριβώς όπως τον σκέφτηκε εξαρχής, αλλά τότε σκέφτηκε έναν στίχο κουτσό, όπως παρακάτω σκέφτηκε έναν στίχο υπέρμετρο (και στο Πισκοπιό ρομάντζα γλυκειά μου Φραγκοσυριανή).

Τονίζω (επειδή έχουμε ξαναπέσει σ’ αυτή τη συζήτηση και επαναλαμβάνονται οι ίδιες παρανοήσεις) ότι, όταν λέω στίχος κουτσός, υπέρμετρος, σωστός ή λάθος, δεν το εννοώ με βάση τα δικά μου κριτήρια ή κάποιου βιβλίου ή κάποιας θεωρίας γραφείου κλπ., αλλά με βάση τα κριτήρια του ίδιου του Μάρκου, επειδή μάς έχει δώσει πάρα πολλά δείγματα ώστε να ξέρουμε τι θεωρούσε ο ίδιος σωστό.

Συμπέρασμα:

Όταν τρώει συλλαβές δεν είναι για να ταιριάξουν καλύτερα στη μελωδία και στον ρυθμό (ήταν ήδη καλοταιριασμένες), εκτός αν κάποτε είχε μετρκό λάθος στους ίδιους τους στίχους.

Στην περίπτωση που συζητάμε δεν τίθεται τέτοιο θέμα, ένα σκέτο σύμφωνο (το τ: φυλαχτοί / φυλαχτείτ’ ) δεν αλλάζει το μέτρο.

Σταύρο, το λάθος για το οποίο μιλάω είναι ότι ο Μάρκος παίρνει ανάσα πριν το τελευταίο “ζούλα όλ΄ οι αργιλέδες” και προσπαθεί να βγάλει όλη τη φράση από το “ζούλα” μέχρι “τους τζέδες” με μία ανάσα, συνεχίζοντας χωρίς καινούργιαν ανάσα πριν το "φυλαχτείτ’ ". Θα μπορούσε, δεν είναι δύσκολο, αλλά προγραμματισμένα, με πρόβα. Εδώ, τη στιγμή που έπαιρνε ανάσα για να πει “ζούλα όλ’ οι αργιλέδες” δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να συνεχίσει με την επόμενη φράση (φυλαχτείτε κλπ.) με την ίδια ανάσα και δεν του βγήκε. Χρειάστηκε λοιπόν να πάρει ξανά ανάσα μετά το “φυλαχτείτ’”, όπου όμως το τάφ, πριν το “από” ακούγεται σαφέστατα. Αν ήθελε να πει “φυλαχτοί από τους τζέδες”, τότε γιατί παρενεβλήθη το τάφ; Αν τον πείραζε η χασμωδία που δημιουργείται με “φυλαχτοί από” (οί – α), θα μπορούσε να πεί “Φυλαχτοί ν’ από τους τζέδες”, κάτι πολύ συνηθισμένο και στα δημοτικά τραγούδια και στην εκκλησιαστική μουσική, αλλά δεν το λέει, “-τ’ από” λέει.

Όσο για το “(παύση) φουμέρναμ΄ “ ναι, είναι όντως το στίλ του πειραιώτικου αλλά κι εγώ που δεν ευτύχησα να έχω το Βραχνά δάσκαλο, το έχω παρατηρήσει και το σέβομαι, ακριβώς όπως και το “(παύση) λα μ’ έκανες και λυώνω”. Άλλο, όμως, αυτό το “μάσημα” και άλλο το -τ’ από.

Θα ήθελα να ρωτήσω - γενικά - αν ακούσατε το απόσπασμα από την καθαρή κόπια που ανέβασε ο Σταύρος και αν ακούτε καθόλου (τ) εκεί.

Νίκο μου, φυσικά ο καθένας μπορεί να επιμένει στην άποψή του και δικαίωμά του, τελικά.

Για μένα όμως που έχει νόημα (θα χρειαστούν αλλαγές στο γλωσσάρι), θα παρακαλούσα να μου πείτε τι νοηματική εκδοχή δίνετε στους στίχους, όσοι νομίζετε ότι ακούτε “φυλαχτείτε”.

Νίκο μου εγώ τ πάντως συνεχίζω και δεν ακούω.
Περικλή απαντάω.Όπως μου έλεγε και ο φίλος μου ο Αντώνης ο Αινίτης τον οποίο σέβομαι πάρα πολύ σε θέματα που έχουν να κάνουν με το πως εκτελείτε σωστά το ρεμπέτικο τραγούδι, στο ρεμπέτικο (και στην κλασσική μουσική), υπάρχουν κακές και καλές νότες, τις καλές πρέπει να τις τονίσεις τι κακές όχι. Αν έλεγε το Εφουμερναμε αντι Φουμερναμ, για κάποιο λόγο τονίζεται στο ε και αλλάζει η μελωδία ενώ ο Μάρκος θέλει να τονιστεί με την μια στο μέρναμ’.Το ίδιο φαίνεται και στην επόμενη που τονίζει στο πό(πόλιτσμαν).

Λοιπόν, κατόπιν επανειλημμένων, πολύ προσεκτικών ακροάσεων (τέρμα ένταση με καλά ακουστικά, από ένα στάνταρ βιντεάκι και από το απόσπασμα του Σταύρου), εγώ ακούω «φυλαχτοί από__».

Μου κάνει εντύπωση ότι σε αρκετά σημεία άκουσα άλλα από αυτά που νόμιζα τόσα χρόνια, που ό,τι έπιανε τ’ αφτί μου το έπαιρνα σαν δεδομένο χωρίς να αναρωτηθώ. Αναλυτικά:

  1. χωρίς να ʼχουμε στην πόρτα / τσιλιαδόρους όπως πρώτα: εμένα το ιδιωματικό «τσιλιαδόροι» από πού μου 'χε κολλήσει;

  2. δεν ευρίσκουνε ντουμάνι: με κάποια επιφύλαξη. Αυτό ακριβώς που ακούω είναι «δε δε βρίσκουνε», που βέβαια δε σημαίνει τίποτε. Στην πρώτη συλλαβή δεν ακούω «και» (και δε βρίσκουνε), όπως θα ήταν το λογικό, αλλά αυτό μπορεί να είναι θέμα φθοράς του δίσκου ή μασημένης προφοράς. Πάντως, σίγουρα δεν ακούω «και μας βρίσκουνε», όπως πάντα πίστευα, οπότε όλη η ιστορία ανατρέπεται σε σχέση με ό,τι πίστευα!

  3. φυλαχτοί από τους τζέδες: Ακούω τους φθόγγους όπως ο Σταύρος (χωρίς τ), και την ανάσα όπως ο Νίκος (να εξαντλείται πρόωρα). Στο τρέχον βιντεάκι ομολογουμένως ακούγεται κάποιο σταμάτημα της φωνής κάπως όπως όταν προφέρουμε «τ», αλλά: πρώτον, δεν το πρατάει γερά, με σιγουριά, δεύτερον, στο πιο καθαρό του Σταύρου τ’ αφτί είναι σίγουρο ότι δεν ακούει τ, τρίτον, ακολουθεί παύση με ανάσα, σαν να είχε πει «φυλαχτείτ’» [ανάσα] «από», που είναι εντελώς απίθανο, αφού τέτοιες εκθλίψεις κάνουμε μόνο ανάμεσα σε δύο λέξεις που συμπροφέρονται στενά, όχι αν μεσολαβεί παύση, οπότε εκτός από το αφτί σιγουρεύεται πλέον και το μυαλό ότι δε λέει «φυλαχτείτ[ε]»…

  4. στάσου πόλιτσ[μ]αν λεβέντη / κι άσ’ το αργιλέ να καίει: Πάντα νόμιζα «γεια σου πόλιτσμαν λεβέντη / άσ’ τον αργιλέ να καίει». Τουλάχιστον εδώ το νόημα δεν αλλάζει. Πάντως, ανεξήγητα λείπει το μ από το πόλιτσμαν και το ν από «τον αργιλέ» ή «το ναργιλέ».

Συμπεράσματα:

Ως προς την ιστορία είμαι λίγο αβέβαιος. Τσακωτούς πάντως δεν τους κάνανε. Το «ζούλα όλοι οι αργιλέδες» σημαίνει ότι οι αργιλέδες είχαν ήδη εξαφανιστεί, όχι (όπως νόμιζα παλιότερα, με βάση το παράκουσμα «και μας βρίσκουνε ντουμάνι») ότι, αφού σκάσαν οι μπάτσοι, εκείνοι άρχισαν πανικόβλητοι, ήδη πιασμένοι στα πράσα, να προσπαθούν μάταια να τους κρύψουν τελευταία στιγμή.

Για την επίμαχη φράση, το «φυλαχτοί» σίγουρα με ξενίζει λίγο, αλλά αφού δεν έχω αμφιβολία ότι αυτό λέει, κάτι θα εννοεί κι ας μην το πιάνω εγώ. Μήπως «φυλαχτοί από τους τζέδες» σημαίνει «κρυμμένοι από τους μπάτσους (από τα μάτια των μπάτσων)», και όχι «οι τζέδες (=κάποιοι άλλοι πλην των μπάτσων) τους έκρυψαν»;;

Τέλος, αφού δεν τους κάναν τσακωτούς, γιατί λέει «άσ’ τον αργιλέ να καίει»; Το μόνο που κάπως μου φαίνεται λογικό είναι αυτό που έγραφα σε προηγούμενο μήνυμα, να εννοεί «άσε μας γενικά (όχι τώρα) να καπνίζουμε με την ησυχία μας».

Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι η πλάκα περιέχει πολλούς μασημένους φθόγγους, κάποιους μέχρις εξαφανίσεως (πόλιτσαν, το αργιλέ, ?ε δε βρίσκουνε), οπότε ας είμαστε φιλύποπτοι και για τυχόν άλλους.

Εγώ συνεχίζω ν’ ακούω “φυλαχτή ταπό τους τζέδες”. Ίσως και “καπό” αλλά αυτό δεν βοηθάει στο να βγάλουμε νόημα. Στην Ελένη, ειδικά, δεν μπορώ να προτείνω κάτι διαφορετικό από το να αφήσει το λήμμα στο γλωσάρι όπω ακριβώς είναι, μέχρι να υπάρξουν διασταυρώσεις ότι ο μάγκες του Πειραιά είχαν προστάτες τύπου νταβατζήδων. Η (μοναδική) αναφορά από τον Κουνάδη, χωρίς τεκμηρίωση, δεν φτάνει.

Εναλλακτικά, θα μπορούσες Ελένη να προσθέσεις και μίαν έκτη (!) σημασία της λέξης: “Κατά μίαν ερμηνεία, προστάτης, νταβατζής". Πάντως, με τίποτα δεν πείθομαι ότι κάποιος (καλός ή κακός) “άγγελος” φροντίζει να εξαφανίσει τους αργιλέδες τόσο έγκαιρα ώστε μέχρι να μπουκάρουν οι δύο πολισμάνοι να έχει καθαρίσει και ο αέρας του χώρου, ο δε τύπος “φυλαχτοί” δεν απαντάει πουθενά αλλού, για πειστήρια παραβατικών συμπεριφορών, κατά τον μεσοπόλεμο. Και, προσοχή: άλλο τεκετζής, άλλο νταβατζής (του τεκέ).

Ο στίχος “Στάσου πόλιτσμαν λεβέντη κι άσ’ τον αργιλέ να καίει” για μένα είναι τελείως ξεκάρφωτος και εξηγείται μόνο με τη λογική του “Ε, λέμε, τώρα…”. Οι “ιστορίες” του Μάρκου συχνά περιέχουν παρόμοιες, μη ρεαλιστικές, αφηγήσεις.

αυτό ειδικά, ξαναπέστο, και όχι μόνο για του Μάρκου τις ηχογραφήσεις!

Προσθήκες στο γλωσσάρι:

“Κούτσες” από το “Ο Μάρκος πολυτεχνίτης”
“Κούτσα” είναι η μαζεμένη σε σχήμα θηλιάς βαμβακερή κλωστή που πουλιόταν σε δέματα.
Λεγόταν (και λέγεται και σήμερα) και “κούκλα”.
Εξάλλου και στο τραγούδι ακούγονται και τα δυο: “κούτσες” λέει ο Μάρκος και “κούκλες” επαναλαμβάνει μετά η Καρίβαλη που τον συνοδεύει.
Και ενώ το “κούκλα” ετυμολογείται από το λατιν. cuculla = κάλυμμα κεφαλής, το “κούτσα” από το “κουτσούνα” έχει αβέβαιη ετυμολογία.

“κασκαρίκα” (και “χασκαρίκα”) είναι το χουνέρι, το πάθημα, η γελοιοποίηση, το καψόνι, το κόλπο, κ.λπ.
Από το τουρκ. kaskariko <ιταλ. cascare=πέφτω < λατιν. casus =πτώση

Από το “Εκατό τοις εκατό”, των Ν. Ρούτσου - Ι.Τατασόπουλου, με τους Περπινιάδη - Χασκίλ.

Κουτσούνα είναι η άλλη κούκλα, το παιχνίδι. Νομίζω όμως ότι η κούκλα-παιχνίδι και η κούκλα του μαλλιού (=συγκεκριμένο είδος κουβαριού) είναι δύο άσχετες λέξεις, που τυχαία έφτασαν να συμπίπτουν πλήρως στη μορφή. Δεν ξέρω αν αυτό βοηθάει (μάλλον όχι…).

Μπορεί και να μην είναι άσχετες οι λέξεις - κούτσα ή κουτσούνα και κούκλα. Με μια δόση αφαιρετικότητας στο σχήμα, η εικόνα της εποχής για το γυναικείο κορμί (λεπτή μέση και γεμάτα μπούστο και λεκάνη) οδηγούσε σε παρομοιώσεις της μορφής αυτής. Για παράδειγμα, η προσφώνηση “μπομπίνα” (καρούλι κλωστής τις παλιές εποχές) που ακούμε στο τραγούδι ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΑΚΙ ΤΡΑΓΟΥΔΩ του Περιστέρη.

Όσο για την ετυμολογία της λέξης κουτσούνα, νομίζω ότι έχει σλαβική (ρώσικη) προέλευση.

Ενδιαφέρον Γρηγόρη! Τη λέξη μπομπίνα για χαρακτηρισμό γυναίκας (θετικό προφανώς, αλλά κατά τα άλλα ακατανόητο) την ξαναβρίσκουμε και σ’ άλλο ένα τραγούδι τουλάχιστον, την αριστουργηματική «Μπομπίνα» ή «Τσαχπίνα (Αφρόπλαστη μπομπίνα)» του Τούντα:

Με Αραπάκη https://www.youtube.com/watch?v=dwhScUz11XY
Με Βέζο https://www.youtube.com/watch?v=N4D5si-kyJ8&spfreload=10
και με Νταλγκά https://www.youtube.com/watch?v=QfD8K3P8VO8

Προσοχή και στη λεπτομέρεια: τόσο ο Νταλγκάς (όχι όλες τις φορές όμως) όσο και ο Αραπάκης δε λένε τσαχπίνα, όπως συνήθως σήμερα, αλλά τσαπκίνα, που είναι πιο κοντά στην ορίτζιναλ τούρκικη λέξη.

Η λέξη ακούγεται επίσης στο τραγούδι “Μη μου χαλάς τα γούστα μου” του 1926 σε ερμηνεία Νταλγκά:

“Γιαφ-γιουφ, δε σε θέλω πια γιατί μου ‘γινες μπελάς,
ρ’ άντε σύρε στη δουλειά σου, μπανκανότες δε μασάς”.

Ας προστεθεί στο αντίστοιχο λήμμα του γλωσσαριού και ο παραπάνω στίχος μιας και προηγείται του Ρούκουνα σχεδόν 10 χρόνια.

Ευχαριστώ πολύ, βέβαια και θα προστεθεί.

Και άλλη μια προσθήκη:

Σπλάχνο: 1. Γενικά, εννοούμε τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου ή άλλου ζωικού οργανισμού.
2. Συνεκδοχικά, λέγεται από τη μάνα προς το παιδί: ["Επιτάφιος, Ρίτσου, "…γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου…]
3. Εκεί που εδράζεται ο συναισθηματικός κόσμος, η πηγή των συναισθημάτων, τα σωθικά.
Μ’ αυτή την έννοια απαντά και στο λαϊκό τραγούδι και στην αργκό , απευθύνεται κυρίως στο θηλυκό γένος και τη σημασία μάς τη δίνει ο Π. Κυριακός, σε επιθεώρηση του 1932:

“…σπλάχνο λέω την γκόμενά μου…”
[Λεξικό του μάγκα, 1932 με τον Πέτρο Κυριακό]

Και αλλού:

“…το αλάνι να τουμπάρουν
και το σπλάχνο να του πάρουν…” [“Τσαχπίνα μαυρομάτα”, Β. Παπάζογλου, 1934]

“…την κάπα μου την κρέμασα
ρε σπλάχνο, στη στρατώνα…” [“Με πιάνουνε ζαλάδες”, 1931, Μπέζος]


Μια φράση, επίσης: “τρώω σακούλα”.

[“…αγαπώ και μια μικρούλα
που μου τρώει τη σακούλα…”, “Απάχης”, με το Γρ. Ασίκη]

Περισσότερο φαίνεται πως έχει τη σημασία:περιφρονούμαι, απορρίπτομαι, δεν υπολογίζομαι.

Αν κάποιος έχει να συμπληρώσει κάτι, ευπρόσδεκτο! :slight_smile:

Για το σπλάχνο, έχω να σχολιάσω ότι η ρεμπέτικη χρήση του είναι καθαρά αργκοτική:

Δεν είναι μόνο η ελαφρά μετακύλιση της σημασίας, από το παιδί (που κατά κάποιο τρόπο είναι όντως σπλάχνο της μάνας του, άντε συνεκδοχικά και του πατέρα του) στην ερωμένη όπου χάνεται κάθε σύνδεση με την κυριολεξία. Είναι κυρίως η συναισθηματικά αποστασιοποιημένη σύνταξη: σκέτο, όχι «σπλάχνο μου» - ενώ στην «κανονική», ας πούμε, χρήση η κτητική αντωνυμία είναι απαραίτητη.

Όμοια, αλλά όχι αργκοτικά, λέγεται και το τζιέρι, που στα τούρκικα σημαίνει το ίδιο (εντόσθιο, πβ. τζιγεροσαρμάς). Προχείρως δεν ξέρω να βρίσκεται όμως σε τραγούδια. Δεν έχει καμία σχέση με το τζιβαέρι - κόσμημα.

Μήπως δεν υπάρχει έκφραση και σημαίνει απλώς «μου τρώει το πουγκί > τα λεφτά»;

Τι κακός που 'ναι ο κόσμος, αχ μανούλα μου,
τι τους νοιάζει πώς ξοδιάζω τη σακούλα μου;

(Έμμεσα ρεμπέτικο: τραγουδιέται στην Ικαρία, στον σκοπό των Παιδιών της γειτονιάς σου, ανάμεσα σε άλλα δίστιχα που τα ξέρουμε κι από τις «ρεμπέτικες» ηχογραφήσεις.)

Σχετικά με το “σακούλα”, υπάρχει και στο “Ναζιαρα μου Μπομπίνα”.
“Κορόιδο είσαι μάθε το κορόιδο με τα ούλα
αφού πουλάς τέτοια καρδιά για πλούσια σακούλα.”
Με την έννοια του χρήματος - αφθονίας.

Χρηματοσακούλα. Το πουγκί, που λέει κι ο Περικλής, τού τρώει η μικρούλα που αγαπά.

εδω τα πραγματα ειναι ξεκαθαρα
//youtu.be/Y4NcNSWO0aQ

Ένα μικρό σχόλιο για το λήμμα «Σαμπαστιάς: Πρόκειται για την καθολική εκκλησία του Saint Sebastian στην Άνω Σύρα».

Γιατί Saint Sebastian? Οι Φραγκοσυριανοί είναι Έλληνες ελληνόφωνοι, και η εκκλησία λέγεται Άγιος Σεβαστιανός.

Φυσικά, η συνέχεια του ερμηνεύματος (ότι ο «Σαμπαστιάς» ετυμολογείται από κάποια λατινογενή μορφή του ονόματος) ισχύει.

Φυσικά και ήταν Έλληνες οι Φραγκοσυριανοί, δίκιο έχεις, Περικλή.
Απλά, “Saint Sebastian”, “Σαμπαστιάς” αναγραφόταν η εκκλησία.

Λογικά, λοιπόν, πρέπει να προσθέσω και την ελληνική ονομασία, δίπλα στην ξενική.

Όπως και είναι. Οι Φραγκοσυριανοί δεν αποτελούν παρελθόν, απλώς όλοι οι Συριανοί δεν είναι Φραγκοσυριανοί.

[Επειδή με γοητεύει το θέμα, θα ξανααναφέρω ότι ο ιστορικός πληθυσμός της Σύρας ήταν εξ ολοκλήρου καθολικός, ή με εντελώς μειοψηφικές εξαιρέσεις, μέχρι την ίδρυση της Ερμούπολης, μέσα στην Επανάσταση. Μέχρι τότε πρωτεύουσα ήταν η Χώρα, που τώρα λέγεται Άνω Σύρος - η Απάνω Χώρα του Μάρκου δηλαδή, που είναι πλέον σχεδόν προάστειο της Ερμούπολης. Η Ερμούπολη εποικίστηκε από ορθόδοξους πρόσφυγες της Καταστροφής της Χίου και άλλους, Πολίτες, Σμυρνιούς, νησιώτες κλπ., μεταξύ των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό βαθύπλουτων εμπόρων και εφοπλιστών. Όλοι αυτοί ήταν, σε πληθυσμό, πολλαπλάσιοι των ντόπιων. Έφτιαξαν μια πόλη εξ αρχής προορισμένη για μεγάλο διεθνές εμπορικό λιμάνι και αστικό κέντρο, με πλατείες, μέγαρα, θέατρα κλπ… Σταδιακά αρκετοί ντόπιοι, κυρίως από την Απάνω Χώρα, αλλά σε κάποιο βαθμό και από τα χωριά, κατέβηκαν στην Ερμούπολη να δουλέψουν εργάτες (μαζί με όσους Ορθοδόξους δεν ήταν εφοπλιστές αλλά φτωχαδάκια), ενώ μέχρι τότε ήταν μόνο αγρότες, βοσκοί και -υποθέτω- ψαράδες. Ωστόσο, μέχρι και τα χρόνια του Μάρκου, δηλαδή γύρω στις 3-4 γενιές από την ίδρυση της Ερμούπολης και την έλευση των Ορθοδόξων, υπήρχαν στεγανά μεταξύ των Φραγκοσυριανών, που θεωρούνταν «βέροι» Συριανοί, και των Ορθοδόξων. Αυτό που άλλαξε από τότε μέχρι τώρα είναι ότι κάποια στιγμή άρχισαν, και σιγά σιγά γενικεύτηκαν, οι μικτοί γάμοι. Έτσι πλέον όλοι οι Συριανοί θεωρούν τους εαυτούς τους έναν ενιαίο πληθυσμό, ανεξαρτήτως δόγματος. Πάντως οι Ορθόδοξοι εξακολουθούν να είναι πλειοψηφία στην Ερμούπολη και στο νησί, και οι Καθολικοί στα χωριά.]