Ρεμπέτικα - λαϊκά τραγούδια για τον πόλεμο 1940 - 1941- Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιο

Ντοκουμέντο

(Γραπτό και Ηχητικό)

ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ: Εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος
1ον Ανακοινωθέν, εκ του Γενικού Ελληνικού Στρατηγείου 28-10-1940, ώρα 10 π.μ.

“Εδώ, ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Έκτακτον ανακοινωθέν:
Η Ελλάς, από της 6ης πρωϊνής σήμερον, ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν προς την Ιταλίαν.
Μεταδίδομεν το πρώτον ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου.
Αι ιταλικές στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης και 30΄ πρωϊνής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους”.

(Σημείωση: ακολουθεί ο Εθνικός Ύμνος).

Εκείνο το φθινοπωρινό πρωϊνό, το βραχνό ουρλιαχτό των σειρήνων και οι κωδωνοκρουσίες ξύπνησαν τον ανύποπτο Έλληνα. “Πόλεμος! Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!”, ήταν τα πρώτα λόγια που ψέλλισαν τα στεγνά από τον ύπνο χείλη.

Ο πολύς και τρανός Μπενίτο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο σ’ ένα μικρό φιλειρηνικό έθνος, κουβαλώντας από την περήφανη και κραταιά πατρίδα του, την Ιταλία, πολυάριθμο στρατό, άρτια εξοπλισμένο με τελευταίου τύπου πολυβόλα και τάνκς, πλοία και βομβαρδιστικά αεροπλάνα.
Στο ιταμό τελεσίγραφο του Ντούτσε η Ελλάς απάντησε μ’ ένα στεντόριο “ΟΧΙ” κι έστειλε τα σχεδόν ξυπόλητα ηρωικά παιδιά της στο μέτωπο της Αλβανίας, για να προασπίσουν την τιμή της και την εδαφική ακεραιότητά της. Και νίκησαν τα Παιδιά της Ελλάδας. Νίκησαν σ’ έναν άνισο αγώνα και απέδειξαν πως ήταν άξιοι απόγονοι των Μαραθωνομάχων και του Λεωνίδα. Ολόκληρη η ανθρωπότητα έμεινε κατάπληκτη μπροστά στο ελληνικό θαύμα του 1940.

  • Το πρωΐ λοιπόν της 28ης Οκτωβρίου 1940, ημέρα Δευτέρα, που άρχισε ο πόλεμος με την Ιταλία, το Ρεμπέτικο και Λαϊκό Τραγούδι για πρώτη, αλλά και τελευταία -ίσως- φορά, στρατεύεται στο πλευρό του επίσημου κράτους. Η χώρα μας απειλείται πολύ σοβαρά και κινδυνεύει άμεσα. Η υπόθεση του πολέμου είναι ζήτημα Εθνικό, καθολικό, αφορά εξ’ ίσου το ίδιο όλους τους Έλληνες. Ενωμένος λοιπόν ο ελληνικός λαός σαν μια γροθιά, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, ξεκινά για το Μέτωπο του Πολέμου μ’ έναν ακράτητο ενθουσιασμό, λες και πήγαινε εκδρομή! Ο δοξασμένος Έλληνας στρατιώτης ρίχνεται σαν λιοντάρι στη μάχη, με μια απίστευτη τόλμη και ορμή.

Σ’ αυτόν τον υπέρ πάντων αγώνα, η λαϊκή μουσική τέχνη δεν μπορούσε να ήταν απούσα. Συντάσσει αμέσως τις δυνάμεις και τα όπλα της, -στίχους και μελωδίες- και ρίχνεται κι αυτή με τον τρόπο της στον αγώνα, με ψυχή και πατριωτικό παλμό, συμπαραστάτης και ενθαρρυντής του Έλληνα μαχητή, μα και του άμαχου πληθυσμού.

Το Λαϊκό Τραγούδι αντίκρισε τον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο με μια ποικιλία προσεγγίσεων, διαφορετικών ή ακόμα και αντίθετων μεταξύ τους: την ηρωική, την αντιηρωική, την κριτική, την ερωτική και βέβαια τη σατυρική.

Ειδικότερα για τη σατυρική σκοπιά, απ’ την οποία το ρεμπέτικο προσέγγισε τον πόλεμο του '40 με αρκετά τραγούδια, τροφή -άφθονη θα λέγαμε- έδωσε όχι μόνον η λαμπρή πορεία των πολεμικών εξελίξεων του στρατού μας εναντίον των Ιταλών, αλλά -κυρίως- η φανφαρονική προσωπικότητα του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Ντούτσε κόρδωνε και κόμπαζε με πολλές υπερβολικές χειρονομίες, πόζες και γκριμάτσες. Οι υπερφύαλες μεγαλοστομίες του, η πλανεμένη του εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν εύκολη λεία κι ότι σύντομα θα έπινε τον καφέ του στην Αθήνα νικητής, το ξεφούσκωμα του φασιστικού μύθου μετά την ήττα του στην Ελλάδα και Αλβανία -όλα αυτά, πρόσφεραν υλικό για πολλή σάτυρα στους λαϊκούς μας δημιουργούς.

Η καταγραφή των ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών, που γράφτηκαν για τα μαύρα χρόνια 1940 - 1949, σχετικά με τον Αλβανικό, αλλά και τον Εμφύλιο πόλεμο, τη Γερμανική Κατοχή και τέλος την Εθνική Αντίσταση, φαίνεται πως δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη. Κάποια απ’ αυτά δεν γραμμοφωνήθηκαν ποτέ. Κάποια άλλα έμειναν μόνο ποιήματα αμελοποίητα. Κάποια κατάφεραν μεν να κυκλοφορήσουν, αλλά με αλληγορικούς και παραπλανητικούς στίχους -εξ’ αιτίας της αυστηρής προληπτικής λογοκρισίας. Τέλος, κάποια λαϊκά τραγούδια αυτής της θεματολογίας, δεν τα κατάφεραν να κυκλοφορήσουν στην εποχή τους και κυκλοφόρησαν τελικά πολλά χρόνια αργότερα.

Σημειώσεις

  1. Κατέγραψα συνολικά 152 θεματικά τραγούδια (108 λαϊκά και 44 ελαφρά). Αριθμός όχι ευκαταφρόνητος.
  2. Μάζεψα όσα περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες ήταν δυνατόν. Το δυσκολότερο τμήμα του πονήματός μου υπήρξε ασφαλώς η αποδελτίωση των στίχων των τραγουδιών, από μισοκατεστραμμένους δίσκους γραμμοφώνου. Οπότε, είναι πιθανό να υπάρχουν και κάποια λάθη.
  3. Συμπληρώστε όσα άλλα στοιχεία μπορεί πιθανώς εσείς να γνωρίζετε και που εγώ δεν κατάφερα να καταγράψω.

Α. ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 - 41

Αλφαβητική λίστα των τραγουδιών αυτής της περιόδου:

  1. ΑΚΟΥ ΝΤΟΥΤΣΕ ΜΟΥ ΤΑ ΝΕΑ (Ο ΜΠΕΝΙΤΟ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ)
  2. ΑΝ ΦΥΓΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
  3. ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΦΑΝΤΑΡΑΚΙΑ ΜΑΣ
  4. ΕΛΛΗ
  5. Η ΛΟΓΧΗ ΜΑΣ ΤΟ ΘΕΛΕΙ
  6. Η ΜΠΟΜΠΑ
  7. Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ
  8. Η ΣΠΕΙΡΑ
  9. ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΝΤΟΥΦΕΚΙ ΜΟΥ
  10. ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ
  11. ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
  12. ΜΗ ΣΕ ΦΟΒΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ (ΤΟΝ ΟΡΚΟ ΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ)
  13. ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΑΛΛΑΞΕ ΓΝΩΜΗ
  14. ΜΠΕΝΙΤΟ ΜΟΥ (Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΠΕΝΙΤΟ)
  15. Ο ΑΓΥΜΝΑΣΤΟΣ (Ο ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ)
  16. Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
  17. ΟΛΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ
  18. ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
  19. ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ ΚΙ’ ΑΠΑΤΗΤΑ)
  20. ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΞΕΓΡΑΨΕ
  21. ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΣΟΥ ΔΕΝ ΕΠΙΑΣΕ
  22. ΤΟ ΜΟΡΑΒΑ, ΤΟ ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ
  23. ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥΣ ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ (ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΕΧΩ ΤΗ ΛΟΓΧΗ)

Κυρίαρχες μορφές λαϊκών δημιουργών της πολεμικής περιόδου 1940 - 41, της συγκεκριμένης θεματολογίας, είναι αναμφίβολα οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Σπύρος Περιστέρης και Παναγιώτης Τούντας.

ΕΛΛΗ

[ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ] (Στίχοι στις 21 Αυγούστου 1940).

«Στην Τήνο, στην πανήγυρη τορπίλισαν την «Έλλη»
οι ύπουλοι, οι άναντροι, οι χάρτινοι φρατέλοι.

Σκοτώσανε προσκυνητές πάνω στη λειτουργία,
παράλυτους, αόμματους, κι έκλαιγε η Παναγία».

Σημειώσεις

  1. Άγνωστο (σε μένα) αν μελοποιήθηκε.
  2. Παραμένει σίγουρα ανέκδοτο.

ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΝΤΟΥΦΕΚΙ ΜΟΥ

[ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΕΡΟΜΥΤΗ] (1940)

«Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάϊ να τ’ αφήσω,
να πάρω το ντουφέκι μου, να πα’ να πολεμήσω.

Δεν το βαστάω, σπλάχνο μου, να κάθομαι δω πέρα,
και τα παιδιά να πολεμούν κει πάνω νύχτα - μέρα.

Είμαι παιδί φιλότιμο και πάω να νικήσω,
τους φίλους να μην ντρέπομαι σαν θα ξανάρθω πίσω.

Θ’ αφήσω πια την πένα μου, θα πιάσω τη σκανδάλη,
να δείξω την αντρεία μου, καθώς και τόσοι άλλοι».

Σημειώσεις

  1. Άγνωστο (σε μένα) αν μελοποιήθηκε.
  2. Παραμένει κι αυτό μάλλον ανέκδοτο.

Ο ΑΓΥΜΝΑΣΤΟΣ (Ο ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ)

[Γ. ΦΩΤΙΔΑ - Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Μ. Βαμβακάρης) (1940, ODEON GA 7256).

«Όσο κι αν το 'λεγαν πολλοί, εγώ δε φανταζόμουν
πως τώρα στα γεράματα φαντάρος θα ντυνόμουν.

Κι όμως με βάλαν στη γραμμή, σε “φάλαγγα κατ’ άνδρα”
και με διπλοκλειδώσανε στου Πεζικού τη μάντρα.

Ο κυρ-λοχίας ο φτωχός, ωσότου να με μάθει
το “παρά πόδα” και το “άλτ” ο δόλιος τ’ είχε πάθει.

Τώρα ριχτείτε στο φαΐ, η σάλπιγγα σας κράζει,
“όλ’ οι φαντάροι στη γραμμή”, ο δεκανεύς φωνάζει».

Σημειώσεις

  1. Ενώ τα λαϊκά τραγούδια του '40 παρουσιάζουν μια ηρωϊκή και ρητορική στάση, στο τραγούδι αυτό έχουμε την αντιηρωική και αντιρητορική σκοπιά του Μάρκου.
  2. Η στρατιωτική ορολογία γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και ο στρατώνας του πεζικού φαίνεται πως είναι μια πραγματική φυλακή για τον Βαμβακάρη.
  3. Ο δημιουργός μπορεί να μην τονίζει το πατριωτικό και εθνικό στοιχείο, προβάλλει όμως κάτι -ίσως- σημαντικότερο: την άμεση, φυσική και ειλικρινή αντίδραση του ανθρώπου, που δεν προσαρμόζεται εύκολα στις καταστάσεις που του επιβάλλει η εξουσία, όποιες κι αν είναι αυτές.
  4. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που ανήκε στην κλάση του 1925, παρουσιάστηκε στο Γουδί για κατάταξη σε μεγάλη ηλικία, όπου έγραψε αυτό το τραγούδι.

ΑΝ ΦΥΓΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

[Κ. ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Μ. Βαμβακάρης - Απ. Χατζηχρήστος) (28/10/1940, ODEON GA 7286).

«Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι,
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σωφεράκι.

Θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις την κουζίνα,
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα.

Θα κόβεις εισιτήριο, στο τραμ, για το Παγκράτι,
οι γέροι θα σου κλείνουνε, με πονηριά το μάτι.

Κι όσοι για τα ματάκια σου, τα μαύρα τσιμπηθούνε,
και ρέστα 'πο χιλιάρικο, ποτέ δε θα ζητούνε».

ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΦΑΝΤΑΡΑΚΙΑ ΜΑΣ

[Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Χατζηχρήστος) (1941, ODEON GA 7316).

«Γειά σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ’ ανδρεία.

Κι εσύ βρε Πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις,
το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις.

Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια,
τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια.

Τζιάνο γι’ αυτό που έκανες, γοργά θα μετανοιώσεις,
σαν θα σε πιάσει ο Εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις».

Σημείωση
Το τραγούδι είναι διασκευή του γνωστού “ΤΟ ΚΑΡΑΝΤΟΥΖΕΝΙ” του Μάρκου και ο χαβάς είναι ο ίδιος.

ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΑΛΛΑΞΕ ΓΝΩΜΗ

[Γ. ΦΩΤΙΔΑ - Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Μ. Βαμβακάρης - Α. Χατζηχρήστος) (1941, ODEON GA 7316).

«Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι, που 'ναι τα τόσα μεγαλεία,
που 'ταζες κάθε λιγάκι, στην καϋμένη Ιταλία;

Την ετάραξες στην πείνα κι είναι πια ξελιγωμένη,
μονάχα η δική σου τσέπη, είναι παραφουσκωμένη.

Τα καϋμένα τα παιδιά της, δεν τολμούν να πουν κουβέντα,
τους εράψατε το στόμα, 'συ ο Τζιάνος και η Έλντα.

Μουσουλίνι έλλαξε γνώμη, έλα πια στα συγκαλά σου,
γιατί έφτασε η ώρα, να τινάξεις τα μυαλά σου».

Σημείωση
Το τραγούδι είναι διασκευή του γνωστού “ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ” του Μάρκου και ο χαβάς είναι ο ίδιος.

ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

[Γ. ΦΩΤΙΔΑ - ΑΠ. ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΥ] (Απ. Χατζηχρήστος - Μ. Βαμβακάρης - Γιάννης Σταμούλης) (1940, PARLOPHONE B. 74056).

«Στης Αλβανίας τα βουνά
μερόνυχτα γυρνάω,
για τη γλυκιά Πατρίδα μας
μανούλα πολεμάω.

Έχω μαζί μου το Θεό
μάνα και δεν φοβάμαι,
κι ένα γλυκό ξημέρωμα
κοντά σου πάλι θα 'μαι.

Θα 'ρθω μανούλα την αυγή
για να με αγκαλιάσεις,
το μοναχό παιδάκι σου
μάνα δεν θα το χάσεις».

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ

[ΑΠ. ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΥ] (1940, PARLOPHONE B. 74057).

ΑΕΡΑ ΟΙ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΜΑΣ

[ΑΠ. ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΥ] (1940, PARLOPHONE B. 74057)

ΜΗ ΣΕ ΦΟΒΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ (ΤΟΝ ΟΡΚΟ ΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ)

[ΜΠ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ - Π. ΤΟΥΝΤΑ] (Στελλάκης Περπινιάδης) (1941, HMV AO 2691).

«Τον όρκο στη πατρίδα μας, π’ έκανα τον φυλάω,
κι ώσπου να πάψ’ ο πόλεμος, εγώ θα πολεμάω.

Με το γυλιό στον ώμο μου, το χέρι στη σκανδάλη,
θα γράψω με τη λόγχη μου, καινούργιες δόξες πάλι.

Ότ’ έκανα στο Μόραβα και στου Ιβάν τη ράχη,
τώρα θα κάνω πιότερα κι αλλού αν τύχει μάχη.

Δεν με φοβίζ’ ο πόλεμος, γι’ αυτό και νύχτα-μέρα,
με περηφάνεια μάχομαι, φωνάζοντας αέρα!»

ΑΚΟΥ ΝΤΟΥΤΣΕ ΜΟΥ ΤΑ ΝΕΑ (Ο ΜΠΕΝΙΤΟ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ)

[Π. ΤΟΥΝΤΑ] (Στελλάκης Περπινιάδης) (1941, HMV AO 2691).

«Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει,
για να μάθ’ έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.

Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβαλλέρο, το τι γίνεται να ξέρω.

Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
ένα μπρος και δύο πίσω, πώς να σου τ’ ομολογήσω.

Τι χαμπέρια να σου στείλω, που μας ρήμαξαν στο ξύλο,
μας τσακώνουνε αράδα και μας στέλνουν στην Ελλάδα.

Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως κι οι τρομεροί μας “Λύκοι”, κάθε μέρα και μια νίκη.

Τους τσακώνουνε κοπάδια, οι τσολιάδες τα λιοντάρια,
και τους πάνε στην Αθήνα, κι έτσι τη περνούνε φίνα».

Σημείωση
Το τραγούδι είναι διασκευή της περίφημης “ΒΑΡΒΑΡΑΣ” του Π. Τούντα και ο χαβάς είναι ο ίδιος.

ΜΠΕΝΙΤΟ ΜΟΥ (Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΠΕΝΙΤΟ)

[ΜΙΝΩΑ ΜΑΤΣΑ - ΣΠΥΡΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ] (Μ. Βαμβακάρης - Απ. Χατζηχρήστος) (1940 - 41, ODEON GA 7313).

«Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος,
είδε όνειρο ο καϋμένος
πως βρισκόταν στην Αθήνα,
σε μια φίνα λιμουζίνα.

Μα σαν ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα,
είπε: κρίμα να ‘ναι ψέμα
ένα τέτοιο μεγαλείο,
βρε παιδιά, δεν είν’ αστείο!

Φέρτε πένα, διατάζει, και μελάνι,
τηλεσίγραφο μας κάνει,
μα του λέμε εν τω άμα
αν βαστάς κάνε το τάμα.

Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες
κι οι θαυματουργές μας σφαίρες,
το τσαρούχι κι η αρβύλα
κάναν στον Μπενίτο νίλα.

Βρε Μπενίτο, μη θαρρείς για μακαρόνια
τα ελληνικά κανόνια,
τα 'χουν χέρια δοξασμένα,
παλικάρια αντρειωμένα».

Σημείωση
Το τραγούδι είναι διασκευή του γνωστού “Ο ΑΝΤΩΝΗΣ Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ”, των ίδιων δημιουργών και η μελωδία είναι η ίδια.

ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΞΕΓΡΑΨΕ

[Μ. ΜΑΤΣΑ - ΣΠ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ] (Μ. Βαμβακάρης - Απ. Χατζηχρήστος) (1940 - 41)

«Σ’ ένα τσαντίρι αλβανικό
κάποιο βράδυ με φεγγάρι,
εσήμανε συναγερμό
την Ελλάδα για να πάρει.

Φρατέλοι με ψηλά φτερά
θέλησαν να μπλοκάρουν,
του ένδοξού μας του τσολιά
τη θέση του να πάρουν.

Βρε δεν περνάει η μπαμπεσιά
μα ούτε κι οι φοβέρες,
θε να σας κάνει ο Έλληνας
να δείτε μαύρες μέρες.

Την Αλβανία ξέγραψε
φίλε Μπενίτο τώρα,
και για τα δώδεκα νησιά
ήρθ’ η στερνή σου ώρα».

Σημείωση
Τραγουδιέται στο σκοπό του γνωστού τραγουδιού «ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ (ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ ΜΑΝΤΕΛΕΝΑ)» του Σπύρου Περιστέρη.

Η ΛΟΓΧΗ ΜΑΣ ΤΟ ΘΕΛΕΙ

[Γ. ΜΗΤΣΑΚΗ] (Νταίζη Σταυροπούλου - Στέλιος Κερομύτης - Μανώλης Χιώτης) (1941, COLUMBIA DG 6584).

Σημείωση
Είναι το 1ο τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη στη δισκογραφία!

ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

[Γ. ΠΑΛΑΜΑ] (Νταίζη Σταυροπούλου - Χαράλαμπος Μαυρίδης ή Ρώσσος) (Νοέμβριος 1940)

ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ

[ΜΠ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ - Β. ΜΑΥΡΟΦΡΥΔΗ] (Στ. Κερομύτης - Ι. Γεωργακοπούλου) (14/3/1941)

«Το σπίτι μου λησμόνησα
και κάθε μου σκοτούρα,
και σαν θεριό πολέμησα
επάνω στη Κλεισούρα.

Τους όλμους δεν φοβήθηκα
τα τάνκς και τα κανόνια,
και μεσ’ στις μάχες ξέχασα
τους πάγους και τα χιόνια.

Με θάρρος αγωνίζομαι
γερά κι αντρειωμένα,
για μια Ελλάδα αθάνατη
σαν το Εικοσιένα.

Θα μπω μπροστά περήφανος
με γέλιο και μ’ ελπίδα,
και θα κρατήσω ελεύθερη
την ένδοξη Πατρίδα».

ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥΣ ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ (ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΕΧΩ ΤΗ ΛΟΓΧΗ)

[ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1940, VICTOR 2681180A)

«Για ντουφέκι δε με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι,
συντροφιά έχω τη λόγχη
τη γλυκιά μου ξιφολόγχη.

Αγκαλιά μ’ αυτήν κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μ’ εκείνην κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.

Οι φρατέλοι σαν με δούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
μα τους στρώνω στο κυνήγι
κι εκείνοι όπου φύγει - φύγει».

Σημειώσεις

  1. Με το τραγούδι του αυτό ο Μπαγιαντέρας παρουσιάζει μια διάθεση ολόψυχης συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.
  2. Οι «Κένταυροι», για τους οποίους γίνεται ειδική μνεία, ήταν μια επίλεκτη θωρακισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι.
  3. Η ιταλική επίθεση αποκρούστηκε και στις 14 Νοεμβρίου 1940 άρχισε η ελληνική αντεπίθεση. Η πολεμική ατμόσφαιρα είναι βαριά. Τα ιταλικά στρατεύματα απωθούνται στην Αλβανία. Ο Χίτλερ είναι απαισιόδοξος και θεωρεί ότι η θέση του Άξονα έχει ζημιωθεί απ’ όσα συμβαίνουν στο Βαλκανικό χώρο. Οι επικρίσεις του για την πρωτοβουλία του Ντούτσε είναι απροσχημάτιστες και τελεσίδικες.

ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ ΚΙ’ ΑΠΑΤΗΤΑ)

(Δημήτριος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1940, VICTOR 2681180A).

«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.

Ψηλά βουνά κι απάτητα, μανούλα μου, περνούμε:
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόροβα και πάντοτε νικούμε.

Μην κλαις, γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακρυά σου,
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου.

Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μη λάχει και πονέσεις,
τη νίκη να 'χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις».

Σημειώσεις

  1. Το τραγούδι αυτό του Μπαγιαντέρα καταγράφει λιτά τα σκληρά γεγονότα του χειμώνα του 1940.
  2. Τα ελληνικά στρατεύματα προωθούνται ύστερα από πολυαίμακτες και πολύνεκρες μάχες στην Πίνδο, στον ορεινό όγκο της Μόροβας και στις κορυφογραμμές της Νεμέρσκας.

Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ

[Β. ΜΑΥΡΟΦΡΥΔΗ - Π. ΤΟΥΝΤΑ] (1940, COLUMBIA CG 2041, DG 6558).

«Αχ, νοσοκόμα μου μικρή, ήρθα να με γιατρέψεις
κι όχι να γειάνεις την πληγή και την καρδιά να κλέψεις.

Χαθήκανε τόσοι γιατροί με γνώμες και με πείρα
κι ήρθα σ’ εσένα να καώ, για την κακή μου μοίρα.

Μ’ έκαμες και σ’ αγάπησα, μα η σκληρή σου η γνώμη
μ’ άνοιξε τέσσερις πληγές μεσ’ στην καρδιά μου ακόμη».

ΟΛΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ

[ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΡΥΣΙΝΗ] (Στελλάκης Περπινιάδης) (1940)

«Όλα τα Ελληνόπουλα με λεβεντιά και χάρη,
τραβάνε για το μέτωπο με δόξα και καμάρι. (δις)

Για ν’ απαντήσουν τον εχθρό πηγαίνουν αντρειωμένα
και να ξαναγυρίσουνε γοργά και τιμημένα. (δις)

Βοήθα Χριστέ και Παναγιά πάντοτε το Στρατό μας,
δώσε μεγάλη δύναμη, το δίκιο είναι δικό μας. (δις)

Για τ’ άδικο που έκαναν αυτοί οι δολοφόνοι,
θα τους πληρώσει γρήγορα το ελληνικό κανόνι».

ΤΟ ΜΟΡΑΒΑ, ΤΟ ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ

[ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΣΙΜΑΤΗ] (Γεωργία Μηττάκη) (1940)

«Όρε, χαρά που 'κανες στα βουνά,
όρε, πέρα στην Αλβανία, στο Μόραβα.

Όρε, στο Μόραβα, στο Πόγραδετς,
όρε, στο Πόγραδετς, όρε, στο δόλιο Τεπελένι.

Σαν βλέπαν τους φαντάρους μας,
όρε σαν βλέπαν τους φαντάρους μας.

Όρε, σαν βλέπαν τους φαντάρους μας,
όρε, να πολεμούν με μπέσα κι «αέρα», αχ.

Όρε, κι αέρα να φωνάζουν». (δις)

Σημειώσεις

  1. Πρόκειται για ωραίο δημώδες πολεμικό τραγούδι, στο ρυθμό του τσάμικου.
  2. Περιλαμβάνεται στο κουτί τριών CD με τίτλο «ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ Νο.11 - CD2: “ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1938 - 1949)”», της FM RECORDS No. 1328, Δεκέμβριος 2001.

Η ΜΠΟΜΠΑ

[ΚΩΣΤΑ ΡΟΥΚΟΥΝΑ] (Κ. Ρούκουνας) (1946, COLUMBIA DG 66O2)

«Μέσα στην Αμερική, νέα μπόμπα έχει βγει,
πέφτει μια στην Ιαπωνία και χαλά την κοινωνία.

Ρίχνουν δεύτερη, παιδιά, τρόμαξ’ όλ’ η Ιαπωνιά,
αν θα ρίξουνε και τρίτη, όρθιο δε μένει σπίτι.

Μεσ’ από την Μαντζουρία τον σπαράζουν τα θηρία,
και ο Τρούμαν απ’ την άλλη και του σπάνε το κεφάλι.

Οι γιαπωνέζοι παίρνουν δρόμο, με πολύ μεγάλο τρόμο,
και το Βούδα προσκυνούνε, απ’ τη μπόμπα να σωθούνε.

Ο Χιροχίτο αναστενάζει, Χίτλερ, Μουσολίνι κράζει,
πα’ η νίκη, πα’ η δόξα, σίγουρα θα μου 'ρθει λόξα.

Αχ, βρε Χίτλερ, μπογιατζή μου,
Ντούτσε, φιγουρατζή μου,
ο Άξονάς μας είναι δράμα
γύρισε κορόνα - γράμμα».

Σημειώσεις

  1. Το τραγούδι αναφέρεται στη ρίψη από τους Αμερικανούς των δύο φοβερών ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας.
  2. Το γεγονός αυτό αποτελείωσε τον Άξονα (Γερμανία - Ιταλία - Ιαπωνία) και έβαλε τέλος στον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο, με την παράδοση και της Ιαπωνίας.

ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΣΟΥ ΔΕΝ ΕΠΙΑΣΕ

[ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗ - ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΕΜΣΗ] (Γ. Παπασιδέρης) (1940 - 41).

«Το κόλπο σου δεν έπιασε Φρατέλο στην Ελλάδα,
σπαγγέτο 'μεις δεν είμαστε, ούτε μακαρονάδα. (δις)

Δεν ήταν για τα δόντια σου η όμορφή μας χώρα,
γι’ αυτό και σαν ξεκίνησες σου κόψαμε τη φόρα. (δις)

Σ’ ένα παπούτσι ξέρε το σου βάλαμε τα πόδια,
και σε χτυπάμε όπως χτυπούν στην άμμο τα χταπόδια. (δις)

Γι’ αυτό σαν θες παράτα τα μια και στην άμμο χτίζεις,
νερό σακιάζεις άδικα κι αέρα κοπανίζεις». (δις)

Η ΣΠΕΙΡΑ

[ΑΔΕΣΠΟΤΟ] (Δεκαετίας '40).

«Ο βασιλιάς κι ο Μεταξάς,
η πιο μεγάλη σπείρα,
γιατί τα φράγκα τα πολλά
τα είχε η Αγγλία.

Βασιλιάς και Μεταξάς συμφωνήσανε
μ’ όλονε το ντουνιά να πολεμήσουνε.

Ένα κακό ξημέρωμα,
χωρίς καμιάν αιτία,
στον πόλεμο μας βάλανε
με πόθο και μανία.

Κρίμα τα φανταράκια μας,
που έγιναν θυσία,
όλ’ αυτά γενήκανε
για να σωθεί η Αγγλία».

Σημειώσεις

  1. Βαθειά αντιπολεμικό λαϊκό άσμα, που εκφράζει με αγανάκτηση το σύρσιμο της χώρας στον καταστροφικό πόλεμο. Ο άγνωστος λαϊκός δημιουργός του, με «τετράγωνη» και απλουστευμένη λογική -βασισμένη προφανώς στα οδυνηρά αποτελέσματα που είχε η (αναπόφευκτη, εκ των πραγμάτων) εμπλοκή της χώρας στη δίνη του Β! Παγκοσμίου Πολέμου- τα βάζει με τους τότε ιθύνοντες, για χάρη (κατά τη γνώμη του) της «μεγάλης» και πλούσιας Αγγλίας.
  2. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, πιθανός δημιουργός του τραγουδιού μπορεί να είναι ο Στέφανος Μιλάνος («αφού -όπως λέει ο Η.Π.- το ξεσήκωσα από το τετράδιό του, και ίσως να προορίζονταν για τους αντάρτες»). Είναι ασφαλώς ανέκδοτο.

Β. ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Στις 27 του Απρίλη 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα και υψώνεται ο αγκυλωτός σταυρός, η λεγόμενη βάστιγκα, στην Ακρόπολη. Αρχίζει η περίοδος της μαύρης Κατοχής.

Τα γερμανικά στρατόπεδα κατοχής αρχίζουν να τυπώνουν αφειδώς το λεγόμενο «κατοχικό μάρκο», ένα νόμισμα χωρίς αντίκρισμα. Μ’ αυτό ξεκοκκαλίζουν, μέσα σε λίγες εβδομάδες, όλα τα τρόφιμα της χώρας μας. Το φθινόπωρο του 1941 και κυρίως ο χειμώνας 1941 - 42, χαρακτηρίζεται ως η περίοδος της μεγάλης πείνας του δύσμοιρου ελληνικού λαού. Τα τρόφιμα είναι πια δυσεύρετα στην πρωτεύουσα. Ο κόσμος πεθαίνει απ’ την εξάντληση, την ώρα που περπατάει στο δρόμο και οι περαστικοί διαβάτες προσπερνούν βιαστικά σχεδόν αδιάφοροι, συνηθισμένοι πια στο φρικαλέο αυτό καθημερινό θέαμα.

Περισσότερο απ’ όλους, βέβαια, υποφέρουν από την πείνα τα <u>παιδιά</u>. Σκελετωμένα και πρησμένα από την αβιταμίνωση, ψάχνουν απελπισμένα στους σκουπιδότοπους να βρουν κάτι φαγώσιμο. Πολλοί βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν σε βάρος των δυστυχισμένων συνανθρώπων τους και αισχροκερδώντας επιδίδονται σε μαύρη αγορά. Είναι οι λεγόμενοι μαυραγορίτες και λαδάδες.

Τότε εμφανίζονται και οι ριψοκίνδυνοι και θαρραλέοι σαλταδόροι, οι κλεφτες της Κατοχής. Στερημένοι και πεινασμένοι, με τόλμη και γρηγοράδα και οργανωμένοι σε ομάδες, σαλτάρανε στα γερμανικά και ιταλικά καμιόνια και πετούσαν ό,τι πράγματα βρίσκανε στην καρότσα των αυτοκινήτων, σε προκαθορισμένα σημεία της διαδρομής, τα οποία τα μάζευαν οι σύντροφοί τους. Έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα - γράμματα από απόλυτη ανάγκη, αρπάζοντας αγαθά από τους κατακτητές, επιδιδόμενοι σε μια μορφή βίαιης, αλλά δικαιότερης ανακατανομής, τροφίμων κυρίως.

Θα πρέπει να σημειώσουμε πως στη διάρκεια της Κατοχής, το πολιτικό τραγούδι δεν εγγραφόταν σε δίσκους, αλλά απλώς τραγουδιόταν κρυφά και συνωμοτικά, σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή πληροφοριοδότες-προδότες. Γι’ αυτό και εκφραζόταν άμεσα, χωρίς λογοκρισία, χωρίς αλληγορίες και μεταμφίεση. Ένας σοβαρός παράγοντας που ευνοούσε την άμεση έκφρασή του ήταν και η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους κατακτητές, σε αντίθεση με την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, με την παρουσία της αυστηρότατης λογοκρισίας και τον επιδιωκόμενο σκοπό, άλλωστε, των τραγουδιών -που ήταν να γραμμοφωνηθούν και να κυκλοφορήσουν.

Αλφαβητική λίστα των θεματικών τραγουδιών της περιόδου της Κατοχής:

  1. ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ
  2. ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ)
  3. ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
  4. ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ
  5. ΚΑΤΟΧΗ, 1941
  6. ΜΑΣ ΠΗΓΑΝ ΕΞΟΡΙΑ (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ)
  7. ΜΑΤΣΑΚΙΑ ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΑ
  8. ΜΠΛΟΚΟΣ (ΒΓΗΚΑΝΕ ΝΩΡΙΣ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ)
  9. Ο ΜΠΛΟΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
  10. ΟΙ ΛΑΔΑΔΕΣ
  11. ΟΙ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ
  12. ΠΕΝΘΟΦΟΡΕΙ Η ΚΟΚΚΙΝΙΑ
  13. ΠΟΣΕΣ ΚΑΡΔΟΥΛΕΣ ΚΛΑΨΑΝΕ
  14. ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ
  15. ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ (ΘΑ ΣΑΛΤΑΡΩ)
  16. ΣΑΝ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΕΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΫΜΟ
  17. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ
  18. ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΘΑ ΛΥΩΣΩ
  19. ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
  20. ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ
  21. ΧΑΪΔΑΡΙ
  22. ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΝΟΥΣ ΣΙΔΕΡΑ

Κυρίαρχη μορφή λαϊκού δημιουργού, αυτής της περιόδου, είναι αναμφίβολα ο Μιχάλης Γενίτσαρης.

ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ (ΘΑ ΣΑΛΤΑΡΩ)

[Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1942)

«Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατήρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μα ‘γω πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε καν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα περνάμε.

Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα
κάνε ντου και σήκω φεύγα.

Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα 'μεις δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1975, ερμηνευμένο από τους Μήτσο Ευσταθίου - Γιώτα Σύλβα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ», ΚΥΚΛΑΔΕΣ, LPKG 16, 1975.

Υπάρχουν και μερικές παραλλαγές των βασικών στίχων του τραγουδιού:

«Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη τη βίδα,
του ρίξανε οι Ιταλοί με μία αραβίδα.

Απάνω που ξεβίδωνε την τέταρτη ρεζέρβα,
οι Γερμανοί στα σπλάχνα του τού ρίξανε μια σφαίρα.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
στο γερμανικό το κάρο
και θα πάρω κουραμάνα,
για να φάει παιδί και μάνα».

ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ

[ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗ-ΚΑΤΣΑΡΟΥ - Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Γ. Κατσαρός - άγνωστη τραγουδίστρια) (1945)

«Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
εκείνο που φοβήθηκα είν’ η κομαντατούρα.

Όταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα,
πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα.

Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω. (δις)

Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε.

Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω. (δις)

Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.

Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω. (δις)

Γειά σου Κατσαρέ, γειά σου».

Σημείωση
Σίγουρα πρόκειται για διασκευή του γνωστού “ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ” του Μιχάλη Γενίτσαρη.

ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ

[ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΗΤΣΑΚΗ]

«Ήταν Κατοχή,
κι έπεφτε βροχή,
ήτανε βαθύ σκοτάδι
στη Τρούμπα κάθε βράδι.

Κι εμείς για ντου πηγαίναμε,
σαλτάραμε και κλέβαμε,
παρέα ήτανε με μας
κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς.

Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή.

Είμασταν παιδιά,
κι είχαμε καρδιά,
ο Κεφάλας κι ο Μαρίνος
παρέα μας κι εκείνος.

Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα
τον φάγανε για ψίχουλα,
και τον βαρκάρη το Θωμά
που έπαιζε τον μπαγλαμά.

Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή».

Σημειώσεις

  1. Ωραίο τραγούδι, ζεϊμπέκικο. Άγνωστο (σε μένα) πότε δημιουργήθηκαν οι στίχοι και η σύνθεση του τραγουδιού από τον δάσκαλο Μητσάκη (μπορεί να το 'χε στα συρτάρια του, φτιαγμένο από τότε, ή να είναι μεταγενέστερη δημιουργία του). Επίσης δεν γνωρίζω αν υπάρχει δίσκος τις δεκαετίες '40 ή '50 (υποθέτω πως μάλλον όχι).
  2. Όμως κυκλοφόρησε το 1976, ερμηνευμένο ωραία από τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και συμπεριλαμβάνεται στο LP «ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: “ΤΑ ΣΑΪΝΙΑ”», ΚΥΚΛΑΔΕΣ LPKG 24.

ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

[Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1944)

«Εμάθατε στο Πειραιά
επιδρομή μεγάλη,
γκρεμίσανε τα σπίτια μας
πω, πω, ζημιά μεγάλη.

Μέρα και νύχτα ρίχνανε
μπόμπες τ’ αρεοπλάνα
κι έχαν’ η μάνα το παιδί
και το παιδί τη μάνα.

Σκορπούσανε το θάνατο
και ρίχνανε αράδα
και τον Περαία γκρέμισαν
και την Άγια Τριάδα.

Μπόμπες πολλές ερίξανε
μέσα στο Τελωνείο
και τον Περαία κάνανε
σωστό νεκροταφείο».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ

[Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1944)

«Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά
Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε και 'συ τώρα ντουνιά
πιάσαν το Στέλιο τα σκυλιά.

Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι
και Ταγματασφαλίτες,
το Στέλιο τον Καρδάρα μας
στο Ρέντη οι αλήτες.

Δεμένο τον επήγανε
μπρος στον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια του ρίχνανε
ώσπου να ξεψυχήσει.

Άδικα τον σκοτώσανε
λες κι ήτανε κατάρα,
γιατ’ ήταν στην Αντίσταση
το Στέλιο τον Καρδάρα».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

ΟΙ ΛΑΔΑΔΕΣ

[Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση της Κατοχής).

«Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.

Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.

Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρώτη εκτέλεση το 1982, ερμηνευμένο από τους Μ. Γενίτσαρη - Χάρις Αλεξίου.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP “ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ Νο.12”, MARGO 8267, 1982.

ΟΙ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ

[Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1941)

«Μικροί - μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι,
κι αφήσανε όλο το ντουνιά με δίχως πορτοφόλι.

Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν κανέναν δεν ψηφάνε.

Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες ψάχνουν για να βρουν να γδάρουνε κορμάκια.

Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας,
για δυό ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΘΑ ΛΥΩΣΩ

[Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1941)

«Με πιάσαν ένα απόγευμα μεσ’ στο Μεταξουργείο,
γιατί επούλαγα νερό για λάδι, ένα δοχείο.

Αχ, τώρα πως θα γλιτώσω;
Μεσ’ στη φυλακή θα λυώσω.

Κι αμέσως με δικάσανε δυο χρόνια, τον καϋμένο
και μ’ έκλεισαν μεσ’ στου Συγγρού, σαν λέων λυσσασμένο.

Εκεί είδα, μάνα μου, πολλούς, γδυτούς και πεινασμένους
κι από τον τύφο κρούσματα, βγάζανε πεθαμένους.

Τρέξε, μανούλα, βγάλε με και δεν το ξανακάνω,
δυο χρόνια μεσ’ στη φυλακή ο δόλιος θα πεθάνω».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρώτη εκτέλεση το 1982, ερμηνευμένο από τους Μ. Γενίτσαρη - Χάρις Αλεξίου.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP “ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ Νο.12”, MARGO 8267, 1982.

ΚΑΤΟΧΗ, 1941

[ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ] (Γραμμένο στις 4/5/1942)

«Κατοχή ‘41, τα παιδάκια τα καημένα,
τρεμουλιάζουν μεσ’ τους δρόμους, νηστικά και τρομαγμένα.

Όλα τους σκελετωμένα, πεινασμένα και πρησμένα,
απ’ τα σπίτια τους τα παίρναν και τα στοίβαζαν στα τρένα.

Στο Νταχάου τα πηγαίναν και τα κάνανε σαπούνι
και τα πιάτα τους έπλεναν, όταν τρώγανε οι Ούνοι».

Σημειώσεις

  1. Ο δημιουργός αποτυπώνει την ατμόσφαιρα και την πείνα του πρώτου κατοχικού χρόνου.
  2. Η δυστυχία των παιδιών και η σκληρότητα των Γερμανών-Ούνων έρχονται σε δραματική αντίθεση μέσα από τους συνταρακτικούς στίχους του τραγουδιού.
  3. Ο Μαρινάκης, στην τελευταία του στροφή, αναφέρεται στα Εβραιόπουλα της Ελλάδας, που τα μάζευαν οι Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα έστελναν ομαδικά στους θαλάμους αερίων, στους φούρνους, κι από 'κει για σαπούνι.
  4. Άγνωστο αν ποτέ φωνογραφήθηκε (μάλλον είναι ανέκδοτο).

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΝΟΥΣ ΣΙΔΕΡΑ

[Γ. ΜΑΡΙΝΑΚΗ] (Γραμμένο τον Απρίλη του 1941)

«Αχ, όμορφε Περαία μου, πώς να σε λησμονήσω;
σαν κάτσω και σε θυμηθώ, αμέσως θα δακρύσω.

Χιλιάδες τόνους σίδερα, σου ρίξαν πάλι σήμερα.

Οι βόμβες όπως πέφτανε, χτυπήσαν οι καμπάνες,
και χάσαν μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες.

Χιλιάδες τόνους σίδερα, σου ρίξαν πάλι σήμερα».

Σημείωση
Το τραγούδι αναφέρεται στους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Πειραιά και μάλλον είναι αμελοποίητο και βέβαια ανέκδοτο.

ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ

[ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Μήτσος Γκόγκος - Στέλιος Χρυσίνης) (1946, HMV AO 2729) (Στίχοι - σύνθεση της Κατοχής)

«Του Κυριάκου το γαϊδούρι
το 'χαν όλοι τους για γούρι,
σαν γυρνούσε στο παζάρι
το 'χαν για κρυφό καμάρι.

Με κουδούνια στολισμένο,
λαχανίδα φορτωμένο,
μεσ’ στις γειτονιές γυρνούσε,
ταλιράκια 'κονομούσε.

Το είχε σαν μικρό παιδάκι
και γι’ αυτό το 'χε μεράκι…

Του το 'φάγαν ένα βράδυ
για μοσχάρι στο σκοτάδι.
του το φάγαν ένα βράδυ
με την πείνα τη μεγάλη».

Σημείωση
Το τραγούδι γράφτηκε για τη μεγάλη πείνα της Κατοχής.

ΧΑΪΔΑΡΙ

[Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1943)

«Τρέξε μανούλα όσο μπορείς
τρέξε για να με σώσεις,
κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις.

Γιατ’ είμαι μελοθάνατος
και καταδικασμένος,
δέκα-οχτώ χρονώ παιδί
στα σίδερα κλεισμένος.

Απ’ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρη,
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει.

Για δες του Χάρου το σπαθί
μανούλα, πως το φέρνει,
και τη ζωή του καθενός
μάνα, πως θα την παίρνει».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρώτη εκτέλεση το 1980 από τον Γιώργο Νταλάρα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ

[Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Εμβατήριο του 1944, αγραμμοφώνητο)

«Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,
Φτάνει, σταθείτε, δειλοί,
ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή
π’ ανατέλει σ’ όλους λεύτερη ζωή.

Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια,
σκελετωμένα κορμιά,
ζωή καινούργια, τραγούδια, χαρά,
δώσατε, 'σεις, λευτεριά.

Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,
στραγγαλισταί του λαού,
καταφρόνια και σκλαβιά, μαστιγώματα, κελιά,
ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά.

Σίδερα, σπάστε κι αφήστε
το αίμα να ξεχυθεί,
λεύτερα τώρα ας τρέχει στη γη
κι όλους ας μας οδηγεί».

Σημειώσεις

  1. Με το εμβατήριό του ο Τσιτσάνης αναθεματίζει τις δυο τυραννίες που γνώρισε πρόσφατα (τότε) η Ελλάδα και καλωσόριζε την ελευθερία που -όπως πίστευε- θα ερχόταν.
  2. Ο δημιουργός εξομοιώνει τη δικτακτορία του Μεταξά, στην οποία αναφέρεται ρητά, με τη Γερμανική Κατοχή, την οποία υπονοεί και χρησιμοποιεί έναν κώδικα σκοταδιού και φωτός, πολύ διαδεδομένο μεταξύ του λαού, με εκφράσεις όπως: «τα σκοτάδια της σκλαβιάς» και «το γλυκοχάραμα της λευτεριάς».
  3. Στο τραγούδι τα σκοτάδια, που σημαίνουν τη σκλαβιά, είναι τόσο πηχτά κι αδιαπέραστα, όσο εκείνα του θανάτου και του Άδη, και τόσο αβάσταχτα, που η κάθε μικρότερη μονάδα χρόνου φαίνεται σαν αιώνας στη συνείδηση του καταπιεσμένου Έλληνα.
  4. Αφού το σκοτάδι σημαίνει σκλαβιά, το φως σημαίνει ελευθερία. Φως της αυγής -ελευθερία, που διαδέχεται τη νύχτα της σκλαβιάς.

ΜΠΛΟΚΟΣ (ΒΓΗΚΑΝΕ ΝΩΡΙΣ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ)

[Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Στίχοι - σύνθεση της Κατοχής).

«Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια
βγήκανε και τα μαχαίρια,
για να μας καρφώσουν -
Ωχ! μανούλα μου.
Έφτασαν τα καραβάνια
με σπαθιά και με γκιορντάνια,
για να μας σταυρώσουν -
Ωχ! μανούλα μου.

Εμείς το ξέραμε μια μέρα
πως θα γίνει μπλόκος -
Ωχ! μανούλα μου.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
χρόνια μας σταυρώνουν, χρόνια -
Ωχ! καρδούλα μου.
Κράτησε σφιχτά τα χέρια -
την καρδιά σου κάνε πέτρα, μην πονάς.

Μια χούφτα παλληκάρια
πολεμάν σαν τα λιοντάρια,
μέσα στην αντάρα -
μέσα στη σκλαβιά,
το θεριό στα δύο να κόψουν
και τον τύραννο να διώξουν,
όλα θα τα δώσουν -
για τη λευτεριά».

Σημειώσεις

  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1978, ερμηνευμένο από τους Βασίλη Τσιτσάνη - Ελένη Γεράνη.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: 12 ΝΕΕΣ ΛΑΪΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ», CBS 83406, 1978.

Ο ΜΠΛΟΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
[ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ή ΤΟΥΝΤΑ]

«Ένα γλυκό ξημέρωμα, βαράγαν οι τσολιάδες,
τα σπίτια μας μπλοκάρανε με τους Γερμαναράδες.

Πρωΐ - πρωΐ πηγαίναμε όλοι στη δουλειά μας
και οι τσολιάδες φώναζαν, βουρ! Για την Κοκκινιά μας.

Στο δρόμο που μας πήγαιναν προς την Οσία Ξένη,
απ’ τη γωνιά που πρόβαλα, βλέπω δυο σκοτωμένοι.

Ε, ρε παιδιά, τι να σας πω, ράγισε η καρδιά μου
κι από τα δόλια μάτια μου τρέχαν τα δάκρυά μου.

Ένα πρωΐ ξημέρωμα, δεκαεφτά Αυγούστου,
οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι για χάρη γούστου».

Σημειώσεις

  1. Δημιουργός του τραγουδιού (στίχοι - σύνθεση) είναι ο Κοκκινιώτης λοχαγός του ΕΛΑΣ Νίκος Δημόπουλος ή Τούντας, που ήταν κι ένας πολύ καλός μπουζουξής και -όπως φαίνεται- και καλός στιχουργός.
  2. Το Λαϊκό μας Τραγούδι στερήθηκε για πάντα τον ταλαντούχο λαϊκό δημιουργό και αγωνιστή Ελασίτη Δημόπουλο, αφού λίγο καιρό αργότερα λαβώθηκε σε μάχη και τραυματισμένο τον αποτελειώσανε στο κρεββάτι του οι Γερμανο-Τσολιάδες, ύστερα από προδοσία.
  3. Ασφαλώς και πρόκειται για αγραμμοφώνητο τραγούδι, το οποίο περιλαμβάνουν τόσο ο Τάσος Σχορέλης στη «ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» (απ’ όπου είναι παρμένα και τα στοιχεία για τον Δημόπουλο), όσο και ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ».

ΜΑΤΣΑΚΙΑ ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΑ
[Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Μ. Βαμβακάρης - Α. Χατζηχρήστος) (1947, ODEON GA 7374) (Γράφτηκε στην Κατοχή).

«Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες να την περάσεις,
κι όταν καλά - καλά σκεφτείς, βρε, τα μυαλά θα χάσεις.

Στην αγορά όταν θα πας, βάστα πουγκί μεγάλο,
κι αν είσ’ ο δόλιος φουκαράς, τράβ’ από δρόμο άλλο.

Το πρόβλημα δεν λύνεται κι η γκρίνια πάντ’ αρχίζει,
σαν η γυναίκ’ ανθίζεται, πως το πουγγί στραγγίζει.

Μόνο κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει,
τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλληκάρι».

Την εποχή εκείνη, το τραγούδι είχε και τις παρακάτω παραλλαγές

«Στο ράφτη μπαίνεις να ντυθείς, σου φεύγει το κεφάλι,
και θες εκατομμύρια να ράψεις το τσουβάλι.

Σου φεύγει το πατούμενο και πας να βάλεις σόλα
και ο τσαγκάρης σού ζητά να σου τα πάρει όλα.

Γίνεσαι κλέφτης και φονιάς, γίνεσ’ απατεώνας,
γιατ’ έτσι μας κατήντησε ο εικοστός αιώνας.

Κόλαση έγινε σωστή η σημερινή η πιάτσα,
όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, πρέπει να τα 'χεις μάτσα».

(Σημ.: το πατούμενο = το παπούτσι).

ΠΕΝΘΟΦΟΡΕΙ Η ΚΟΚΚΙΝΙΑ

[ΣΑΡΑΝΤΗ ΚΟΤΟΜΑΤΗ] (Κούλης Σκαρπέλης - Μάρθα Παπαβραμίδου).

«Πενθοφορεί η Κοκκινιά
κι όλο το Κουτσουκάρι,
σκοτώσαν το Στελάρα μας
τ’ άξιο παλικάρι.

Τον κλαίει όλη η Κοκκινιά
Περαίας και Αθήνα,
ήταν το πιο καλό παιδί
γιατί 'ξηγιόταν φίνα.

Τον φάγανε μπαμπέσικα
δυό μάγκες κάποιο βράδυ,
κρυφά του την εστήσανε
μεσ’ στο βαθύ σκοτάδι.

Τον κλαίει όλη η Κοκκινιά
Περαίας και Αθήνα,
ήταν το πιο καλό παιδί
γιατί 'ξηγιόταν φίνα.

Ήταν της μοίρας του γραφτό
σε τέτοιο παλικάρι,
τα νειάτα του πριν τα χαρεί
ο χάρος να το πάρει».

Σημείωση
Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ Νο.1», FONTANA 9290 102, 1976.

ΠΟΣΕΣ ΚΑΡΔΟΥΛΕΣ ΚΛΑΨΑΝΕ

[ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ: Στίχοι - Σύνθεση] (1945;)

«Πόσες καρδούλες κλάψανε σ’ αυτά τα μαύρα χρόνια
που ζήσαμε μεσ’ τη σκλαβιά και μεσ’ στην καταφρόνια.

Πόσα κορμάκια πήγανε και νιάτα έχουν σβήσει
και πόσα σπίτια απ’ άδικο για πάντα έχουν κλείσει.

Η “μαύρη” με το Γερμανό έγιναν η αιτία
που το λαό μας ρίξανε σε τόση δυστυχία.

Ας όψονται οι αίτιοι που κάψαν την καρδιά μας
και πλούτισαν και γλέντησαν με την απελπισιά μας».

Σημειώσεις

  1. Το τραγούδι απολογίζει τα φρικτά αποτελέσματα της μαύρης Κατοχής.
  2. «Μαύρη» = η μαύρη αγορά.
  3. Η τελευταία του στροφή δείχνει ότι οι συσσωρευμένες αδικίες απαιτούν μια κάθαρση.
  4. Δεν ξέρω αν κυκλοφόρησε σε δίσκο και πότε (μάλλον το θεωρώ σχεδόν απίθανο, λόγω της λογοκρισίας).
  5. Το τραγούδι το αναφέρουν στα βιβλία τους τόσο ο Ηλίας Πετρόπουλος στα «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», όσο και ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ».

ΣΑΝ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΕΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΫΜΟ

[ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ: Στίχοι - Σύνθεση] (Στράτος Παγιουμτζής) (1/6/1947) (HMV AO 2749)

«Σαν της ορφάνειας τον καϋμό, δεν έχει ξαναγίνει,
στον κόσμο τ’ ορφανό παιδί, πολλά φαρμάκια πίνει.

Από μικρό ορφάνεψα, προτού στον κόσμο νά ‘μπω,
γι’ αυτό με δέρνουν οι καιροί, σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σαν της ορφάνειας τον καϋμό, στον κόσμο δεν είν’ άλλος,
πικρός σαν δηλητήριο κι ακόμα πιο μεγάλος».

Σημειώσεις

  1. Πρόκειται για μελαγχολικό ρεμπέτικο, που θεματολογικά αναφέρεται στο ιδιαίτερα ευαίσθητο και οδυνηρό κοινωνικό πρόβλημα της ορφάνειας.
  2. Το πρόβλημα αυτό, με το τέλος του Β! Παγκοσμίου Πολέμου, εντάθηκε ακόμα περισσότερο και έλαβε τεράστιες διαστάσεις με το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων εξ’ αιτίας της πείνας, στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
  3. Και, τέλος, κορυφώθηκε με τα άτυχα θύματα που άφησε πίσω του ο λυσσαλέος και αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος.

ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ)

[ΑΝΩΝΥΜΟΥ - Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Κατοχικό).

«Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα

  • βάρκα γιαλό -
    και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα,
    όλο το ταξίδι …τσάμπα
  • βάρκα γιαλό -

Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα
και μας βάλανε μια στάμπα

  • βάρκα γιαλό -»

Η πληρέστερη παραλλαγή του τραγουδιού της Ελ Ντάμπα είναι:

«Θα σας πω μιαν ιστορία
από την αιχμαλωσία,

  • βάρκα γιαλό -

Κάποια μέρα του πολέμου
(δεν το πίστευα ποτέ μου)

  • βάρκα γιαλό -

Οι Εγγλέζοι μας κυκλώσαν
με τα τανκς και μας τσακώσαν,

  • βάρκα γιαλό -

Μας επήραν τα ρολόγια,
με το ξύλο, με τα λόγια

  • βάρκα γιαλό -

Στ’ αυτοκίνητα μας βάλαν
και την πίστη μας εβγάλαν,

  • βάρκα γιαλό -

Στο Γουδί και στο Χασάνι
κι από 'κει για το λιμάνι,

  • βάρκα γιαλό -

Μας εβάλαν στο βαπόρι
και για το Πόρτ-Σάϊντ πλώρη,

  • βάρκα γιαλό -

Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα
και στην πλάτη μας μια στάμπα.

  • βάρκα γιαλό -

Μας εδίναν τη βδομάδα
δυο κουτάλια μαρμελάδα,

  • βάρκα γιαλό -

Μας εδίναν και φυστίκια
που 'τανε για τα κατσίκια,

  • βάρκα γιαλό -

Μας εδίναν και μια στάλα
συμπεπυκνωμένο γάλα,

  • βάρκα γιαλό -

Δεν ξεχνούσαν οι Εγγλέζοι
το ελληνικό τραπέζι,

  • βάρκα γιαλό -

Και μας δίναν ταχτικά
και μπιζέλια αρακά,

  • βάρκα γιαλό -

Δεν το θέλουμε το γάλα
ούτε και τη μαρμελάδα,

  • βάρκα γιαλό -

Μόνο θέλουμε να πάμε
πίσω στη γλυκιά Ελλάδα,

  • βάρκα γιαλό -»

Σημειώσεις

  1. Το «ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ» τραγουδιέται πάνω στο χαβά του «ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ» και βέβαια είναι ανέκδοτο.
  2. Τραγουδιότανε κυρίως από τους αιχμαλώτους της Ελ Ντάμπα, στην Αίγυπτο.
  3. Τραγούδι με παραπλήσια μουσική και ίδιο τίτλο (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ) ηχογραφείται το 1946 από τον Βασίλη Τσιτσάνη με τον Στράτο Παγιουμτζή. Γραμμένο και συνθεμένο στην κατοχή.
  4. Η μελωδία είναι παλιά επτανησιακή, ίσως οι στίχοι της εκτέλεσης με τον Στράτο να είναι του Τσιτσάνη.

ΜΑΣ ΠΗΓΑΝ ΕΞΟΡΙΑ (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ)

[ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗ-ΚΑΤΣΑΡΟΥ - Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Γιώργος Κατσαρός - Στέλλα Κέϋ) (1947, STANDARD F-9014-B).

«Δεν το πίνουμε το γάλα, βάρκα - γιαλό (2)
δεν το πίνουμε το γάλα,
ούτε και τη μαρμελάδα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα - γιαλό. (επανάληψη των τριών τελευταίων στίχων)

Και μας πήγαν εξορία, βάρκα - γιαλό (2)
και μας πήγαν εξορία,
μακρυά από την Αθήνα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα - γιαλό. (επανάληψη των τριών τελευταίων στίχων)

Και μας δίνανε μπιζέλια, βάρκα - γιαλό (2)
και μας δίνανε μπιζέλια,
που τα 'ρίχνουν στα κουνέλια,
αχ να σε χαρώ, βάρκα - γιαλό. (επανάληψη των τριών τελευταίων στίχων)

Και θα βάλω σημαδούρα, βάρκα - γιαλό (2)
και θα βάλω σημαδούρα,
κι έτσι θα το σκάσω ζούλα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα - γιαλό». (επανάληψη των τριών τελευταίων στίχων)

Σημειώσεις

  1. Ηχογράφηση στη Νέα Υόρκη, ΗΠΑ.
  2. Τραγούδι με παραπλήσια μουσική και ίδιο τίτλο (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ) ηχογραφείται το 1946 από τον Βασίλη Τσιτσάνη με τον Στράτο Παγιουμτζή. Γραμμένο και συνθεμένο στην κατοχή.
  3. Η μελωδία είναι παλιά επτανησιακή, ίσως οι στίχοι της εκτέλεσης με τον Στράτο να είναι του Τσιτσάνη.

ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

[ΑΛΕΚΟΥ ΓΚΟΥΒΕΡΗ - Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρ. Τσαουσάκης - Σ. Μπέλλου) (13/9/1948, HMV AO 2834).

«Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου,
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.

Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή
που 'χασα τη χαρά μου,
Συννεφιασμένη Κυριακή
ματώνει την καρδιά μου.

Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω,
μαύρη μού κάνεις τη ζωή
και βαριαναστενάζω».

Σημειώσεις

  1. Γραμμένο και συνθεμένο στη Θεσσαλονίκη, στην Κατοχή. Φωνογραφήθηκε το 1948.
  2. Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ιστορία της «Συννεφιασμένης Κυριακής», όπως την αφηγείται ο ίδιος ο Β. Τσιτσάνης: “Κατά την περίοδο της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «Συννεφιά» της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας -τότε που όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπαρηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο «Ματωμένη Κυριακή», διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα μιας Κυριακής, είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι. Το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο, επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν το κρύβω, μια ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωσή του από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, με γέμισε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής”.

Γ. ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ

Το Ρεμπέτικο Τραγούδι περπάτησε επάνω στα αχνάρια του Αντάρτικου Τραγουδιού (χωρίς αυτό, απαραίτητα να προσδίδει στο δεύτερο αισθητική υπεροχή). Συντάχτηκε με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ κι ακολούθησε την πολιτική του ιδεολογία.

Το μάγκικο πρότυπο παλικαριάς του Μεσοπολέμου, με χαρακτηριστικά δείγματα λαϊκών συνθετών τον Μπαγιαντέρα και τον Γενίτσαρη, παραμερίστηκε, και τη θέση του την πήρε εκείνο του αντάρτη, του Έλληνα μαχητή. Παράλληλα, υποχώρησε και η κάποια ατομιστική και αναρχική ρεμπέτικη διάθεση της προπολεμικής περιόδου, μπροστά στην ιδεολογία της ομαδικής και οργανωμένης δράσης. Το καλούσε η φιλοπατρία και το γνήσιο ελληνικό φιλότιμο. Ο υπέρ πάντων και μέχρις εσχάτων αγώνας για τη λευτεριά.

Αλφαβητική λίστα των τραγουδιών αυτής της περιόδου

  1. ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
  2. ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ (Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΕ ΚΙ’ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ)
  3. ΑΡΧΗΓΟ ΜΟΥ ΕΧΩ ΤΟΝ ΑΡΗ
  4. ΒΡΟΝΤΑΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ, ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ Η ΓΚΙΩΝΑ
  5. ΔΙΧΩΣ ΤΑΝΚΣ, ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ
  6. ΕΑΜ - ΕΛΑΣ
  7. ΕΑΜ (ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΑΝΟΥΛΑ)
  8. ΕΛΛΑΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΙΩΝΙΑ
  9. ΜΠΛΕ ΚΑΙ ΑΣΠΡΟ
  10. ΝΑ ‘ΝΑΙ ΓΛΥΚΟ ΤΟ ΒΟΛΙ (ΦΟΡΕΣΕ ΑΝΤΑΡΤΗ Τ’ ΑΡΜΑΤΑ)
  11. ΠΑΝΩ ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΟΡΗ
  12. ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ
  13. ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΗΓΟΥΣ ΤΟΥ ΕΛΑΣ
  14. Τ’ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΕΦΟΥΝΤΩΣΕ
  15. ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΜΟΥ ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
  16. ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΡΗ
    17 ΧΑΙΡΕ, Ω, ΧΑΙΡΕ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Κυρίαρχη μορφή λαϊκού δημιουργού, αυτής της περιόδου, είναι αναμφίβολα ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης.

* ΕΑΜ (ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΑΝΟΥΛΑ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 - 42).

«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.

Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,
με τους συντρόφους περπατώ μέρες, αυγές και βράδια.

Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα
και το ΕΑΜ μέσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα».

* ΕΛΛΑΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΙΩΝΙΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 - 42).

«Πατρίς μου, κάθε σου γωνιά μιλάει για μια δόξα:
στις Θερμοπύλες τις παλιές, με δόρατα και τόξα.

Κι άλλη γωνιά στη Λειβαδιά, κι άλλη στο Μεσολόγγι,
στο Σούλι και στο Μέτσοβο, π’ αντιλαλούν οι λόγγοι.

Κι εκεί ψηλά στην Ήπειρο που 'ναι καμαρωμένη,
οι ήρωες του Δώδεκα είναι εκεί θαμμένοι.

Κι άλλη μια φλόγα λαμπερή, π’ ανάβει το Σαράντα,
θυμίζει λεβεντόκορμα κι όμορφα παλικάρια.

Κι εμείς στο χέρι το σπαθί, σαν τα παλιά τα χρόνια,
το αίμα μας θα δώσουμε, Ελλάς, να ζεις αιώνια».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Μάλλον πρόκειται για ποίημα του Μπαγιαντέρα, αμελοποίητο.
  2. Η αναφορά, εκτός από τις Θερμοπύλες και στους αγώνες του 1821, του 1912 και του 1940, δείχνει ότι η Αντίσταση εναντίον της Γερμανικής Κατοχής πήγαζε από μια άλλη παράδοση εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.

* ΝΑ 'ΝΑΙ ΓΛΥΚΟ ΤΟ ΒΟΛΙ (ΦΟΡΕΣΕ ΑΝΤΑΡΤΗ Τ’ ΑΡΜΑΤΑ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Στίχοι - σύνθεση του 1942).

«Φόρεσ’ αντάρτη τ’ άρματα
ζώσε και το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο
κι η λευτεριά μαζί σου.

Σύρε και θέλω νικητής
παιδί μου να γυρίσεις
για τη γλυκιά τη λευτεριά
το αίμα σου να χύσεις.

Πολέμησε αντάρτη μου
πως πολεμάνε όλοι
και με τον Άρη αρχηγό
γλυκό να 'ναι το βόλι».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 τραγουδισμένο από τους Γιώργο Νταλάρα, Γλυκερία και Δημήτρη Κοντογιάννη.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

* ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 - 42).

«Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας τα βράδια
βλέπεις στους δρόμους τους νεκρούς κοπάδια,
κανείς δε βρίσκεται κερί ν’ ανάψει,
η μαύρη η σκλαβιά μάς έχει κάψει.

Και μόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι
ανάβει κάθε μέρα με το δείλι,
τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα σβήσει,
της λευτεριάς το δρόμο να φωτίσει.

Κι η δόξα που μονάχη αργοδιαβαίνει
τα λίγα παλικάρια περιμένει,
προσμένει εκεί για να τα στεφανώσει,
της νίκης το στεφάνι να τους δώσει».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Πρόκειται για ανέκδοτο τραγούδι, του τυφλού ραψωδού της Αντίστασης, Μπαγιαντέρα.

* ΑΡΧΗΓΟ ΜΟΥ ΕΧΩ ΤΟΝ ΑΡΗ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 - 42).

«Για ντουφέκι δε με νοιάζει,
ούτε βάζω πια μαράζι,
αρχηγό μου έχω τον Άρη,
το λεβεντοπαλικάρι.

Συντροφιά μ’ αυτόν νικάμε,
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μαζί του κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.

Οι φασίστες σαν με δούνε,
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
και τους στρώνω στο κυνήγι
κι αυτοί όπου φύγει-φύγει».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Παραμένει άγνωστο αν μελοποιήθηκε και ασφαλώς είναι ανέκδοτο.

* ΒΡΟΝΤΑΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ, ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ Η ΓΚΙΩΝΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ], (Κατοχικό).

«Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σείεται η στεριά.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ’ αρματωλίκι,
τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή,
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι
στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή.

Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα
στέλνει περήφανο χαιρετισμό,
μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα,
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Τραγουδιέται πάνω στο χαβά του αντάρτικου «ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ, ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ» [ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΒΟΥΝΗ - ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΥ]. Είναι ανέκδοτο.

* ΧΑΙΡΕ, Ω, ΧΑΙΡΕ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Κατοχικό).

«Βροντούν κι αστράφτουν, πέρα ως πέρα,
τα δοξασμένα μας βουνά
και μια φωνή αντηχεί στη σφαίρα
το «Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά».

Κι εκεί ψηλά στα σύνορά μας,
αθάνατος μένει φρουρός,
κρατάει στο χέρι αστροπελέκι,
ο Λαϊκός μας ο Στρατός.

Για αθάνατα έχει παλάτια
τα τιμημένα μας βουνά,
ελπίδα έχει το ντουφέκι
και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά.

Για 'κείνο πάντα ξεσπαθώνει,
για 'κείνο πάντα αψηφά,
με δάφνες πάντα το στολίζει
και μας χαρίζει λευτεριά».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Τραγουδιέται πάνω στο χαβά του αντάρτικου «ΜΑΥΡΗ ΕΙΝ’ Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ». Είναι ανέκδοτο.

* Τ’ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΕΦΟΥΝΤΩΣΕ [ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ] (1942;).

«Αφότου μας επλάκωσε της Κατοχής η μπόρα,
τ’ Αντάρτικο εφούντωσε, σε όλη μας τη χώρα.

Άντρες, γυναίκες και παιδιά το 'ρίξαν στον αγώνα,
γιατί δε θέλανε σκλαβιά στον εικοστό αιώνα.

Επήρανε τα άρματα και στο βουνό τραβήξανε
και την ελληνική ψυχή σ’ όλο τον κόσμο δείξανε».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Άγνωστο αν το τραγούδι αυτό μελοποιήθηκε και βέβαια είναι ανέκδοτο.

* ΠΑΝΩ ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΟΡΗ [ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΛΔΑΡΑ] (1940 - 41).

«Πάνω στης Πίνδου τα όρη
και σ’ όλα τα ελληνικά βουνά
οι ήρωες του Εικοσιένα
έχουν ξυπνήσει ξανά.

Ελλάδα, των όλων μητέρα,
δες με περήφανη θωριά
το χώμα σου πέρα ως πέρα,
κοίτα παντού λευτεριά».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Το τραγούδι έχει πρωτολειακό χαρακτήρα και είναι ανέκδοτο.

* ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ [Β. ΜΑΓΚΙΔΟΥ - ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Βιργινία Μαγκίδου) (1945).

«Τρέξετε αδέλφια, Έλληνες, ελευτεριάς κλωνάρια
δείξτε θάρρος και με χαρά, Αντάρτες παλικάρια.

Αντάρτες στα ψηλά βουνά, τα αιματοβαμμένα,
υψώσανε το λάβαρο όπως το '21.

Χιόνια, βροχές μεσ’ τα βουνά, αντάρτες πολεμούνε,
για τη γλυκιά Πατρίδα μας, ελεύτεροι να ζούνε.

Μεγάλη δόξα και τιμή στους Έλληνες να μένει
θα 'ρθει και πάλι η λευτεριά ανάσταση να γένει».

  • <u>Σημειώσεις</u>: Περιλαμβάνεται,
  1. Στο LP «ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΜΑΓΚΙΔΟΥ: 1945 - 1955 “ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ”», ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΣΚΟΣ C/1007, 1996, και
  2. Στο κουτί «ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ Νο.11 - CD2: “ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1938-1949)”», FM RECORDS 1328, Δεκέμβριος 2001.

* ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΜΟΥ ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ [ΣΠ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ] (Σ. Μπέλλου - Θ. Ευγενικός) (1955, PARLOPHONE B. 74342).

«Άρρωστος χωρίς ελπίδα
πάνω στα άγρια βουνά,
η ζωή μου μετρημένη
λιγοστεύει και περνά.

Τα έλατα στην ερημιά,
κρύβουν τα άρρωστα κορμιά.

Με σπαράζει η αγωνία
και με τρώει η συλογή,
δίχως μάνα στο πλευρό μου
η ψυχή μου πως θα βγει;

Τα έλατα στην ερημιά,
κρύβουν τα άρρωστα κορμιά.

Τα μεσάνυχτα παράσαν
και ίσως τούτη την αυγή,
το στερνό μου το κρεββάτι
μου το στρώσουνε στη γη.

Τα έλατα στην ερημιά,
κρύβουν τα άρρωστα κορμιά».

* ΕΑΜ - ΕΛΑΣ [ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ] (1941 - 42).

«ΕΑΜ, ελεύθερο πουλί, έσπασες τα δεσμά σου,
έχυσαν αίμα άφθονο τα ηρωικά παιδιά σου.

ΕΛΑΣ εστί ελευθεριά που σπα’ την αλυσίδα,
δίνει ζωή στην εργατιά, θάνατο στον κηφήνα.

Αδέλφια, ενωθείτε πια, που πέρασε η μπόρα,
να δώσετε τα χέρια σας στη λεύτερή μας χώρα».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Με το τραγούδι αυτό ο δημιουργός του εκφράζει παραστατικά τον ενθουσιασμό του λαού για την -τότε- νέα πραγματικότητα.
  2. Είναι μάλλον ανέκδοτο και ίσως και αμελοποίητο.

* ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΡΗ [ΑΔΕΣΠΟΤΟ, δημιουργημένο από ελασίτες μαχητές] (1942).

«Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει,
το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει.

Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια,
ο Άρης κάνει πόλεμο, μ’ αντάρτες παλικάρια.

Έλα, βρε άπιστε Ιταλέ, κορόϊδο Μουσολίνι,
να μετρηθούμε οι δυο μαζί, να ιδείς το τι θα γίνει.

Δεν έχεις γέρους κι αρρώστους, μικρά παιδιά να σφάξεις,
ούτε κοπέλες ντροπαλές, ούτε χωριά να κάψεις,
παπάδες για να τυραννάς, στη μέση στο παζάρι,
έχεις μπροστά σου σήμερα τ’ αντάρτικα του Άρη,
που γρήγορος σαν τον αητό, σαν το γοργό τ’ αγέρι,
προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το αντάρτικο αυτό τραγούδι αναφέρεται σε μια από τις σημαντικότερες μάχες του 1942, του Μικρού Χωριού της Ευρυτανίας και υμνεί το κατόρθωμα του ΕΛΑΣ.
  2. Στις 18 του Δεκέμβρη, ο ΕΛΑΣ έστησε ενέδρα και χτύπησε την εμπροσθοφυλακή ενός ιταλικού συντάγματος, που βγήκε από το Καρπενήσι για να εξοντώσει αντάρτες. Στη λυσσαλέα μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Ιταλοί, μαζί και ο διοικητής τους. Αντιλάλησαν τα βουνά από το αντάρτικο ντουφέκι.
  3. Μετά τη μάχη αυτή, το Αντάρτικο της περιοχής δυνάμωσε και τελικά η ιταλική φρουρά αναγκάστηκε να εγκαταλήψει το Καρπενήσι.
  4. Παραμένει ανέκδοτο.

* ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ (Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΕ ΚΙ’ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ) [ΟΔΥΣΣΕΑ ΜΟΣΧΟΝΑ] (1943).

«Ο ουρανός συννέφιασε κι ο ήλιος σκοτεινιάζει,
το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει.

Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια,
ο Άρης κάνει πόλεμο, μ’ αντάρτες παλικάρια.

Έλ’ άπιστε Γερμαναρά, κορόϊδο Μουσολίνι,
να μετρηθείς με τον ΕΛΑΣ, να δεις το τι θα γίνει.

Δεν έχεις γέρους άρρωστους, ούτε παιδιά να σφάξεις,
ούτε κορίτσια ντροπαλά, ούτε χωριά να κάψεις.

Δεν έχεις μάνες να θρηνούν, στη μέση στο παζάρι,
έχεις μπροστά σου τώρα πια τον Βελουχιώτη Άρη».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ο λαϊκός τραγουδιστής Οδυσσέας Μοσχονάς (μια από τις καλύτερες λαϊκές φωνές της μεταπολεμικής Ελλάδας), συνθέτης και οργανοπαίκτης (κιθάρα και μπουζούκι) έτυχε και βρισκόταν κάπου εκεί κοντά, στην περιοχή που έγιναν οι μάχες. Ενθουσιάστηκε από τη νίκη του ΕΛΑΣ, άκουσε το προηγούμενο αντάρτικο τραγούδι και λίγο καιρό αργότερα διασκεύασε τους στίχους, έβαλε δική του μελωδία, κι άρχισε να το παίζει στο μπουζούκι.
  2. Το τραγούδι παραμένει ανέκδοτο ακόμα.

* ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΗΓΟΥΣ ΤΟΥ ΕΛΑΣ [ΑΔΕΣΠΟΤΟ] (1941 - 43).

«Σαν ατσάλινο τείχος που αλύγιστο ορμάει
στα πεδία των τίμιων μαχών,
μ’ αρχηγούς Σαμαρινιώτη, τον Σαράφη και τον Άρη,
που είν’ οι μάνες του Λαϊκού Στρατού.

Δίχως τανκς, αεροπλάνα, μόνο μ’ όλμους, πολυβόλα
και ψυχή σαν του Λαϊκού Στρατού,
με καθοδήγηση λαμπρή του αρχηγού μας του Σαράφη,
ξεψυχά ο αγκυλωτός του φασισμού.

Να η ώρα, που μας ήρθε και σαν θύελλα ξεσπάει
στον αγώνα η παγκόσμια εργατιά,
μια φωνή που αντηχεί στον αέρα, πέρα ως πέρα:
“Μ’ επανάσταση θα διώξουμε τη σκλαβιά”.

Κι ο αέρας σαν μουγκρίζει, τη σημαία κυματίζει,
τη βαμμένη μέσ’ στο αίμα του λαού,
κατακόκκινη τη νίκη μας αγγέλει μ’ ένα “ζήτω”,
μ’ ένα “ζήτω”, γύρω - γύρω, από παντού».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το αντάρτικο αυτό τραγούδι εξυμνεί τους αρχηγούς του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, που ιδρύθηκε στις 2 του Μάη 1943 και εφάρμοσε ένα πρόγραμμα βασικής στρατιωτικής εκπαίδευσης, στελεχώνοντας τον ΕΛΑΣ με έμπειρους αξιωματικούς του αστικού στρατού, καθώς και με αντάρτες μαχητές.
  2. Οι αρχηγοί του ΕΛΑΣ που εξυμνούνται είναι ο Στέφανος Σαράφης (ο στρατιωτικός διοικητής του ΕΛΑΣ), ο Άρης Βελουχιώτης (ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ) και ο Ανδρέας Τζίμας-Σαμαρινιώτης (ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στον ΕΛΑΣ και πολιτικός καθοδηγητής του).
  3. Το τραγούδι παραμένει ανέκδοτο ακόμα.

* ΔΙΧΩΣ ΤΑΝΚΣ, ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ [Μ. ΧΙΩΤΗ] (1941 - 44)

«Δίχως τανκς, αεροπλάνα,
μόνο φλόγα για Ελλάδα,
ούτε αφεντικά και θρόνους,
με δόξα από προγόνους.

Με ψυχή αρματωμένοι,
στον αγώνα αδελφωμένοι,
ένας πόθος, μια λαχτάρα:
νίκη, λευτεριά, Ελλάδα».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι αυτό, που είναι αγραμμοφώνητο, ο νεαρός τότε Μ. Χιώτης το τραγουδούσε κρυφά, σε φίλους του αντιστασιακούς.
  2. Αποτελεί ένα καλό δείγμα για το πώς το Ρεμπέτικο Τραγούδι επηρεάστηκε από το Αντάρτικο.
  3. Μας βοηθά να καταλάβουμε την ιδεολογία του Χιώτη, τα συναισθήματά του και τους δεσμούς που είχε με την Αντίσταση. Είναι ανέκδοτο.

* ΜΠΛΕ ΚΑΙ ΑΣΠΡΟ [ΤΟΛΗ ΧΑΡΜΑ] (Ντούο Χάρμα) (1947, COLUMBIA DG 6650).

«Τα γαλανά ματάκια σου, τα άσπρα σου χεράκια,
τα βλέπω αγαπούλα μου και μου 'ρχονται μεράκια.

Άσπρα χέρια και μπλε μάτια,
κάνουν τις καρδιές κομμάτια.

Δεν θέλω ροζ να μου φοράς και πράσινα και μαύρα,
τα μπλε και άσπρα φόρεσε που 'ναι φωτιά και λαύρα.

Μπλε φουστάνι κι άσπρη ζώνη,
την καρδιά μου μαραζώνει».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι γράφτηκε από τον Τόλη Χάρμα ή Χαρμαντά αμέσως μετά το τέλος του πολέμου και τη νίκη των συμμάχων (γύρω στο '44 ή αρχές '45). Είναι και το πρώτο του στη δισκογραφία.
  2. Αν και εν πρώτοις φαίνεται ερωτικό, παραπέμπει σαφώς στα χρώματα της Ελληνικής σημαίας, μέσα στο γενικότερο μεταπολεμικό κλίμα ενθουσιασμού (που δυστυχώς όμως δεν κράτησε πολύ, αφού σύντομα ακολούθησε ο τρομερός Εμφύλιος Πόλεμος).

Δ. ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Κατά τη διάρκεια του αδελφοκτόνου Εμφυλίου Πολέμου, που δίχασε και ρήμαξε τον Ελληνικό Λαό, οι συνθήκες για την κυκλοφορία του ελληνικού τραγουδιού (στο σύνολό του) γίνονται εξαιρετικά δύσκολες. Αντίθετα με την περίοδο της Κατοχής και την τότε άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους κατακτητές, τώρα το κράτος και το παρακράτος αποτελείται από Έλληνες, που φυσικά γνωρίζουν τη γλώσσα, στις λεπτομερέστερές της αποχρώσεις.

Για τα λαϊκά τραγούδια που δημιουργούνται την εποχή αυτή, με σκοπό βεβαίως να γίνουν δίσκοι και να κυκλοφορήσουν, τα πράγματα είναι ιδιαίτερα πολύ δύσκολα. Εμπόδιό τους στέκεται η αυστηρότατη προληπτική λογοκρισία. Τα μέλη της επιτροπής λογοκρισίας διυλίζουν και ξεψαχνίζουν κάθε φράση και λέξη που προορίζονται για τους δίσκους, με στόχο να βρουν και να συλλάβουν τα ύποπτα νοήματα, πιθανά συμφιλιωτικά πολιτικά μηνύματα, υπονοούμενα, κλπ. Να σημειωθεί πως κάθε συμφιλιωτική φωνή φαινόταν ύποπτη και υπονομευτική, γιατί έριχνε το ηθικό των στρατιωτών και τους παρακινούσε να χαμηλώσουν τα όπλα και να μην πολεμούν.

Έτσι, οι δημιουργοί, στιχουργοί και συνθέτες, υποχρεώνονται να ξεγελάσουν τη λογοκρισία με διάφορους τρόπους, εμφανίζοντας τα τραγούδια τους -συνήθως- ως ερωτικά ή κοινωνικού περιεχομένου, χρησιμοποιώντας αλληγορίες, παρασιωπώντας μερικές λέξεις ή προσθέτοντας άλλες, παραπλανητικές.

Αλφαβητική λίστα των τραγουδιών αυτής της περιόδου

  1. ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ
  2. ΒΟΓΓΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ
  3. ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΓΑΝΑΧΤΗΣΗ
  4. ΓΙΑ ΣΤΑΣΟΥ ΧΑΡΕ
  5. ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ
  6. ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΕΣΒΗΣΕ (ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ)
  7. ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΞΑΓΡΥΠΝΑ (ΜΕΣ’ ΣΤΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ)
  8. ΖΗΤΑΕΙ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΥΙΟΣ ΤΗΣ
  9. Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ
  10. Η ΟΡΦΑΝΕΙΑ
  11. Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ
  12. ΚΑΝΕ ΛΙΓΑΚΙ ΥΠΟΜΟΝΗ (ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ)
  13. ΚΑΠΟΙΑ ΜΑΝΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ
  14. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ (ΠΟΣΕΣ ΜΑΝΟΥΛΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΛΑΨΕΙ) (ΤΙ ΕXΕΙΣ ΜΑΝΑ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΗ)
  15. ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
  16. ΜΑΝΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
  17. ΜΑΣ ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΕΓΓΛΕΖΟΙ
  18. ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
  19. ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΚΙ’ ΑΡΑΧΝΑ
  20. ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΔΟΛΙΟΣ
  21. ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΟΣ
  22. ΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΡΗΜΑΓΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
  23. ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
  24. ΞΥΠΝΩ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΣΙΔΕΡΑ (ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑ)
  25. Ο ΑΝΑΠΗΡΟΣ
  26. Ο ΑΝΤΑΡΤΟΠΛΗΚΤΟΣ
  27. Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
  28. Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΧΕΙ ΜΑΥΡΙΣΕΙ (ΕΙΝ’ Η ΩΡΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ)
  29. Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ
  30. Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ (ΒΟΓΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΤΣΙ, ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΟΣ)
  31. Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ
  32. Σ’ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ ΦΑΓΩΜΕΝΟ (ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ)
  33. ΣΑΝ ΑΠΟΚΛΗΡΟΣ ΓΥΡΙΖΩ (ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ)
  34. ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ ΠΕΡΝΩ
  35. ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥ ΦΙΞ
  36. ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ ΒΑΡΙΑ
  37. Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ
  38. ΤΕΤΟΙΑ ΖΩΗ ΜΕ ΒΑΣΑΝΑ
  39. ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΔΙΑΦΟΡΑ
  40. ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ (ΕΧΩ ΝΑ ΛΑΒΩ ΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥ)
  41. ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΡΟΥ
  42. ΤΟ ΦΑΝΤΑΡΑΚΙ
  43. ΦΕΥΓΩ ΛΕΝΙΩ
  44. ΧΤΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ (ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΞΕΛΟΓΙΑΣΤΡΑ)
  45. ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
  46. ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΖΩΗ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Είναι πιθανό κάποια από τα παραπάνω τραγούδια να αμφισβητηθούν για το αν αναφέρονται πράγματι στον εμφύλιο ή όχι. Τα σχόλια που παραθέτουμε για καθένα απ’ αυτά, ευελπιστούμε να βοηθήσουν τον αναγνώστη, για να βγάλει καλύτερα τα συμπεράσματά του και να τον οδηγήσουν αρκετά κοντά στην πραγματικότητα.

Κυρίαρχες μορφές της Εμφυλιακής περιόδου, της συγκεκριμένης θεματολογίας, είναι οι Θεσσαλοί λαϊκοί δημιουργοί Βασίλης Τσιτσάνης, Μπάμπης Μπακάλης (Τρικαλινός), Απόστολος Καλδάρας και Κώστας Βίρβος.

* ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ [ΑΝΩΝΥΜΟΥ] (1944 - 45).

«Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα
Του Σκόμπι τα κανόνια
γκρεμίσαν τα Κουπόνια.

Μπόμπες βροχή στου Γκύζη
κι εμείς στο μετερίζι.
Κι η τελευταία ελπίδα
τ’ οδόφραγμα, πατρίδα.

Μαύροι πατούν τη γη μας,
βάστα Καισαριανή μας.

Μάχονται σα λιοντάρια
στα Εξάρχεια παλικάρια
του Πανεπιστημίου
και του Πολυτεχνείου.

Τρέξτε, καπεταναίοι,
απ’ τα βουνά, γενναίοι.
Μας πήραν την Αθήνα,
μόνο για ένα μήνα.

Οι Άγγλοι θα νικήσουν,
όταν οι μαύροι ασπρίσουν».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι περιγράφει την μάχη-σφαγή που έγινε στην Αθήνα στις 3 του Δεκέμβρη του 1944, στο παλλαϊκό συλλαλητήριο του ΕΑΜ, ανάμεσα στους Άγγλους (με αρχηγό τον στρατηγό Σκόμπι) και στον ΕΛΑΣ.
  2. Οι Εγγλέζοι «σύμμαχοί μας!», με δεκαπλάσια δύναμη πυρός, ενισχυμένοι από 12.000 ταγματασφαλίτες, δοσίλογους προδότες (πρώην συνεργάτες των Γερμανών), χίτες του Γρίβα και 6.000 στρατιώτες του εθνικού τακτικού στρατού, σφυροκοπούσαν για περισσότερο από ένα μήνα τις λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας.
  3. Η Αγγλία, προστάτιδα δύναμη της Ελλάδας -ντεμέκ!, είχε εμπνευστεί και εκπονήσει το σχέδιο «Μάνα», ένα σχέδιο βίαιης διάλυσης του ΕΛΑΣ και ανόδου της αστικής τάξης στην εξουσία. Προκλήθηκαν λοιπόν από τους Εγγλέζους και τα τσιράκια τους τα βίαια και αιματηρά επεισόδια του συλλαλητηρίου και έτσι ξεκίνησε ο μεγάλος χαμός των Δεκεμβριανών.
  4. Στα Δεκεμβριανά συμμετείχε ενεργά ως αντιστασιακή και η ρεμπέτισσα τραγουδίστρια Σωτηρία Μπέλλου, η οποία τραυματίστηκε στο χέρι από βλήμα όλμου.
  5. Αμέσως μετά τις μάχες, έπεσαν βροχηδόν οι συλλήψεις χιλιάδων υπόπτων-συνεργατών του ΕΛΑΣ, άρχισαν οι εξευτελισμοί, η ταλαιπωρία, οι φυλακισμοί, τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις και οι εξορίες σε «παραδεισένια» μέρη, όπως η αιγυπτιακή τοποθεσία Ελ Ντάμπα, αφού βέβαια πρώτα «βούλιαξαν» και πλημμύρισαν τα στρατόπεδα αιχμαλώτων στο Γουδί και στο Χασάνι (που αργότερα ονομάστηκε Αεροδρόμιο του Ελληνικού) από ομήρους.
  6. Ακολούθησε ο επίλογος των Δεκεμβριανών στη Βάρκιζα. Στις 12 του Φλεβάρη του 1945 υπογράφεται η αμφιλεγόμενη (για άλλους επαίσχυντη) «Συνθήκη της Βάρκιζας», μεταξύ της κυβέρνησης και του ΕΑΜ, με κυριότερους όρους τον αφοπλισμό και την διάλυση του δοξασμένου ΕΛΑΣ. Έτσι, ό,τι κερδήθηκε στα βουνά με τόσο αίμα, πολεμώντας τον κατακτητή, χάθηκε σ’ ένα τραπέζι συνομιλιών, χωρίς κανένα αντάλλαγμα! Και έχουμε τώρα νέα κατοχή, από τους Εγγλέζους «συμμάχους» μας -φευ- αυτή τη φορά!! Για να καταλήξουμε στον καταστρεπτικό Εμφύλιο Πόλεμο, λόγω της αγγλοαμερικανικής επέμβασης στα εσωτερικά της χώρας μας.

* ΜΑΣ ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΕΓΓΛΕΖΟΙ [ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ] (1944 - 45).

«Μας ήρθαν οι Εγγλέζοι,
νανού, νανού, νανού.

Οι Εγγλέζοι καθώς πρέπει
μας ψειρίσανε την τσέπη!

Οι Εγγλέζοι δίχως λόγια
μας επήραν τα ρολόγια».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Οι μεγάλοι μας σύμμαχοι (και “προστάτες”!) Άγγλοι, οι φλεγματικοί, με την υψηλή κουλτούρα και διανόηση, οι λόρδοι, αποδείχτηκαν τελικά φθηνιάρηδες σουφρατζήδες και πλιατσικολόγοι πρώτης τάξεως! Άδειαζαν ασύστολα τις τσέπες των αιχμαλώτων Ελλήνων, ξαλαφρόνωντάς τους από τα προσωπικά τους είδη!!
  2. Γράφει ο Κ. Βάρναλης: «Ο λαός, ο «όχλος», είναι ποιητής. Αλλ’ είναι και μεγάλος τεχνίτης. Αρπάζει συχνά την «ουσία» των πραγμάτων (την αλήθεια τους) και την αισθητοποιεί άμεσα και δίχως στολίδια, με αποτέλεσμα τέλειο. Όταν ο Εγγλέζος έκαιγε την Αθήνα, σκότωνε σαν σκυλιά τους αιχμαλώτους Έλληνες κι έπιανε χιλιάδες ομήρους, ο λαός αυτοσχεδίασε τα επίκαιρα εκείνα δίστιχα, που κανείς καλόπιστος άνθρωπος δε θα μπορέσει ν’ αμφισβητήσει το ψυχικό τους μεγαλείο και το «Εύθυμο Πνεύμα» του λαού, που αντίκριζε με περιφρόνηση και κοροϊδία την απανθρωπιά της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των λόρδων».

* ΚΑΠΟΙΑ ΜΑΝΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ [ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ - Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Στ. Χασκίλ - Μ. Βαμβακάρης - Τσιτσάνης) (1947, PARLOPHONE B. 74100).

«Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα-νύχτα ανησυχεί,
το παιδί της περιμένει
που 'χει χρόνια να το δει.

Πάνω στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί,
ότι ζει το παλληκάρι
και οπωσδήποτε θα 'ρθει.

Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στη καρδιά,
ο λεβέντης να γυρίσει
απ’ τη μαύρη ξενητιά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Κοινό σημείο συνάντησης, αλλά και συγκίνησης των εμπολέμων αντιπάλων είναι αναμφίβολα η τραγική ελληνίδα μάνα. Και από τη μεριά της, είναι αναμφισβήτητη η παγκοσμιότητα και η διαχρονικότητα της απέραντης αγωνίας της, για κάθε πόλεμο. Ο φόβος για το κακό, η αναμονή της επιστροφής του δικού της γυιού-πολεμιστή, η ατέρμονη εναλλαγή ελπίδας και απελπισίας, είναι απερίγραπτης έντασης για τη μάνα.
  2. Η «μαύρη ξενιτιά» είναι η αλληγορία-κλειδί του τραγουδιού, που εδώ σημαίνει τον τόπο της μάχης, της φυλακής, της εξορίας, και λίγο αργότερα, της πολιτικής προσφυγιάς.
  3. Έτσι, το τραγούδι αυτό, κατώρθωσε μεν να ξεγελάσει τη λογοκρισία και να κυκλοφορήσει για λίγο καιρό, ώσπου όμως στις 6 Δεκεμβρίου 1947, με εντολή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιώς, απαγορεύεται η εκτέλεσή του, διότι, όπως λέει το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης, «έχει αλληγορικήν σημασίαν, εξ’ ου δύναται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως». Κατά πληροφορία του Κ. Χατζηδουλή, το τραγούδι απαγορεύτηκε ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, με διαταγή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως.
  4. Κατά ρητή δήλωση του Νίκου Μάργαρη, το «Κάποια μάνα αναστενάζει» είχε γίνει ο ύμνος των εξορίστων.

* ΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΡΗΜΑΓΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρ. Τσαουσάκης) (Οκτ. 1947, HMV AO 2764).

«Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι
με τις πόρτες τις κλειστές,
τον καημό μου σιγοκλαίω
και ματώνουν οι καρδιές.

Ούτε μάνα ούτε αδέρφια
κι εγώ έρημο πουλί,
βλέπω αράχνες στο κατώφλι
και χορτάρια στην αυλή.

Τι να πω και τι ν’ αφήσω
απ’ την τόση συμφορά;
ό,τι αγάπησα στον κόσμο
δε θα δω άλλη φορά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Σύμφωνα με τον στιχουργό (και κουμπάρο του Τσιτσάνη) Κώστα Βίρβο, ανήκει κι αυτό στα τραγούδια του Εμφυλίου.
  2. Τραγούδι της απόλυτης απελπισίας και του χωρισμού -όχι ενός, αλλά πολλών και αβάσταχτων χωρισμών.
  3. Το τραγούδι μας παρουσιάζει το μοναδικό μέλος μιας οικογένειας που απόμεινε ζωντανό (σαν “έρημο πουλί”) και σώθηκε από τη μπόρα του Εμφυλίου, αλλά χάθηκε η υπόλοιπη οικογένεια, όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα.

* Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Μ. Νίνου - Πρ. Τσαουσάκης - Β. Τσιτσάνης) (14/11/1950, HMV AO 2971).

«Ένα όνειρο που είδα ράγισε η καρδούλα μου
κι από τον ύπνο τρομαγμένη ξύπνησα, μανούλα μου.

Είδα ότι το παιδί μας ήρθε απ’ την ξενιτιά,
το παλικάρι που λείπει χρόνια το αγκάλιαζες σφιχτά.

Ίσως μάνα βγει αλήθεια, ο λεβέντης μας να ζει
κι ίσως τον στείλει κάποια μέρα η Παναγία η χρυσή».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι φαίνεται πως είναι η συνέχεια του “Κάποια μάνα αναστενάζει”, όπου τώρα εδώ παρουσιάζεται η αδελφή του αγνοούμενου παλικαριού και οι ελπίδες της για την επιστροφή του αναπτερώνονται και ζωντανεύουν μέσα από το όνειρο.
  2. Η λέξη “ξενιτιά” στον Εμφύλιο απόκτησε κι ένα ειδικότερο νόημα, περισσότερο κυριολεκτικό, αφού όσοι αντάρτες και αντάρτισσες είχαν παραμείνει ασύλληπτοι, με το τέλος του Εμφύλιου το '49, είχαν διαφύγει στις ανατολικές χώρες ως πολιτικοί πρόσφυγες.

* ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ (ΕΧΩ ΝΑ ΛΑΒΩ ΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥ) [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Στ. Χασκίλ - Τσιτσάνης) (22/12/1948, HMV AO 2857).

«Έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα,
τάχα να ζεις ή χάθηκες σαν το πουλί στην μπόρα;

Μέρα και νύχτα ξάγρυπνη, με μάτι δακρυσμένο,
τον ταχυδρόμο να φανεί στη στράτα περιμένω.

Σωστός αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα,
κι έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα.

Άλλοι μου λεν’ πως πέθανες κι άλλοι πως ζεις για μένα,
κι άλλοι πως μ’ απαρνήθηκες και παν’ όλα χαμένα».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Η αλληγορική λέξη-κλειδί είναι η «μπόρα», που για το δημιουργό του τραγουδιού συμβολίζει τον Εμφύλιο.
  2. Η έκφραση «κι άλλοι (μου λέν’) πως μ’ απαρνήθηκες» είναι παραπειστική, για να ξεγελαστεί η λογοκρισία.

- <u>Γενικά σχόλια</u>:

  1. Τα τέσσερα τελευταία τραγούδια (“Κάποια μάνα αναστενάζει”, “Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι”, “Τ’ όνειρο της αδελφής” και “Το γράμμα”) εμφανίζουν μια κλίση προς τα αριστερά, εξ’ αιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων του Β. Τσιτσάνη, των ενδείξεων περί αυτού που έδωσε κάποτε ο Κώστας Βίρβος, των αντιδράσεων και απαγορεύσεων της λογοκρισίας και της ρητής μαρτυρίας του Νίκου Μάργαρη (που προαναφέραμε).
  2. Μια δεξιά θεώρηση των τραγουδιών (παρά το ότι θα άφηνε κάποια κενά) δεν αποκλειόταν εκείνα τα χρόνια, αφού πολλές μανάδες κι αδελφές στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού αναστέναξαν, ανησύχησαν και κλάψανε πικρά, σ’ εκείνα τα μαύρα χρόνια, κι αφού πολλά δικά τους σπίτια ρημάξανε κι αυτά.

* Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρ. Τσαουσάκης - Μ. Νίνου) (19/10/1949, HMV AO 2875).

«Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι,
κι ακουμπισμένος σ’ ένα δεντρί
ο τραυματίας αναστενάζει
και τη μανούλα του ζητάει για να δει.

Κι η νοσοκόμα, μόλις ακούει
το παλικάρι να την καλεί,
τρέχει κοντά του, τον αγκαλιάζει
και σα μανούλα του τού δένει την πληγή.

Γλυκοξυπνάει και γύρω βλέπει
κι άλλους λεβέντες στο θάλαμο,
χαμογελάει μα και δακρύζει
κι η νοσοκόμα τού γλυκαίνει τον καημό.

Γλυκιά κοπέλα πως θα μπορέσω
από κοντά σου να χωριστώ;
Κι αυτή του λέει: δε θα σ’ αφήσω
κι εγώ σ’ αγάπησα και θα σε παντρευτώ».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι αυτό του Τσιτσάνη είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία, συγκρινόμενο με όλα τα υπόλοιπα λαϊκά τραγούδια που έχουν το ίδιο θέμα, τον φαντάρο.
  2. Για την ιστορία (χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι ιδιαίτερο), ο Τσιτσάνης, έγραψε τον “Τραυματία” έχοντας υπόψη του τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού (κατά δική του δήλωση). Εξ’ άλλου είναι γνωστή η αριστερή πολιτική του τοποθέτηση.
  3. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης στην αυτοβιογραφία του θυμάται γεμάτος συγκίνηση ένα συγκλονιστικό περιστατικό που έχει σχέση με το παραπάνω τραγούδι: “Θυμάμαι, και θα μου μείνει αξέχαστο, ένα συγκλονιστικό περιστατικό που συνέβει το 1948, όταν πήγα με κομπανία στη Θεσσαλονίκη για να παίξουμε στα νοσοκομεία, εκεί που ήταν οι βαριά τραυματισμένοι -οι περισσότεροι χωρίς χέρια και πόδια. Παίξαμε μέσα στ’ άλλα και τον “Τραυματία”. Και τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Τραγουδούσαν μαζί μας και οι τραυματίες του νοσοκομείου και με απεγνωσμένες προσπάθειες επιχειρούσαν να σηκωθούν όρθιοι! Τρέξαν αμέσως οι γιατροί και οι νοσοκόμες και φώναζαν: “Μη, κύριε Τσιτσάνη, σας παρακαλούμε, θα πεθάνουν”. Με κομμένα πόδια και χέρια και είχαν γίνει λιοντάρια. Ξεχνιούνται ποτέ αυτά; Και να ξέρετε ότι ήταν η πρώτη φορά που το άκουγαν, γιατί δεν είχε γίνει ακόμα δίσκος…”.
  4. Είναι η πρώτη φορά που σμίγουν δισκογραφικά Τσιτσάνης και Νίνου.

* ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΚΙ’ ΑΡΑΧΝΑ [ΝΙΚΟΥ ΜΑΘΕΣΗ - ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρόδρομος Τσαουσάκης) (1949).

«Μαύρα τα βλέπω κι άραχνα,
κι όλα σκοτεινιασμένα,
θα 'ναι καινούργια βάσανα
κι έρχονται για μένα.

Με καρδιοχτύπια ως το πρωΐ
ξυπνώ κι αναρωτιέμαι,
πως θα βραδιάσει σήμερα, μανούλα μου,
ο δόλιος πως κρατιέμαι.

Κι αν κλαίω τι με ωφελεί;
τα δάκρυά μου χάνω,
μαύρα τα βλέπω κι άραχνα, μανούλα μου,
τα σύννεφα απάνω».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Οι αρχικοί στίχοι του Μάθεση είναι κάπως τροποποιημένοι από τον Τσιτσάνη.
  2. Κατά δήλωση του ίδιου του στιχουργού στον Η. Πετρόπουλο, το τραγούδι γράφτηκε λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τα κανόνια των ανταρτών και, βέβαια, κάτω από την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει τότε ο απρόσμενος βομβαρδισμός. Μάλιστα δε -όπως είπε ο ίδιος ο Μάθεσης- με τη λέξη «απάνω» εξυπονοούσε τη Θεσσαλονίκη.
  3. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο δίσκος απαγορεύτηκε από την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Κεντρικής Μακεδονίας, γιατί το τραγούδι αυτό επιδρούσε καταλυτικά επάνω στο ηθικό των φαντάρων.

* ΚΑΝΕ ΛΙΓΑΚΙ ΥΠΟΜΟΝΗ (ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ) [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Σ. Μπέλλου - Β. Τσιτσάνης) (11/11/1948, COLUMBIA DG 6747).

«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή,
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή.

Διώξε τα σύννεφα απ’ τη καρδιά σου
και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς,
τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου
θα 'ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς.

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
κι ο έρωτάς σας θ’ αναστηθεί,
καινούργια αγάπη θα ξαναρχίσει
κάνε λιγάκι υπομονή».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι φαινομενικά είναι ερωτικό, όμως κρύβει μέσα του βαθειά πολιτικά μηνύματα. Η λέξη-κλειδί είναι η “χαραυγή”, δηλαδή η ελευθερία, που θα διώξει τα σκοτάδια της σκλαβιάς (δηλ. της τυραννίας, από την ξενοκρατία).
  2. Το ότι το τραγούδι έχει πολιτική σημασία φαίνεται και από την απαγόρευσή του, με επαναλαμβανόμενες αστυνομικές διαταγές, όχι μόνο μετά την κυκλοφορία του, αλλά ακόμα και μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου!
  3. Να σημειωθεί πως οι τότε χωροφύλακες και αστυφύλακες έσπασαν, με ιδιαίτερη μανία, πολλές εκατοντάδες πλάκες γραμμοφώνου με το τραγούδι αυτό.
  4. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης στην αυτοβιογραφία του λέει: “Τότε, με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. Εννοώ εκείνα που είχαν κατά τη γνώμη τους ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν μπορώ να ξέρω με τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε και μια λέξη γύρω από την πολιτική ή τα γεγονότα της εποχής, έπρεπε στα σίγουρα να το απορρίψουν. Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά: «Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή, καινούργια αγάπη να σου ζητήσει, κάνε λιγάκι υπομονή…”.

* ΧΤΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ (ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΞΕΛΟΓΙΑΣΤΡΑ) [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρ. Τσαουσάκης - Β. Τσιτσάνης) (6/12/1947, COLUMBIA DG 6674).

«Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα
σ’ ένα γλέντι φοβερό,
για μια κόρη ξελογιάστρα
κι αν χαθεί, που θα τη βρω;

Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω
σε βουνά και σε γκρεμό,
κι όμως ζω να τυρανιέμαι
στον δικό της τον καημό.

Μου την άρπαξε η μοίρα
μια βραδιά στο χαλασμό,
θα την βρω και θα την πάρω
το 'χω βάλει πια σκοπό».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι κρυπτογραφεί το πολιτικό του θέμα και το μεταμορφώνει σε ερωτικό. Γίνεται αλληγορικό, λέγοντας άλλα και εννοώντας άλλα. Εκφράζεται ερωτικά και υπαινίσσεται πολιτικά μηνύματα.
  2. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης δηλώνει: «το τραγούδι μου αυτό φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής». Επίσης, «είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ’ τη λογοκρισία. Σ’ αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας. Δεν είναι άλλη από την Ελλάδα αυτή η κόρη, που γι’ αυτήν γκρέμιζαν κάστρα στο φοβερό εκείνο χαλασμό του Εμφυλίου. Μήπως δεν ήταν έτσι; Δεν μπορούσα να μη βγάλω από μέσα μου εκείνο που μ’ έτρωγε, δηλαδή το φόβο για το ενδεχόμενο χαμό της. Και αυτό ήταν που μέτραγε περισσότερο απ’ όλα. Τι άλλο μπορούσα να κάνω εγώ, ένας καλλιτέχνης, στο αλληλοφάγωμα; Το είπα, ότι δεν έχω άλλα όπλα από τα τραγούδια μου…». (Απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του Β. Τσιτσάνη).

* ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ [ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Γιώργος Παπαδόπουλος - Ευαγγελία Μαρκοπούλου) (1949, ODEON GA 7670).

«Κατηγορώ τη μοχθηρή, κακούργα κοινωνία,
που ρίχνει πάντα το φτωχό στη μαύρη δυστυχία.

Για την κατάσταση αυτή και την αιτία,
κατηγορώ, κατηγορώ την κοινωνία.

Κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,
τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του.

Κατηγορώ την προστυχιά και την πλεονεξία,
το προσωπείο της ψευτιάς, τη μαύρη προδοσία».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι φαινομενικά είναι βαθειά κοινωνικό και εκφράζει την κοινωνική αδικία και την ταξική πάλη που επικρατούσε τότε ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά στρώματα του λαού μας (και δυστυχώς εξακολουθεί να επικρατεί ακόμα και σήμερα, παρόλο που πέρασαν τόσες δεκαετίες!). Όμως, μπορεί ταυτόχρονα να κρύβει μέσα του και βαθειά πολιτικά μηνύματα.
  2. Οι λέξεις-κλειδιά για την κρυπτογράφηση πιθανών πολιτικών μηνυμάτων είναι η “κοινωνία” και η “μαύρη προδοσία”.
  3. Με τη λέξη “κοινωνία”, μπορεί ο δημιουργός του τραγουδιού να εννοεί το επίσημο κράτος, που με την άσκηση της εκάστοτε πολιτικής του (κοινωνικής ή αντικοινωνικής για τις μεγάλες μάζες) διαμορφώνει ταξικές, κοινωνικές και οικονομικές διαφορές στα διάφορα κοινωνικά στρώματα και επομένως προκαλεί κατάφορες αδικίες. Και βέβαια -σχεδόν πάντα- υπέρ του πλούσιου και ισχυρού, σε βάρος του ταλαίπωρου και άτυχου φτωχού.
  4. Με τις λέξεις “μαύρη προδοσία” είναι πιθανόν ο Τσιτσάνης να κάνει άμεση ή έμμεση αναφορά στο φαινόμενο της πολιτικής προδοσίας, που την εποχή εκείνη ήταν δυστυχώς σε άνθηση. Πολλοί έλληνες πατριώτες κατέληγαν εξόριστοι στα ξερονήσια, εξ’ αιτίας “καλοθελητών” που κατέφευγαν στην Ασφάλεια και πρόδιναν ή συκοφαντούσαν συναθρώπους τους, για διάφορους λόγους και αιτίες. Η μπόρα αυτή πήρε στο διάβα της εκτός από αριστερούς πατριώτες και συγγενείς τους, ακόμα και αθώους Έλληνες πολίτες και στρατιώτες, πολιτικά τοποθετημένους στο κέντρο και αχρωμάτιστους δημοκράτες, βυθίζοντας έτσι πολλές εκατοντάδες οικογένειες στην απόλυτη απόγνωση και φτώχεια.

* Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΧΕΙ ΜΑΥΡΙΣΕΙ (ΕΙΝ’ Η ΩΡΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ) [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρ. Τσαουσάκης - Θανάσης Γιαννόπουλος - Β. Τσιτσάνης) (13/10/1951, HMV AO 5028).

«Είν’ η ώρα περασμένη
κι η βραδιά σκοτεινιασμένη.
Έχει ο ουρανός μαυρίσει
και η μπόρα δε θ’ αργήσει.

Αστραπές τη νύχτα σκίζουν
κι οι βροντές με φοβερίζουν.
Με τη μπόρα θα μαλώσω,
μα θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω.

Να προσέξεις τη ματιά μου,
να διαβάσεις την καρδιά μου,
για να δεις το πως πεθαίνει
μια ψυχή τυραννισμένη».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Και σ’ αυτό το τραγούδι του ο Τσιτσάνης εκφράζεται με το γνωστό κώδικα «φως» και «σκοτάδι». Η νύχτα συμβολίζει την τυραννία και η μπόρα την κόλαση πυρός του πυροβολικού και της αεροπορίας. Επιπρόσθετα, κάνει αναφορά στον παλικαρίσιο τρόπο που πεθαίνει ο αντάρτης, αφού είναι αποφασισμένος να αναμετρηθεί με τη μπόρα, να πολεμήσει ανυποχώρητα, μέχρι να αποκτήσει τη λευτεριά του. Κι αν ακόμα δεν τα καταφέρει να φτάσει στο στόχο του, τουλάχιστο θα έχει έναν υπερήφανο θάνατο και θα απαλλαγεί και από την τυραννία του κατακτητή.
  2. Με το γνωστό τέχνασμα, το τραγούδι πήρε ερωτική μορφή, όμως είναι έκδηλα η αλληγορία και τα πολιτικά μηνύματα που περικλείει (ακόμα και στον πιο αφελή αμφισβητία).

* ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΖΩΗ [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Πρ. Τσαουσάκης - Ι. Γεωργακοπούλου) (Σεπτ. 1947, HMV AO 2761).

«Ως πότε πια τέτοια ζωή, να ζούμε χωρισμένοι
και στη δική μας συμφορά να χαίρονται οι ξένοι;
Να χαίρονται και να γελούν φίλοι, γνωστοί και ξένοι;

Μπορούμε να ξεχάσουμε τα τόσα όνειρά μας,
που κάνανε σ’ ένα σκοπό οι χτύποι της καρδιάς μας;

Κι αυτοί που μας ζηλεύουνε απ’ τον καημό ας λιώσουν:
ζωή χρυσή για μας θα 'ρθει κι αυτοί θα μετανιώσουν».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ένα ακόμα τραγούδι του Τσιτσάνη με αλληγορικούς στίχους και συμφιλιωτικές τάσεις, που κατώρθωσε να ξεγελάσει την αυστηρή λογοκρισία και να περάσει προοδευτικά πολιτικά μηνύματα.
  2. Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του, παρά τη φαινομενικότητα του πως πρόκειται για ένα αθώο ερωτικό τραγούδι, επιβλήθηκε η άμεση απαγόρευσή του και αποσύρθηκε από την αγορά.

* ΣΑΝ ΑΠΟΚΛΗΡΟΣ ΓΥΡΙΖΩ (ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ) [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Σωτηρία Μπέλλου) (30/11/1950, HMV AO 2995).

«Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά,
περιπλανώμενος, δυστυχισμένος,
μακριά απ’ της μάνας μου την αγκαλιά.

Κλαίνε τα πουλιά για αέρα και τα δέντρα για νερό,
κλαίω, μανούλα, κι εγώ για σένα
που έχω χρόνια να σε δω.

Πάρε, Χάρε, την ψυχή μου ησυχία για να βρω,
αφού το θέλησε η μαύρη μοίρα,
μες στη ζωή μου να μη χαρώ».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Κατά μια πληροφορία που έχω στο αρχείο μου (και την παραθέτω με κάποια επιφύλαξη), το τραγούδι απευθύνεται κυρίως προς τους αυτοεξόριστους (πολιτικούς πρόσφυγες) στο Ανατολικό Μπλοκ, με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, το 1949.

* ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΔΙΑΦΟΡΑ [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Γραμμένο και συνθεμένο το 1951).

«Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε
την κοινωνία τούτη,
και φέρνουν μαύρη συμφορά:
τη φτώχεια και τα πλούτη.

Της κοινωνίας η διαφορά
φέρνει στο κόσμο μεγάλη συμφορά.

Έχει η ζωή γυρίσματα
έχει και μονοπάτια,
γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα
και χτίζονται παλάτια.

Της κοινωνίας η διαφορά
φέρνει στο κόσμο μεγάλη συμφορά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το 1956 ο Τσιτσάνης θέλησε να το φωνογραφήσει, αλλά η λογοκρισία το απέρριψε παμψηφεί! Κι αυτό επειδή εμφανέστατα παρουσιάζει την ταξική αντιπαράθεση και την κοινωνική πάλη μεταξύ πλουσίων-ισχυρών και φτωχών-αδυνάτων.
  2. Στην αυτοβιογραφία του, λέει ο Τσιτσάνης: “Το ‘γραψα και το συνέθεσα αμέσως με το πέρας του εμφυλίου πολέμου, γύρω στο 1951. Δυο μελωδίες έχω γι’ αυτό το τραγούδι, δυο μουσικές σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Είχα και τρίτο στίχο και ένα ρεφρέν ακόμα, αλλά τώρα έχω ξεχάσει τα λόγια. Βλέπεις, τραγούδια που δεν τα τραγουδάω, ούτε στο πάλκο, ξεχνιούνται από μόνα τους. Κάπου το ‘χω σημειωμένο, αλλά παρά τις προσπάθειές μου δεν κατόρθωσα να το βρω ακόμα. Μετά λίγα χρόνια, αφ’ ότου το συνέθεσα, γύρω στο 1956 με '57, το υπέβαλα στη λογοκρισία, γιατί ήθελα να το κάμω δίσκο. Και θυμάμαι τον τότε υπεύθυνο παραγωγής της ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, το Νίκανδρο Μηλιόπουλο, που ήρθε και μου 'πε ότι: “Το τραγούδι αυτό, Βασίλη, δεν περνάει από τη λογοκρισία, με κανένα τρόπο, γιατί το θεωρούν επαναστατικό και φυσικά ακατάλληλο για δίσκο”. Ευτυχώς δεν έκανα το λάθος να το διασκευάσω - γιατί εκείνα τα χρόνια όταν η λογοκρισία δεν πέρναγε τραγούδι, σου 'λεγε να το αλλάξεις κάπως τους στίχους και τότε, αν έμενε ικανοποιημένη, σου 'δινε άδεια - και το παράτησα ακριβώς όπως το είχα γραμμένο. Μέχρι σήμερα παραμένει ανέκδοτο και σκέπτομαι να το γραμμοφωνήσω τώρα, αλλά με ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα”.
  3. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, ερμηνευμένο από τους Γιώργο Νταλάρα, Γλυκερία και Δημήτρη Κοντογιάννη.
  4. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

* ΞΥΠΝΩ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΣΙΔΕΡΑ (ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑ) [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Μήτσος Χρήστου ή Σκύλος - Ευαγγελία Μαρκοπούλου) (1952, PARLOPHONE B. 74261).

«Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα
και μ’ αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα.

Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.

Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία
στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν’ αιτία.

Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.

Βροντούν οι αλυσίδες μου, ξυπνώ αλαφιασμένος
και μόλις πιάσω σίδερα χτυπιέμαι απελπισμένος.

Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάζουν τα κελιά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι έχει σχέση με τον Εμφύλιο Πόλεμο.
  2. Το πιθανότερο είναι να αναφέρεται για τους εξόριστους αριστερούς στα ξερονήσια.
  • Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ [ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (Στ. Χασκίλ - Τ. Μπίνης - Στελλάκης Περπινιάδης) (1949, ODEON GA 7555).

«Μ’ έχεις κλεισμένη μέρα - νύχτα μεσ’ στο σπίτι
και δε με βγάζεις λίγο έξω να χαρώ,
λες κι εγκλημάτησα και είμαι δικασμένη
και περιμένω αμνηστία για να βγω.

Πες μου τι έφταιξα και μ’ έχεις τιμωρήσει
κι όλο μου φέρνεσαι σκληρά και μ’ απειλείς;
Να το κατάλαβες πως σου 'χω αδυναμία;
Μα αυτά που κάνεις όμως θα τα πληρωθείς.

Μην το νομίζεις πως θα μ’ έχεις σκλαβωμένη
και σαν πουλάκι στο κλουβί πάντα να ζω…
Η ώρα ζύγωσε, θ’ ανοίξουν τα φτερά μου
κι από τα χέρια σου θα φύγω να σωθώ».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια που έγραψε ο Μπάμπης Μπακάλης με πολιτικό μήνυμα και που έχουν σχέση με τον Εμφύλιο.
  2. Ενώ φαινομενικά το τραγούδι είναι ερωτικό, ο δημιουργός του καμουφλάρισε τη λέξη-κλειδί “αμνηστία”;, δηλαδή το σύνθημα, λόγω της μεγάλης πολιτικής αναταραχής της εποχής εκείνης, με σκοπό βέβαια να ξεγελάσει την ιδιαίτερα αυστηρή λογοκρισία. Αυτή η λέξη λέει πολλά και έχει έντονο πολιτικό νόημα και ο κόσμος αντιλαμβάνεται το πραγματικό νόημα των στίχων.
  3. Σχετικά με το τραγούδι, ο ίδιος ο Μπακάλης, δήλωσε: «Και όλα τα τότε τραγούδια ήταν διφορούμενα. Δεν είχαμε την ελευθερία να τα γράψουμε όπως θέλαμε. Άκου τώρα τους στίχους από ένα τραγούδι (σημ.: εδώ παραθέτει την πρώτη στροφή της «Φυλακισμένης»). «Σπίτι», βέβαια, ήταν η φυλακή. Για την αμνηστία την πολιτική έλεγα. Πώς να μιλήσεις ανοιχτά; Ο κόσμος όμως καταλάβαινε».
  4. Αρκετά χρόνια αργότερα, το τραγούδι κυκλοφορεί σε μια δεύτερη εκτέλεση, όπου τώρα θα πάρει πια τον οριστικό του τίτλο «Περιμένω αμνηστία» (HMV 7PG 2915).

* Ο ΑΝΤΑΡΤΟΠΛΗΚΤΟΣ [ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (Ντούο Χάρμα) (1949, ODEON GA 7508).

«Σε ξένους τόπους ανταρτόπληκτος γυρίζω,
γιατί μια μέρα μου γκρεμίσαν τη φωλιά,
πήραν το βιος μου και τα παιδιά μου
και στο σπιτάκι μου εβάλανε φωτιά.

Τέτοια λαχτάρα δεν την πέρασε κανένας,
είναι μεγάλη συμφορά που μ’ έχει βρει,
μα όλοι μου λένε: “Κάνε κουράγιο,
είναι κι άλλοι που υποφέρουν πιο πολύ”.

Τα βάσανά μας τελειώσαν μια για πάντα
και τις καρδιές μας πλημμυρίζει η χαρά,
γιατί η Ελλάδα έχει νικήσει
και τα σπιτάκια μας θα φτιάξουμε ξανά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ο Μπάμπης Μπακάλης, από αριστερή κατεύθυνση, απροσδόκητα έρχεται με το τραγούδι του αυτό να ενισχύσει την κρατική θέση (ή προπαγάνδα, για τους αριστερούς). Προφανώς με το τραγούδι του αυτό, ο Μπακάλης θέλει να κάνει τα «γλυκά μάτια» στο τότε κράτος της δεξιάς, αποσκοπώντας σε ίδιον όφελος.
  2. Ανταρτόπληκτος ή Συμμοριτόπληκτος λέγεται ο πρόσφυγας του εσωτερικού (συνήθως ο κάτοικος της υπαίθρου, ο χωρικός), ο οποίος έχει πληγεί -λέει το Κράτος- από τους αντάρτες ή συμμορίτες, ενώ οι τελευταίοι επιρρίπτουν την ευθύνη στη δράση των Εθνικών Δυνάμεων.
  3. Πιο συγκεκριμένα, οι αντάρτες μιλάνε για βίαιη απομάκρυνση των χωρικών από τα σπίτια και τα χωράφια τους, από τις κρατικές δυνάμεις, με σκοπό να ερημώσει ο τόπος της υπαίθρου και να μείνει το αντάρτικο χωρίς βάση και τρόφιμα.
  4. Η άλλη πλευρά, το επίσημο κράτος και μαζί του και πάρα πολλοί ανταρτόπληκτοι, μιλάνε για κάψιμο της υπαίθρου, των σπιτιών ολόκληρων χωριών, μιλάνε και θρηνούν για τη βίαιη στρατολόγηση ανδρών και εφήβων, για να βγουν με το ζόρι αντάρτες στο βουνό, μιλάνε για το απάνθρωπο και ξενοκίνητο άρπαγμα παιδιών και το ομαδικό αθέλητο πέρασμά τους στο παραπέτασμα (στις ανατολικές χώρες).
  5. Όμως, δυστυχώς για τον άμοιρο Ελληνικό Λαό, που βουτήχτηκε με τον Εμφύλιο στο αδερφικό αίμα, υπάρχει και μια τρίτη πλευρά, οι Αγγλοσάξωνες οι φακιδόκωλοι (αυτή η πονηρή και απίστευτα ύπουλη ράτσα!), οι «σύμμαχοι» και «προστάτες» μας, που ήθελαν τον εθνικό μας διχασμό. Αυτοί, τον καιρό της Εθνικής Αντίστασης, έριχναν με αεροπλάνα στα βουνά και στα πεδία των μαχών εξοπλισμό, πολεμοφόδια και τρόφιμα και στις δυο παρατάξεις (δηλ. και στον ΕΛΑΣ, αλλά και στον ΕΔΕΣ) και επιπλέον, ρίχνανε και κάσες …χρυσές λίρες (αυτές, λέγεται, κυρίως στους αντάρτες του Βελουχιώτη). Το γιατί, είναι αυτονόητο και λίγο - πολύ γνωστό. Και για την ιστορία, είναι αρκετοί αυτοί που πλούτησαν με τέτοιες λίρες εγγλέζικες!
  6. Από το 1949 που έληξε ο Εμφύλιος έως και σήμερα, έχει χυθεί άφθονο μελάνι και ξοδεύτηκαν τόνοι χαρτιού για να γραφτούν εκατοντάδες βιβλία, απομνημονεύματα, αυτοβιογραφίες, περιγραφές, ιστορικά γεγονότα, μαρτυρίες, κλπ, για τον Εμφύλιο, που καλύπτουν τις θέσεις και τους ισχυρισμούς και από τις δυο μεριές. Αναμφίβολα, ένα ψύχραιμο και ουδέτερο ή απλά δίκαιο μάτι, βλέπει φανερά πως και τα δυο αντίπαλα μέρη έκαναν -το ένα σε βάρος του άλλου, ή μάλλον στην πλάτη του ταλαίπωρου Ελληνικού Λαού- απίστευτα εγκλήματα και απάνθρωπες αγριότητες. Έλληνες ασφαλώς ήταν και οι μεν και οι δε (εκτός, βέβαια, των προδοτών), παρασυρμένοι δυστυχώς από τα πάθη και τις παρατάξεις τους.
  7. Προσωπικά, μπορώ να καταθέσω τρία γεγονότα, που τα βίωσα ο ίδιος (χωρίς ασφαλώς να θέλω να ανάψω τα αίματα κανενός θερμοκέφαλου και ούτε παίρνω θέση υπέρ της μιας ή της άλλης παράταξης. Αυτό το καταθέτω ρητά και κατηγορηματικά παραπάνω και νομίζω πως είναι έκδηλο και σ’ ολόκληρο το παρόν μου πόνημα).

1ο γεγονός: Το 1949, στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων (4) μόλις ετών (!), βλέπω έντρομος -με τα ίδια μου τα παιδικά και αθώα ματάκια- την κωμόπολη Εράτυρα της Κοζάνης (ή Σέλτσα, όπως τη λέγανε παλιά) να είναι πολύ πρόσφατα καμμένη, σχεδόν ολόκληρη, από τους αντάρτες. Φρίκη παντού, εφιάλτης σωστός, θρήνος και απίστευτες εικόνες, που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μου μέχρι σήμερα.

2ο γεγονός: Συγγενικά μου πρόσωπα (εξ’ αγχιστείας) έχασαν τα παιδιά τους στο παιδομάζωμα, με βίαιες αρπαγές από αντάρτες. Από τα ίδια αυτά παιδιά, που κατώρθωσαν μετά από δεκαετίες να βρουν τους δικούς τους και έτυχε να τα γνωρίσω κι εγώ προσωπικά, άκουσα ανατριχιαστικές ιστορίες, ασύλληπτες περιπέτειες, απίστευτες ταλαιπωρίες και εισέπραξα ανάγλυφα τα βαρειά τραυματικά τους βιώματα. Κάθε μια ξεχωριστή ιστορία, είναι σωστή Οδύσσεια!

3ο γεγονός: Δύο αδέρφια θείοι μου, πρωτοξάδελφα του πατέρα μου, στην Κοζάνη. Ο ένας παπάς-θεολόγος και ο άλλος φοιτητής της Νομικής. Και οι δυο ιδεολόγοι αριστεροί. Ο παπάς, πρωτοσύγγελος της μητρόπολης Κοζάνης και δεξί χέρι του τότε μητροπολίτη (και αριστερού) Ιωακείμ, βγαίνει μαζί του στο βουνό, στο αντάρτικο, εναντίον του κατακτητή, κρατώντας στο ένα χέρι το σταυρό και στο άλλο το ντουφέκι. (Το 1945, μετά την απελευθέρωση, βρίσκεται -άγνωστο πως- παπάς στη Σαλαμίνα, όπου εφημερεύει εκεί έκτοτε για δεκαετίες). Ο μικρότερος αδελφός, ο φοιτητής, στα χρόνια αυτά κυνηγιέται συνεχώς από την τοπική Ασφάλεια Κοζάνης και κρύβεται πότε εδώ και πότε εκεί. Είναι ο αγαπημένος εξάδελφος, φίλος και συνομήλικος του πατέρα μου και παρ’ όλο που τους χώριζαν ιδεολογικά τα πολιτικά τους πιστεύω, πέθαινε ο ένας από αγάπη για τον άλλον. Μεγαλώσανε μαζί και αγαπιόντουσαν σαν αδέλφια. Τον ίδιο (τον φοιτητή) απ’ ότι θυμάμαι, τον αγαπούσαν όλοι οι συγγενείς πάρα πολύ, γιατί ήταν αδαμάντινος χαρακτήρας και πολλές φορές τον κρύβανε (με μεγάλο κίνδυνο) στα σπίτια τους. Εκτός όμως απ’ τα δυο αυτά αδέλφια, υπάρχει και τρίτος αδελφός (μεσαίος ηλικιακά), που τότε ήταν οικογενειάρχης, δημοκράτης (όχι αριστερός), υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας και εντελώς αμέτοχος στον εμφύλιο σπαραγμό. Δυστυχώς όμως, ήταν αυτός που πλήρωσε τελικά τα σπασμένα ή τα «κρίματα» των δυο αριστερών αδελφών του, για την αντιστασιακή τους δράση. Η Ασφάλεια, ψάχνοντας να βρει και να συλλάβει τον μικρό (και ενώ ο μεγάλος, ο παπάς, ήταν από χρόνια άφαντος, αντάρτης στο βουνό), τον πιάνει και τον ανακρίνει πολύ πιεστικά, για να τους φανερώσει που κρύβεται ο φοιτητής αδελφός του. Αυτός όμως δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο μικρός. Τελικά, το 1948, η Ασφάλεια συλλαμβάνει τον μεσαίο αδελφό. Τον βασανίζουν άγρια στα μπουντρούμια τους, τον αθώο και δυστυχή θείο μου, πολλές μέρες απάνθρωπα τα κτήνη. Ο δόλιος, μισοπεθαμένος, αρρωσταίνει βαριά και τελικά μένει από τη μέση και κάτω ανάπηρος από το πολύ ξύλο, για όλη την υπόλοιπη και μίζερη ζωή του! Το τι τράβηξε αυτή η ατυχής οικογένεια του ανάπηρου θείου μου, με τρία μικρά παιδιά τότε (δεύτερα ξαδέρφια μου), χωρίς δουλειά ο ανήμπορος πατέρας, χωρίς έσοδα και περιουσιακά στοιχεία, είναι αδύνατον να περιγραφεί με λίγες λέξεις. Σταθήκανε οι συγγενείς κοντά τους, όσο μπορούσανε, αλλά αυτό δυστυχώς δεν έφτανε. Πρόκειται για μια τραγική ιστορία, αληθινή, κατάλληλη για κινηματογραφική ταινία μελό. Μια από τις αμέτρητες παρόμοιες ιστορίες στην πολύπαθη Ελλάδα. Αν τώρα διαβάσουν τα γραφόμενά μου τα ξαδέλφια μου, ίσως και να στεναχωρεθούν μαζί μου. Όμως, αισθάνομαι πως όφειλα να βγάλω κάποτε στον αέρα τη θλιβερή τους οικογενειακή τραγωδία (έστω και ανώνυμα), γιατί η θύμησή της με πνίγει και δεν μπορεί να σβηστεί απ’ το μυαλό μου. <u>Τα συμπεράσματα, βέβαια, είναι όλα δικά σας</u>.

* Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ (ΒΟΓΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΤΣΙ, ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΟΣ) [ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ].
(1949, ODEON GA 7508).

«Βογγάει το Βίτσι, μουγκρίζει ο Γράμμος,
τα παλικάρια πολεμούν μεσ’ στη φωτιά,
μα κάποια σφαίρα σφυρίζει στον αέρα
κι ένας λεβέντης τραυματίζεται βαριά.

Νιώθει το βλήμα μεσ’ στο κορμί του,
κοιτά, το αίμα τρέχει τώρα απ’ την πληγή,
χαμογελάει σαν βλέπει τη σημαία
πάνω στο Βίτσι να υψώνεται γραμμή.

Βλέπει μπροστά του μια Ελληνίδα
με τα ματάκια της να είναι θολά
και δυο φαντάροι τον βάζουν στο φορείο
κι από τη μάχη τόνε παίρνουν μακριά.

Μόλις μαθαίνει η δόλια μάνα,
μέρα και νύχτα το Θεό παρακαλεί
από το Χάρο να σώσει το παιδί της,
γιατί θα μείνει μέσ’ στον κόσμο μοναχή,
από το Χάρο να σώσει το παιδί της,
γιατί η πατρίδα πάλι θα το χρειαστεί».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Στο τραγούδι του αυτό, όπως και στο προηγούμενο, ο Μπάμπης Μπακάλης κάνει δεξιά στροφή και συντάσσεται με το μέρος των νικητών του Εμφυλίου, με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Είναι από τις μεγάλες πολιτικές αντιφάσεις στις πεποιθήσεις τού μέχρι τότε αριστερίζοντος Μπακάλη. Αργότερα, παρουσιάζεται και πάλι με αριστερές τάσεις στα τραγούδια του.
  2. Το «δεξιό» αυτό τραγούδι παρουσιάζει κάποια επιμέρους παράδοξα: ο πρώτος του στίχος μιμείται ολοφάνερα τον πασίγνωστο αντάρτικο στίχο «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα». Ο τίτλος του τραγουδιού είναι ίδιος με το ομώνυμο τραγούδι του Τσιτσάνη, ενώ παράλληλα το μιμείται φανερά στο ύφος, στο θέμα και στο μέτρο.
  3. Εξ’ αιτίας αυτού του τραγουδιού, κορυφώθηκε η μεγάλη κόντρα ανάμεσα στον Τσιτσάνη και στον Μπακάλη, που είχε ήδη ξεσπάσει δυό χρόνια νωρίτερα με το «Κάποια μάνα αναστενάζει».

* ΖΗΤΑΕΙ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΥΙΟΣ ΤΗΣ [ΜΠΑΜΠΗ ΜΠΑΚΑΛΗ] (1949;)

  • <u>Σημείωση</u>:
    Μάλλον πρόκειται για το τραγούδι (από άποψη στίχων τουλάχιστον) που έδωσε ο Μπακάλης στον Τσιτσάνη, αλλά αυτός δημιούργησε τελικά το “Κάποια μάνα αναστενάζει”. Κι έτσι άρχισε ο μεταξύ τους πόλεμος.

* ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΔΟΛΙΟΣ [ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (1952 - 53, ODEON GA 77…).

«Μελλοθάνατος ο δόλιος στο κρεβάτι ξαγρυπνώ,
λιώνω, σβήνω σαν κεράκι και το Χάρο καρτερώ.

Σαν θα πεθάνω,
ποιος θα με κλάψει
και ποιος στον τάφο μου
κερί θ’ ανάψει;

Ένα έρημο πουλάκι έχω μείνει στη ζωή,
από φτώχεια και ορφάνια και τρανή καταστροφή.

Μια γυναίκα είχα αγαπήσει, μ’ εγκατέλειψε κι αυτή,
τέτοιος είναι πια ο κόσμος που κανείς να μην τον ζει».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Στο τραγούδι του αυτό, ο δημιουργός, χρησιμοποιεί κωδικοποιημένα τη λέξη-κλειδί “μελλοθάνατος”, για να το περάσει από τη λογοκρισία, μια και η μεταεμφυλιακή ένταση, οι εξορίες και οι εκτελέσεις αριστερών καλά κρατούσε ακόμα.
  2. Ο Μπ. Μπακάλης, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1986, δηλώνει: "Ήμουνα στα Τρίκαλα και διάβασα στις εφημερίδες για …κάποιον που εκτελέσανε. Ξέρεις εσύ, ποιον εννοώ. Δεν την άντεξα την αδικία και είπα: “Μελλοθάνατος ο δόλιος στο κρεβάτι ξαγρυπνώ, λιώνω, σβήνω σαν κεράκι και το Χάρο καρτερώ”. Αλλά, βέβαια, ο “Μελλοθάνατος” δεν έλιωνε, δεν έσβηνε. Αν δεν το 'βαζα, όμως, αυτό δε θα πέρναγε (από τη λογοκρισία) και το τραγούδι.
  3. Σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, στενό συνεργάτη του Μπακάλη, το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τον Νίκο Μπελογιάννη, τον “άνθρωπο με το γαρίφαλο”, όπως τον σκιτσάρισε ο μεγάλος ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο. (Για την ιστορία, και για τους μη γνωρίζοντες, ο Ν. Μπελογιάννης ήταν μέλος της Κ.Ε. του παράνομου -τότε, και μέχρι το 1974- ΚΚΕ. Καταδικάστηκε για κατασκοπεία και εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952).
  4. Ας μου επιτραπεί να πω πως, σαν σε όνειρο, θυμάμαι ακόμα και σήμερα την αποφράδα εκείνη μέρα και τον “συνωμοτικό” ντόρο -για τον φόβο των Ιουδαίων- που προκάλεσε το αποτρόπαιο γεγονός. Την ημέρα της εκτέλεσης του δύστυχου Μπελογιάννη, όλη η οικογένεια, κρεμμασμένοι γύρω από το ραδιόφωνο, ακούγαμε αποσβολωμένοι τα γεγονότα από το δελτίο ειδήσεων του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων. Απ’ το φόβο μου, κρύφτηκα αμέσως κάτω από το μεγάλο τραπέζι, τρέμοντας και αν θυμάμαι καλά, θα πρέπει να κατουρήθηκα επάνω μου! Ήμουνα, βλέπετε, στη τρυφερή ηλικία των 7 χρόνων!!
  5. Μια δήλωση του Μπάμπη Μπακάλη, ότι έγραψε το τραγούδι το 1953, δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες για το αν ο μελλοθάνατος του τραγουδιού ήταν πράγματι ο Μπελογιάννης. Αν η χρονολογία αυτή (1953) είναι σωστή, τότε πιθανόν το τραγούδι να αναφερόταν στον Νίκο Πλουμίδη, άλλο στέλεχος του ΚΚΕ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου που εκτελέστηκε το 1953.

* ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ ΠΕΡΝΩ [ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (Σωτηρία Μπέλλου) (1954, ODEON GA 7817).

«Σαν τον εξόριστο γυρίζω μεσ’ στα ξένα,
περιπλανιέμαι ο φτωχός εδώ κι εκεί,
σαν το πουλάκι το τρομαγμένο,
που του γκρεμίσαν τη φωλιά του κεραυνοί.

Στα μαύρα ξένα που γυρνώ,
σαν τον εξόριστο περνώ.

Μέρα και νύχτα στα σκοτάδια βουτηγμένος,
με περιζώνουν πάντα σύννεφα βαριά,
ποτέ δε βγήκε για μένα ήλιος,
ποτέ τα μάτια μου δεν είδαν ξαστεριά.

Σαν τον εξόριστο γυρίζω μεσ’ στα ξένα,
ούτε χλωρό κλαρί δε βρίσκω να σταθώ,
όλα τα όνειρα που έπλαθα χαθήκαν
στους μαύρους τόπους που παντέρημος γυρνώ».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Στο τραγούδι αυτό η λέξη-σύνθημα, με έντονα πολιτικά μηνύματα, είναι «εξόριστος». Εξόριστοι, την εποχή εκείνη, ήταν οι εκτοπισμένοι στα διάφορα ξερονήσια πολιτικοί κρατούμενοι και οι αντιφρονούντες και απείθαρχοι στρατιώτες.
  2. Η παραπλάνηση της λογοκρισίας απ’ το Μπακάλη στηρίζεται στην έννοια της ξενιτιάς. Ξενιτιά όμως ήταν και οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, που κατέφυγαν οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού και οι εξόριστοι.
  3. Αν και δεν είναι βέβαιο πως οι στίχοι αυτών των τραγουδιών για τον Εμφύλιο είναι δημιουργήματα του ίδιου του Μπάμπη Μπακάλη, η εξομολόγηση του Βίρβου είναι αποκαλυπτική και ενδεικτική. Λέει, λοιπόν, κάποτε ο Κώστας Βίρβος για τον συνεργάτη του Τρικαλινό: «Για να είμαι ειλικρινής, έμαθα πολλά πράγματα, πολλά κόλπα απ’ τον Μπάμπη Μπακάλη. Ακόμα μ’ έμαθε να διαλέγω το στίχο, τις φράσεις που θα βάζω. Με έμαθε και όλα τα τερτίπια, όλες τις πονηριές, όλες τις ίντριγκες γύρω από το τραγούδι».

* ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ [ΜΠΑΜΠΗ ΜΠΑΚΑΛΗ] (Στέλιος Σουγιουλτζής - Λέλα Παπαδοπούλου) (1955 - 56, PARLOPHONE DPG 227).

«Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.

Από το ‘41, μέχρι τούτη τη στιγμή,
μ’ έχουν βρει χιλιάδες μπόρες, μ’ έχουν πνίξει οι καϋμοί.

Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.

Πως αντέχει το κορμί μου,
απ’ τις πολλές τις συμφορές μαύρισε η ψυχή μου.

Πάντα ζω με την ελπίδα, για μια μέρα πιο καλή,
τυρρανιέμαι, υποφέρω, κι όλο κάνω υπομονή.

Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.

Μα η μπόρα θα περάσει
και η φτωχή μου η καρδιά μια μέρα θα γελάσει.

Δεν μπορεί να συνεχίζει, τέτοια άχαρη ζωή,
θα χαράξει και για μένα η γλυκειά η χαραυγή.

Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι φαινομενικά είναι βαθειά κοινωνικό και εκφράζει την κοινωνική απόγνωση που ζούσε ο Έλληνας από την Κατοχή (δηλ. από το '41) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, που κυκλοφόρησε. Όμως, μπορεί ταυτόχρονα να κρύβει μέσα του και βαθειά πολιτικά μηνύματα.
  2. Οι λέξεις-κλειδιά για την κρυπτογράφηση πιθανών πολιτικών μηνυμάτων, στους στίχους του τραγουδιού, είναι το “1941”, η “μπόρα” και η “χαραυγή”.
  3. Το 1941 είναι το χρονικό ορόσημο όπου έχουμε στέρηση της ελευθερίας όλων των Ελλήνων, λόγω της γερμανο-ιταλο-βουλγαρικής Κατοχής. Με τη λήξη της το '44, συνεχίζεται ουσιαστικά η κατοχή της χώρας από τους αγγλο-αμερικάνους. Και συνεχίζεται με τον Εμφύλιο, μέχρι το 1949. Όμως, με τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου, για τον Έλληνα αριστερό πολίτη, δεν τελειώνει η μπόρα και δεν ξημερώνει η γλυκειά χαραυγή, δηλαδή η πολυπόθυτη ελευθερία.
  4. Για τους αριστερούς, εξακολουθεί η στέρηση της ελευθερίας και μετά το '49, μια και οι εναπομείναντες στη ζωή αντάρτες καταφεύγουν στο παραπέτασμα ως πολιτικοί πρόσφυγες, ενώ αμέσως αρχίζουν από το κράτος της τότε δεξιάς οι καταδιώξεις, οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις, οι βασανισμοί, οι φυλακίσεις, οι εξορίες και οι εκτελέσεις πολλών άλλων αριστερών, όσων παρέμειναν στη χώρα.

* ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ ΒΑΡΙΑ [ΕΥΤ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (Γιώτα Λύδια - Μπάμπης Καζαντζόγλου) (1955, COLUMBIA DCG 327).

«Συρματοπλέγματα βαριά
ζώνουν τη δόλια μου καρδιά.

Κουράγιο, δόλια μου καρδιά, τα σύρματα να σπάσεις,
κι αν η ζωή σε πρόδωσε, το θάρρος σου μη χάσεις.

Τόσο φαρμάκι, βρε ζωή, που θέλεις να το βάλω;
Ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου και δε χωράει άλλο.

Παλεύω σαν το ναυαγό στη μαύρη καταιγίδα,
το Χάρο με τα μάτια μου πολλές φορές τον είδα».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Τραγούδι με έντονα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα για τον Εμφύλιο και την μεταεμφυλιακή εφιαλτική περίοδο της αντάρας εκείνης.
  2. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι τα “Συρματοπλέγματα”, που άμεσα παραπέμπει στους τόπους εξορίας, τις φυλακές, τα στρατόπεδα και τους χώρους εγκλεισμού, των βασανιστηρίων και της στέρησης -μα και βάναυσης καταπάτησης- των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα λόγια του τραγουδιού, θα μπορούσαν εύκολα να βγαίνουν από το στόμα του φυλακισμένου αγωνιστή, του ιδεολόγου αριστερού.
  3. Πάντως, είναι άξιο περιέργειας το γεγονός ότι, παρόλο που το καμουφλάζ στο τραγούδι αυτό είναι σχεδόν ανύπαρκτο, κατώρθωσε και πέρασε από το εμπόδιο της λογοκρισίας.

* ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΞΑΓΡΥΠΝΑ (ΜΕΣ’ ΣΤΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ) [Κ. ΒΙΡΒΟΥ - ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (Π. Γαβαλάς - Ρία Κούρτη;) (1954).

«Ένας λεβέντης ξαγρυπνά
στο σκοτεινό κελλί του,
μεσ΄στα μπουντρούμια τα φριχτά
τον 'ρίξαν οι εχθροί του.

Δεν τον φοβίζουν τα κελλιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.

Κι αν σκλάβο τώρα τον κρατούν
οι μαύρες αλυσίδες,
αυτός μ’ ένα χαμόγελο
στους άλλους δίνει ελπίδες.

Δεν τον φοβίζουν τα κελλιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.

Δεν έφταιξε σε τίποτα
και χάρη δεν του δίνουν,
τα δάκρυα της μάνας του
κατάρες θα του γίνουν.

Δεν τον φοβίζουν τα κελλιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Τραγούδι με έντονα πολιτικά μηνύματα για την μεταεμφυλιακή εφιαλτική περίοδο. Τότε που, εκτός από τους καθαρά αριστερούς πολίτες, την πληρώσανε πανάκριβα ακόμα και μη αριστεροί, προφανώς συκοφαντημένοι από κάποια καθάρματα, που πιθανώς είχαν μεταξύ τους -και όχι πάντα απαραίτητα!- κάποιες προσωπικές διαφορές.
  2. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η “Χάρη”, που εναγωνίως περίμεναν να πάρουν -από το παλάτι κυρίως- οι μελλοθάνατοι, μέσα στα φριχτά κελλιά τους. Τα λόγια του τραγουδιού, θα μπορούσαν εύκολα να βγαίνουν από το στόμα του φυλακισμένου και μελλοθάνατου αγωνιστή, του ιδεολόγου αριστερού.
  3. Πάντως, είναι άξιο περιέργειας το γεγονός ότι, παρόλο που το καμουφλάζ στο τραγούδι αυτό είναι σχεδόν ανύπαρκτο, κατώρθωσε και πέρασε κι αυτό από το εμπόδιο της τότε λογοκρισίας.
  4. Παραμένει -κατά τη γνώμη μου- ερώτημα αν ο Μπακάλης είχε κάποια ευνοϊκή μεταχείριση από την επιτροπή λογοκρισίας.

* ΓΙΑ ΣΤΑΣΟΥ ΧΑΡΕ [Κ. ΒΙΡΒΟΥ - ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (Τάκης Μπίνης - Σούλα Καλφοπούλου) (1949, ODEON GA 7548).

«Για στάσου, Χάρε, να σου μιλήσω,
άκου μια μάνα τι θα σου πει:
Μη μου το παίρνεις το παλικάρι
και μείνω έρημη μεσ’ στη ζωή.

Τόσες λαχτάρες έχει περάσει
σ’ αυτά τα χρόνια που ‘χει βρεθεί,
πάψε κοντά του να φτερουγίζεις
κι άσ’ το να ζήσει και να χαρεί.

Λυπήσου, Χάρε, και την κοπέλα,
που τόσα χρόνια τον αγαπά
κι αν θέλεις διώξε απ’ τις καρδιές μας
αυτή τη μαύρη τη συμφορά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Κατά δήλωση του στιχουργού του τραγουδιού, Κώστα Βίρβου, είναι γραμμένο για τον Εμφύλιο, αναφέρεται στα πολιτικά γεγονότα της εποχής αυτής και απευθυνόταν στους μεγάλους, που συμβολίζονται εδώ με το Χάρο.
  2. Ο ίδιος ο στιχουργός, σε άλλη του δήλωση, λέει πως «το τραγούδι αναφερόταν στο παιδί που είχε πάει στο βουνό για να σκοτωθεί».

* ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΓΑΝΑΧΤΗΣΗ [Κ. ΒΙΡΒΟΥ - ΜΠ. ΜΠΑΚΑΛΗ] (1952, ODEON GA 7719).

«Γεμάτος αγανάχτηση
απ’ την παλιοκατάσταση,
όπου σταθώ κι όπου βρεθώ,
ψευτιά και μίσος συναντώ.

Θέλω να κλάψω
τα βάσανά μου,
μα ποιος θα νιώσει
τα πικρά τα δάκρυά μου;

Τον κόσμον όλο γύρισα,
συμπόνια λίγη ζήτησα,
από παντού με διώξανε,
τον πόνο μου δεν νιώσανε.

Γεμάτος αγανάχτηση
απ’ την παλιοκατάσταση,
αναρωτιέμαι κι απορώ
σε ποιον τον πόνο μου να πω.

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ακόμα ένα τραγούδι του διδύμου Βίρβου - Μπακάλη που αναφέρεται στα ολέθρια αποτελέσματα, κοινωνικά και οικονομικά, που μας κληροδότησε ο Εμφύλιος και η μεταεμφυλιακή ταραχώδης εποχή.
  2. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η «παλιοκατάσταση» και μας δηλώνει απερίφραστα όλη την επιδείνωση και τη διάλυση της κοινωνίας, μα και του βαθειά άρρωστου ελληνικού κράτους, μετά τον Εμφύλιο και τον εθνικό διχασμό.

* Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ [ΚΩΣΤΑ ΒΙΡΒΟΥ] (194;).

«Ένας φαντάρος κάθεται μονάχος
σ’ ένα κρασοπουλειό και δε μιλά.
Τι να θυμάται τάχα ο καημένος
κι από τα μάτια ένα δάκρυ του κυλά;

Θυμάται τη μανούλα που προσμένει
κοντά της να τον σφίξει παρευθύς,
και τα ποτήρια ατέλειωτα αδειάζει
να διώξει τη λαχτάρα της ψυχής.

Μα ο φαντάρος δε παραπονιέται
κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά
πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του,
όταν τα χέρια μας θα δώσουμε ξανά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ο στιχουργός Βίρβος πρότεινε (την εποχή εκείνη) αυτούς τους στίχους διαδοχικά στον Τσιτσάνη και κατόπιν στον Καλδάρα, για να τους μελοποιήσουν. Ο δεύτερος μάλιστα το μελοποίησε, αλλά η δισκογραφική εταιρία (ODEON) δεν τόλμησε να το παρουσιάσει στη λογοκρισία. Γνώριζαν πολύ καλά πως ήταν από χέρι κομμένο. Έτσι το τραγούδι είναι ανέκδοτο.
  2. Οι στίχοι του αντιστασιακού Κώστα Βίρβου είναι συμφιλιωτικοί για τις δύο αντίπαλες παρατάξεις.
  3. Να σημειωθεί ότι, η μοίρα του φαντάρου είναι διπλά τραγική, αφού από τη μια πλευρά έχει μπροστά του τις σφαίρες και τις νάρκες του Δημοκρατικού Στρατού και από την άλλη -αν δεν πράξει στο ακέραιο το καθήκον του- έχει πίσω του τα στρατοδικεία, τις φυλακές, τις εξορίες και τις εκτελέσεις της αγγλοαμερικάνικης ξενοκρατίας και του δεξιού κράτους.
  4. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο φαντάρος σίγουρα έχει πολύ χαμηλό ηθικό και εμφανίζει έλλειψη πειθαρχίας και ισχυρής θέλησης για να πολεμήσει. Αυτό το επισημαίνουν συνεχώς οι αμερικανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι και κατηγορούσαν ευθέως τον Κυβερνητικό Στρατό. Όμως, χωρίς να λογαριάσουν την ουσία της κατάστασης: αφού οι περισσότεροι φαντάροι προέρχονταν από ανταρτοχώρια, από αντιστασιακές ελληνικές οικογένειες και ασφαλώς ήταν απρόθυμοι να χύσουν αίμα αδελφικό, μόνο και μόνο για να υλοποιηθούν τα αμερικανοαγγλικά σχέδια στην Ελλάδα!

* ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ [ΑΠ. ΚΑΛΔΑΡΑ] (Στέλλα Χασκίλ) (27/2/1947, ODEON GA 7385).

«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι,
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Άραγε τι περιμένει
όλη νύχτα ως το πρωΐ,
στο στενό το παραθύρι
που φωτίζει το κελί;

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει,
μα διπλό είναι το κλειδί,
τι έχει κάνει και το 'ρίξαν
το παιδί στη φυλακή».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ο Απ. Καλδάρας αφηγείται σχετικά με το τραγούδι: “Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη, κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων… Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»”.
  2. Κατά μια δική μου πληροφορία, που έχω στο προσωπικό μου αρχείο εδώ και πολλά χρόνια, ο Καλδάρας, έγραψε το τραγούδι για τον θεσσαλονικιό φίλο του οργανοπαίκτη ρεμπέτη Χρήστο Μίγγο, που την εποχή εκείνη ήταν κρατούμενος στις Νέες Φυλακές της οδού Κασσάνδρου της Θεσσαλονίκης.

* Σ’ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ ΦΑΓΩΜΕΝΟ (ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ) [ΑΠ. ΚΑΛΔΑΡΑ] (Στράτος Παγιουμτζής - Λίτσα Χάρμα) (1948, ODEON GA 7476).

«Σ’ ένα βράχο φαγωμένο από κύμα αγριωπό,
ένα σούρουπο είχα κάτσει λίγο να συλλογιστώ.

Κάθε βήμα στη ζωή μου είναι πόνος και συμφορά,
θέλω ο δόλιος να πετάξω, μα δεν έχω τα φτερά.

Έτσι μ’ έχει καταντήσει των ανθρώπων η οργή,
στρώμα να 'χω τα χορτάρια και προσκέφαλο τη γη».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι φανερά αναφέρεται στον Εμφύλιο Πόλεμο και ειδικότερα σε κάποιο ξερονήσι (πιθανότατα τη Μακρόνησο), όπου σάπιζαν οι εξόριστοι αριστεροί (και οι συγγενείς τους ακόμα, ήταν δεν ήταν κομμουνιστές!).
  2. Για το φόβο της λογοκρισίας, η έκφραση «των ανθρώπων η οργή» αναγκαστικά αντικαταστάθηκε, τότε, με τα λόγια «μιας γυναίκας η οργή», αλλιώς ήταν αδύνατο να γραμμοφωνηθεί.

* Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ [ΚΩΣΤΑ ΜΑΝΕΣΗ - ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ] (Αθανάσιος Ευγενικός - Οδυσσέας Μοσχονάς) (1950).

«Μες στου πολέμου τη φωτιά
πληγώθηκα μικρή μου,
και ήρθα νοσοκόμα μου,
να γειάνεις την πληγή μου.

Κι αντίς να γειάνεις την πληγή
με τα γλυκά σου κάλλη,
μες στην καρδιά μου άνοιξες
κι άλλη πληγή μεγάλη.

Από το χάρο γλύτωσα
για την κακή μου μοίρα
και έπεσα στα χέρια σου
κι άλλη λαχτάρα πήρα».

  • <u>Σημείωση</u>:
  1. Το τραγούδι αναφέρεται εμφανώς στον Εμφύλιο Πόλεμο, μια και κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου, το 1950 (ο εμφύλιος έληξε το '49).
  2. Σαφέστατα οι δημιουργοί, Μάνεσης και Παπαϊωάννου, αναφέρονται σε τραυματία στρατιώτη των κυβερνητικών δυνάμεων, αφού ήταν αδιανόητο να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο τραυματίες μαχητές του δημοκρατικού στρατού. Αυτοί συνήθως πεθαίναν στα βουνά, ελάχιστα βοηθούμενοι, μια και τα μέσα υγειονομικής τους περίθαλψης ήταν πενιχρά έως ανύπαρκτα. (Η παρατήρησή μου αυτή δεν έχει βέβαια πρόθεση να προβάλει οποιαδήποτα αιχμή εναντίον των δημιουργών, για τα πολιτικά τους φρονήματα, κλπ).

* ΜΑΝΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ [ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ] (Α. Ευγενικός - Οδ. Μοσχονάς) (1950;).

«Στο τσαντίρι ξαπλωμένος
φανταράκος μοναχός,
απ’ αγάπη ξεχασμένος
κι από μάνα ορφανός.

Ποιός σ’ αυτόν θα γράψει γράμμα,
πέντε λόγια να του πει;
ποιος θα τον παρηγορήσει
και παιδί μου να του πει;

Κι όμως δεν στεναχωριέται
κι ούτε νιάζεται γι’ αυτό,
μάνα έχει την Ελλάδα
και γι’ αδέλφια τον στρατό».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι πέρασε απαρατήρητο από τη λογοκρισία, ίσως γιατί είχε τελειώσει ο εμφύλιος.
  2. Η λέξη ορφανός δεν χρησιμοποιείται στην κυριολεξία της. Εδώ σημαίνει στερημένος.

* Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ [ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ] (Οδυσσέας Μοσχονάς) (1950, COLUMBIA DG 6831).

«Τον ερχομό σου πάντα περιμένω,
και μέσα στη πικρή μου μοναξιά,
τραγούδι που σου λέω πονεμένο,
στον πόνο μου να βρω παρηγοριά. (δις)

Τους δρόμους που ερχόσουνα κοιτάζω,
τις ώρες που διαβαίνουνε μετρώ,
του γυρισμού τις μέρες λογαριάζω,
αγάπη μου γλυκειά σε καρτερώ. (δις)

Το γυρισμό σου πάντα περιμένω,
κι αν πέρασε τόσος πολύς καιρός,
δεν ξέχασα γι’ αυτό σου παραγγέλνω,
θα ζω με την ελπίδα 'δω και 'μπρος». (δις)

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Από τα συγκλονιστικότερα ρεμπέτικα τραγούδια, που ήταν άγνωστο μέχρι πριν λίγα χρόνια, με έμμεσες αναφορές στη δραματική περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
  2. Η ταυτόχρονη μελαγχολία με την ελπίδα που αποπνέει, φανερώνει -κατά μια άποψη- και την αγωνιώδη προσπάθεια του ελληνικού λαού να επιβιώσει, σε μια από τις σκληρότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας του.
  3. Οι στίχοι του τραγουδιού, γραμμένοι με σπάνια μαεστρία από τον ευαίσθητο μα και έξυπνο Γιάννη Παπαϊωάννου, μπορούν να παραπέμπουν σε οποιοδήποτε χωρισμό, και οποιαδήποτε αναμονή αγαπημένων προσώπων, είτε ερωτικού χαρακτήρα, είτε ξενητειάς (συμπεριλαμβάνοντας και την πολιτική προσφυγιά στις ανατολικές χώρες), είτε φυλακής ή εξορίας. Έτσι ο δημιουργός, με καμουφλάζ το φαινομενικά ερωτικό περιεχόμενο του άσματος, πέρασε το σκόπελο της αυστηρής λογοκρισίας.

* ΤΟ ΦΑΝΤΑΡΑΚΙ [Γ. ΜΗΤΣΑΚΗ] (Έλλη Σωφρονίου - Στελλάκης Περπινιάδης - Μητσάκης) (1948, COLUMBIA DG 6757).

«Το φανταράκι απόψε πάλι
έχει μεράκι και τα ‘χει πιεί,
γιατ’ έχει μέρες να πάρει γράμμα
απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί.

Θέλει να πάει στο λοχαγό του
και συλλογιέται τι να του πει,
να του γυρέψει και καμιά χάρη
φοβάται μην τυχόν και του αρνηθεί.

Ο λοχαγός του είναι λεβέντης
έχει κι εκείνος χρυσή καρδιά,
τόνε γνωρίζει απ’ την Αθήνα,
που κατοικούσανε σε μια γειτονιά.

Γι’ αυτό σαν πήγε του λέει με γέλιο:

  • καταλαβαίνω τι θες να πεις,
    μια κι είσ’ εντάξει, βρε φανταράκι,
    πάρε μια άδεια και άντε να τη δεις».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Το τραγούδι αυτό στον καιρό του (δηλαδή, στην πιο σκληρή χρονιά του εμφυλίου πολέμου, το 1948) είχε μεγάλη επιτυχία.

* Ο ΑΝΑΠΗΡΟΣ [Γ. ΜΗΤΣΑΚΗ] (Πρόδρομος Τσαουσάκης - Γιώργος Μητσάκης) (1949, COLUMBIA DG 6798).

«Αφήστε τα ποτήρια σας, που τα 'χετε γεμίσει,
και δώστε στον ανάπηρο μια θέση να καθήσει.

Σ’ αυτόν αξίζει πάντοτε να λέμε με ψυχή,
Ανάπηρος περνάει, σταθείτε προσοχή.

Κι αυτός σαν Ελληνόπουλο και άξιο παλληκάρι,
σε κάποια μάχη άφησε το ένα του ποδάρι.

Γι’ αυτό όπου τον βλέπετε να λέτε με ψυχή,
Ανάπηρος περνάει, σταθείτε προσοχή.

Ας πούμε το τραγούδι μας περήφανα κι αντρίκια,
γιατί για μας κρεμάστηκε στα δυο του δεκανίκια.

Σ’ αυτόν αξίζει πάντοτε να λένε με ψυχή,
Ανάπηρος περνάει, σταθείτε προσοχή».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ιδιαίτερα επίκαιρο την εποχή εκείνη (όπως και για τις επόμενες, τουλάχιστο, 2 - 3 δεκαετίες), αφού τόσο ο Πόλεμος του 1940 - 41 στην Αλβανία, όσο και ο Εμφύλιος σπαραγμός, άφησαν ανάπηρους χιλιάδες άτυχων Ελλήνων.
  2. Σήμερα, με ελάχιστους ακόμα στη ζωή ανάπηρους πολέμου, το θέμα μπορεί να φαντάζει σαν μελό.

* ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΟΣ [ΧΡ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ] (1949).

«Μουγκρίζει ο Γράμμος, βογγάει το Βίτσι,
τα παλικάρια πολεμούνε στα βουνά
κι όπως μια σφαίρα σφυρίζει στον αέρα,
ένας λεβέντης τραυματίζεται βαριά.

Αναστενάζει και σιγολέει:
πάρτε με, κύριε λοχαγέ,
που θα τ’ αφήσω ορφανά
στους δρόμους, στα σοκάκια;

Κι ο λοχαγός εδιέταξε:
πάρτε τον τραυματία,
να μην τον πάρουν τα σκυλιά
μέσα στην Αλβανία.

Έφτασα, μάνα μου, έφτασα,
στρώσε μου να πλαγιάσω,
το κουρασμένο μου κορμί
για να το ξεκουράσω.

Κι εσείς κορίτσια όμορφα,
στα μαύρα να ντυθείτε,
γιατί του Γράμμου τα παιδιά
δεν θα τα ξαναδείτε».

  • <u>Σημείωση</u>: Το τραγούδι πέρασε απαρατήρητο.

* ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ [ΟΔΥΣΣΕΑ ΜΟΣΧΟΝΑ] (Στίχοι του 1948 - σύνθεση του 1949).

«Γέμισ’ ατσάλι ο ουρανός
κι η γη αγκομαχάει,
και αδερφός τον αδερφό
μας βάλαν και χτυπάει.

Στο φίλημά τους το στερνό
πουλί πικρολαλούσε,
μια έβριζε τον ουρανό
και μια στη γη κοιτούσε.

Κάτω χτυπιέται το θεριό
βαρύ και ματωμένο,
το τσακισμένο του κορμί
κοιτάζει ντροπιασμένο».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

* ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΕΣΒΗΣΕ (ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ) [Ν. ΜΑΘΕΣΗ, Μ. ΧΙΩΤΗ - Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1945).

«Αντιλαλούνε τα βουνά
κλαίνε τα κλαψοπούλια,
ο Βελουχιώτης χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.

Τι έχεις κλαψοπούλι μου
και χαμηλά κοιτάζεις;
για πες μου τι σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις.

Μαράθηκαν τα λούλουδα
χάθηκε το φεγγάρι,
ένας λεβέντης έσβησε
που τονέ λέγαν Άρη.

Κείνος δεν θέλει κλάμματα
ούτε και μοιρολόγια,
θέλει αγώνες και χαρές
αρματωσιές και βόλια».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα.
  2. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.

* ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΡΟΥ [ΜΙΝΩΑ ΜΑΤΣΑ - ΣΠΥΡΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ] (Κώστας Ρούκουνας - Ελένη Λαμπίρη - Απόστολος Καλδάρας) (1950, PARLOPHONE B. 74152).

«Το γράμμα σου το έλαβα, στο μέτωπο εδώ πέρα,
και γέμισ’ η καρδούλα μου, χαρά όλη τη μέρα.

Στο πόλεμο κι αν βρίσκομαι κι αν ζω μακρυά σου τώρα,
μη χολοσκάς και θε να 'ρθει, η ποθητή η ώρα.

Κάνε λιγάκι υπομονή, χαράζει η αυγούλα,
που θα σε σφίξω νικητής, περήφανη νυφούλα.

Σα θα 'ρθω τότε Μάρω μου, διπλή θα 'ναι η χαρά μας,
η μια της νίκης της τρανής κι η άλλη τα στέφανά μας».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Παραμένει άγνωστο αν το τραγούδι αυτό γράφτηκε πολύ ενωρίτερα από το '50 που κυκλοφόρησε και, συνεπώς, δεν γνωρίζουμε αν αναφέρεται στον πόλεμο της Αλβανίας ή στον νεώτερο της περιόδου του Εμφυλίου.
  2. Κι αν ακόμα αναφέρεται στον Εμφύλιο (που είναι πολύ πιθανό, μια και οι δημιουργοί του έγραψαν και κυκλοφόρησαν αρκετά τραγούδια για την περίοδο του Αλβανικού έπους, οπότε θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν -στον καιρό του- και το συγκεκριμένο), το τραγούδι έχει ως κυρίαρχο θέμα του τον έρωτα και τη χαρά της επιστροφής από τον πόλεμο. Παράλληλα, μέσα από τους στίχους του, αποφεύγονται οι όποιες διχαστικές αιχμές.

* ΦΕΥΓΩ ΛΕΝΙΩ [Μ. ΜΑΤΣΑ - ΣΠ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ] (Πάνος Σάμης - Ελένη Λαμπίρη) (1949, ODEON GA 7463).

«Φεύγω Λενιώ, Λενιώ μ’ αγαπημένη,
στον πόλεμο τραβώ με τ’ άλλα τα παιδιά,
πάψε να κλαις, μην είσαι λυπημένη,
μονάχα πες με πίστη στη καρδιά:

Γειά σας παιδιά, με το καλό να ‘ρθείτε,
με το καλό και με της δάφνης τα κλαριά,
κι όλες εμάς και πάλι θα μας βρείτε,
πιστές κι αγνές μ’ αγάπη στην καρδιά.

Έλα Λενιώ κι η σάλπιγγα με κράζει,
πάρε τη μάνα κι έλα αγάπη μου κοντά,
θέλω η μια την άλλη ν’ αγκαλιάζει,
ωσότου θα 'μαι μακρυά.

Μάνα γλυκειά σαν φύγω να μη κλάψεις,
δε θέλει κλάμματα το Ελληνικό χακί,
ένα κερί στη Παναγιά ν’ ανάψεις,
να 'ναι η Νίκη πάντα Ελληνική».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για πατριωτικού περιεχομένου τραγούδι, σε ρυθμό εμβατηρίου και κάπως πομπώδες.
  2. Όπως στο προηγούμενο τραγούδι, έτσι και γι’ αυτό, παραμένει άγνωστο αν γράφτηκε με την ευκαιρία του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 και έμεινε στο συρτάρι -λόγω της γερμανικής κατοχής που επακολούθησε, ή γράφτηκε αργότερα, πριν ή κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
  3. Υπάρχει μια μικρή (κατά τη γνώμη μου) πιθανότητα το τραγούδι να αναφέρεται στον πόλεμο της Κορέας (κατ’ εκτίμηση του φίλου συνφορουμιστή κ. Φραγκίσκου Κουτελιέρη), κι αυτό με την προϋπόθεση να κυκλοφόρησε το '50 και όχι το '49 (αν και ο αριθμός κυκλοφορίας του συνηγορεί πως είναι του 1949, χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο ο αριθμός αυτός να μας παραπλανά).

* ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥ ΦΙΞ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΛΑ] (1947).

«Έλα μανούλα, να με δεις στη φυλακή που μ’ έχουν
στα Γιάννενα, μέσα στου Φιξ, τα δάκρυά μου τρέχουν.

Με κλείσαν σε μια άβυσσο μακριά απ’ την κοινωνία
και τυραγνιέμαι, μάνα μου, μέσα στην υγρασία.

Έλα, μανούλα, βγάλε με, να ζήσω πια κοντά σου,
να φύγω απ’ τη φυλακή που είμαι μακριά σου».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ο πειραιώτης συνθέτης Γιώργος Κάρλας, με αδελφό σκοτωμένο στην Αντίσταση, καταδικάστηκε από στρατοδικείο το 1947 και κλείστηκε στις φυλακές «Φιξ» στα Γιάννενα, όπου έγραψε αυτό το τραγούδι.
  2. Τα δυο βασικά πρόσωπα (όπως και σε πολλά παρόμοια τραγούδια της φυλακής) είναι ο ίδιος ο φυλακισμένος (ο φαντάρος στην περίπτωση αυτή) και η μάνα. Ο φαντάρος είναι παρών στον τόπο του μαρτυρίου του, ενώ η μάνα μόνιμα ριζομένη στη σκέψη του.
  3. Άγνωστο αν έχει φωνογραφηθεί και κυκλοφορήσει.

* ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ (ΠΟΣΕΣ ΜΑΝΟΥΛΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΛΑΨΕΙ) (ΤΙ ΕXΕΙΣ ΜΑΝΑ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΗ) [ΜΑΝΩΛΗ ΧΙΩΤΗ] (Τάκης Μπίνης - Στέλλα Χασκίλ) (1951, ODEON GA 7607).

«Τι έχεις μάνα δυστυχισμένη,
κι όλο το Χάρο παρακαλείς;
Είν’ η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα
κι ό,τι κι αν κάνεις δεν τον συγκινείς.

Πόσες μανούλες δεν έχουν κλάψει
μπροστά στο Χάρο γονατιστές;
Δεν είσαι η πρώτη εσύ, μανούλα,
δε μας λυπάται όσο και να κλαις.

Πόσους μας πήρε από το σπίτι,
κοίταξε, μάνα, καταστροφή!
Μην περιμένεις από το Χάρο
φτώχεια κι ορφάνια για να λυπηθεί».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι αυτό του Χιώτη είναι η απάντηση, η συνέχεια και η προέκταση του τραγουδιού «Για στάσου Χάρε» των Βίρβου - Μπακάλη, γραμμένο στο ίδιο στιχουργικό μέτρο.
  2. Στη λέξη «Χάρος», προσωποποιούνται και πάλι οι πολιτικές δυνάμεις.
  3. Στα πρόσωπα της μάνας, του Χάρου και του παλικαριού προστίθεται τώρα ακόμα ένα πρόσωπο, ίσως ένας άλλος γυιός ή κόρη της μάνας. Το πρόσωπο αυτό της απευθύνει λόγια ψύχραιμα και πικρά για τη συνεφέρει, να της διαλύσει τις αυταπάτες, παρουσίαζοντας τα πράγματα ρεαλιστικά.

* ΒΟΓΓΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ [ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΡΥΣΙΝΗ] (Ρένα Στάμου - Νίκος Καλλέργης - Νίκος Βούλγαρης) (17/1/1952) (Columbia DG 6952).

«Βογγάει στη νύχτα ο άνεμος και μέσ’ την ερημιά μου,
ένα βαρύ προαίσθημα, σκεπάζει την καρδιά μου.

Τα πάντα με τρομάζουνε, που να ‘σαι τέτοια ώρα,
μήπως για πάντα σ’ άρπαξε, του χωρισμού η μπόρα.

Βογγάει τη νύχτα ο άνεμος, τα τζάμια σιγοτρίζουν,
κι’ όπως γυρνάς στη σκέψη μου, τα μάτια μου δακρύζουν.»

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Συγκλονιστικό τραγούδι, που μεταφέρει το βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα της δεκαετίας το

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΑΦΡΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ 1940 - 41

Το Ελαφρό Τραγούδι για τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, βασισμένο κυρίως σε παρωδίες παλαιότερων τραγουδιών και στη φωνή της μεγάλης Σοφίας Βέμπο (της τραγουδίστριας της Νίκης, όπως ονομάστηκε), δεν είχε μια τόσο μεγάλη ποικιλία απόψεων - συγκρινόμενο με το Λαϊκό Τραγούδι.

Ωστόσο, γνώρισε πολύ μεγαλύτερη δόξα, τότε και τώρα ακόμα, χάρη στο γεγονός ότι η άρχουσα τάξη, που ήταν επικεφαλής του πολεμικού αγώνα, θεώρησε πως το Ελαφρό Τραγούδι ήταν πιο πιστό εκφραστικό όργανο των δικών της απόψεων, της δικής της φωνής. Έτσι, μέσα από το ραδιόφωνο, που το άκουγαν ακόμα κι οι φαντάροι μας στο μέτωπο, πρόβαλε μόνο τα ελαφρά τραγούδια του Πολέμου, ενώ τα λαϊκά τραγούδια, πάνω στο ίδιο θέμα, χαθήκανε μέσα στην ημιαπαγόρευση ή την πλήρη απαγόρευση.

Πρέπει επίσης να αναφέρουμε πως, το ελαφρό τραγούδι, ενισχυμένο και με στοιχεία από τις πολεμικές επιθεωρήσεις του θεάτρου της εποχής εκείνης, εκμεταλλεύτηκε περισσότερο από το Ρεμπέτικο τις σατυρικές δυνατότητες του θέματος.

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όλα τα μουσικά θέατρα της Αθήνας και αργότερα πολλά απ’ τα θέατρα και της πρόζας ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Το ελληνικό θέατρο επιστρατεύτηκε στην υπηρεσία της μαχόμενης πατρίδας. Οι πρώτες παρωδίες ξεκινάνε από τις σκηνές των θεάτρων, τραγουδισμένες από τα πρώτα ονόματα καλλιτεχνών εκείνης της εποχής. Στον αγώνα μπαίνουν και θίασοι πρόζας, όπως της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη και του Κώστα Μουσούρη, ανεβάζοντας πολεμικές σάτυρες.

Τραγουδιστές, ηθοποιοί, συνθέτες και στιχουργοί δίνουν το παρόν τους στη μεγάλη μάχη που έδωσε το μουσικό θέατρο, με τις πολεμικές επιθεωρήσεις και τα σατυρικά τραγούδια.
Βγαίνουν αμέσως σε τραγούδια οι πρώτες σατυρικές παρωδίες, κυρίως πάνω σε γνωστές επιτυχίες του ελαφρού τραγουδιού της εποχής εκείνης.

Στο θέατρο «Μοντιάλ», που παίζει την «Πολεμική Επιθεώρηση», η Σοφία Βέμπο τραγουδά τις πολεμικές παρωδίες «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η φωνή της γεμάτη παλμό και ειρωνία συγκλονίζει το πανελλήνιο και ξεφτελίζει τον «φοβερό» Μουσολίνι. Ο τρανός Douche της φασιστικής Ιταλίας, με τα δώδεκα εκατομμύρια λόγχες, γίνεται με το τραγούδι της Βέμπο ένα γελοίο αντρείκελο στα μάτια των Ελλήνων. Κι εδώ έγκειται η προσφορά της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.

Η σάτυρα λοιπόν στάθηκε το πρώτο μεγάλο όπλο του Έλληνα κατά της φασιστικής Ιταλίας. Τα τραγούδια γραμμοφωνούνται αμέσως και φτάνουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Στέλνονται σ’ όλες τις στρατιωτικές μονάδες και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τα μεταδίδουν συνεχώς. Οι Έλληνες φαντάροι μάχονται τραγουδώντας.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η Βέμπο, που τότε ήταν στις μεγάλες της δόξες, γίνεται με τα τραγούδια της το σύμβολο του αγώνα κατά των Ιταλών. Η φωνή της, που ακούγεται από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, εμψυχώνει και τονώνει το ηθικό του ελληνικού λαού. Τα τραγούδια της δίνουν την ατμόσφαιρα και το κλίμα του ενθουσιασμού που επικρατεί. Η φλογερή «τραγουδίστρια της Νίκης» πολεμάει κι αυτή με τον τρόπο της τον εχθρό.
Αργότερα, η γερμανική κατοχή απαγορεύει στη Βέμπο, εξ’ αιτίας της καλλιτεχνικής πατριωτικής της δραστηριότητας, να τραγουδάει. Κι έτσι καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, για να συνεχίσει εκεί την καριέρα και τη δράση της. Με το τέλος του πολέμου, η Βέμπο, ξαναγυρίζει στην Αθήνα και τραγουδώντας ασταμάτητα χαρίζει αξέχαστες στιγμές στο ελληνικό τραγούδι.

Η ίδια η Βέμπο, πολλά χρόνια αργότερα (το 1974), λέει για τα τραγούδια της αυτά: «Τα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι τραγούδια που η δόξα τούς έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η Ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής …αποκοτιάς».

Να σημειωθεί πως, εκτός από τα τραγούδια για τον Πόλεμο της Αλβανίας, οι δημιουργοί του ελαφρού τραγουδιού έγραψαν και μερικά που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, μετακατοχικά, όπως για παράδειγμα, η κατοχή από τους «προστάτες» μας Εγγλέζους και το «ρίξιμο» της Ελλάδας από τους συμμάχους στη μοιρασιά, η Κατοχή, οι μαυραγορίτες, η κατοχική πείνα, ο Εμφύλιος, το Παιδομάζωμα, κλπ.
Αναμφισβήτητα, το ελαφρό τραγούδι -όπως εξ’ άλλου και το λαϊκό- καθώς επίσης και το μουσικό θέατρο, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, την δύσκολη για την Πατρίδα μας εκείνη περίοδο.

Αλφαβητική λίστα των ελαφρών τραγουδιών αυτής της περιόδου, της συγκεκριμένης θεματολογίας

  1. ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ
  2. ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
  3. ΑΓΩΝΙΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ
  4. ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ
  5. ΑΡΧΙΣΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
  6. ΑΧ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ
  7. ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
  8. ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ
  9. ΔΥΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ (ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ - ΧΙΤΛΕΡ)
  10. Η ΓΑΛΑΝΗ ΜΑΣ ΧΩΡΑ
  11. Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ
  12. ΘΑ ΠΑΡΩ ΕΘΝΟΦΥΛΑΚΑ
  13. ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΣΤΟΝ ΕΡΥΘΡΟ ΣΤΑΥΡΟ
  14. ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
  15. ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ
  16. ΛΙΛΗ ΜΑΡΛΕΝ (ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΘΑ ΚΛΑΙΝ)
  17. ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΠΟΛΕΜΩ
  18. ΜΑΚΡΥΑ ΣΟΥ
  19. ΜΑΡΙΩ
  20. ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
  21. ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ
  22. ΜΙΑ ΟΚΑ ΚΟΛΟΚΥΘΑΚΙΑ
  23. ΜΠΕΛΑΜΗΣ
  24. ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΛΟΝΕΛΟ
  25. ΝΙΚΗ
  26. ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ
  27. ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ (ΞΕΠΕΣΜΕΝΕ ΝΑΠΟΛΕΩΝ)
  28. ΟΧΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
  29. ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
  30. ΠΑΝΑΓΙΑ
  31. ΠΑΤΡΙΔΑ, ΠΑΤΡΙΔΑ
  32. ΠΩ ΠΩ ΤΙ ΕΠΑΘΕ Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ
  33. ΣΒΗΣΕ ΦΕΓΓΑΡΙ
  34. ΣΤΗ ΡΩΜΗ (ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ)
  35. ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
  36. ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΑΝ ΠΑΩ
  37. ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ
  38. ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΣΟΥ ΠΟΔΙΑ, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ (ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ ΤΟΥ '40)
  39. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ Τ’ ΑΡΠΑΞΑΝ
  40. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
  41. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ
  42. ΤΟ ΧΑΪΔΑΡΙ
  43. ΧΩΡΙΑΤΑ
  44. ΨΕΥΔΟΚΑΙΣΑΡ

* ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ [Κ. ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6575).

«Ούτ’ ένα δάκρυ από τα μάτια ας μη κυλήσει,
στου χωρισμού μας το πικρό τώρα φιλί,
πρέπει ο καθείς μας τώρα πια να πολεμήσει,
αφού η γλυκιά μας η Πατρίδα το καλεί.

Είναι στιγμές που κι η αγάπη γονατίζει,
για τα μεγάλα της φυλής ιδανικά,
για μας η πιο όμορφη σελίδα τώρα αρχίζει,
ναι, πίστεψέ με, κι έλα γέλασε γλυκά.

Μας χωρίζει ο πόλεμος,
μα θεριεύει η ελπίδα,
πως για τη γλυκιά πατρίδα
φεύγω τώρα εκδικητής.

Μας χωρίζει ο πόλεμος,
μα αν με νιώθει η ψυχή σου,
φέρνε με στην προσευχή σου,
να γυρίσω νικητής».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Το τραγούδι ο Μιχάλης Σουγιούλ το συνέθεσε στο φυλάκιο που υπηρετούσε την εποχή εκείνη και το μαθαίνει στη Βέμπο απ’ το τηλέφωνο, με το ακκορντεόν του!

* ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6575).

«Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.

Μα για 'κείνους που 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιάς μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.

Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ασκούμε
σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.

Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Τραγουδιέται πάνω στο σκοπό του ανατολίτικου «Ζεχρά», των ιδίων δημιουργών.
  2. Πρωτοτραγουδήθηκε από τη Βέμπο, από τη σκηνή του θεάτρου και μάλιστα από το χαρτί (!), το ίδιο βράδυ που γράφτηκε, μπροστά σ’ ένα κοινό που παραληρούσε από ενθουσιασμό και συγκίνηση, και που το μεγαλύτερο μέρος αποτελούνταν από τους πρώτους τραυματίες που είχαν έρθει από το μέτωπο.

* ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ [Γ. ΘΙΣΒΙΟΥ - Σ. ΒΕΜΠΟ] (Σ. Βέμπο) (1940, COLUMBIA 7216F).

«Στον πόλεμο βγαίν’ ου Ιταλός
κι ο Τσουλιάς του λέει,
έβγα Μουσουλί,
ρε μι του φστάν’ του κουρουμπλί,
γιατί δεν βγαίνεις καταδώ
κι έχω όρεξ’ να σι 'δώ.

Κι 'κει, σιαπάν, σιαπάν στην Κορυτσά,
λεν τα πιδιά μας ούλα,
έλα παραδώ,
ορέ, για να συ δω κι εγώ,
γιατί δεν βγαίνεις να συ δω,
όρε, γιατί μας κάνεις το λαγό.

Καίει ο ήλιος, καίει,
καίει μανάρα μ’ καίει,
και αυτοί μιλάν’ για χιόνια,
λάσπες και βροχές,
όρε, λάσπες και βροχές.

Τον πόλεμο τι, μώρ’ τι τον ήθελες,
κι 'συ πιριγιλούνε οι άντρες σα συ δούνε.

Παράτα την,
την παλικαριά,
τα τάνκς κι τα κανόνια
δεν είναι μακαρόνια.

Που 'σαι ορέ Μπενίτο, κρυμμένος στη σπηλιά,
όρε κατέβα παρακάτω,
φοβάμαι τον τσολιά,
έρι, φοβάμαι τον τσολιά».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Πρόκειται για παρωδία του Γιώργου Θίσβιου πάνω στη μεγάλη τραγουδιστική επιτυχία εκείνης της εποχής «Στη Λάρισα βγαίν’ ο Αυγερινός» των Α. Μοσχούτη και Σ. Βέμπο, δημοτικοφανές, πάλι με ερμηνεύτρια τη Βέμπο.

* ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ [Γ. ΘΙΣΒΙΟΥ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1940, COLUMBIA 7216F).

«Αχ, βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!

Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.

Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελλαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.

Ααααααααααααααααααααχ.

Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει Αέρα
από τον Τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.

Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.

Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον Τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.

Αχ, Τσιάνο, θα τρελλαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.

Ααααααααααααααααααααχ.

Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο Στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.

Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.

Και οι Κένταυροι οι καϋμένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.

Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.

Ααααααααααααααααααααχ.

Τρέχουν σαν τρελλοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.

Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.

Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.

Και 'πάθαν οι καϋμένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.

Ααααααααααααααααααααχ».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Πρόκειται για παρωδία του Γιώργου Θίσβιου πάνω στη μεγάλη τραγουδιστική επιτυχία εκείνης της εποχής «Βάσω», δημοτικοφανές του Θ. Σακελλαρίδη, με ερμηνευτές τους Νίκο Γούναρη και Ρένο Τάλμας.

* ΠΩ, ΠΩ, ΤΙ ΕΠΑΘΕ Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ [Παρωδία ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6582).

«Ντούτσε κορόϊδο,
τα έκανες ρόϊδο,
αφ’ ότου φοράς το χακί
και νόμισες τη Μεσόγειο
για λίμνη φασιστική.

Γκάφα σου πρώτη
που πίστεψες ότι,
η Ελλάς σκλάβα ζει παλαβέ
και σου απάντησαν οι Έλληνες
με το μολών λαβέ.

Ω, ω ω ω, πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι,
από την Ελλάδα ο χαζός,
Ω, ω ω ω, δίχως σπαγγέτο ο Φρατέλος θα μείνει,
για μήνες πολλούς ο φτωχός.

Με τρόμο αντικρύζει το φαντάρο,
σαν Χάρο,
την ξιφολόγχη του Τσολιά,
σαν βλέπει του κόβεται ευθύς η λαλιά.

Ω, ω ω ω, πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι,
από την Ελλάδα ο κουτός.

Για τιμωρία η αυτοκρατορία,
σαν στάχτη θα διαλυθεί,
μέσ’ στη Μεσόγειο μεγάλη Ελλάς
γοργά θ’ αναγεννηθεί.

Και εις το τέλος
ο βλαξ ο Φρατέλος
θα λέει με κομμένα αφτιά,
την έπαθα σαν το γαΐδαρο που ήθελε αρχοντιά.

Ω, ω ω ω, what a surprice for the Douche, the Douche,
he can’t put it over the Greeks,
Ω, ω ω ω, what a surprice for the Douche, the Douche,
he has no spagetti for weeks.

Με τρόμο αντικρύζει το φαντάρο,
σαν Χάρο,
την ξιφολόγχη του Τσολιά,
σαν βλέπει του κόβεται ευθύς η λαλιά.

Ω, ω ω ω, what a surprice for the Douche, the Douche,
he can’t put it over the Greeks».

* ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ Τ’ ΑΡΠΑΞΑΝ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΜΙΧΑΛΗ ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σοφία Βέμπο) (1947;).

Το τραγούδι αυτό το απλό, το πικρό, το λυπημένο,
είναι αφιερωμένο στα παιδιά μας που τ’ αρπάξαν
κάποια μαύρη νύχτα οι Σλάβοι,
στα παιδιά μας που δεν γίναν
και ούτε θα γινούνε σκλάβοι. (Πεζός λόγος, Πρόλογος)

«Εσείς που μπήκανε και σας αρπάξανε μια μαύρη ώρα,
που να 'στε τώρα, που να 'στε τώρα;

Εσείς που οι μάνες σας σάς νανουρίζανε με παραμύθια,
που να 'στε αλήθεια, που να 'στε αλήθεια;

Εσείς που τρέχετε τώρα ξυπόλυτα, γυμνά, μονάχα,
εσείς που μείνατε χωρίς χαμόγελο, που να 'στε τάχα;

Εσείς που φύγατε και μαύρα εφόρεσε όλη η χώρα,
που να 'στε τώρα, που να 'στε τώρα;

Σας περιμένουμε νύχτα και μέρα,
παιδιά που μείνατε χωρίς μητέρα,
κι η Ελλαδούλα μας η πονεμένη,
νύχτα και μέρα σας περιμένει.

Και το φωνάζουμε, πως τα Ελληνόπουλα π’ αργοπεθαίνουν,
Έλληνες είναι, κι Έλληνες μένουν».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Συγκλονιστικό, πικρό και λυπημένο τραγούδι για το επαχθές και ξενοκίνητο Παιδομάζωμα.

* ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σ. Βέμπο) (1946, HMV AO 2731).

«Ποιος το περίμενε στ’ αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα ‘λέγαν κάθε βράδι απ’ τα Λονδίνα τους.

Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν’ πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου.

Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.

Σε κάθε χιονισμένη ράχη,
σαν πολεμούσαμε μονάχοι,
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μεσ’ στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.

Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχάσαμε,
να μας καθήσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.

Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ’ ένα στόμα:

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου.

Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι αποτυπώνει ανάγλυφα τη δόλια στάση των συμμάχων κατά της Ελλάδας. Για μια ακόμα φορά στην Ιστορία φάνηκε περίτρανα πως όλοι αυτοί οι ξένοι (κυρίως οι Αγγλοσάξωνες) είναι όλο υποσχέσεις και μάθανε μόνο να παίρνουν και όχι να δίνουν.
  2. Ο Τσώρτσιλ, μετά τις απίστευτες νίκες του περήφανου Ελληνικού Στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, έλεγε από το Λονδίνο: «Κάποτε λέγαμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν Ήρωες, τώρα θα λέμε πως οι Ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!». Φαίνεται όμως πως τότε είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του!!
  3. Τραγουδήθηκε μετά την απελευθέρωση στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟ», στην ομώνυμη επιθεώρηση.

* ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1947, COLUMBIA DG 8230;).

«Θα σας πω για να το μάθει ο ντουνιάς
το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς,
που το φέρνει ο αγέρας με τον πόνο της φλογέρας
και κρύβει τον καημό της λευτεριάς.

Ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα είναι απ’ το Θεό σταλμένη,
ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα μας ποτέ δεν πεθαίνει.

Το τραγούδι που οι στροφές του οι παλιές
φτάναν μέχρι τις ψηλές αητοφωλιές,
κι έτσι οι αετοί μαθαίναν πολεμώντας πως πεθαίναν
παλικάρια σε βουνά κι ακρογιαλιές.

Το τραγούδι που είν’ αθάνατη πνοή,
που το 'λέγαν σαν γλεντούσαν κι οι θεοί,
που τη νίκη ενός αγώνα
πέρα 'κει στον Μαραθώνα,
διηγιέται να ζηλεύουν οι λαοί.

Ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα μας η χιλιοδοξασμένη,
ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα μας η τόσο αδικημένη».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Το τραγούδι πρωτακούστηκε στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟ» στο έργο «Καπετάνισσα Μυρτώ», όπου η Βέμπο κρατούσε τον πρώτο ρόλο.

* ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1947, COLUMBIA DG …).

«Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μωρηά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.

Στήσε χορό ξενητεμένε Μωραΐτη,
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.

Γειά και χαρά σας Μωραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.

Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.

Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.

Γειά και χαρά σας Μωραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.

Γειά και χαρά σας Μωραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δεν σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα 'χαμε, ουτέ Εικοσιένα».

  • <u>Σημείωση</u>:
  1. Το τραγούδι αναφέρεται απ’ ευθείας - χωρίς υπονοούμενα και αλληγορίες - στον Εμφύλιο πόλεμο, που οδήγησε τη χώρα στον αδελφικό αλληλοσπαραγμό.
  2. Κατόπιν τούτου, είναι πραγματικά πολύ περίεργο πως τα κατάφερε και πέρασε από την επιτροπή λογοκρισίας. (Αν ήταν λαϊκό τραγούδι, είναι βέβαιο πως θα ήταν κομμένο!).
  3. Είναι η τελευταία σύνθεση του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και μάλιστα το συνέθεσε άρρωστος στο κρεββάτι.
  4. Τραγουδήθηκε από τη Σοφία Βέμπο το 1948 στην Αμερική.

* ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ [Διασκευή ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ - ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6582).

«Η Αθήνα τώρα έχει αλλάξει
με των πραγμάτων τη νέα τάξη,
μα όχι, ευτυχώς, εκείνη
που ήθελε ο Μουσολίνι.

Την Παναγιώτα αν συναντήσεις,
δε λέει «γειά» μα “many kisses”,
και ο τσολιάς με τη στολή του
“sweetheart”, λέει στην εκλεκτή του.

Με τους Βρετανούς εμείς
έχουμε κοινά σημεία:
το συναίσθημα τιμής
και ψυχή στην τρικυμία.

Σκώτο αυτοί, εμείς τσολιά,
ένα σκοπό - τη λευτεριά,
Γιώργο οι δυο μας βασιλιά,
ζήτω το ουίσκι κι η ρετσίνα.

Έστω και δίχως να μιλήσεις
έρχεσαι εις συνεννοήσεις,
γιατί τα χείλη αν σιωπούνε,
τα μάτια κι οι καρδιές μιλούνε.

Βλέπεις να λέει το μοδιστράκι
“how do you do” στ’ αεροποράκι,
κι ο Μενιδιάτης πλέον ξέρει
να τραγουδά το “Tipperary”.

Η νέα τάξις δεν θα ήτο
αν δεν υπήρχε ο Μπενίτο,
αυτός με μια του κουτουράδα
Αγγλία ένωσε κι Ελλάδα.

Ενώ αγωνίζεται με θάρρος,
“I love you”, γράφει ο φαντάρος,
και “darling”, απαντάει εκείνη,
κορόϊδο που 'σαι, Μουσολίνι!»

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Στο ελαφρό αυτό τραγούδι η βασιλοφροσύνη και η αγγλοφιλία συμβαδίζουν σε μεγάλο βαθμό.
  2. Η ελληνική γλώσσα υποχωρεί με ευκολία στην εισβολή των λέξεων της “προστάτριας” δύναμης Αγγλίας.

* ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Σοφία Βέμπο) (1974).

«Φίλοι μου, επιτρέψτε μου να ταξιδέψω λίγο στης Αλβανίας τα βουνά, τα χιλιοδοξασμένα.
Αφήστε με, λίγα λεπτά, εκεί ψηλά να φύγω, που κάθε βράχος και πλαγιά,
για τη δική μας λευτεριά,
με τίμιο αίμα ελληνικό είν’ όλα ποτισμένα.

Χρόνια πολλά δεν πέρασαν, δεν πάνε πολλά χρόνια,
που αφήνοντας τα σπίτια τους, τα τζάκια τους, τ’ αλώνια,
μια χούφτα Ελλήνων τα 'βαλε, προς γενική απορία
με του Μπενίτο τη γνωστή, τρανή αυτοκρατορία.

Κι όχι μονάχα τα ‘βαλε, μα μέσ’ σε λίγες μέρες,
χωρίς να λογαριάσουμε του Ντούτσε τις φοβέρες,
μπήκαμε μεσ’ στην Κορυτσά, στους Άγιους Σαράντα
και προχωρώντας πάντα στης νύχτας τη σιγή,
πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο, μια χιονισμένη αυγή.

Τις μέρες τις τρισένδοξες, που όλοι ενωμένοι εζήσαμε,
ποτέ δεν λησμονήσαμε.
Κι ούτε ποτέ θα πάψουμε, όσα κι αν φύγουν χρόνια,
τη θρυλική αυτή εποχή να τραγουδάμε αιώνια.

Πρέπει λοιπόν, τη δόξα αυτή καμάρι να την έχουμε
και γύρω της κάθε στιγμή ευλαβικά να τρέχουμε.

Και στις καινούργιες τις γενιές, στα νέα παιδιά, στα εγγόνια,
πρέπει να τους διηγόμαστε όλοι εμείς για χρόνια,
πως μπρος στο Ντούτσε ορθώθηκαν μια χούφτα απλοί φαντάροι
και γράψαν με το αίμα τους το Έπος το Αλβανικό,
για να μπορούν οι νέες γενιές να το ‘χουνε καμάρι,
που τρέχει μέσ’ στις φλέβες τους αίμα Ελληνικό.

Να γιατί τώρα η μνήμη μου μέσ’ στα γαλάζια εντύθηκε
και μεθυσμένη απ’ το κρασί, τη λευτεριά θυμήθηκε.

Τα χρόνια αυτά τα ολόφτωχα,
με περηφάνια ζούσα
και πότε εδώ και πότε εκεί,
με δάκρυα τραγουδούσα».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για ποίημα επετειακό, για το Αλβανικό Έπος του '40, του Τραϊφόρου. Γράφτηκε το 1974.
  2. Το εκφωνεί ωραία η Βέμπο, με μουσική υπόκρουση τη μελωδία του τραγουδιού “ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΠΑΙΔΙΑ”.

* ΜΑΚΡΥΑ ΣΟΥ [ΣΠ. ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - Ι. ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7222F).

«Με ρωτάς στα γράμματά σου
τα πολλά τα τρυφερά σου,
πως περνάω μακρυά σου
κι αν σ’ αγαπώ.

Αχ και να 'ταν να μπορούσα
και κοντά σου να πετούσα,
σαν και πριν να σε φιλούσα
και να σου πω:

Οι ώρες μου περνούνε μακρυά σου,
μα λύπη δεν αισθάνομαι γι’ αυτό,
την νοιώθω σαν πνοή τη συντροφιά σου,
που κλείνοντας τα μάτια φως ζητώ.

Μεθώ στις παλιές αναμνήσεις
κι ο νους μου από τώρα τις ζει,
την ώρα που κοντά μου θα γυρίσεις
τη Νίκη να γιορτάζουμε μαζί.

Όταν παίρνει και βραδιάζει,
τότε ο νους μου σ’ αγκαλιάζει
κι η καρδιά μου σε φωνάζει
πάντα πιστή,
και φτερά η σκέψη παίρνει
και σαν όνειρο με σέρνει
σ’ ένα όμορφο με φέρνει, Πολεμιστή.

Οι ώρες μου περνούνε μακρυά σου,
μα λύπη δεν αισθάνομαι γι’ αυτό,
την νοιώθω σαν πνοή τη συντροφιά σου,
που κλείνοντας τα μάτια φως ζητώ.

Μεθώ στις παλιές αναμνήσεις
κι ο νους μου από τώρα τις ζει,
την ώρα που κοντά μου θα γυρίσεις
τη Νίκη να γιορτάζουμε μαζί».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα τρυφερό, ερωτικό τραγούδι του ελληνο-ιταλικού πολέμου.
  2. Οι λέξεις-κλειδιά, που φανερώνουν πως το τραγούδι συναρτάται με τον πόλεμο και το μέτωπο είναι, “Νίκη” και “Πολεμιστής”.

* ΣΤΗ ΡΩΜΗ (ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ) [ELDO DI LAZZARO - ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ - ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ] (Νίκος Γούναρης - Χορωδία) (1940, COLUMBIA 7220F).

«Με το χαμόγελο στα χείλη,
πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά
και γίνανε οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατ’ η καρδιά τους δεν βαστά.

Κορόϊδο Μουσολίνι,
κανείς σας δεν θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική.

Βρέχει και κάτω από την τέντα,
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και γράφουν τ’ ανακοινωθέντα,
φταίει ο κακός καιρός.

Κορόϊδο Μουσολίνι,
κανείς σας δεν θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για διασκευή-παρωδία του ιταλικού τραγουδιού της εποχής “La Campanella ή Reginella Campagnola”, του Ιταλού συνθέτη Eldo (Eduardo) Di Lazzaro. Προηγήθηκε (με τον Φώτη Πολυμέρη) η «Μικρή Χωριατοπούλα», με την ίδια μελωδία, σε διασκευή κι αυτό των ίδιων συνθετών.
  2. Ο κονφερασιέ και στιχουργός Γιώργος Οικονομίδης, που εκείνη την εποχή υπηρετεί σε κάποιο Φρουραρχείο, παρωδεί έξυπνα το «La Campagnola» και μας χαρίζει το θρυλικό «Κοροΐδο Μουσολίνι». Κυκλοφορεί σε δυο εκτελέσεις, με τη Βέμπο και τον Γούναρη. Πολύ γρήγορα το τραγουδά ολόκληρη η Ελλάδα.

* ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ [Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Νίκος Γούναρης - Χορωδία) (1940, COLUMBIA 7220F).

«Μας κοιτούσε μ’ ένα μάτι
ο Μπενίτο από καιρό,
χάθηκε στο νου του κάτι
φοβερό και τρομερό.

Και μια νύχτα ήρθε να πάρει
την Ελλάδα στα κλεφτά,
αλλά του ‘παν οι φαντάροι,
δεν περνούν σ’ εμάς αυτά.

Ήθελε να γίνει αφέντης,
να τον τρέμει η Ελλάς,
μα τον πρόφτασε ο λεβέντης
ο φουστανελάς».

* ΠΑΤΡΙΔΑ - ΠΑΤΡΙΔΑ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΓΙΑΝΝΗ ΒΕΛΛΑ] (Σοφία Βέμπο) (1941, CG 2148).

«Γλέντι έχουν πόλεις και χωριά,
απ’ τη Ρούμελη ως το Μωρηά,
πηδούνε και χορεύουν,
τον Μπενίτο κοροϊδεύουν.

Ο στρατός μας πάνω στα βουνά
για τη λευτεριά μας ξαγρυπνά,
με τ’ όπλο για φλογέρα
τραγουδάει νύχτα - μέρα.

Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη,
κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου,
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

Νύφη ντυμένη, άστρο λαμπερό,
με τον τσολιά της πλάϊ για γαμπρό,
γελάει ευτυχισμένη,
η Ελλάδα η δοξασμένη.

Δόξα με τη Νίκη θε να ‘ρθούν,
στην αγκαλιά της ν’ αποκοιμηθούν,
αφ’ όλα τα παιδιά της
γλυκοτραγουδούν μπροστά της:

Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη,
κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου,
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Το τραγούδι το λανσάρισε, στο θέατρο “Μοντιάλ”, η νεαρή τότε Ρένα Βλαχοπούλου.
  2. Η Βέμπο το πέρασε στη δισκογραφία συγχρόνως με τα “ΑΓΩΝΙΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ”, “ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ” και “ΜΑΚΡΥΑ ΣΟΥ”.

* ΨΕΥΔΟΚΑΙΣΑΡ [Γ. ΘΙΣΒΙΟΥ - Ν. ΛΑΒΔΑ] (Κάκια Μένδρη) (1941, COLUMBIA 7226F).

«Ο λεβέντης ο Ιταλός,
μια σωστή δουλειά δεν κάνει, (δις)
το λιοντάρι παριστάνει,
μα το σκάει ο χαζός.

Αιχμαλώτους στέλνει εδώ
και στην Αίγυπτο εκεί κάτω,
πάει κι ο στόλος του στον πάτο,
κι έχει χάσει τα νερά,
mare nostrum μια φορά.

Στέλνει τους γνωστούς Κενταύρους
και τους Λύκους στα βουνά, (δις)
για να μη τους δει ξανά,
έμπλεξε και με τους μαύρους.

Κι έχει το κακό τριτώσει,
γιατί ετούτη τη φορά,
ο Νεγκούστα θα ξεσπαθώσει,
Ιταλέ μου φουκαρά,
σε προσμένει μια φορά.

Ο στρατός του πάει με τρόμο
για την ακροθαλασσιά, (δις)
κι απ’ τα δώδεκα νησιά
γρήγορα θα πάρει δρόμο.

Το ζυγό τους θα τινάξουν,
Ρόδος, Κάλυμνος και Κως,
τους φρατέλους θα πετάξουν,
από 'κει κακήν - κακώς. (δις)

Με τα δάκρυα στα μάτια,
δίχως σκούφια και φτερά, (δις)
με καρδιά χίλια κομμάτια
και με χάλια φοβερά.

Στα σοκκάκια θα γυρίζεις
όπως ήσουν μια φορά,
στο χωριό σου, στο χωριό σου
Ιταλέ μου φουκαρά,
ψευδοκαίσαρ φουκαρά».

* ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ [Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΠ. ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - ΙΩΣΗΦ ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Δανάη Στρατηγοπούλου) (1940, HMV AO 2686).

«Τώρα που φεύγεις μακρυά μου καλέ μου,
να πας στο γλέντι κι εσύ του πολέμου,
γιατί η Πατρίδα η γλυκειά σε καλεί,
ας δώσουμε ένα ακόμα φιλί.

Το χωρισμό μας αυτόνε δεν κλαίω,
με χαμoγέλιο αντίο σου λέω,
πάντα η καρδιά μου σε σένα πετά,
κι όπου και να 'σαι θα είναι κοντά.

Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου,
άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου,
σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο
κι ένα σου ζητώ, να με θυμάσαι μόνο.

Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή,
θα σε περιμένει, να σε σφίξει νικητή.

Το κάθε γράμμα σου τ’ αγαπημένο
με τι λαχτάρα θα το περιμένω,
θα το διαβάζω χιλιάδες φορές
και τότε πόσες θα νιώθω χαρές.

Με τι καμάρι σε όποιον ρωτάει,
θα λέω ο καλός μου κι αυτός πολεμάει,
κρατάει στο χέρι τουφέκι κι αυτός,
γιατί είναι άντρας σωστός, δυνατός.

Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου,
άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου,
σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο
κι ένα σου ζητώ, να με θυμάσαι μόνο.

Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή,
θα σε περιμένει, να σε σφίξει νικητή».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Το τραγούδι πρωτοτραγουδήθηκε στο θέατρο “ΑΛΑΜΠΡΑ” από τη Ρίτα Δημητρίου, στην επιθεώρηση “Τσαρούχι”.

* ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΛΕΟ ΡΑΠΙΤΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941, CE 2147).

«Η νύχτα είναι βαρειά
κι ο γκιώνης κλαίει 'πάνω στα κλαδιά,
κι ο θρήνος που βογγά ζητάει να μπει στο σπιτικό της,
μα 'κείνη σιωπηλή, χωρίς λυγμούς και δίχως δάκρυα,
σε κάποιαν άκρια,
απόψε γράφει στον καλό της:

Αγαπημένε μου, πάει καιρός που ‘χω να πάρω τώρα γράμμα σου
και μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ,
και λέω μερόνυχτα, κάνε Θεέ μου Παντοδύναμε το τάμα σου,
στην αγκαλιά μου νικητή να τον χαρώ.

Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό.
Αγαπημένε μου, δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο απ’ το γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ.

Μέσ’ στο ψυχρό τ’ αμπρί,
που το φωτίζει ένα μικρό κερί,
με όψη λίγο ωχρή κινούνται όλοι κουρασμένοι,
μα εκείνος σιωπηλός, χωρίς λυγμούς και δάκρυα,
σε κάποιαν άκρια,
γράφει σ’ αυτήν που τον προσμένει:

Αγαπημένη μου, πάει καιρός που ‘χω να πάρω τώρα γράμμα σου
και μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ,
και λέω μερόνυχτα, κάνε Θεέ μου Παντοδύναμε το τάμα σου,
στην αγκαλιά μου νικητή να τον χαρώ.

Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό.
Αγαπημένη μου, δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο απ’ το γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ».

* ΑΓΩΝΙΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ [ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΣΑΒΒΙΔΗ - ΜΗΝΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7222F).

«Χωρίσαμε κι οι δυο με περηφάνεια,
με θάρρος και με πίστη στη καρδιά,
να βάλουμε κι οι δυο χρυσά στεφάνια,
σαν θα 'ρθεις με τη νίκη μια βραδιά.

Κι αν πήγες στα ψηλά βουνά επάνω,
να κάνεις το καθήκον σου κι εσύ,
στου Έθνους την καινούργια ιστορία
και συ θα γράψεις μια γραμμή χρυσή.

Αγωνία πια δεν έχω, όπως πρώτα στην καρδιά,
είμαι γνήσια Ελληνίδα, που αγαπά τη λευτεριά.

Συντροφιά μου έχω τα βράδια
μέσ’ στην κάμαρα την άδεια,
την Παρθένα Παναγία,
σε προσμένω να ξανάρθεις
με της νίκης τα κλαδιά.

Να σφίξουμε τα δόντια
και με νύχια τον πόλεμο αυτόν τον ιερό,
τον ύπουλο εχθρό παλλικαρίσια,
ας δώσουμε ένα χτύπημα γερό.

Το τέλος του εχθρού σαν θα σημάνει
κι αρχίσουν οι καμπάνες να χτυπούν,
θα πάμε σ’ ένα ήσυχο λιμάνι
οι καρδιές μας για να ενωθούν.

Αγωνία πια δεν έχω, όπως πρώτα στην καρδιά,
είμαι γνήσια Ελληνίδα, που αγαπά τη λευτεριά.

Συντροφιά μου έχω τα βράδια
μέσ’ στην κάμαρα την άδεια,
την Παρθένα Παναγία,
σε προσμένω να ξανάρθεις
με της νίκης τα κλαδιά».

* ΠΑΝΑΓΙΑ [Παρωδία Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - EDUARDO BIANCO] (Κάκια Μένδρη - Ελένη Ντε Ροζέ) (1941, COLUMBIA 7226F).

«Τώρα που στα κάτασπρα βουνά
για την τιμή μας
ορμάει κάθε παιδί μας,
κάθε μια μητέρα π’ αγρυπνά
πρέπει τη λύπη της τώρα να ξεχνά.

Δίχως καρδιοχτύπια περιττά,
η κάθε μια μας
με πίστη απ’ τη καρδιά μας,
κάθε βράδι ας μνημονεύει σιγά
χωρίς να κλαίει, στην Παναγιά μπροστά.

Παναγιά, σφίγγει δόντια τούτη η χάρη, (αχ Παναγιά)
Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι, (αχ Παναγιά)
να γενεί (να γενεί) η Ελλάδα μας μεγάλη, (αχ Παναγιά)
και του πολέμου η οργή,
ας σβήσει από τη γη.

Γρήγορα η βαρυχειμωνιά
που μας τυλίγει αδέρφια τη καρδιά,
και στη δοξασμένη μας τη γη
καινούργιος ήλιος κάποιο πρωΐ θα βγει.

Μα ένας «αέρας» ακόμα θ’ ανοιχτεί,
σε κάθε ράχη,
στην άγρια τούτη μάχη,
κάθε μια ελληνική (αγνή) ψυχή
ας λέει με πίστη αυτή την προσευχή:

Παναγιά, σφίγγει δόντια τούτη η χάρη, (αχ Παναγιά)
Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι, (αχ Παναγιά)
να γενεί (να γενεί) η Ελλάδα μας μεγάλη (αχ Παναγιά)
και του πολέμου η οργή,
ας σβήσει από τη γη».

  • <u>Σημείωση</u>:
    Το τραγούδι χρησιμοποιεί τη μελωδία παλαιότερου τραγουδιού, των ίδιων δημιουργών και με τίτλο «Μοναξιά» (1937, Κάκια Μένδρη - Δανάη Στρατηγοπούλου).

* ΑΡΧΙΣΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σοφία Βέμπο) (1941, δείγμα COLUMBIA DG).

«Άρχισε ο χειμώνας πάλι
και στη σόμπα ή στο μαγκάλι
ζεσταινόμαστε,
και ενώ μέσ’ στα παλτά μας
και στα ρούχα τα ζεστά μας
τυλιγόμαστε.

Τα ατρόμητα παιδιά μας
που φρουροί στα σύνορά μας
πάλι μένουνε,
η στοργή της ζεστασιάς μας
απ’ τα χέρια τα δικά μας
περιμένουνε.

Γριές, κοπελιές και παιδιά
κι όλοι οι Έλληνες που έχουν
μέσα τους καρδιά,
γι’ αυτούς που πεθαίνουν σκληρά,
όλοι ας δώσουμε, όλοι,
γι’ άλλη μια φορά.

Κάθε βράχος και ποτάμι
και τα Βίτσια και οι Γράμμοι
το προστάζουνε,
να ντυθούν οι αντριωμένοι
που η Ελλάδα δεν πεθαίνει
πάντα κράζουνε:

Όλοι αυτοί που ‘βάψαν μ’ αίμα
κάθε βράχο, κάθε ρέμα
και κοιλάδα μας,
πρέπει να ντυθούν και πάλι
για να κάνουν πιο μεγάλη,
την Ελλάδα μας.

Γριές, κοπελιές και παιδιά
κι όλοι οι Έλληνες που έχουν
μέσα τους καρδιά,
γι’ αυτούς που πεθαίνουν σκληρά,
όλοι ας δώσουμε, όλοι,
γι’ άλλη μια φορά.

Όλοι ας μείνουμε γδυτοί,
για να ζεσταθούν αυτοί».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Είναι μια δεύτερη παρωδία, μετά το “ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ”, που έγραψε ο Τραϊφόρος πάνω στη “ΖΕΧΡΑ” του Σουγιούλ.
  2. Με το τραγούδι αυτό η Βέμπο, γύριζε όλα τα θέατρα της Αθήνας και το τραγουδούσε, διακόπτοντας την παιζόμενη παράσταση, με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την οργάνωση “Η φανέλλα του στρατιώτη”. Στη δράση αυτή της Βέμπο συμμετείχαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, που την προλόγιζε και ο Μένιος Μανωλιτσάκης, που τη συνόδευε με το ακκορντεόν.

* ΜΑΡΙΩ [Μ. ΛΑΟΥΤΑΡΗ - Σ. ΧΑΡΙΤΟΥ - Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ] (Σοφία Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7218F).

«Πάω στουν πόλι(ε)μο μη τ’ άλλα τα πιδιά
σφίξε βρε Μαριώ μου την καρδιά,
μονάχ’ θε να θη(ε)ρίσεις τα χουράφια
ταχιά θα γεμήσουμι χρυσάφια.

Φεύγω Μαριώ μου λυγερή,
μη βγεις, κακό κι θα μη βρει.

Αααααααααααααααααααααχ,
σαν ξαναγυρίσω βρε Μαριώ,
Αααααααααααααααααααααχ,
γλέντ’ απ’ θα γέν’ ρε στου χουριό. (δις)

Δεν κλαίω Μήτρου μ’ τούτη τη φουρά,
στουν πόλι(ε)μο απ’ θα πας ρε φουκαρά,
και χάνα ρουβουλά και (μεσ’) τα λαγκάδια
στις ράχες, στις κο(υ)ρ’φές σαν τα ζαρκάδια.

Άϊντε ορέ Μήτρου μ’ έχε γειά
και θα σε φ’λάει η Παναγιά.

Αααααααααααααααααααααχ,
σαν ξαναγυρίσω βρε Μαριώ,
Αααααααααααααααααααααχ,
γλέντ’ απ’ θα γέν’ ρε στου χουριό». (δις)

  • <u>Σημείωση</u>:
    Η παρωδία αυτή πρωτοτραγουδήθηκε από τη Βέμπο στο θέατρο “Μοντιάλ”, με μαέστρο του θεάτρου τον συνθέτη της Θόδωρο Παπαδόπουλο.

* ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΜΙΧΑΛΗ ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σοφία Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7218F).

«Δυό αγάπες στη καρδιά μου έχω κλείσει,
η πατρίδα η μια, κι η άλλη εσύ,
δυό αγάπες που με έχετε μεθύσει,
με της δόξας και του πόθου το κρασί.

Τώρα όμως που η πατρίδα με γυρεύει
και στον πόλεμο η φωνή της με καλεί,
η αγάπη μου για ‘κείνη περισσεύει
και σ’ αφήνω, έχε γειά μ’ ένα φιλί.

Μη δακρύσεις που σ’ αφήνω και στον στον πόλεμο θα πάω,
μη ζηλέψεις που την άλλη πιο πολύ την αγαπάω.

Φίλησέ με δίχως λύπη,
διώξε κάθε καρδιοχτύπι,
κάθε πόθο σου τρελλό
και σαν γνήσια Ελληνίδα
μια και πας για την πατρίδα,
με τη νίκη στο καλό.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα
μ’ ένα έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
το γαλάζιο της θυμίζουν ουρανό.

Μη θαρρείς ότι δεν με νοιάζει που σε χάνω,
μα σαν Έλληνας τον όρκο μου κρατώ
κι αν για 'κείνη σκοτωθώ εκεί επάνω,
πρέπει να ‘σαι υπερήφανη γι’ αυτό.

Μη δακρύσεις που σ’ αφήνω και στον στον πόλεμο θα πάω,
μη ζηλέψεις που την άλλη πιο πολύ την αγαπάω.

Φίλησέ με δίχως λύπη,
διώξε κάθε καρδιοχτύπι,
κάθε πόθο σου τρελλό
και σαν γνήσια Ελληνίδα
μια και πας για την πατρίδα,
με τη νίκη στο καλό».

* ΧΩΡΙΑΤΑ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΤΕΡΗ - ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941, DT 412).

«Στο χωριό παλιά γενιά μου
ξύπνησες μεσ’ στην καρδιά μου,
μια καινούργια ανατριχίλα
με τα δέντρα με τα φύλλα.

Κι όπου να σταθώ να γύρω
νοιώθω το δικό σου μύρο
και τα μάτια όπου γυρίσω
ξένα(νε) θε ν’ αντικρύσω.

Χωριάτα είμαι όλο γειά
και σαν τη γριούλα τη γιαγιά,
τώρα το λαό το βαραίνει,
γενιά σε νοιώθω σαν πιοτό,
σαν το κρασί το δυνατό
και σαν το πετιμέζι.

Κι αν είναι δύσκολες χρονιές,
τα παλικάρια με τις νιές
θα ζευγαρώσουν πάλι,
άλλα θε να 'ρθουνε παιδιά
καινούργιους κλώνους και κλαδιά
το δέντρο μας θα βγάλει. (δις)

Εδώ ράτσα αγαπημένη,
είσαι σ’ όλα σκορπισμένη.

Στο νερό με το κανάτι,
στη βελέντζα τη φλοκάτη,
στο τραγούδι, στο τροπάρι
στο καντήλι, στο λυχνάρι,
στα δρεπάνια όπου θερίζουν,
όλα ράτσα σου θυμίζουν.

Χωριάτα είμαι όλο γειά
και σαν τη γριούλα τη γιαγιά,
τώρα το λαό το βαραίνει,
γενιά σε νοιώθω σαν πιοτό,
σαν το κρασί το δυνατό
και σαν το πετιμέζι.

Κι αν είναι δύσκολες χρονιές,
τα παλικάρια με τις νιές
θα ζευγαρώσουν πάλι,
άλλα θε να 'ρθουνε παιδιά
καινούργιους κλώνους και κλαδιά
το δέντρο μας θα βγάλει». (δις)

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Ήταν ένα τραγούδι σύνθημα που ενόχλησε πολύ τους Γερμανούς κατακτητές, και έτσι απαγόρευσαν στη Βέμπο να εμφανίζεται στο θέατρο.
  2. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να φύγει η τραγουδίστρια της Νίκης στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδά ψυχαγωγόντας τα εκεί μεταφερθέντα -μετά την εισβολή των Γερμανών- ελληνικά στρατεύματα.

* ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΣΟΥ ΤΑ ΠΟΔΙΑ, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ (ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ ΤΟΥ '40) [Γιώργου Φτέρη] (Σοφία Βέμπο) (19;;).

«Μα η νίκη αυτή η μεγάλη, εκείνη η νίκη,
στα ελληνικά τα νειάτα, στο λαό μας πρώτα ανήκει.
Στους αθάνατους νεκρούς μας και στα ελληνικά βλαστάρια,
που άφησαν στην Αλβανία τα κομμένα τους ποδάρια.
Στα κομμένα τους ποδάρια και στην άγια τους ψυχή,
είναι αφιερωμένοι τούτοι οι στίχοι οι φτωχοί:

Τα κομμένα σου ποδάρια παλληκάρι,
πώς να σ’ ονομάσω, να σε πω;
είσαι ο αδελφός μου,
είσαι ο πόνος ο κρυφός μου,
είσαι ο αρραβωνιαστικός μου,
είσαι εκείνος π’ αγαπώ.
Του χωριού μας το καμάρι,
συ με τα κομμένα πόδια παλληκάρι.

Σε θυμάμαι εδώ στο πράσινο χορτάρι
κι ο καημός μου μού καίει τα χείλη,
τότε που πηδούσες, τον καιρό που ροβολούσες
και σαν το πουλί πετούσες,
καθώς κράτα(γ)ες το μαντήλι στο συρτό με τόση χάρη,
κι έτρεμε η γης σαν χτύπα(γ)ες το ποδάρι.

Με το δεκανίκι, με το καροτσάκι,
με τα πανταλόνια τ’ αδειανά,
πόδια εσείς κομμένα, παγωμένα, κλαδεμένα,
σ’ όλη τη χώρα σαν εμένα
πως χτυπάει μέσ’ στο στήθος η καρδιά,
σαν φανείτε στο δρομάκι,
με μιαν αδελφή μαζί, μ’ ένα παιδάκι.

Μη σας τρομάζουν πέτρες, ούτε λάκκοι,
οι γυναίκες θα σταθούμε για παρηγοριά σας,
πάντα δίπλα σας, κοντά σας,
κι όλα μας θα είναι δικά σας,
χέρια, πόδια, όπου δούμε δεκανίκι, καροτσάκι,
σε κάθε πολιτεία, σε κάθε χωριουδάκι.

Τα κομμένα σας τα πόδια παλληκάρια
θε’ να τα χρυσώσω με του πόνου τη μαγεία
και θα πάω στην εκκλησιά να τ’ απιθώσω,
όπως πάν’ τα τάματα στην Παναγία.

Τ’ άγια σου τα πόδια τα κομμένα,
έτσι χρυσωμένα,
όπως τα ‘χω στην καρδιά μου,
θα τα βάνω στο προσκυνητάρι,
με τα στέφανά μου
όμορφό μου παλληκάρι
και για να περπατάς
θε’ να 'χεις τα δικά μου».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για συγκλονιστικό ποίημα-παρλάτα του Γιώργου Φτέρη για τους βαριά ανάπηρους πολέμου.
  2. Η Βέμπο το απαγγέλει υπέροχα, με μια φωνή γεμάτη συγκίνηση και παλμό, συνοδευόμενη από διακριτικούς ήχους πιάνου.
  3. Άγνωστο πότε ακριβώς γράφτηκε. Παραμένει αμελοποίητο.

* ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΠΟΛΕΜΩ [ΚΟΥΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ - ΙΩΣΗΦ ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Κούλα Νικολαΐδου - Χορωδία) (1946, COLUMBIA DG 6756).

«Στο φυλάκιο, στα σύνορα ψηλά,
με το τόμιγκαν παρέα στο πλευρό του,
την Ελλάδα ένας φαντάρος μας φυλά
και ο νους του ταξιδεύει στο χωριό του.

Τη μανούλα του θυμάται τη γριά
και η σκέψη του τα βράδια φτερουγίζει,
στην κοπέλα του που είναι μακρυά,
ποιος φαντάρος τις νυχτιές σιγοσφυρίζει:

Κορίτσι μου για σένα πολεμώ
να μη σε δω ποτέ σε χέρια ξένα,
το θάνατο μικρή μου προτιμώ,
παρά να χάσω τη πατρίδα μου και σένα.

Κι αν τώρα χώρισα κάθε … μαζί
θα 'ρθω μικρούλα μου κοντά σου πάλι,
να ζήσουμε για πάντοτε μαζί
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη. (δις)

Τα-ρά τα-τά, τα-τά, τα-τά,
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη. (δις)

Του βουνού την άγρια … …κοπιά,
μέσ’ στη μαύρη τη νυχτιά την παγωμένη,
ο φαντάρος με το όπλο στη σκοπιά,
τα κοράκια της Ελλάδος περιμένει.

Η αγάπη τού ζεσταίνει την ψυχή,
οι ελπίδες στην καρδιά του ξεπηδάνε
και στο κράνος όπως πέφτει η βροχή
οι ψιχάλες της μαζί του τραγουδάνε:

Κορίτσι μου για σένα πολεμώ
να μη σε δω ποτέ σε χέρια ξένα,
το θάνατο μικρή μου προτιμώ,
παρά να χάσω τη πατρίδα μου και σένα.

Κι αν τώρα χώρισα κάθε …μαζί
θα 'ρθω μικρούλα μου κοντά σου πάλι,
να ζήσουμε για πάντοτε μαζί
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη. (δις)

Τα-ρά τα-τά, τα-τά, τα-τά,
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη». (δις)

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Πρόκειται για ωραίο μαρς. Κάποιες λέξεις στάθηκε αδύνατο να αποδελτιωθούν.
  2. Σαφώς αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο.

* ΝΙΚΗ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΖΕΡΒΟΥ] (Σοφία Βέμπο) (1940 - 41)

«Πάνω στα βουνά τα χιονισμένα
για τη λευτεριά και την τιμή,
τα Ελληνόπουλα τ’ αντρειωμένα
πολεμάνε τούτη τη στιγμή.

Κι όλοι εμείς που ζούμε μ’ αγωνία,
γέροι, γυναίκες και παιδιά,
σ’ αυτούς που πολεμάνε
κι ολούθε ορμάνε σαν θεριά,
λέμε νύχτα και μέρα
μπρος στη Μητέρα την Παναγιά:

Νίκη, να δώσεις στα παιδιά μας
που για τη λευτεριά μας
'κεί πάνω πολεμούν,
Νίκη στους Έλληνες να φέρεις,
γιατί καλά εσύ ξέρεις
για ποιο σκόπο ορμούν.

Νίκη ζητάμε από σένα
με μάτια δακρυσμένα
μ’ όλη μας την καρδιά,
φέρε μας της Νίκης τα κλαδιά,
Ω! Μητέρα Παναγιά.

Κι όταν θα περάσουνε τα χρόνια
κι άσπρα θα 'ναι τούτα τα μαλλιά,
θα μαζεύω τα μικρά μου εγγόνια
και με χαμηλή σβηστή λαλιά.

Τότε που η Ελλάδα θα 'χει γίνει
πιο όμορφη και πιο τρανή
κι η τύχη θα ‘ναι δική μας
κι οι ουρανοί μας οι γαλανοί,
θα λέει σβηστή απ’ τα χρόνια
σε κάποια εγγόνια αυτή η φωνή:

Ήρθαν μια νύχτα κάποιοι εχθροί μας
την πόρτα τη δική μας να σπάσουνε με βιά,
ήρθαν να κάψουν τα χωριά μας,
να σφάξουν τα παιδιά μας,
με μαύρη απανθρωπιά.

Μα η Ελλάδα η δοξασμένη
σηκώθηκε ενωμένη
με κέφι και καρδιά,
και μας δώσανε τη Λευτεριά
της Ελλάδος τα παιδιά».

* ΔΥΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ (ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ - ΧΙΤΛΕΡ) [ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΙΑΤΡΙΔΟΥ] (Σ. Ιατρίδου) (1940).

<u>Πρώτο πορτραίτο:</u>

«Όταν εγνώρισε τα φώτα της ημέρας,
είπαν πως κάπου εγεννήθη κάποιο τέρας,
σαν υδροκέφαλον παχύδερμον εφαίνετο,
όπου ποτέ εις την ζωήν του δεν επλένετο.

Κι όταν απέκτησε επίβουλην ηλικίαν,
κάποιες καμάρες διάλεξε δια κατοικίαν,
κι ενώ εκοιμάτο βρήκε τούτη την ευκαιρίαν του,
να πει αβάντι και ν’ αρχίσει την πορείαν του.

Γι’ αυτόν ανοίγουνε ματωμένοι δρόμοι,
μα το κεφάλι δεν το σήκωναν οι ώμοι,
γιατί 'κει μέσα των Καισάρων τα προστάγματα
και σκέψη από σκελετούς να κάνει τάγματα.

Και μεγαλώνει το υδροκέφαλον το πάθος
κι από τη θέση του αυτή δεν κάνει πάσο,
κι ενώ βρυχάται με τη δύναμη του λέοντος
ηκούσθη κάπου η φωνή του Ναπολέοντος:

Εεεε, καραγκιόζη, που μας κάνεις τον τρελλό,
έλα να δεις και το δικό σου Βατερλώ,
κάποια μικρή με τα γαλάζια, τάμα το ‘χει,
η ιστορία σου ν’ αρχίσει μ’ ένα ΟΧΙ.

<u>Δεύτερο πορτραίτο</u>:

Γεννήθηκε μ’ ένα παράξενο σημείον
και δεν τον δέχτηκαν εις το βρεφοκομείον,
γιατί ενώ είχε του βρέφους την εντέλεια
βγήκε στον κόσμο με μια λαδωμένη αφέλεια.

Κι όταν εγύριζε ανάμεσα στους δρόμους
με τις μπογιές και τα πινέλα εις τους ώμους,
κάποιο πινέλο απ’ το χέρι του αυτομόλησε
και επήγε κάτω απ’ τη μύτη του και κόλλησε.

Είπε: “Δεν είν’ ζωή αυτή με τα πινέλα”,
κι άναψε μέσα στο κεφάλι του μια τρέλλα,
να μπογιατίσει με το αίμα την υφήλιο,
κι οι γκιλοτίνες να σκιάσουνε τον ήλιο.

Και η μανία αυτή μέσ’ στο μυαλό του πράττει
κι ένα σταυρό από αγκύλες ετοιμάζει
και όπως σταυρώνει την ελεύθερη ανθρωπότητα,
θα αναγκαλιάζει τη δική του ωραιότητα.

Μα ο καιρός, που ξέρει τίμια να μιλά,
έτσι ψιθύρισε στ’ αυτί του χαμηλά.
κάποια μικρή με τα γαλάζια, τάμα το ‘χει,
την ιστορία σου ν’ αρχίσει μ’ ένα ΟΧΙ».

* ΛΙΛΗ ΜΑΡΛΕΝ (ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΘΑ ΚΛΑΙΝ) [ΑΓΝΩΣΤΟΥ - SULTZE] (Γιώργος Γαβριηλίδης - Παιδική Χορωδία) (Κατοχικό).

  • <u>Σημείωση</u>:
    Πρόκειται για μια θαυμάσια σάτυρα, δεν μπόρεσα όμως να κάνω την αποδελτίωση των στίχων (είναι δυσνόητοι). Ίσως μια μελλοντική προσπάθεια, με τη χρήση ειδικού λογισμικού να μας το επιτρέψει.

* ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΛΟΝΕΛΟ [Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ - ΑΛ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ - Θ. ΣΑΛΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Άννα Καλουτά - Γιάννης Γκιωνάκης - Νίκος Ρίζος - Άννα Ματζουράνη) (1941).

  • <u>Σημείωση</u>:
    Πρόκειται επίσης για μια θαυμάσια σάτυρα, δεν μπόρεσα όμως και πάλι να κάνω την αποδελτίωση των στίχων (είναι δυσνόητοι, γιατί τραγουδάνε όλοι μαζί). Ίσως μια μελλοντική προσπάθεια, με τη χρήση ειδικού λογισμικού να μας το επιτρέψει.

* ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ [Παρλάτα ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Μ. Τραϊφόρος) (1940 - 41).

«Ντούτσε, Ντούτσε,
τώρα πλέον που τα θούρια έχουν πάψει,
κι η Ιταλία στα παλιά της τα παπούτσια ’ έχει γράψει,
ξεπεσμένε Ναπολέων,
συ που άλλοτε εβρυχάσο,
ω! Ιππότα Ντούτσε ως λέων,
από τα θρυλικά μπαλκόνια του παλάτσο ντι Βενέτσια,
ενώ σ’ έπνιγαν οι ήχοι της γνωστής ματζοβινέτσια.

Ντούτσε, Ντούτσε,
που το σύμπαν το ηπείλεις νύχτα - μέρα
και στεντόριες οι κραυγές σου εδονούσαν τον αιθέρα,
ω! μεγάλε φανφαρόνε,
άγνωστων τεράτων γόνε,
σκοτεινέ, γελοίε αλήτη
που μια νύχτα του Οχτώβρη,
άδικο όποιος και να κάνει,
πάντα εδώ στη γη θα το 'βρει.

Για θυμήσου, που με Λύκους και με Κένταυρους αράδα,
εξεκίνησες να πάρεις άρον - άρον την Ελλάδα.

Μα οι φασίστες σου ω! Μπενίτο,
οι γνωστοί παλληκαράδες,
σαν αντίκρυσαν τσολιάδες,
σήκωσαν ψηλά τα χέρια,
χώθηκαν μεσ’ σε κοτέτσια
και κατάχλωμοι φωνάξαν:
μπέλλα Γκρέτσια, μπέλλα Γκρέτσια.

Μπράβο Κολονέλο,
που μας έκανες εχθρό μας τον φρατέλο,
μπράβο Κολονέλο,
και να μας επιβληθείς
με τις μπόμπες προσπαθείς,
έχεις κάνει την πατρίδα σου κουρέλω».

* Η ΓΑΛΑΝΗ ΜΑΣ ΧΩΡΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Λ. ΡΑΠΙΤΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941).

«Πίκρες και βάσανα Πατρίδα μου αγαπημένη,
πόνο έχουν στήσει στη θλιμμένη σου την ψυχή,
και τ’ ομολογώ πως κλαίω και όλη αναρριγώ,
και λέω για την μάταιη τούτη εποχή:

Εμείς που έχουμε το ένδοξο Εικοσιένα,
που 'χουμε απάνω μας μια τέτοια κληρονομιά,
μέσα στη σκλαβιά που ζούμε,
με γερή καρδιά θα βγούμε,
και έμορφα και ατσάλινα κορμιά.

Και θα ‘ρθει η ώρα που όλα θα ξεχαστούνε,
πάλι τραγούδια γύρω μας θ’ ακουστούνε
και μια Ελλάδα ακόμα πιο δυνατή,
μέσα απ’ τα μαύρα ερείπια θα πεταχτεί.

Και θα 'ρθει η δόξα δίπλα μας να καθήσει
και θα ζητήσει στα κάτασπρα να ντυθεί,
και όλη η γη, κάποιαν αυγή,
τη γαλανή μας χώρα θα προσκυνήσει».

* ΑΧ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Μπέτη Μοσχονά - Χορωδία) (194;).

«Αχ το Πεζικό, αχ το Πεζικό,
αχ το Πεζικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο ντουφέ, στο ντουφέκι σου απάνω. (δις)

Και το Ναυτικό, και το Ναυτικό
και το Ναυτικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο καρά, στο καράβι σου απάνω. (δις)

Το Πυροβολικό, το Πυροβολικό,
το Πυροβολικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο κανό, στο κανόνι σου απάνω. (δις)

Τ’ Αεροπορικό, τ’ Αεροπορικό,
τ’ Αεροπορικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
μέσα σε, μέσα σε αεροπλάνο. (δις)

Και το Ευζωνικό, το Ευζωνικό,
το Ευζωνικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο τσαρού, στο τσαρούχι σου απάνω». (δις)

* ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΣΤΟΝ ΕΡΥΘΡΟ ΣΤΑΥΡΟ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Νανά Σκιαδά - Γιάννης Φέρμης) (Κατοχικό).

«Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια
“νιξ” φαΐ.

Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι
κι οι δυό. (επανάληψη όλη η στροφή)

Εσύ με το ρολό,
που κλέβεις το χυλό
και κάνεις τα φαγάκια(:wink: με φελό!

Κι εσύ κυρά ξανθειά,
που κλέβεις τα γλυκά
κι αφήνεις τα παιδάκια νηστικά.

Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι
κι οι δυό.

Κι εσύ ο φαφλατάς
τα όσπρια βουτάς
και νηστικό τον κόσμο τον κυττάς.

Με πόση απονιά
κι εσύ ομορφονιά,
που κλέβεις το χαρούπι του ντουνιά.

Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι
κι οι δυό.

Και “ντύνεστε” παρά
και λίρες με ουρά,
κι ο κόσμος έχει μαύρη συμφορά.

Μα και γερμανικές
κονσέρβες μερικές,
βουτάτε με “μασιέν” αρπαχτικές».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Είναι το περίφημο και σπάνιο τραγούδι «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή»! Σαν σλόγκαν πέρασε από στόμα σε στόμα και μεγάλωσαν μαζί του γενιές και γενιές Ελλήνων.
  2. Πρόκειται για σπαρακτική και συνταρακτική παρωδία για τη μεγάλη και φρικτή πείνα της Κατοχής. Τ’ ακούς και δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να ουρλιάξεις από πόνο!
  3. Τότε, που τα σκελετωμένα απ’ την πείνα παιδάκια, με το δελτίο συσσιτίου στο ένα τους χεράκι κι μ’ ένα τενεδάκι στο άλλο, μπαίνανε στη γραμμή για να πάρουν λίγο δήθεν φαγάκι, που μοίραζε ο Ερυθρός Σταυρός.
  4. Τότε, που οι διάφοροι “μουστερήδες” έκλεβαν με κάθε τρόπο τη λίγη και άθλια τροφή των παιδιών, που πέθαιναν από τη πείνα καθημερινά.
  5. Τότε, που όταν πέθαινε ένα παιδί δεν δηλώνανε το θάνατό του, για να πάρουν με το δελτίο του λίγο φαγάκι παραπάνω τ’ αδερφάκια του στο συσσίτιο, για να μη πεθάνουν κι αυτά από την πείνα. Φρίκη!!!

* ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Μπέτη Μοσχονά - Νανά Σκιαδά) (Κατοχικό).

«Με κασελάκι χρόνια τριγυρνώ,
με το σακάκι πάντα την περνώ,
παίρνω το βήμα μου βαρύ κι αργό,
αλήτης πάντα φουκαράς τ’ ομολογώ. Κι εγώ.

Μα τον καιρό
τον πονηρό,
που πούλησα χαρούπι,
λεφτά ουρά
και τσοκ παρά,
μαζεύω σ’ ένα κιούπι.

Και κερδίζω και πλουτίζω
δίχως να πολυλογώ,
ε, και την Άρτα φοβερίζω
και πουλάω και τη γάτα για λαγό. Κι εγώ.

Είν’ οι πρωϊνοί φουκαράδες
ε, και γεμίσαν’ όλοι παράδες
και γυρνάνε πλούσιοι στην πιάτσα,
μα ποτέ δεν λένε μη στάξει
το χαρούπι βγάζει χρυσάφι
κι έχω πεντοχίλιαρα σε μάτσα.

Έχουμε βίλες κι οκέλες
κι όταν γουστάρουμε κοπέλες
έχουμε κράχτη τον παρά για θηλυκά,
κι έτσι λοιπόν μ’ αυτό τον τράτο
μπορούμε και στον Παπαστράτο
να του πασάρουμε αν θέλει δανεικά.

Ω, ω, ω, ω, ω, είμαι σκουτζές,
Ω, ω, ω, ω, ω, για καρπαζιές.

Είν’ οι πρωϊνοί φουκαράδες
ε, και γεμίσαν’ όλοι παράδες
και γυρνάνε πλούσιοι στην πιάτσα,
μα ποτέ δεν λένε μη στάξει
το χαρούπι βγάζει χρυσάφι
κι έχω πεντοχίλιαρα σε μάτσα.

Έχουμε βίλες κι οκέλες
κι όταν γουστάρουμε κοπέλες
έχουμε κράχτη τον παρά για θηλυκά,
κι έτσι λοιπόν μ’ αυτό τον τράτο
μπορούμε και στον Παπαστράτο
να του πασάρουμε αν θέλει δανεικά.

Ω, ω, ω, ω, ω, είμαι σκουτζές,
Ω, ω, ω, ω, ω, για καρπαζιές».

* ΜΠΕΛΑΜΗΣ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Γιώργος Γαβριηλίδης - Χορωδία) (Κατοχικό).

«Έχεις τύχη χρυσή Μπελαμή,
στις γυναίκες εσύ Μπελαμή,
μ’ ένα χάδι μπορείς
το σφυγμό τους να τον βρεις,
τυχερέ, πονηρέ, Μπελαμή.

Κάθε μέρα μιαν άλλη αγαπάς
και τα θύματα γύρω σκορπάς,
μα ξεχνιούνται οι καϋμοί
στην υπέροχη στιγμή,
Μπελαμή, αχ Μπελαμή, Μπελαμή.

Ο Μπελαμής στον κόσμο τριγυρνά
και όπου κι αν βρεθεί καλοπερνά,
και τέλος πάντων, ήρθε στην Αθήνα
πολύ “γουδείν” να σβήσει από την πείνα.

Τον κυνηγούσαν άπειρες ομού,
κι ο Μπελαμής ζητάει μια Μπελαμού,
για να 'χει βράδι και πρωΐ
λίγο ζεστό φαΐ.

Τι φιλιά τρυφερά, Μπελαμή,
κάνω μαύρη αγορά Μπελαμή,
έχω πέντε σακκιά
με φασόλια και κουκιά
και πλιγούρι και άσπρο ψωμί.

Αχ, για σένα παιδί μου τρελλό,
θα σου βράσω σταρένιο χυλό,
και θα τρως, δεν θα πεινάς
και θα την καλοπερνάς,
(ναι όλα θα τα τρως, όλα)
αχ, Μπελαμή,
με αγάπη θερμή, Μπελαμή.

Τι φιλιά τρυφερά, Μπελαμή,
κάνω μαύρη αγορά Μπελαμή,
έχω πέντε σακκιά
με φασόλια και κουκιά
και πλιγούρι και άσπρο ψωμί,
αχ, Μπελαμή.

Αχ, για σένα παιδί μου τρελλό,
να σου βράσω σταρένιο χυλό,
και θα τρως, δεν θα πεινάς
και θα την καλοπερνάς,
αχ, Μπελαμή,
με αγάπη θερμή, Μπελαμή».

* ΣΒΗΣΕ ΦΕΓΓΑΡΙ [Δ. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΧΡ. ΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΥ] (Μ. Χρονοπούλου - Α. Μπάρκουλης) (Κατοχικό).

«Μέσ’ στο στενό το μονοπάτι,
πίσσα σκοτάδι το χαγιάτι,
απόψε η νύχτα το τραβά
ν’ αγκαλιαστούμε στα στραβά.

Τώρα η ξανθιά απ’ τη μαυρομάτα
δεν ξεχωρίζουν μέσ’ στη στράτα
και στο σκοτάδι μέσ’ αυτό,
ο έρωτας παίζει κρυφτό.

Σβήσε φεγγάρι που φωτάς τον έρωτα
κι άσε τα βράδια μαύρα κι αξημέρωτα,
στη γειτονιά η σκοτεινιά
πέφτει απαλή σαν χάδι,
είναι το πείσμα σου κακό και άσκοπο,
πάψε λοιπόν να κάνεις τον κατάσκοπο,
μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι. (δις)

Χαίρεται απόψε η ξελογιάστρα
που τη φωτίζουν μόνο τ’ άστρα,
είναι κι ο πόλεμος σοφός
που ‘σβησε απ’ τη γη το φως.

Γι’ αυτό Θεέ μου έχε το νου σου,
σβήσε το φως και τ’ ουρανού σου,
και με συσκότιση πυκνή
δως μας σελήνη σκοτεινή.

Σβήσε φεγγάρι που φωτάς τον έρωτα
κι άσε τα βράδια μαύρα κι αξημέρωτα,
στη γειτονιά η σκοτεινιά
πέφτει απαλή σαν χάδι,
είναι το πείσμα σου κακό και άσκοπο,
πάψε λοιπόν να κάνεις τον κατάσκοπο,
μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι. (δις)

* ΜΙΑ ΟΚΑ ΚΟΛΟΚΥΘΑΚΙΑ [Δ. ΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ - Ι. ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Μπέτη Μοσχονά) (Κατοχικό).

«Έπαιρνες τις καρδιές αιχμάλωτες
με τρόπο κλείνοντας το μάτι,
όμως αυτά συμβαίναν άλλοτε
σαν ήταν η κοιλιά γεμάτη.

Τώρα που η κοιλιά μου άδειασε, αχ
στο λέω παιδί μου αγαπημένο,
έστω κι αν βλέπω ότι βράδιασε
στο ραντεβού μου δεν πηγαίνω.

Τώρα δεν θέλει ο έρως χάδια και φιλάκια,
μα προτιμά καμιά οκά κολοκυθάκια,
οι μαυρομάτες λυώνουν βλέποντας, αχ, πατάτες
κι έχουν χαρά μέσ’ στην αγορά,
ενώ περιμένουν στην ουρά. (δις)

Μη μου γκρινιάζεις τώρα φίλε μου
κι αν έχεις όλα σου τα δίκια,
μα αντί λουλούδια αν θέλεις στείλε μου
αχ, μια σακκούλα με ραδίκια.

Τα χάδια δεν μου λένε τίποτα
και για να λείψουν τα νευράκια,
θα με τυλίξεις οπωσδήποτε
με δύο μάτσα ρεπανάκια.

Τώρα δεν θέλει ο έρως χάδια και φιλάκια,
μα προτιμά καμιά οκά κολοκυθάκια,
οι μαυρομάτες λυώνουν βλέποντας, αχ, πατάτες
κι έχουν χαρά μέσ’ στην αγορά,
ενώ περιμένουν στην ουρά». (δις)

* ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΑΝ ΠΑΩ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΓΙΑΝΝΗ ΦΟΥΣΚΑ] (Νίκος Γούναρης - Άγνωστος ερμηνευτής) (194;)

«Αν μου πουν στον πόλεμο
να πάω να πολεμήσω,
εσένα συλλογίζομαι
μικρό μου που θ’ αφήσω. (δις)

Δε με φοβίζουν οι φωτιές
ούτε και τα κανόνια,
δε νοιάζομαι αν ο πόλεμος
κρατήσει δέκα χρόνια. (δις)

Με νοιάζει μόνο πως εσύ
θα βρίσκεσαι μακρυά μου,
και χίλιες πίκρες μπαίνουνε
και σφάζουν τη καρδιά μου. (δις)

Θα ‘μαι μέσ’ στο χαράκωμα
και θα σε συλλογιέμαι,
θα λέω που να 'ναι το κουκλί
και όλο θα τυρρανιέμαι. (δις)

Γι’ αυτό το λόγο ο πόλεμος
δε θα 'θελα να γίνει,
και τη ζωή μου θα 'δινα
για να 'χουμε ειρήνη». (δις)

  • <u>Σημείωση</u>:
    Πρόκειται για αντιπολεμικό “αρχοντορεμπέτικο” τραγούδι, πιθανώς της δεκαετίας του '40.

* ΤΟ ΧΑΪΔΑΡΙ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΝΙΚΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ] (Κατοχικό).

«Όπως στην άλλη τη ζωή,
όταν θα πας ένα πρωΐ,
στην κόλαση σε στέλνουνε, αν δε σου δώσουν χάρη,
έτσι στη μαύρη τη σκλαβιά
παίρνουν του κόσμου τα παιδιά
οι άτιμοι οι Γερμανοί, τα στέλνουν στο Χαϊδάρι.

Περνούσανε μαρτυρικά,
μέναν 'κει μέσα νηστικά,
λες και εγκληματούσανε, λες κι είχαν κάνει κάτι,
ερήμωσαν συνοικισμούς
με μπλόκους κι εξευτελισμούς,
το Βύρωνα, την Κοκκινιά, Καισαριανή, Παγκράτι.

Και κάθε μέρα από ‘κει,
την κολασμένη φυλακή,
παίρναν παιδιά αμούστακα για να τα τουφεκίσουν,
χωρίς τη μάνα τους να δουν,
μον’ τ’ άκουγαν να τραγουδούν,
γιατ’ ήξεραν τ’ αδέλφια τους ελεύθερα θα ζήσουν.

Τα χτύπαγαν με απονιά,
του Χαϊδαριού κάθε γωνιά
κρύβει βασανιστήρια που ο νους σου δεν τα βάζει,
άλλο ν’ ακούς κι άλλο να λες,
κι όμως, μανούλα μου, μην κλαις,
απ’ της σκλαβιάς τα σίδερα η Λευτεριά χαράζει».

* ΘΑ ΠΑΡΩ ΕΘΝΟΦΥΛΑΚΑ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΥΡΟΓΙΑΝΝΗ] (1945).

«Τα εγγλεζάκια τ’ αγαπώ, δεν θα ντραπώ να σας το πω,
τρελαίνομαι για κείνα, απ’ την ημέρα που ‘ρθανε ομόρφην’ η Αθήνα.

Τρελαίνομαι για το χακί, γιατ’ είναι δοξασμένο,
μα σαν ρωμιά πραγματική για έλληνες πεθαίνω,
κι αν γελώ και παίζω με καθ’ ένα εγγλέζο στου πολέμου το γλέντι,
για την καρδιά μου φύλακα θα πάρω εθνοφύλακα, ασίκη και λεβέντη.

Λοξό μπερέ πάντα φορούν και γελαστά κυκλοφορούν, κι έχουν μεγάλο φόρτε,
να ξεμυαλίζουνε καρδιές, να κάνουν μ’ όλες κόρτε».

  • <u>Σημειώσεις</u>:
  1. Μετά από την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δεχθεί τον αγγλικό στρατό (η Αγγλία ήταν η προστάτιδα δύναμη). Την εποχή εκείνη σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας λειτουργούσανε πολλά μπαράκια, γεμάτα πόρνες, που εξυπηρετούσαν τον νέο κατοχικό στρατό.
  2. Οι στρατεύσιμες κλάσεις 1940 - 45, επειδή λόγω του πολέμου και της γερμανικής κατοχής δεν είχανε εκπαιδευτεί στην ώρα τους, κλήθηκαν το 1945 για θητεία και ονομάστηκαν Εθνοφύλακες.
  3. Τους εθνοφύλακες αυτούς ο λαός τους αποκαλούσε γέρο-σοφούληδες.

* Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ [Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ - Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Χρήστος Τσαγανέας) (1945 - 46)

«Είναι νομίζω η πιο μεγάλη αδικία
με την κατάσταση αυτή τη σημερ’νή,
να 'χεις φτάσει σε μια τέτοια ηλικία
που η επιστράτευσις να σε περιφρονεί!

Και ίσως, ίσως, δεν αντέχεις για πορεία,
μα για τον έρωτα λιγάκι λαχταράς,
μπορεί ν’ ακούς πολύ συχνά από μια κυρία
πως σε περνά για εφεδρεία Εθνοφρουράς!

Φυσικά, φυσικά,
όση θέληση και φαντασία να ‘χεις,
δεν θα δεις μεσ’ στην εξέλιξη μιας μάχης,
κατωρθώματα τυχόν πολεμικά.

Κι αν τυχόν μια κυρά,
την γελάσεις και την μπλέξεις σε κουβέντα,
ασφαλώς χλιαρά,
εις το τέλος θα ‘ναι τ’ ανακοινωθέντα!

Να το δεχτείς αυτό χωρίς μεμψιμοιρία,
γιατί σου έχει πέσει ο “ενθουσιασμός”,
ίσως ν’ ακούσεις από μια κομψή κυρία
πως είσαι άμαχος μονάχα πληθυσμός!

Κι αν σου τύχει θηλυκό να συναντήσεις
κι αντιληφθείς λιγάκι θάρρος θηλυκό,
ουδετερότητα θα πρέπει να κρατήσεις
γιατί επίθεσις θα σου 'βγει σε κακό.

Φυσικά, φυσικά,
τα “εφόδιά” σου είναι εξαντλημένα
και δεν έχεις πλέον αποθηκευμένα
ούτε όλμους, ούτε “πυρομαχικά”!

Κι αν τυχόν μια κυρά,
με ματιές σε βομβαρδίζει μην ενδώσεις,
μα να πας φουκαρά,
καταφύγιο να βρεις για να γλυτώσεις…!!».

* ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΣΙΛΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - ΙΩΣΗΦ ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (1941).

  • <u>Σημείωση</u>: Το έχει κανείς;;; Ή, μήπως ξέρει κανείς τους στίχους;

<u>ΠΡΟΖΕΣ - ΠΑΡΛΑΤΕΣ - ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1940 - 1949</u>:

Την περίοδο αυτή γράφτηκαν και παίχτηκαν στο θέατρο πολλές πολεμικές επιθεωρήσεις, περιλαμβάνοντας εκτός από τα σχετικά με το θέμα τραγούδια και ανάλογες πρόζες, παρλάτες και σκετς, μερικά από τα οποία είναι:

* ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΉ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (κομπέρ, Μ. Τραϊφόρος - Αλίκη Βέμπο) (πρόζα).

* Ο ΡΩΜΙΟΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Χρήστος Ευθυμίου - Νάσος Κεδράκας) (σκετς).

* Η ΡΩΜΙΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Μαρίκα Νέζερ) (σκετς).

* ΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗ ΛΕΒΕΝΤΟΜΑΝΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Ν. Κεδράκας - Γ. Σύλβας - Σ. Βέμπο) (πρόζα).

* ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΑΔΟΥΛΑ ΜΟΥ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Γιάννης Γκιωνάκης - Νινή Τζάνετ - Αλίκη Βέμπο) (σκετς).

* ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Κλεό Σκολούδη - Ν. Κεδράκας - Αλίκη Ζαβερδινού - Γιάννης Σύλβας) (σκετς).

* ΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΑΕΡΟΠΟΡΟΙ ΜΑΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Άννα Καλουτά) (σκετς).

* ΣΤΟ ΚΟΎΤΣΙ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Γιάννης Φέρτης - Ν. Κεδράκας - Μ. Τραϊφόρος - Νίκος Νεογένης - Γ. Σύλβας - Νίκος Κατσούλης) (σκετς).

* ΚΑΙ ΝΙΚΗΣΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Σ. Βέμπο - Α. Βέμπο) (παρλάτα).

* ΕΥΖΩΝΑΚΙ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Μ. Τραϊφόρος - Άννα Καλουτά) (παρλάτα).

* ΜΗΤΡΟΣ ΚΟΥΡΝΟΓΑΛΟΣ [ΑΔΕΣΠΟΤΟ] (Παντελής Ζερβός) (παρλάτα).

- Θα κλείσουμε τον κύκλο των τραγουδιών αυτής της θεματολογίας του Ελαφρού Τραγουδιού, μ’ ένα άκρως αντιπολεμικό τραγούδι της μεγάλης μας Σοφίας Βέμπο. Το τραγούδι αυτό είναι νεώτερο (μάλλον του 1974) και θα πρέπει να γράφτηκε από τους δημιουργούς του για να συμπεριληφθεί στο επετειακό LP «Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40», EMIAL 2J048-70334, 1974.

* ΟΧΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΖΑΚ ΙΑΚΩΒΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1974).

«Μα, εγώ που τραγούδησα τον πόλεμο και τα παλικάρια μας τα ηρωϊκά,
εγώ που τραγούδησα τον πόλεμο με τραγούδια θριαμβικά,
εγώ που τραγούδησα τον πόλεμο, τον θυμάμαι και κλαίω,
τώρα τραγουδάω και λέω: (πεζός λόγος)

Σπάστε τις άγριες σάλπιγγες,
τις θριαμβικές φανφάρες
και κάντε τες χαμόγελο
και κάντε τες κιθάρες.

Τον πόνο κάντε τον κρασί,
τον στεναγμό λουλούδι
και του πολέμου την κραυγή,
ερωτικό τραγούδι.

Όχι, καινούργιο πόλεμο,
Όχι, καινούργια αντάρα,
κατάρα στ’ αστροπέλεκα,
στις σάλπιγγες, Κατάρα!

Οι κάμποι θέλουν πράσινο,
η Άνοιξη θέλει αηδόνια,
τ’ άστρα καθάριο ουρανό,
τα κορφοβούνια χιόνια.

Κι ο άνθρωπος, σαν το τρελλό κυνηγημένο ελάφι,
ζητάει και λαχταράει να πιεί αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη,
ω, ω, ω, αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη.

Γλυκό ψωμί κι όχι ζωές να κόβουν τα μαχαίρια,
κι αντί να κουβαλάν φωτιά των αγοριών τα χέρια,
των κοριτσιών τα ολόχλωμα τα στήθη να απλώνουνε
και στην καρδιά τους το γλυκό Απρίλη να καρφώνουνε.

Όχι, καινούργιο πόλεμο,
Όχι, καινούργια αντάρα,
κατάρα στ’ αστροπέλεκα,
στις σάλπιγγες, Κατάρα!

Οι κάμποι θέλουν πράσινο,
η Άνοιξη θέλει αηδόνια,
τ’ άστρα καθάριο ουρανό,
τα κορφοβούνια χιόνια.

Κι ο άνθρωπος, σαν το τρελλό κυνηγημένο ελάφι,
ζητάει και λαχταράει να πιεί αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη,
ω, ω, ω, αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη».

<u>ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΟΦΙΑΣ ΒΕΜΠΟ</u>:

“Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή.
Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο”.

<u>ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ LP ΚΑΙ CD ΕΛΑΦΡΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ</u>:

  1. LP «Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40», EMIAL 2J048-70334, 1974.
  2. Διπλό LP «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40, Νο. 11 & 12», EMIAL 14C 134 4010691/701, Ιούνιος 1987.
  3. CD «ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΗ: ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1940 ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟ», LEGEND 220 1150892, 2001.
  4. Κουτί δύο CD με τίτλο: «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40: ΠΟΛΕΜΟΣ - ΕΡΩΤΑΣ», με επιμέρους τίτλους των CD «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40, Α! ΕΚΔΟΣΗ» και «Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ», FM RECORDS, FM 1999 και FM 2000.

<u>ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ</u>:

  1. «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», Νέαρχου Γεωργιάδη.
  2. «ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Τάσου Σχορέλη.
  3. «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», Ηλία Πετρόπουλου.
  4. «Ο ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ», Σώτου Αλεξίου.
  5. «ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: Η ζωή μου, το έργο μου», Κώστα Χατζηδουλή.
  6. «ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ: Μάγκας από μικράκι», Στάθη Gauntlett.
  7. «ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ», Παναγιώτη Κουνάδη.
  8. «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ», τόμος 1ος, Κώστα Μυλωνά.
  9. Το προσωπικό μου αρχείο.

<u>ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΟΝΗΜΑΤΟΣ</u>:

  1. Στους ήρωες Έλληνες φαντάρους, υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, που έχυσαν το αίμα τους στα πεδία των μαχών, πολεμώντας με ανυπέρβλητη ψυχή τον εχθρό υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, για τα μεγάλα του Έθνους ιδανικά.
  2. Στα τραγικά θύματα του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, στις χήρες και στα ορφανά.
  3. Στους θρυλικούς αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης 1940 - 1944.
  4. Στους εξόριστους και φυλακισμένους αριστερούς ιδεολόγους, στους ανάπηρους πολέμου, στους εκτελεσμένους, στους δολοφονημένους, στους πολιτικούς πρόσφυγες, στους βασανισμένους, στους κυνηγημένους και στις πολλές εκατοντάδες παντελώς αδικημένους, προδομένους και συκοφαντημένους, καθώς και στις οικογένειές τους.
  5. Στα παιδιά-θύματα του απαχθούς παιδομαζώματος.
  6. Στους ανώνυμους και επώνυμους λαϊκούς και “ελαφρούς” δημιουργούς
1 «Μου αρέσει»

Και ο «Χρήστος» των Τσιτσάνηδων (ηχογράφηση 1949 με Τσαουσάκη και Νίνου) θα μπορούσε να είναι γραμμένος από την σκοπιά κάποιου που φοβάται/διαισθάνεται ότι θα δολοφονηθεί στα συμφραζόμενα της εποχής. Ο ΒΤ μάλλον δεν ήταν καθόλου της τσαπατσουλιάς σε ό,τι έκανε και ό,τι έπαιρνε, και οι καιροί ήταν πονηροί.

Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά
σαν γεμίσω το κεφάλι
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά

Να χορέψω μες στη ζάλη,
όμορφα και ταπεινά
η καρδιά μου είναι μαύρη
απ’ τα τόσα βάσανα

Παίξε, Χρήστο, άλλο ένα
μαύρες σκέψεις μου περνούν
κάποια μέρα μες στη στράτα
ξαπλωμένο θα με βρουν

Φυσικά ήθελα να πω το «Παίξε, Χρήστο», ο «Χρήστος» σκέτα είναι το άλλο που σερβίρει ζεϊμπέκικο γλυκό.

Το τραγούδι πράγματι “διαβάζεται” κι έτσι. Βέβαια μπορεί να διαβαστεί και από την όψη της φτώχειας, της πείνας κλπ. Μάλλον τα περιέχει όλα αυτά μες στα συμφραζόμενα του καιρού του.

Κατά τα άλλα, με αφορμή το σχόλιο, αφενός υποθέτω ότι και στα δυο τραγούδια ο “Χρήστος” είναι αναφορά στον Χρήστο Τσιτσάνη.
Επίσης στην “καθαρά” προσωπική μου πρόσληψη (χωρίς να έχω ασχοληθεί με τη σειρά τους στη δισκογραφία ή στη δημιουργία, παρουσίαση στα κέντρα κλπ), τα δυο τραγούδια αποτελούν ενότητα, σαν το ένα (“παίξε Χρήστο”) να χαράζει κι ένα ευρύτερο πλαίσιο απέναντι σε τυχόν μονόπλευρη ερμηνεία (από την πλευρά του κοινού) ως προς το άλλο (“Χρήστος”).
Κατά τον ίδιο δηλαδή τρόπο που ο Παπάζογλου έγραψε το “Βαρέθηκα τον αργιλέ” μετά το “Αργιλέ μου παινεμένε”, συνειδητά “αναιρώντας” ή “συμπληρώνοντας” το δεύτερο με το πρώτο.

1 «Μου αρέσει»

Τα τραγουδια αυτα, ειναι του χρηστου τσιτσανη, αδερφου του βασιλη.