Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΑΦΡΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ 1940 - 41
Το Ελαφρό Τραγούδι για τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, βασισμένο κυρίως σε παρωδίες παλαιότερων τραγουδιών και στη φωνή της μεγάλης Σοφίας Βέμπο (της τραγουδίστριας της Νίκης, όπως ονομάστηκε), δεν είχε μια τόσο μεγάλη ποικιλία απόψεων - συγκρινόμενο με το Λαϊκό Τραγούδι.
Ωστόσο, γνώρισε πολύ μεγαλύτερη δόξα, τότε και τώρα ακόμα, χάρη στο γεγονός ότι η άρχουσα τάξη, που ήταν επικεφαλής του πολεμικού αγώνα, θεώρησε πως το Ελαφρό Τραγούδι ήταν πιο πιστό εκφραστικό όργανο των δικών της απόψεων, της δικής της φωνής. Έτσι, μέσα από το ραδιόφωνο, που το άκουγαν ακόμα κι οι φαντάροι μας στο μέτωπο, πρόβαλε μόνο τα ελαφρά τραγούδια του Πολέμου, ενώ τα λαϊκά τραγούδια, πάνω στο ίδιο θέμα, χαθήκανε μέσα στην ημιαπαγόρευση ή την πλήρη απαγόρευση.
Πρέπει επίσης να αναφέρουμε πως, το ελαφρό τραγούδι, ενισχυμένο και με στοιχεία από τις πολεμικές επιθεωρήσεις του θεάτρου της εποχής εκείνης, εκμεταλλεύτηκε περισσότερο από το Ρεμπέτικο τις σατυρικές δυνατότητες του θέματος.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όλα τα μουσικά θέατρα της Αθήνας και αργότερα πολλά απ’ τα θέατρα και της πρόζας ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Το ελληνικό θέατρο επιστρατεύτηκε στην υπηρεσία της μαχόμενης πατρίδας. Οι πρώτες παρωδίες ξεκινάνε από τις σκηνές των θεάτρων, τραγουδισμένες από τα πρώτα ονόματα καλλιτεχνών εκείνης της εποχής. Στον αγώνα μπαίνουν και θίασοι πρόζας, όπως της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη και του Κώστα Μουσούρη, ανεβάζοντας πολεμικές σάτυρες.
Τραγουδιστές, ηθοποιοί, συνθέτες και στιχουργοί δίνουν το παρόν τους στη μεγάλη μάχη που έδωσε το μουσικό θέατρο, με τις πολεμικές επιθεωρήσεις και τα σατυρικά τραγούδια.
Βγαίνουν αμέσως σε τραγούδια οι πρώτες σατυρικές παρωδίες, κυρίως πάνω σε γνωστές επιτυχίες του ελαφρού τραγουδιού της εποχής εκείνης.
Στο θέατρο «Μοντιάλ», που παίζει την «Πολεμική Επιθεώρηση», η Σοφία Βέμπο τραγουδά τις πολεμικές παρωδίες «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η φωνή της γεμάτη παλμό και ειρωνία συγκλονίζει το πανελλήνιο και ξεφτελίζει τον «φοβερό» Μουσολίνι. Ο τρανός Douche της φασιστικής Ιταλίας, με τα δώδεκα εκατομμύρια λόγχες, γίνεται με το τραγούδι της Βέμπο ένα γελοίο αντρείκελο στα μάτια των Ελλήνων. Κι εδώ έγκειται η προσφορά της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η σάτυρα λοιπόν στάθηκε το πρώτο μεγάλο όπλο του Έλληνα κατά της φασιστικής Ιταλίας. Τα τραγούδια γραμμοφωνούνται αμέσως και φτάνουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Στέλνονται σ’ όλες τις στρατιωτικές μονάδες και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τα μεταδίδουν συνεχώς. Οι Έλληνες φαντάροι μάχονται τραγουδώντας.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η Βέμπο, που τότε ήταν στις μεγάλες της δόξες, γίνεται με τα τραγούδια της το σύμβολο του αγώνα κατά των Ιταλών. Η φωνή της, που ακούγεται από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, εμψυχώνει και τονώνει το ηθικό του ελληνικού λαού. Τα τραγούδια της δίνουν την ατμόσφαιρα και το κλίμα του ενθουσιασμού που επικρατεί. Η φλογερή «τραγουδίστρια της Νίκης» πολεμάει κι αυτή με τον τρόπο της τον εχθρό.
Αργότερα, η γερμανική κατοχή απαγορεύει στη Βέμπο, εξ’ αιτίας της καλλιτεχνικής πατριωτικής της δραστηριότητας, να τραγουδάει. Κι έτσι καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, για να συνεχίσει εκεί την καριέρα και τη δράση της. Με το τέλος του πολέμου, η Βέμπο, ξαναγυρίζει στην Αθήνα και τραγουδώντας ασταμάτητα χαρίζει αξέχαστες στιγμές στο ελληνικό τραγούδι.
Η ίδια η Βέμπο, πολλά χρόνια αργότερα (το 1974), λέει για τα τραγούδια της αυτά: «Τα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι τραγούδια που η δόξα τούς έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η Ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής …αποκοτιάς».
Να σημειωθεί πως, εκτός από τα τραγούδια για τον Πόλεμο της Αλβανίας, οι δημιουργοί του ελαφρού τραγουδιού έγραψαν και μερικά που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, μετακατοχικά, όπως για παράδειγμα, η κατοχή από τους «προστάτες» μας Εγγλέζους και το «ρίξιμο» της Ελλάδας από τους συμμάχους στη μοιρασιά, η Κατοχή, οι μαυραγορίτες, η κατοχική πείνα, ο Εμφύλιος, το Παιδομάζωμα, κλπ.
Αναμφισβήτητα, το ελαφρό τραγούδι -όπως εξ’ άλλου και το λαϊκό- καθώς επίσης και το μουσικό θέατρο, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, την δύσκολη για την Πατρίδα μας εκείνη περίοδο.
Αλφαβητική λίστα των ελαφρών τραγουδιών αυτής της περιόδου, της συγκεκριμένης θεματολογίας
- ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ
- ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
- ΑΓΩΝΙΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ
- ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ
- ΑΡΧΙΣΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
- ΑΧ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ
- ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
- ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ
- ΔΥΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ (ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ - ΧΙΤΛΕΡ)
- Η ΓΑΛΑΝΗ ΜΑΣ ΧΩΡΑ
- Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ
- ΘΑ ΠΑΡΩ ΕΘΝΟΦΥΛΑΚΑ
- ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΣΤΟΝ ΕΡΥΘΡΟ ΣΤΑΥΡΟ
- ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
- ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ
- ΛΙΛΗ ΜΑΡΛΕΝ (ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΘΑ ΚΛΑΙΝ)
- ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΠΟΛΕΜΩ
- ΜΑΚΡΥΑ ΣΟΥ
- ΜΑΡΙΩ
- ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
- ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ
- ΜΙΑ ΟΚΑ ΚΟΛΟΚΥΘΑΚΙΑ
- ΜΠΕΛΑΜΗΣ
- ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΛΟΝΕΛΟ
- ΝΙΚΗ
- ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ
- ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ (ΞΕΠΕΣΜΕΝΕ ΝΑΠΟΛΕΩΝ)
- ΟΧΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
- ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
- ΠΑΝΑΓΙΑ
- ΠΑΤΡΙΔΑ, ΠΑΤΡΙΔΑ
- ΠΩ ΠΩ ΤΙ ΕΠΑΘΕ Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ
- ΣΒΗΣΕ ΦΕΓΓΑΡΙ
- ΣΤΗ ΡΩΜΗ (ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ)
- ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
- ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΑΝ ΠΑΩ
- ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ
- ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΣΟΥ ΠΟΔΙΑ, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ (ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ ΤΟΥ '40)
- ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ Τ’ ΑΡΠΑΞΑΝ
- ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
- ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ
- ΤΟ ΧΑΪΔΑΡΙ
- ΧΩΡΙΑΤΑ
- ΨΕΥΔΟΚΑΙΣΑΡ
* ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ [Κ. ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6575).
«Ούτ’ ένα δάκρυ από τα μάτια ας μη κυλήσει,
στου χωρισμού μας το πικρό τώρα φιλί,
πρέπει ο καθείς μας τώρα πια να πολεμήσει,
αφού η γλυκιά μας η Πατρίδα το καλεί.
Είναι στιγμές που κι η αγάπη γονατίζει,
για τα μεγάλα της φυλής ιδανικά,
για μας η πιο όμορφη σελίδα τώρα αρχίζει,
ναι, πίστεψέ με, κι έλα γέλασε γλυκά.
Μας χωρίζει ο πόλεμος,
μα θεριεύει η ελπίδα,
πως για τη γλυκιά πατρίδα
φεύγω τώρα εκδικητής.
Μας χωρίζει ο πόλεμος,
μα αν με νιώθει η ψυχή σου,
φέρνε με στην προσευχή σου,
να γυρίσω νικητής».
- <u>Σημείωση</u>:
Το τραγούδι ο Μιχάλης Σουγιούλ το συνέθεσε στο φυλάκιο που υπηρετούσε την εποχή εκείνη και το μαθαίνει στη Βέμπο απ’ το τηλέφωνο, με το ακκορντεόν του!
* ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6575).
«Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.
Μα για 'κείνους που 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιάς μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.
Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ασκούμε
σαν Σουλιώτισσες.
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά».
- Τραγουδιέται πάνω στο σκοπό του ανατολίτικου «Ζεχρά», των ιδίων δημιουργών.
- Πρωτοτραγουδήθηκε από τη Βέμπο, από τη σκηνή του θεάτρου και μάλιστα από το χαρτί (!), το ίδιο βράδυ που γράφτηκε, μπροστά σ’ ένα κοινό που παραληρούσε από ενθουσιασμό και συγκίνηση, και που το μεγαλύτερο μέρος αποτελούνταν από τους πρώτους τραυματίες που είχαν έρθει από το μέτωπο.
* ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ’ Ο ΙΤΑΛΟΣ [Γ. ΘΙΣΒΙΟΥ - Σ. ΒΕΜΠΟ] (Σ. Βέμπο) (1940, COLUMBIA 7216F).
«Στον πόλεμο βγαίν’ ου Ιταλός
κι ο Τσουλιάς του λέει,
έβγα Μουσουλί,
ρε μι του φστάν’ του κουρουμπλί,
γιατί δεν βγαίνεις καταδώ
κι έχω όρεξ’ να σι 'δώ.
Κι 'κει, σιαπάν, σιαπάν στην Κορυτσά,
λεν τα πιδιά μας ούλα,
έλα παραδώ,
ορέ, για να συ δω κι εγώ,
γιατί δεν βγαίνεις να συ δω,
όρε, γιατί μας κάνεις το λαγό.
Καίει ο ήλιος, καίει,
καίει μανάρα μ’ καίει,
και αυτοί μιλάν’ για χιόνια,
λάσπες και βροχές,
όρε, λάσπες και βροχές.
Τον πόλεμο τι, μώρ’ τι τον ήθελες,
κι 'συ πιριγιλούνε οι άντρες σα συ δούνε.
Παράτα την,
την παλικαριά,
τα τάνκς κι τα κανόνια
δεν είναι μακαρόνια.
Που 'σαι ορέ Μπενίτο, κρυμμένος στη σπηλιά,
όρε κατέβα παρακάτω,
φοβάμαι τον τσολιά,
έρι, φοβάμαι τον τσολιά».
- <u>Σημείωση</u>:
Πρόκειται για παρωδία του Γιώργου Θίσβιου πάνω στη μεγάλη τραγουδιστική επιτυχία εκείνης της εποχής «Στη Λάρισα βγαίν’ ο Αυγερινός» των Α. Μοσχούτη και Σ. Βέμπο, δημοτικοφανές, πάλι με ερμηνεύτρια τη Βέμπο.
* ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ [Γ. ΘΙΣΒΙΟΥ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1940, COLUMBIA 7216F).
«Αχ, βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελλαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Ααααααααααααααααααααχ.
Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει Αέρα
από τον Τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον Τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελλαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Ααααααααααααααααααααχ.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο Στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.
Και οι Κένταυροι οι καϋμένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Ααααααααααααααααααααχ.
Τρέχουν σαν τρελλοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχ.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και 'πάθαν οι καϋμένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
Ααααααααααααααααααααχ».
- <u>Σημείωση</u>:
Πρόκειται για παρωδία του Γιώργου Θίσβιου πάνω στη μεγάλη τραγουδιστική επιτυχία εκείνης της εποχής «Βάσω», δημοτικοφανές του Θ. Σακελλαρίδη, με ερμηνευτές τους Νίκο Γούναρη και Ρένο Τάλμας.
* ΠΩ, ΠΩ, ΤΙ ΕΠΑΘΕ Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ [Παρωδία ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6582).
«Ντούτσε κορόϊδο,
τα έκανες ρόϊδο,
αφ’ ότου φοράς το χακί
και νόμισες τη Μεσόγειο
για λίμνη φασιστική.
Γκάφα σου πρώτη
που πίστεψες ότι,
η Ελλάς σκλάβα ζει παλαβέ
και σου απάντησαν οι Έλληνες
με το μολών λαβέ.
Ω, ω ω ω, πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι,
από την Ελλάδα ο χαζός,
Ω, ω ω ω, δίχως σπαγγέτο ο Φρατέλος θα μείνει,
για μήνες πολλούς ο φτωχός.
Με τρόμο αντικρύζει το φαντάρο,
σαν Χάρο,
την ξιφολόγχη του Τσολιά,
σαν βλέπει του κόβεται ευθύς η λαλιά.
Ω, ω ω ω, πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι,
από την Ελλάδα ο κουτός.
Για τιμωρία η αυτοκρατορία,
σαν στάχτη θα διαλυθεί,
μέσ’ στη Μεσόγειο μεγάλη Ελλάς
γοργά θ’ αναγεννηθεί.
Και εις το τέλος
ο βλαξ ο Φρατέλος
θα λέει με κομμένα αφτιά,
την έπαθα σαν το γαΐδαρο που ήθελε αρχοντιά.
Ω, ω ω ω, what a surprice for the Douche, the Douche,
he can’t put it over the Greeks,
Ω, ω ω ω, what a surprice for the Douche, the Douche,
he has no spagetti for weeks.
Με τρόμο αντικρύζει το φαντάρο,
σαν Χάρο,
την ξιφολόγχη του Τσολιά,
σαν βλέπει του κόβεται ευθύς η λαλιά.
Ω, ω ω ω, what a surprice for the Douche, the Douche,
he can’t put it over the Greeks».
* ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ Τ’ ΑΡΠΑΞΑΝ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΜΙΧΑΛΗ ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σοφία Βέμπο) (1947;).
Το τραγούδι αυτό το απλό, το πικρό, το λυπημένο,
είναι αφιερωμένο στα παιδιά μας που τ’ αρπάξαν
κάποια μαύρη νύχτα οι Σλάβοι,
στα παιδιά μας που δεν γίναν
και ούτε θα γινούνε σκλάβοι. (Πεζός λόγος, Πρόλογος)
«Εσείς που μπήκανε και σας αρπάξανε μια μαύρη ώρα,
που να 'στε τώρα, που να 'στε τώρα;
Εσείς που οι μάνες σας σάς νανουρίζανε με παραμύθια,
που να 'στε αλήθεια, που να 'στε αλήθεια;
Εσείς που τρέχετε τώρα ξυπόλυτα, γυμνά, μονάχα,
εσείς που μείνατε χωρίς χαμόγελο, που να 'στε τάχα;
Εσείς που φύγατε και μαύρα εφόρεσε όλη η χώρα,
που να 'στε τώρα, που να 'στε τώρα;
Σας περιμένουμε νύχτα και μέρα,
παιδιά που μείνατε χωρίς μητέρα,
κι η Ελλαδούλα μας η πονεμένη,
νύχτα και μέρα σας περιμένει.
Και το φωνάζουμε, πως τα Ελληνόπουλα π’ αργοπεθαίνουν,
Έλληνες είναι, κι Έλληνες μένουν».
- <u>Σημείωση</u>:
Συγκλονιστικό, πικρό και λυπημένο τραγούδι για το επαχθές και ξενοκίνητο Παιδομάζωμα.
* ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σ. Βέμπο) (1946, HMV AO 2731).
«Ποιος το περίμενε στ’ αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα ‘λέγαν κάθε βράδι απ’ τα Λονδίνα τους.
Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν’ πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.
Σε κάθε χιονισμένη ράχη,
σαν πολεμούσαμε μονάχοι,
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μεσ’ στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχάσαμε,
να μας καθήσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.
Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ’ ένα στόμα:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις».
- Το τραγούδι αποτυπώνει ανάγλυφα τη δόλια στάση των συμμάχων κατά της Ελλάδας. Για μια ακόμα φορά στην Ιστορία φάνηκε περίτρανα πως όλοι αυτοί οι ξένοι (κυρίως οι Αγγλοσάξωνες) είναι όλο υποσχέσεις και μάθανε μόνο να παίρνουν και όχι να δίνουν.
- Ο Τσώρτσιλ, μετά τις απίστευτες νίκες του περήφανου Ελληνικού Στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, έλεγε από το Λονδίνο: «Κάποτε λέγαμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν Ήρωες, τώρα θα λέμε πως οι Ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!». Φαίνεται όμως πως τότε είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του!!
- Τραγουδήθηκε μετά την απελευθέρωση στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟ», στην ομώνυμη επιθεώρηση.
* ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1947, COLUMBIA DG 8230;).
«Θα σας πω για να το μάθει ο ντουνιάς
το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς,
που το φέρνει ο αγέρας με τον πόνο της φλογέρας
και κρύβει τον καημό της λευτεριάς.
Ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα είναι απ’ το Θεό σταλμένη,
ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα μας ποτέ δεν πεθαίνει.
Το τραγούδι που οι στροφές του οι παλιές
φτάναν μέχρι τις ψηλές αητοφωλιές,
κι έτσι οι αετοί μαθαίναν πολεμώντας πως πεθαίναν
παλικάρια σε βουνά κι ακρογιαλιές.
Το τραγούδι που είν’ αθάνατη πνοή,
που το 'λέγαν σαν γλεντούσαν κι οι θεοί,
που τη νίκη ενός αγώνα
πέρα 'κει στον Μαραθώνα,
διηγιέται να ζηλεύουν οι λαοί.
Ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα μας η χιλιοδοξασμένη,
ααααααααααααααααααα,
η Ελλάδα μας η τόσο αδικημένη».
- <u>Σημείωση</u>:
Το τραγούδι πρωτακούστηκε στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟ» στο έργο «Καπετάνισσα Μυρτώ», όπου η Βέμπο κρατούσε τον πρώτο ρόλο.
* ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1947, COLUMBIA DG …).
«Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μωρηά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Στήσε χορό ξενητεμένε Μωραΐτη,
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
Γειά και χαρά σας Μωραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
Γειά και χαρά σας Μωραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Γειά και χαρά σας Μωραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δεν σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα 'χαμε, ουτέ Εικοσιένα».
- Το τραγούδι αναφέρεται απ’ ευθείας - χωρίς υπονοούμενα και αλληγορίες - στον Εμφύλιο πόλεμο, που οδήγησε τη χώρα στον αδελφικό αλληλοσπαραγμό.
- Κατόπιν τούτου, είναι πραγματικά πολύ περίεργο πως τα κατάφερε και πέρασε από την επιτροπή λογοκρισίας. (Αν ήταν λαϊκό τραγούδι, είναι βέβαιο πως θα ήταν κομμένο!).
- Είναι η τελευταία σύνθεση του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και μάλιστα το συνέθεσε άρρωστος στο κρεββάτι.
- Τραγουδήθηκε από τη Σοφία Βέμπο το 1948 στην Αμερική.
* ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ [Διασκευή ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ - ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA DG 6582).
«Η Αθήνα τώρα έχει αλλάξει
με των πραγμάτων τη νέα τάξη,
μα όχι, ευτυχώς, εκείνη
που ήθελε ο Μουσολίνι.
Την Παναγιώτα αν συναντήσεις,
δε λέει «γειά» μα “many kisses”,
και ο τσολιάς με τη στολή του
“sweetheart”, λέει στην εκλεκτή του.
Με τους Βρετανούς εμείς
έχουμε κοινά σημεία:
το συναίσθημα τιμής
και ψυχή στην τρικυμία.
Σκώτο αυτοί, εμείς τσολιά,
ένα σκοπό - τη λευτεριά,
Γιώργο οι δυο μας βασιλιά,
ζήτω το ουίσκι κι η ρετσίνα.
Έστω και δίχως να μιλήσεις
έρχεσαι εις συνεννοήσεις,
γιατί τα χείλη αν σιωπούνε,
τα μάτια κι οι καρδιές μιλούνε.
Βλέπεις να λέει το μοδιστράκι
“how do you do” στ’ αεροποράκι,
κι ο Μενιδιάτης πλέον ξέρει
να τραγουδά το “Tipperary”.
Η νέα τάξις δεν θα ήτο
αν δεν υπήρχε ο Μπενίτο,
αυτός με μια του κουτουράδα
Αγγλία ένωσε κι Ελλάδα.
Ενώ αγωνίζεται με θάρρος,
“I love you”, γράφει ο φαντάρος,
και “darling”, απαντάει εκείνη,
κορόϊδο που 'σαι, Μουσολίνι!»
- Στο ελαφρό αυτό τραγούδι η βασιλοφροσύνη και η αγγλοφιλία συμβαδίζουν σε μεγάλο βαθμό.
- Η ελληνική γλώσσα υποχωρεί με ευκολία στην εισβολή των λέξεων της “προστάτριας” δύναμης Αγγλίας.
* ΣΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Σοφία Βέμπο) (1974).
«Φίλοι μου, επιτρέψτε μου να ταξιδέψω λίγο στης Αλβανίας τα βουνά, τα χιλιοδοξασμένα.
Αφήστε με, λίγα λεπτά, εκεί ψηλά να φύγω, που κάθε βράχος και πλαγιά,
για τη δική μας λευτεριά,
με τίμιο αίμα ελληνικό είν’ όλα ποτισμένα.
Χρόνια πολλά δεν πέρασαν, δεν πάνε πολλά χρόνια,
που αφήνοντας τα σπίτια τους, τα τζάκια τους, τ’ αλώνια,
μια χούφτα Ελλήνων τα 'βαλε, προς γενική απορία
με του Μπενίτο τη γνωστή, τρανή αυτοκρατορία.
Κι όχι μονάχα τα ‘βαλε, μα μέσ’ σε λίγες μέρες,
χωρίς να λογαριάσουμε του Ντούτσε τις φοβέρες,
μπήκαμε μεσ’ στην Κορυτσά, στους Άγιους Σαράντα
και προχωρώντας πάντα στης νύχτας τη σιγή,
πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο, μια χιονισμένη αυγή.
Τις μέρες τις τρισένδοξες, που όλοι ενωμένοι εζήσαμε,
ποτέ δεν λησμονήσαμε.
Κι ούτε ποτέ θα πάψουμε, όσα κι αν φύγουν χρόνια,
τη θρυλική αυτή εποχή να τραγουδάμε αιώνια.
Πρέπει λοιπόν, τη δόξα αυτή καμάρι να την έχουμε
και γύρω της κάθε στιγμή ευλαβικά να τρέχουμε.
Και στις καινούργιες τις γενιές, στα νέα παιδιά, στα εγγόνια,
πρέπει να τους διηγόμαστε όλοι εμείς για χρόνια,
πως μπρος στο Ντούτσε ορθώθηκαν μια χούφτα απλοί φαντάροι
και γράψαν με το αίμα τους το Έπος το Αλβανικό,
για να μπορούν οι νέες γενιές να το ‘χουνε καμάρι,
που τρέχει μέσ’ στις φλέβες τους αίμα Ελληνικό.
Να γιατί τώρα η μνήμη μου μέσ’ στα γαλάζια εντύθηκε
και μεθυσμένη απ’ το κρασί, τη λευτεριά θυμήθηκε.
Τα χρόνια αυτά τα ολόφτωχα,
με περηφάνια ζούσα
και πότε εδώ και πότε εκεί,
με δάκρυα τραγουδούσα».
- Πρόκειται για ποίημα επετειακό, για το Αλβανικό Έπος του '40, του Τραϊφόρου. Γράφτηκε το 1974.
- Το εκφωνεί ωραία η Βέμπο, με μουσική υπόκρουση τη μελωδία του τραγουδιού “ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΠΑΙΔΙΑ”.
* ΜΑΚΡΥΑ ΣΟΥ [ΣΠ. ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - Ι. ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7222F).
«Με ρωτάς στα γράμματά σου
τα πολλά τα τρυφερά σου,
πως περνάω μακρυά σου
κι αν σ’ αγαπώ.
Αχ και να 'ταν να μπορούσα
και κοντά σου να πετούσα,
σαν και πριν να σε φιλούσα
και να σου πω:
Οι ώρες μου περνούνε μακρυά σου,
μα λύπη δεν αισθάνομαι γι’ αυτό,
την νοιώθω σαν πνοή τη συντροφιά σου,
που κλείνοντας τα μάτια φως ζητώ.
Μεθώ στις παλιές αναμνήσεις
κι ο νους μου από τώρα τις ζει,
την ώρα που κοντά μου θα γυρίσεις
τη Νίκη να γιορτάζουμε μαζί.
Όταν παίρνει και βραδιάζει,
τότε ο νους μου σ’ αγκαλιάζει
κι η καρδιά μου σε φωνάζει
πάντα πιστή,
και φτερά η σκέψη παίρνει
και σαν όνειρο με σέρνει
σ’ ένα όμορφο με φέρνει, Πολεμιστή.
Οι ώρες μου περνούνε μακρυά σου,
μα λύπη δεν αισθάνομαι γι’ αυτό,
την νοιώθω σαν πνοή τη συντροφιά σου,
που κλείνοντας τα μάτια φως ζητώ.
Μεθώ στις παλιές αναμνήσεις
κι ο νους μου από τώρα τις ζει,
την ώρα που κοντά μου θα γυρίσεις
τη Νίκη να γιορτάζουμε μαζί».
- Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα τρυφερό, ερωτικό τραγούδι του ελληνο-ιταλικού πολέμου.
- Οι λέξεις-κλειδιά, που φανερώνουν πως το τραγούδι συναρτάται με τον πόλεμο και το μέτωπο είναι, “Νίκη” και “Πολεμιστής”.
* ΣΤΗ ΡΩΜΗ (ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ) [ELDO DI LAZZARO - ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ - ΠΩΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ] (Νίκος Γούναρης - Χορωδία) (1940, COLUMBIA 7220F).
«Με το χαμόγελο στα χείλη,
πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά
και γίνανε οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατ’ η καρδιά τους δεν βαστά.
Κορόϊδο Μουσολίνι,
κανείς σας δεν θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.
Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική.
Βρέχει και κάτω από την τέντα,
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και γράφουν τ’ ανακοινωθέντα,
φταίει ο κακός καιρός.
Κορόϊδο Μουσολίνι,
κανείς σας δεν θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.
Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική».
- Πρόκειται για διασκευή-παρωδία του ιταλικού τραγουδιού της εποχής “La Campanella ή Reginella Campagnola”, του Ιταλού συνθέτη Eldo (Eduardo) Di Lazzaro. Προηγήθηκε (με τον Φώτη Πολυμέρη) η «Μικρή Χωριατοπούλα», με την ίδια μελωδία, σε διασκευή κι αυτό των ίδιων συνθετών.
- Ο κονφερασιέ και στιχουργός Γιώργος Οικονομίδης, που εκείνη την εποχή υπηρετεί σε κάποιο Φρουραρχείο, παρωδεί έξυπνα το «La Campagnola» και μας χαρίζει το θρυλικό «Κοροΐδο Μουσολίνι». Κυκλοφορεί σε δυο εκτελέσεις, με τη Βέμπο και τον Γούναρη. Πολύ γρήγορα το τραγουδά ολόκληρη η Ελλάδα.
* ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ [Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Νίκος Γούναρης - Χορωδία) (1940, COLUMBIA 7220F).
«Μας κοιτούσε μ’ ένα μάτι
ο Μπενίτο από καιρό,
χάθηκε στο νου του κάτι
φοβερό και τρομερό.
Και μια νύχτα ήρθε να πάρει
την Ελλάδα στα κλεφτά,
αλλά του ‘παν οι φαντάροι,
δεν περνούν σ’ εμάς αυτά.
Ήθελε να γίνει αφέντης,
να τον τρέμει η Ελλάς,
μα τον πρόφτασε ο λεβέντης
ο φουστανελάς».
* ΠΑΤΡΙΔΑ - ΠΑΤΡΙΔΑ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΓΙΑΝΝΗ ΒΕΛΛΑ] (Σοφία Βέμπο) (1941, CG 2148).
«Γλέντι έχουν πόλεις και χωριά,
απ’ τη Ρούμελη ως το Μωρηά,
πηδούνε και χορεύουν,
τον Μπενίτο κοροϊδεύουν.
Ο στρατός μας πάνω στα βουνά
για τη λευτεριά μας ξαγρυπνά,
με τ’ όπλο για φλογέρα
τραγουδάει νύχτα - μέρα.
Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη,
κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου,
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Νύφη ντυμένη, άστρο λαμπερό,
με τον τσολιά της πλάϊ για γαμπρό,
γελάει ευτυχισμένη,
η Ελλάδα η δοξασμένη.
Δόξα με τη Νίκη θε να ‘ρθούν,
στην αγκαλιά της ν’ αποκοιμηθούν,
αφ’ όλα τα παιδιά της
γλυκοτραγουδούν μπροστά της:
Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη,
κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου,
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
- Το τραγούδι το λανσάρισε, στο θέατρο “Μοντιάλ”, η νεαρή τότε Ρένα Βλαχοπούλου.
- Η Βέμπο το πέρασε στη δισκογραφία συγχρόνως με τα “ΑΓΩΝΙΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ”, “ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ” και “ΜΑΚΡΥΑ ΣΟΥ”.
* ΨΕΥΔΟΚΑΙΣΑΡ [Γ. ΘΙΣΒΙΟΥ - Ν. ΛΑΒΔΑ] (Κάκια Μένδρη) (1941, COLUMBIA 7226F).
«Ο λεβέντης ο Ιταλός,
μια σωστή δουλειά δεν κάνει, (δις)
το λιοντάρι παριστάνει,
μα το σκάει ο χαζός.
Αιχμαλώτους στέλνει εδώ
και στην Αίγυπτο εκεί κάτω,
πάει κι ο στόλος του στον πάτο,
κι έχει χάσει τα νερά,
mare nostrum μια φορά.
Στέλνει τους γνωστούς Κενταύρους
και τους Λύκους στα βουνά, (δις)
για να μη τους δει ξανά,
έμπλεξε και με τους μαύρους.
Κι έχει το κακό τριτώσει,
γιατί ετούτη τη φορά,
ο Νεγκούστα θα ξεσπαθώσει,
Ιταλέ μου φουκαρά,
σε προσμένει μια φορά.
Ο στρατός του πάει με τρόμο
για την ακροθαλασσιά, (δις)
κι απ’ τα δώδεκα νησιά
γρήγορα θα πάρει δρόμο.
Το ζυγό τους θα τινάξουν,
Ρόδος, Κάλυμνος και Κως,
τους φρατέλους θα πετάξουν,
από 'κει κακήν - κακώς. (δις)
Με τα δάκρυα στα μάτια,
δίχως σκούφια και φτερά, (δις)
με καρδιά χίλια κομμάτια
και με χάλια φοβερά.
Στα σοκκάκια θα γυρίζεις
όπως ήσουν μια φορά,
στο χωριό σου, στο χωριό σου
Ιταλέ μου φουκαρά,
ψευδοκαίσαρ φουκαρά».
* ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ [Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΠ. ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - ΙΩΣΗΦ ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Δανάη Στρατηγοπούλου) (1940, HMV AO 2686).
«Τώρα που φεύγεις μακρυά μου καλέ μου,
να πας στο γλέντι κι εσύ του πολέμου,
γιατί η Πατρίδα η γλυκειά σε καλεί,
ας δώσουμε ένα ακόμα φιλί.
Το χωρισμό μας αυτόνε δεν κλαίω,
με χαμoγέλιο αντίο σου λέω,
πάντα η καρδιά μου σε σένα πετά,
κι όπου και να 'σαι θα είναι κοντά.
Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου,
άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου,
σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο
κι ένα σου ζητώ, να με θυμάσαι μόνο.
Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή,
θα σε περιμένει, να σε σφίξει νικητή.
Το κάθε γράμμα σου τ’ αγαπημένο
με τι λαχτάρα θα το περιμένω,
θα το διαβάζω χιλιάδες φορές
και τότε πόσες θα νιώθω χαρές.
Με τι καμάρι σε όποιον ρωτάει,
θα λέω ο καλός μου κι αυτός πολεμάει,
κρατάει στο χέρι τουφέκι κι αυτός,
γιατί είναι άντρας σωστός, δυνατός.
Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου,
άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου,
σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο
κι ένα σου ζητώ, να με θυμάσαι μόνο.
Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή,
θα σε περιμένει, να σε σφίξει νικητή».
- <u>Σημείωση</u>:
Το τραγούδι πρωτοτραγουδήθηκε στο θέατρο “ΑΛΑΜΠΡΑ” από τη Ρίτα Δημητρίου, στην επιθεώρηση “Τσαρούχι”.
* ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΛΕΟ ΡΑΠΙΤΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941, CE 2147).
«Η νύχτα είναι βαρειά
κι ο γκιώνης κλαίει 'πάνω στα κλαδιά,
κι ο θρήνος που βογγά ζητάει να μπει στο σπιτικό της,
μα 'κείνη σιωπηλή, χωρίς λυγμούς και δίχως δάκρυα,
σε κάποιαν άκρια,
απόψε γράφει στον καλό της:
Αγαπημένε μου, πάει καιρός που ‘χω να πάρω τώρα γράμμα σου
και μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ,
και λέω μερόνυχτα, κάνε Θεέ μου Παντοδύναμε το τάμα σου,
στην αγκαλιά μου νικητή να τον χαρώ.
Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό.
Αγαπημένε μου, δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο απ’ το γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ.
Μέσ’ στο ψυχρό τ’ αμπρί,
που το φωτίζει ένα μικρό κερί,
με όψη λίγο ωχρή κινούνται όλοι κουρασμένοι,
μα εκείνος σιωπηλός, χωρίς λυγμούς και δάκρυα,
σε κάποιαν άκρια,
γράφει σ’ αυτήν που τον προσμένει:
Αγαπημένη μου, πάει καιρός που ‘χω να πάρω τώρα γράμμα σου
και μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ,
και λέω μερόνυχτα, κάνε Θεέ μου Παντοδύναμε το τάμα σου,
στην αγκαλιά μου νικητή να τον χαρώ.
Φέρε μου πάλι της χαράς τα χελιδόνια και το φεγγάρι τ’ αργυρό.
Αγαπημένη μου, δεν έχω άλλο πιο πολύτιμο απ’ το γράμμα σου,
που μ’ αγωνία αληθινή το καρτερώ».
* ΑΓΩΝΙΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ [ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΣΑΒΒΙΔΗ - ΜΗΝΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7222F).
«Χωρίσαμε κι οι δυο με περηφάνεια,
με θάρρος και με πίστη στη καρδιά,
να βάλουμε κι οι δυο χρυσά στεφάνια,
σαν θα 'ρθεις με τη νίκη μια βραδιά.
Κι αν πήγες στα ψηλά βουνά επάνω,
να κάνεις το καθήκον σου κι εσύ,
στου Έθνους την καινούργια ιστορία
και συ θα γράψεις μια γραμμή χρυσή.
Αγωνία πια δεν έχω, όπως πρώτα στην καρδιά,
είμαι γνήσια Ελληνίδα, που αγαπά τη λευτεριά.
Συντροφιά μου έχω τα βράδια
μέσ’ στην κάμαρα την άδεια,
την Παρθένα Παναγία,
σε προσμένω να ξανάρθεις
με της νίκης τα κλαδιά.
Να σφίξουμε τα δόντια
και με νύχια τον πόλεμο αυτόν τον ιερό,
τον ύπουλο εχθρό παλλικαρίσια,
ας δώσουμε ένα χτύπημα γερό.
Το τέλος του εχθρού σαν θα σημάνει
κι αρχίσουν οι καμπάνες να χτυπούν,
θα πάμε σ’ ένα ήσυχο λιμάνι
οι καρδιές μας για να ενωθούν.
Αγωνία πια δεν έχω, όπως πρώτα στην καρδιά,
είμαι γνήσια Ελληνίδα, που αγαπά τη λευτεριά.
Συντροφιά μου έχω τα βράδια
μέσ’ στην κάμαρα την άδεια,
την Παρθένα Παναγία,
σε προσμένω να ξανάρθεις
με της νίκης τα κλαδιά».
* ΠΑΝΑΓΙΑ [Παρωδία Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - EDUARDO BIANCO] (Κάκια Μένδρη - Ελένη Ντε Ροζέ) (1941, COLUMBIA 7226F).
«Τώρα που στα κάτασπρα βουνά
για την τιμή μας
ορμάει κάθε παιδί μας,
κάθε μια μητέρα π’ αγρυπνά
πρέπει τη λύπη της τώρα να ξεχνά.
Δίχως καρδιοχτύπια περιττά,
η κάθε μια μας
με πίστη απ’ τη καρδιά μας,
κάθε βράδι ας μνημονεύει σιγά
χωρίς να κλαίει, στην Παναγιά μπροστά.
Παναγιά, σφίγγει δόντια τούτη η χάρη, (αχ Παναγιά)
Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι, (αχ Παναγιά)
να γενεί (να γενεί) η Ελλάδα μας μεγάλη, (αχ Παναγιά)
και του πολέμου η οργή,
ας σβήσει από τη γη.
Γρήγορα η βαρυχειμωνιά
που μας τυλίγει αδέρφια τη καρδιά,
και στη δοξασμένη μας τη γη
καινούργιος ήλιος κάποιο πρωΐ θα βγει.
Μα ένας «αέρας» ακόμα θ’ ανοιχτεί,
σε κάθε ράχη,
στην άγρια τούτη μάχη,
κάθε μια ελληνική (αγνή) ψυχή
ας λέει με πίστη αυτή την προσευχή:
Παναγιά, σφίγγει δόντια τούτη η χάρη, (αχ Παναγιά)
Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι, (αχ Παναγιά)
να γενεί (να γενεί) η Ελλάδα μας μεγάλη (αχ Παναγιά)
και του πολέμου η οργή,
ας σβήσει από τη γη».
- <u>Σημείωση</u>:
Το τραγούδι χρησιμοποιεί τη μελωδία παλαιότερου τραγουδιού, των ίδιων δημιουργών και με τίτλο «Μοναξιά» (1937, Κάκια Μένδρη - Δανάη Στρατηγοπούλου).
* ΑΡΧΙΣΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Μ. ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σοφία Βέμπο) (1941, δείγμα COLUMBIA DG).
«Άρχισε ο χειμώνας πάλι
και στη σόμπα ή στο μαγκάλι
ζεσταινόμαστε,
και ενώ μέσ’ στα παλτά μας
και στα ρούχα τα ζεστά μας
τυλιγόμαστε.
Τα ατρόμητα παιδιά μας
που φρουροί στα σύνορά μας
πάλι μένουνε,
η στοργή της ζεστασιάς μας
απ’ τα χέρια τα δικά μας
περιμένουνε.
Γριές, κοπελιές και παιδιά
κι όλοι οι Έλληνες που έχουν
μέσα τους καρδιά,
γι’ αυτούς που πεθαίνουν σκληρά,
όλοι ας δώσουμε, όλοι,
γι’ άλλη μια φορά.
Κάθε βράχος και ποτάμι
και τα Βίτσια και οι Γράμμοι
το προστάζουνε,
να ντυθούν οι αντριωμένοι
που η Ελλάδα δεν πεθαίνει
πάντα κράζουνε:
Όλοι αυτοί που ‘βάψαν μ’ αίμα
κάθε βράχο, κάθε ρέμα
και κοιλάδα μας,
πρέπει να ντυθούν και πάλι
για να κάνουν πιο μεγάλη,
την Ελλάδα μας.
Γριές, κοπελιές και παιδιά
κι όλοι οι Έλληνες που έχουν
μέσα τους καρδιά,
γι’ αυτούς που πεθαίνουν σκληρά,
όλοι ας δώσουμε, όλοι,
γι’ άλλη μια φορά.
Όλοι ας μείνουμε γδυτοί,
για να ζεσταθούν αυτοί».
- Είναι μια δεύτερη παρωδία, μετά το “ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ”, που έγραψε ο Τραϊφόρος πάνω στη “ΖΕΧΡΑ” του Σουγιούλ.
- Με το τραγούδι αυτό η Βέμπο, γύριζε όλα τα θέατρα της Αθήνας και το τραγουδούσε, διακόπτοντας την παιζόμενη παράσταση, με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την οργάνωση “Η φανέλλα του στρατιώτη”. Στη δράση αυτή της Βέμπο συμμετείχαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, που την προλόγιζε και ο Μένιος Μανωλιτσάκης, που τη συνόδευε με το ακκορντεόν.
* ΜΑΡΙΩ [Μ. ΛΑΟΥΤΑΡΗ - Σ. ΧΑΡΙΤΟΥ - Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ] (Σοφία Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7218F).
«Πάω στουν πόλι(ε)μο μη τ’ άλλα τα πιδιά
σφίξε βρε Μαριώ μου την καρδιά,
μονάχ’ θε να θη(ε)ρίσεις τα χουράφια
ταχιά θα γεμήσουμι χρυσάφια.
Φεύγω Μαριώ μου λυγερή,
μη βγεις, κακό κι θα μη βρει.
Αααααααααααααααααααααχ,
σαν ξαναγυρίσω βρε Μαριώ,
Αααααααααααααααααααααχ,
γλέντ’ απ’ θα γέν’ ρε στου χουριό. (δις)
Δεν κλαίω Μήτρου μ’ τούτη τη φουρά,
στουν πόλι(ε)μο απ’ θα πας ρε φουκαρά,
και χάνα ρουβουλά και (μεσ’) τα λαγκάδια
στις ράχες, στις κο(υ)ρ’φές σαν τα ζαρκάδια.
Άϊντε ορέ Μήτρου μ’ έχε γειά
και θα σε φ’λάει η Παναγιά.
Αααααααααααααααααααααχ,
σαν ξαναγυρίσω βρε Μαριώ,
Αααααααααααααααααααααχ,
γλέντ’ απ’ θα γέν’ ρε στου χουριό». (δις)
- <u>Σημείωση</u>:
Η παρωδία αυτή πρωτοτραγουδήθηκε από τη Βέμπο στο θέατρο “Μοντιάλ”, με μαέστρο του θεάτρου τον συνθέτη της Θόδωρο Παπαδόπουλο.
* ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΜΙΧΑΛΗ ΣΟΥΓΙΟΥΛ] (Σοφία Βέμπο) (1941, COLUMBIA 7218F).
«Δυό αγάπες στη καρδιά μου έχω κλείσει,
η πατρίδα η μια, κι η άλλη εσύ,
δυό αγάπες που με έχετε μεθύσει,
με της δόξας και του πόθου το κρασί.
Τώρα όμως που η πατρίδα με γυρεύει
και στον πόλεμο η φωνή της με καλεί,
η αγάπη μου για ‘κείνη περισσεύει
και σ’ αφήνω, έχε γειά μ’ ένα φιλί.
Μη δακρύσεις που σ’ αφήνω και στον στον πόλεμο θα πάω,
μη ζηλέψεις που την άλλη πιο πολύ την αγαπάω.
Φίλησέ με δίχως λύπη,
διώξε κάθε καρδιοχτύπι,
κάθε πόθο σου τρελλό
και σαν γνήσια Ελληνίδα
μια και πας για την πατρίδα,
με τη νίκη στο καλό.
Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα
μ’ ένα έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
το γαλάζιο της θυμίζουν ουρανό.
Μη θαρρείς ότι δεν με νοιάζει που σε χάνω,
μα σαν Έλληνας τον όρκο μου κρατώ
κι αν για 'κείνη σκοτωθώ εκεί επάνω,
πρέπει να ‘σαι υπερήφανη γι’ αυτό.
Μη δακρύσεις που σ’ αφήνω και στον στον πόλεμο θα πάω,
μη ζηλέψεις που την άλλη πιο πολύ την αγαπάω.
Φίλησέ με δίχως λύπη,
διώξε κάθε καρδιοχτύπι,
κάθε πόθο σου τρελλό
και σαν γνήσια Ελληνίδα
μια και πας για την πατρίδα,
με τη νίκη στο καλό».
* ΧΩΡΙΑΤΑ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΤΕΡΗ - ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941, DT 412).
«Στο χωριό παλιά γενιά μου
ξύπνησες μεσ’ στην καρδιά μου,
μια καινούργια ανατριχίλα
με τα δέντρα με τα φύλλα.
Κι όπου να σταθώ να γύρω
νοιώθω το δικό σου μύρο
και τα μάτια όπου γυρίσω
ξένα(νε) θε ν’ αντικρύσω.
Χωριάτα είμαι όλο γειά
και σαν τη γριούλα τη γιαγιά,
τώρα το λαό το βαραίνει,
γενιά σε νοιώθω σαν πιοτό,
σαν το κρασί το δυνατό
και σαν το πετιμέζι.
Κι αν είναι δύσκολες χρονιές,
τα παλικάρια με τις νιές
θα ζευγαρώσουν πάλι,
άλλα θε να 'ρθουνε παιδιά
καινούργιους κλώνους και κλαδιά
το δέντρο μας θα βγάλει. (δις)
Εδώ ράτσα αγαπημένη,
είσαι σ’ όλα σκορπισμένη.
Στο νερό με το κανάτι,
στη βελέντζα τη φλοκάτη,
στο τραγούδι, στο τροπάρι
στο καντήλι, στο λυχνάρι,
στα δρεπάνια όπου θερίζουν,
όλα ράτσα σου θυμίζουν.
Χωριάτα είμαι όλο γειά
και σαν τη γριούλα τη γιαγιά,
τώρα το λαό το βαραίνει,
γενιά σε νοιώθω σαν πιοτό,
σαν το κρασί το δυνατό
και σαν το πετιμέζι.
Κι αν είναι δύσκολες χρονιές,
τα παλικάρια με τις νιές
θα ζευγαρώσουν πάλι,
άλλα θε να 'ρθουνε παιδιά
καινούργιους κλώνους και κλαδιά
το δέντρο μας θα βγάλει». (δις)
- Ήταν ένα τραγούδι σύνθημα που ενόχλησε πολύ τους Γερμανούς κατακτητές, και έτσι απαγόρευσαν στη Βέμπο να εμφανίζεται στο θέατρο.
- Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να φύγει η τραγουδίστρια της Νίκης στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδά ψυχαγωγόντας τα εκεί μεταφερθέντα -μετά την εισβολή των Γερμανών- ελληνικά στρατεύματα.
* ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΣΟΥ ΤΑ ΠΟΔΙΑ, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ (ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ ΤΟΥ '40) [Γιώργου Φτέρη] (Σοφία Βέμπο) (19;;).
«Μα η νίκη αυτή η μεγάλη, εκείνη η νίκη,
στα ελληνικά τα νειάτα, στο λαό μας πρώτα ανήκει.
Στους αθάνατους νεκρούς μας και στα ελληνικά βλαστάρια,
που άφησαν στην Αλβανία τα κομμένα τους ποδάρια.
Στα κομμένα τους ποδάρια και στην άγια τους ψυχή,
είναι αφιερωμένοι τούτοι οι στίχοι οι φτωχοί:
Τα κομμένα σου ποδάρια παλληκάρι,
πώς να σ’ ονομάσω, να σε πω;
είσαι ο αδελφός μου,
είσαι ο πόνος ο κρυφός μου,
είσαι ο αρραβωνιαστικός μου,
είσαι εκείνος π’ αγαπώ.
Του χωριού μας το καμάρι,
συ με τα κομμένα πόδια παλληκάρι.
Σε θυμάμαι εδώ στο πράσινο χορτάρι
κι ο καημός μου μού καίει τα χείλη,
τότε που πηδούσες, τον καιρό που ροβολούσες
και σαν το πουλί πετούσες,
καθώς κράτα(γ)ες το μαντήλι στο συρτό με τόση χάρη,
κι έτρεμε η γης σαν χτύπα(γ)ες το ποδάρι.
Με το δεκανίκι, με το καροτσάκι,
με τα πανταλόνια τ’ αδειανά,
πόδια εσείς κομμένα, παγωμένα, κλαδεμένα,
σ’ όλη τη χώρα σαν εμένα
πως χτυπάει μέσ’ στο στήθος η καρδιά,
σαν φανείτε στο δρομάκι,
με μιαν αδελφή μαζί, μ’ ένα παιδάκι.
Μη σας τρομάζουν πέτρες, ούτε λάκκοι,
οι γυναίκες θα σταθούμε για παρηγοριά σας,
πάντα δίπλα σας, κοντά σας,
κι όλα μας θα είναι δικά σας,
χέρια, πόδια, όπου δούμε δεκανίκι, καροτσάκι,
σε κάθε πολιτεία, σε κάθε χωριουδάκι.
Τα κομμένα σας τα πόδια παλληκάρια
θε’ να τα χρυσώσω με του πόνου τη μαγεία
και θα πάω στην εκκλησιά να τ’ απιθώσω,
όπως πάν’ τα τάματα στην Παναγία.
Τ’ άγια σου τα πόδια τα κομμένα,
έτσι χρυσωμένα,
όπως τα ‘χω στην καρδιά μου,
θα τα βάνω στο προσκυνητάρι,
με τα στέφανά μου
όμορφό μου παλληκάρι
και για να περπατάς
θε’ να 'χεις τα δικά μου».
- Πρόκειται για συγκλονιστικό ποίημα-παρλάτα του Γιώργου Φτέρη για τους βαριά ανάπηρους πολέμου.
- Η Βέμπο το απαγγέλει υπέροχα, με μια φωνή γεμάτη συγκίνηση και παλμό, συνοδευόμενη από διακριτικούς ήχους πιάνου.
- Άγνωστο πότε ακριβώς γράφτηκε. Παραμένει αμελοποίητο.
* ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΠΟΛΕΜΩ [ΚΟΥΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ - ΙΩΣΗΦ ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Κούλα Νικολαΐδου - Χορωδία) (1946, COLUMBIA DG 6756).
«Στο φυλάκιο, στα σύνορα ψηλά,
με το τόμιγκαν παρέα στο πλευρό του,
την Ελλάδα ένας φαντάρος μας φυλά
και ο νους του ταξιδεύει στο χωριό του.
Τη μανούλα του θυμάται τη γριά
και η σκέψη του τα βράδια φτερουγίζει,
στην κοπέλα του που είναι μακρυά,
ποιος φαντάρος τις νυχτιές σιγοσφυρίζει:
Κορίτσι μου για σένα πολεμώ
να μη σε δω ποτέ σε χέρια ξένα,
το θάνατο μικρή μου προτιμώ,
παρά να χάσω τη πατρίδα μου και σένα.
Κι αν τώρα χώρισα κάθε … μαζί
θα 'ρθω μικρούλα μου κοντά σου πάλι,
να ζήσουμε για πάντοτε μαζί
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη. (δις)
Τα-ρά τα-τά, τα-τά, τα-τά,
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη. (δις)
Του βουνού την άγρια … …κοπιά,
μέσ’ στη μαύρη τη νυχτιά την παγωμένη,
ο φαντάρος με το όπλο στη σκοπιά,
τα κοράκια της Ελλάδος περιμένει.
Η αγάπη τού ζεσταίνει την ψυχή,
οι ελπίδες στην καρδιά του ξεπηδάνε
και στο κράνος όπως πέφτει η βροχή
οι ψιχάλες της μαζί του τραγουδάνε:
Κορίτσι μου για σένα πολεμώ
να μη σε δω ποτέ σε χέρια ξένα,
το θάνατο μικρή μου προτιμώ,
παρά να χάσω τη πατρίδα μου και σένα.
Κι αν τώρα χώρισα κάθε …μαζί
θα 'ρθω μικρούλα μου κοντά σου πάλι,
να ζήσουμε για πάντοτε μαζί
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη. (δις)
Τα-ρά τα-τά, τα-τά, τα-τά,
σε μια πατρίδα ευτυχισμένη και μεγάλη». (δις)
- Πρόκειται για ωραίο μαρς. Κάποιες λέξεις στάθηκε αδύνατο να αποδελτιωθούν.
- Σαφώς αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο.
* ΝΙΚΗ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΖΕΡΒΟΥ] (Σοφία Βέμπο) (1940 - 41)
«Πάνω στα βουνά τα χιονισμένα
για τη λευτεριά και την τιμή,
τα Ελληνόπουλα τ’ αντρειωμένα
πολεμάνε τούτη τη στιγμή.
Κι όλοι εμείς που ζούμε μ’ αγωνία,
γέροι, γυναίκες και παιδιά,
σ’ αυτούς που πολεμάνε
κι ολούθε ορμάνε σαν θεριά,
λέμε νύχτα και μέρα
μπρος στη Μητέρα την Παναγιά:
Νίκη, να δώσεις στα παιδιά μας
που για τη λευτεριά μας
'κεί πάνω πολεμούν,
Νίκη στους Έλληνες να φέρεις,
γιατί καλά εσύ ξέρεις
για ποιο σκόπο ορμούν.
Νίκη ζητάμε από σένα
με μάτια δακρυσμένα
μ’ όλη μας την καρδιά,
φέρε μας της Νίκης τα κλαδιά,
Ω! Μητέρα Παναγιά.
Κι όταν θα περάσουνε τα χρόνια
κι άσπρα θα 'ναι τούτα τα μαλλιά,
θα μαζεύω τα μικρά μου εγγόνια
και με χαμηλή σβηστή λαλιά.
Τότε που η Ελλάδα θα 'χει γίνει
πιο όμορφη και πιο τρανή
κι η τύχη θα ‘ναι δική μας
κι οι ουρανοί μας οι γαλανοί,
θα λέει σβηστή απ’ τα χρόνια
σε κάποια εγγόνια αυτή η φωνή:
Ήρθαν μια νύχτα κάποιοι εχθροί μας
την πόρτα τη δική μας να σπάσουνε με βιά,
ήρθαν να κάψουν τα χωριά μας,
να σφάξουν τα παιδιά μας,
με μαύρη απανθρωπιά.
Μα η Ελλάδα η δοξασμένη
σηκώθηκε ενωμένη
με κέφι και καρδιά,
και μας δώσανε τη Λευτεριά
της Ελλάδος τα παιδιά».
* ΔΥΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ (ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ - ΧΙΤΛΕΡ) [ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΙΑΤΡΙΔΟΥ] (Σ. Ιατρίδου) (1940).
<u>Πρώτο πορτραίτο:</u>
«Όταν εγνώρισε τα φώτα της ημέρας,
είπαν πως κάπου εγεννήθη κάποιο τέρας,
σαν υδροκέφαλον παχύδερμον εφαίνετο,
όπου ποτέ εις την ζωήν του δεν επλένετο.
Κι όταν απέκτησε επίβουλην ηλικίαν,
κάποιες καμάρες διάλεξε δια κατοικίαν,
κι ενώ εκοιμάτο βρήκε τούτη την ευκαιρίαν του,
να πει αβάντι και ν’ αρχίσει την πορείαν του.
Γι’ αυτόν ανοίγουνε ματωμένοι δρόμοι,
μα το κεφάλι δεν το σήκωναν οι ώμοι,
γιατί 'κει μέσα των Καισάρων τα προστάγματα
και σκέψη από σκελετούς να κάνει τάγματα.
Και μεγαλώνει το υδροκέφαλον το πάθος
κι από τη θέση του αυτή δεν κάνει πάσο,
κι ενώ βρυχάται με τη δύναμη του λέοντος
ηκούσθη κάπου η φωνή του Ναπολέοντος:
Εεεε, καραγκιόζη, που μας κάνεις τον τρελλό,
έλα να δεις και το δικό σου Βατερλώ,
κάποια μικρή με τα γαλάζια, τάμα το ‘χει,
η ιστορία σου ν’ αρχίσει μ’ ένα ΟΧΙ.
<u>Δεύτερο πορτραίτο</u>:
Γεννήθηκε μ’ ένα παράξενο σημείον
και δεν τον δέχτηκαν εις το βρεφοκομείον,
γιατί ενώ είχε του βρέφους την εντέλεια
βγήκε στον κόσμο με μια λαδωμένη αφέλεια.
Κι όταν εγύριζε ανάμεσα στους δρόμους
με τις μπογιές και τα πινέλα εις τους ώμους,
κάποιο πινέλο απ’ το χέρι του αυτομόλησε
και επήγε κάτω απ’ τη μύτη του και κόλλησε.
Είπε: “Δεν είν’ ζωή αυτή με τα πινέλα”,
κι άναψε μέσα στο κεφάλι του μια τρέλλα,
να μπογιατίσει με το αίμα την υφήλιο,
κι οι γκιλοτίνες να σκιάσουνε τον ήλιο.
Και η μανία αυτή μέσ’ στο μυαλό του πράττει
κι ένα σταυρό από αγκύλες ετοιμάζει
και όπως σταυρώνει την ελεύθερη ανθρωπότητα,
θα αναγκαλιάζει τη δική του ωραιότητα.
Μα ο καιρός, που ξέρει τίμια να μιλά,
έτσι ψιθύρισε στ’ αυτί του χαμηλά.
κάποια μικρή με τα γαλάζια, τάμα το ‘χει,
την ιστορία σου ν’ αρχίσει μ’ ένα ΟΧΙ».
* ΛΙΛΗ ΜΑΡΛΕΝ (ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΘΑ ΚΛΑΙΝ) [ΑΓΝΩΣΤΟΥ - SULTZE] (Γιώργος Γαβριηλίδης - Παιδική Χορωδία) (Κατοχικό).
- <u>Σημείωση</u>:
Πρόκειται για μια θαυμάσια σάτυρα, δεν μπόρεσα όμως να κάνω την αποδελτίωση των στίχων (είναι δυσνόητοι). Ίσως μια μελλοντική προσπάθεια, με τη χρήση ειδικού λογισμικού να μας το επιτρέψει.
* ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΛΟΝΕΛΟ [Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ - ΑΛ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ - Θ. ΣΑΛΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Άννα Καλουτά - Γιάννης Γκιωνάκης - Νίκος Ρίζος - Άννα Ματζουράνη) (1941).
- <u>Σημείωση</u>:
Πρόκειται επίσης για μια θαυμάσια σάτυρα, δεν μπόρεσα όμως και πάλι να κάνω την αποδελτίωση των στίχων (είναι δυσνόητοι, γιατί τραγουδάνε όλοι μαζί). Ίσως μια μελλοντική προσπάθεια, με τη χρήση ειδικού λογισμικού να μας το επιτρέψει.
* ΝΤΟΥΤΣΕ, ΝΤΟΥΤΣΕ [Παρλάτα ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Μ. Τραϊφόρος) (1940 - 41).
«Ντούτσε, Ντούτσε,
τώρα πλέον που τα θούρια έχουν πάψει,
κι η Ιταλία στα παλιά της τα παπούτσια ’ έχει γράψει,
ξεπεσμένε Ναπολέων,
συ που άλλοτε εβρυχάσο,
ω! Ιππότα Ντούτσε ως λέων,
από τα θρυλικά μπαλκόνια του παλάτσο ντι Βενέτσια,
ενώ σ’ έπνιγαν οι ήχοι της γνωστής ματζοβινέτσια.
Ντούτσε, Ντούτσε,
που το σύμπαν το ηπείλεις νύχτα - μέρα
και στεντόριες οι κραυγές σου εδονούσαν τον αιθέρα,
ω! μεγάλε φανφαρόνε,
άγνωστων τεράτων γόνε,
σκοτεινέ, γελοίε αλήτη
που μια νύχτα του Οχτώβρη,
άδικο όποιος και να κάνει,
πάντα εδώ στη γη θα το 'βρει.
Για θυμήσου, που με Λύκους και με Κένταυρους αράδα,
εξεκίνησες να πάρεις άρον - άρον την Ελλάδα.
Μα οι φασίστες σου ω! Μπενίτο,
οι γνωστοί παλληκαράδες,
σαν αντίκρυσαν τσολιάδες,
σήκωσαν ψηλά τα χέρια,
χώθηκαν μεσ’ σε κοτέτσια
και κατάχλωμοι φωνάξαν:
μπέλλα Γκρέτσια, μπέλλα Γκρέτσια.
Μπράβο Κολονέλο,
που μας έκανες εχθρό μας τον φρατέλο,
μπράβο Κολονέλο,
και να μας επιβληθείς
με τις μπόμπες προσπαθείς,
έχεις κάνει την πατρίδα σου κουρέλω».
* Η ΓΑΛΑΝΗ ΜΑΣ ΧΩΡΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - Λ. ΡΑΠΙΤΗ] (Σοφία Βέμπο) (1941).
«Πίκρες και βάσανα Πατρίδα μου αγαπημένη,
πόνο έχουν στήσει στη θλιμμένη σου την ψυχή,
και τ’ ομολογώ πως κλαίω και όλη αναρριγώ,
και λέω για την μάταιη τούτη εποχή:
Εμείς που έχουμε το ένδοξο Εικοσιένα,
που 'χουμε απάνω μας μια τέτοια κληρονομιά,
μέσα στη σκλαβιά που ζούμε,
με γερή καρδιά θα βγούμε,
και έμορφα και ατσάλινα κορμιά.
Και θα ‘ρθει η ώρα που όλα θα ξεχαστούνε,
πάλι τραγούδια γύρω μας θ’ ακουστούνε
και μια Ελλάδα ακόμα πιο δυνατή,
μέσα απ’ τα μαύρα ερείπια θα πεταχτεί.
Και θα 'ρθει η δόξα δίπλα μας να καθήσει
και θα ζητήσει στα κάτασπρα να ντυθεί,
και όλη η γη, κάποιαν αυγή,
τη γαλανή μας χώρα θα προσκυνήσει».
* ΑΧ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Μπέτη Μοσχονά - Χορωδία) (194;).
«Αχ το Πεζικό, αχ το Πεζικό,
αχ το Πεζικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο ντουφέ, στο ντουφέκι σου απάνω. (δις)
Και το Ναυτικό, και το Ναυτικό
και το Ναυτικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο καρά, στο καράβι σου απάνω. (δις)
Το Πυροβολικό, το Πυροβολικό,
το Πυροβολικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο κανό, στο κανόνι σου απάνω. (δις)
Τ’ Αεροπορικό, τ’ Αεροπορικό,
τ’ Αεροπορικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
μέσα σε, μέσα σε αεροπλάνο. (δις)
Και το Ευζωνικό, το Ευζωνικό,
το Ευζωνικό πόσο τ’ αγαπώ,
να πεθά, να πεθάνω, να πεθάνω,
στο τσαρού, στο τσαρούχι σου απάνω». (δις)
* ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΣΤΟΝ ΕΡΥΘΡΟ ΣΤΑΥΡΟ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Νανά Σκιαδά - Γιάννης Φέρμης) (Κατοχικό).
«Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια
“νιξ” φαΐ.
Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι
κι οι δυό. (επανάληψη όλη η στροφή)
Εσύ με το ρολό,
που κλέβεις το χυλό
και κάνεις τα φαγάκια(
με φελό!
Κι εσύ κυρά ξανθειά,
που κλέβεις τα γλυκά
κι αφήνεις τα παιδάκια νηστικά.
Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι
κι οι δυό.
Κι εσύ ο φαφλατάς
τα όσπρια βουτάς
και νηστικό τον κόσμο τον κυττάς.
Με πόση απονιά
κι εσύ ομορφονιά,
που κλέβεις το χαρούπι του ντουνιά.
Θα πάω να το πω
στον Έρυθρο Σταυρό,
πως είσαστε συνέταιροι
κι οι δυό.
Και “ντύνεστε” παρά
και λίρες με ουρά,
κι ο κόσμος έχει μαύρη συμφορά.
Μα και γερμανικές
κονσέρβες μερικές,
βουτάτε με “μασιέν” αρπαχτικές».
- Είναι το περίφημο και σπάνιο τραγούδι «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή»! Σαν σλόγκαν πέρασε από στόμα σε στόμα και μεγάλωσαν μαζί του γενιές και γενιές Ελλήνων.
- Πρόκειται για σπαρακτική και συνταρακτική παρωδία για τη μεγάλη και φρικτή πείνα της Κατοχής. Τ’ ακούς και δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να ουρλιάξεις από πόνο!
- Τότε, που τα σκελετωμένα απ’ την πείνα παιδάκια, με το δελτίο συσσιτίου στο ένα τους χεράκι κι μ’ ένα τενεδάκι στο άλλο, μπαίνανε στη γραμμή για να πάρουν λίγο δήθεν φαγάκι, που μοίραζε ο Ερυθρός Σταυρός.
- Τότε, που οι διάφοροι “μουστερήδες” έκλεβαν με κάθε τρόπο τη λίγη και άθλια τροφή των παιδιών, που πέθαιναν από τη πείνα καθημερινά.
- Τότε, που όταν πέθαινε ένα παιδί δεν δηλώνανε το θάνατό του, για να πάρουν με το δελτίο του λίγο φαγάκι παραπάνω τ’ αδερφάκια του στο συσσίτιο, για να μη πεθάνουν κι αυτά από την πείνα. Φρίκη!!!
* ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Μπέτη Μοσχονά - Νανά Σκιαδά) (Κατοχικό).
«Με κασελάκι χρόνια τριγυρνώ,
με το σακάκι πάντα την περνώ,
παίρνω το βήμα μου βαρύ κι αργό,
αλήτης πάντα φουκαράς τ’ ομολογώ. Κι εγώ.
Μα τον καιρό
τον πονηρό,
που πούλησα χαρούπι,
λεφτά ουρά
και τσοκ παρά,
μαζεύω σ’ ένα κιούπι.
Και κερδίζω και πλουτίζω
δίχως να πολυλογώ,
ε, και την Άρτα φοβερίζω
και πουλάω και τη γάτα για λαγό. Κι εγώ.
Είν’ οι πρωϊνοί φουκαράδες
ε, και γεμίσαν’ όλοι παράδες
και γυρνάνε πλούσιοι στην πιάτσα,
μα ποτέ δεν λένε μη στάξει
το χαρούπι βγάζει χρυσάφι
κι έχω πεντοχίλιαρα σε μάτσα.
Έχουμε βίλες κι οκέλες
κι όταν γουστάρουμε κοπέλες
έχουμε κράχτη τον παρά για θηλυκά,
κι έτσι λοιπόν μ’ αυτό τον τράτο
μπορούμε και στον Παπαστράτο
να του πασάρουμε αν θέλει δανεικά.
Ω, ω, ω, ω, ω, είμαι σκουτζές,
Ω, ω, ω, ω, ω, για καρπαζιές.
Είν’ οι πρωϊνοί φουκαράδες
ε, και γεμίσαν’ όλοι παράδες
και γυρνάνε πλούσιοι στην πιάτσα,
μα ποτέ δεν λένε μη στάξει
το χαρούπι βγάζει χρυσάφι
κι έχω πεντοχίλιαρα σε μάτσα.
Έχουμε βίλες κι οκέλες
κι όταν γουστάρουμε κοπέλες
έχουμε κράχτη τον παρά για θηλυκά,
κι έτσι λοιπόν μ’ αυτό τον τράτο
μπορούμε και στον Παπαστράτο
να του πασάρουμε αν θέλει δανεικά.
Ω, ω, ω, ω, ω, είμαι σκουτζές,
Ω, ω, ω, ω, ω, για καρπαζιές».
* ΜΠΕΛΑΜΗΣ [ΑΓΝΩΣΤΟΥ] (Γιώργος Γαβριηλίδης - Χορωδία) (Κατοχικό).
«Έχεις τύχη χρυσή Μπελαμή,
στις γυναίκες εσύ Μπελαμή,
μ’ ένα χάδι μπορείς
το σφυγμό τους να τον βρεις,
τυχερέ, πονηρέ, Μπελαμή.
Κάθε μέρα μιαν άλλη αγαπάς
και τα θύματα γύρω σκορπάς,
μα ξεχνιούνται οι καϋμοί
στην υπέροχη στιγμή,
Μπελαμή, αχ Μπελαμή, Μπελαμή.
Ο Μπελαμής στον κόσμο τριγυρνά
και όπου κι αν βρεθεί καλοπερνά,
και τέλος πάντων, ήρθε στην Αθήνα
πολύ “γουδείν” να σβήσει από την πείνα.
Τον κυνηγούσαν άπειρες ομού,
κι ο Μπελαμής ζητάει μια Μπελαμού,
για να 'χει βράδι και πρωΐ
λίγο ζεστό φαΐ.
Τι φιλιά τρυφερά, Μπελαμή,
κάνω μαύρη αγορά Μπελαμή,
έχω πέντε σακκιά
με φασόλια και κουκιά
και πλιγούρι και άσπρο ψωμί.
Αχ, για σένα παιδί μου τρελλό,
θα σου βράσω σταρένιο χυλό,
και θα τρως, δεν θα πεινάς
και θα την καλοπερνάς,
(ναι όλα θα τα τρως, όλα)
αχ, Μπελαμή,
με αγάπη θερμή, Μπελαμή.
Τι φιλιά τρυφερά, Μπελαμή,
κάνω μαύρη αγορά Μπελαμή,
έχω πέντε σακκιά
με φασόλια και κουκιά
και πλιγούρι και άσπρο ψωμί,
αχ, Μπελαμή.
Αχ, για σένα παιδί μου τρελλό,
να σου βράσω σταρένιο χυλό,
και θα τρως, δεν θα πεινάς
και θα την καλοπερνάς,
αχ, Μπελαμή,
με αγάπη θερμή, Μπελαμή».
* ΣΒΗΣΕ ΦΕΓΓΑΡΙ [Δ. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΧΡ. ΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΥ] (Μ. Χρονοπούλου - Α. Μπάρκουλης) (Κατοχικό).
«Μέσ’ στο στενό το μονοπάτι,
πίσσα σκοτάδι το χαγιάτι,
απόψε η νύχτα το τραβά
ν’ αγκαλιαστούμε στα στραβά.
Τώρα η ξανθιά απ’ τη μαυρομάτα
δεν ξεχωρίζουν μέσ’ στη στράτα
και στο σκοτάδι μέσ’ αυτό,
ο έρωτας παίζει κρυφτό.
Σβήσε φεγγάρι που φωτάς τον έρωτα
κι άσε τα βράδια μαύρα κι αξημέρωτα,
στη γειτονιά η σκοτεινιά
πέφτει απαλή σαν χάδι,
είναι το πείσμα σου κακό και άσκοπο,
πάψε λοιπόν να κάνεις τον κατάσκοπο,
μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι. (δις)
Χαίρεται απόψε η ξελογιάστρα
που τη φωτίζουν μόνο τ’ άστρα,
είναι κι ο πόλεμος σοφός
που ‘σβησε απ’ τη γη το φως.
Γι’ αυτό Θεέ μου έχε το νου σου,
σβήσε το φως και τ’ ουρανού σου,
και με συσκότιση πυκνή
δως μας σελήνη σκοτεινή.
Σβήσε φεγγάρι που φωτάς τον έρωτα
κι άσε τα βράδια μαύρα κι αξημέρωτα,
στη γειτονιά η σκοτεινιά
πέφτει απαλή σαν χάδι,
είναι το πείσμα σου κακό και άσκοπο,
πάψε λοιπόν να κάνεις τον κατάσκοπο,
μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι. (δις)
* ΜΙΑ ΟΚΑ ΚΟΛΟΚΥΘΑΚΙΑ [Δ. ΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ - Ι. ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (Μπέτη Μοσχονά) (Κατοχικό).
«Έπαιρνες τις καρδιές αιχμάλωτες
με τρόπο κλείνοντας το μάτι,
όμως αυτά συμβαίναν άλλοτε
σαν ήταν η κοιλιά γεμάτη.
Τώρα που η κοιλιά μου άδειασε, αχ
στο λέω παιδί μου αγαπημένο,
έστω κι αν βλέπω ότι βράδιασε
στο ραντεβού μου δεν πηγαίνω.
Τώρα δεν θέλει ο έρως χάδια και φιλάκια,
μα προτιμά καμιά οκά κολοκυθάκια,
οι μαυρομάτες λυώνουν βλέποντας, αχ, πατάτες
κι έχουν χαρά μέσ’ στην αγορά,
ενώ περιμένουν στην ουρά. (δις)
Μη μου γκρινιάζεις τώρα φίλε μου
κι αν έχεις όλα σου τα δίκια,
μα αντί λουλούδια αν θέλεις στείλε μου
αχ, μια σακκούλα με ραδίκια.
Τα χάδια δεν μου λένε τίποτα
και για να λείψουν τα νευράκια,
θα με τυλίξεις οπωσδήποτε
με δύο μάτσα ρεπανάκια.
Τώρα δεν θέλει ο έρως χάδια και φιλάκια,
μα προτιμά καμιά οκά κολοκυθάκια,
οι μαυρομάτες λυώνουν βλέποντας, αχ, πατάτες
κι έχουν χαρά μέσ’ στην αγορά,
ενώ περιμένουν στην ουρά». (δις)
* ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΑΝ ΠΑΩ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΓΙΑΝΝΗ ΦΟΥΣΚΑ] (Νίκος Γούναρης - Άγνωστος ερμηνευτής) (194;)
«Αν μου πουν στον πόλεμο
να πάω να πολεμήσω,
εσένα συλλογίζομαι
μικρό μου που θ’ αφήσω. (δις)
Δε με φοβίζουν οι φωτιές
ούτε και τα κανόνια,
δε νοιάζομαι αν ο πόλεμος
κρατήσει δέκα χρόνια. (δις)
Με νοιάζει μόνο πως εσύ
θα βρίσκεσαι μακρυά μου,
και χίλιες πίκρες μπαίνουνε
και σφάζουν τη καρδιά μου. (δις)
Θα ‘μαι μέσ’ στο χαράκωμα
και θα σε συλλογιέμαι,
θα λέω που να 'ναι το κουκλί
και όλο θα τυρρανιέμαι. (δις)
Γι’ αυτό το λόγο ο πόλεμος
δε θα 'θελα να γίνει,
και τη ζωή μου θα 'δινα
για να 'χουμε ειρήνη». (δις)
- <u>Σημείωση</u>:
Πρόκειται για αντιπολεμικό “αρχοντορεμπέτικο” τραγούδι, πιθανώς της δεκαετίας του '40.
* ΤΟ ΧΑΪΔΑΡΙ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΝΙΚΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ] (Κατοχικό).
«Όπως στην άλλη τη ζωή,
όταν θα πας ένα πρωΐ,
στην κόλαση σε στέλνουνε, αν δε σου δώσουν χάρη,
έτσι στη μαύρη τη σκλαβιά
παίρνουν του κόσμου τα παιδιά
οι άτιμοι οι Γερμανοί, τα στέλνουν στο Χαϊδάρι.
Περνούσανε μαρτυρικά,
μέναν 'κει μέσα νηστικά,
λες και εγκληματούσανε, λες κι είχαν κάνει κάτι,
ερήμωσαν συνοικισμούς
με μπλόκους κι εξευτελισμούς,
το Βύρωνα, την Κοκκινιά, Καισαριανή, Παγκράτι.
Και κάθε μέρα από ‘κει,
την κολασμένη φυλακή,
παίρναν παιδιά αμούστακα για να τα τουφεκίσουν,
χωρίς τη μάνα τους να δουν,
μον’ τ’ άκουγαν να τραγουδούν,
γιατ’ ήξεραν τ’ αδέλφια τους ελεύθερα θα ζήσουν.
Τα χτύπαγαν με απονιά,
του Χαϊδαριού κάθε γωνιά
κρύβει βασανιστήρια που ο νους σου δεν τα βάζει,
άλλο ν’ ακούς κι άλλο να λες,
κι όμως, μανούλα μου, μην κλαις,
απ’ της σκλαβιάς τα σίδερα η Λευτεριά χαράζει».
* ΘΑ ΠΑΡΩ ΕΘΝΟΦΥΛΑΚΑ [ΚΩΣΤΑ ΚΟΦΙΝΙΩΤΗ - ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΥΡΟΓΙΑΝΝΗ] (1945).
«Τα εγγλεζάκια τ’ αγαπώ, δεν θα ντραπώ να σας το πω,
τρελαίνομαι για κείνα, απ’ την ημέρα που ‘ρθανε ομόρφην’ η Αθήνα.
Τρελαίνομαι για το χακί, γιατ’ είναι δοξασμένο,
μα σαν ρωμιά πραγματική για έλληνες πεθαίνω,
κι αν γελώ και παίζω με καθ’ ένα εγγλέζο στου πολέμου το γλέντι,
για την καρδιά μου φύλακα θα πάρω εθνοφύλακα, ασίκη και λεβέντη.
Λοξό μπερέ πάντα φορούν και γελαστά κυκλοφορούν, κι έχουν μεγάλο φόρτε,
να ξεμυαλίζουνε καρδιές, να κάνουν μ’ όλες κόρτε».
- Μετά από την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δεχθεί τον αγγλικό στρατό (η Αγγλία ήταν η προστάτιδα δύναμη). Την εποχή εκείνη σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας λειτουργούσανε πολλά μπαράκια, γεμάτα πόρνες, που εξυπηρετούσαν τον νέο κατοχικό στρατό.
- Οι στρατεύσιμες κλάσεις 1940 - 45, επειδή λόγω του πολέμου και της γερμανικής κατοχής δεν είχανε εκπαιδευτεί στην ώρα τους, κλήθηκαν το 1945 για θητεία και ονομάστηκαν Εθνοφύλακες.
- Τους εθνοφύλακες αυτούς ο λαός τους αποκαλούσε γέρο-σοφούληδες.
* Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ [Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ - Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ - Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ] (Χρήστος Τσαγανέας) (1945 - 46)
«Είναι νομίζω η πιο μεγάλη αδικία
με την κατάσταση αυτή τη σημερ’νή,
να 'χεις φτάσει σε μια τέτοια ηλικία
που η επιστράτευσις να σε περιφρονεί!
Και ίσως, ίσως, δεν αντέχεις για πορεία,
μα για τον έρωτα λιγάκι λαχταράς,
μπορεί ν’ ακούς πολύ συχνά από μια κυρία
πως σε περνά για εφεδρεία Εθνοφρουράς!
Φυσικά, φυσικά,
όση θέληση και φαντασία να ‘χεις,
δεν θα δεις μεσ’ στην εξέλιξη μιας μάχης,
κατωρθώματα τυχόν πολεμικά.
Κι αν τυχόν μια κυρά,
την γελάσεις και την μπλέξεις σε κουβέντα,
ασφαλώς χλιαρά,
εις το τέλος θα ‘ναι τ’ ανακοινωθέντα!
Να το δεχτείς αυτό χωρίς μεμψιμοιρία,
γιατί σου έχει πέσει ο “ενθουσιασμός”,
ίσως ν’ ακούσεις από μια κομψή κυρία
πως είσαι άμαχος μονάχα πληθυσμός!
Κι αν σου τύχει θηλυκό να συναντήσεις
κι αντιληφθείς λιγάκι θάρρος θηλυκό,
ουδετερότητα θα πρέπει να κρατήσεις
γιατί επίθεσις θα σου 'βγει σε κακό.
Φυσικά, φυσικά,
τα “εφόδιά” σου είναι εξαντλημένα
και δεν έχεις πλέον αποθηκευμένα
ούτε όλμους, ούτε “πυρομαχικά”!
Κι αν τυχόν μια κυρά,
με ματιές σε βομβαρδίζει μην ενδώσεις,
μα να πας φουκαρά,
καταφύγιο να βρεις για να γλυτώσεις…!!».
* ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΣΙΛΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ - ΙΩΣΗΦ ΡΙΤΣΙΑΡΔΗ] (1941).
- <u>Σημείωση</u>: Το έχει κανείς;;; Ή, μήπως ξέρει κανείς τους στίχους;
<u>ΠΡΟΖΕΣ - ΠΑΡΛΑΤΕΣ - ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1940 - 1949</u>:
Την περίοδο αυτή γράφτηκαν και παίχτηκαν στο θέατρο πολλές πολεμικές επιθεωρήσεις, περιλαμβάνοντας εκτός από τα σχετικά με το θέμα τραγούδια και ανάλογες πρόζες, παρλάτες και σκετς, μερικά από τα οποία είναι:
* ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΉ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (κομπέρ, Μ. Τραϊφόρος - Αλίκη Βέμπο) (πρόζα).
* Ο ΡΩΜΙΟΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Χρήστος Ευθυμίου - Νάσος Κεδράκας) (σκετς).
* Η ΡΩΜΙΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Μαρίκα Νέζερ) (σκετς).
* ΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗ ΛΕΒΕΝΤΟΜΑΝΑ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Ν. Κεδράκας - Γ. Σύλβας - Σ. Βέμπο) (πρόζα).
* ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΑΔΟΥΛΑ ΜΟΥ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Γιάννης Γκιωνάκης - Νινή Τζάνετ - Αλίκη Βέμπο) (σκετς).
* ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Κλεό Σκολούδη - Ν. Κεδράκας - Αλίκη Ζαβερδινού - Γιάννης Σύλβας) (σκετς).
* ΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΑΕΡΟΠΟΡΟΙ ΜΑΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Άννα Καλουτά) (σκετς).
* ΣΤΟ ΚΟΎΤΣΙ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Γιάννης Φέρτης - Ν. Κεδράκας - Μ. Τραϊφόρος - Νίκος Νεογένης - Γ. Σύλβας - Νίκος Κατσούλης) (σκετς).
* ΚΑΙ ΝΙΚΗΣΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Σ. Βέμπο - Α. Βέμπο) (παρλάτα).
* ΕΥΖΩΝΑΚΙ [Μ. ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ] (Μ. Τραϊφόρος - Άννα Καλουτά) (παρλάτα).
* ΜΗΤΡΟΣ ΚΟΥΡΝΟΓΑΛΟΣ [ΑΔΕΣΠΟΤΟ] (Παντελής Ζερβός) (παρλάτα).
- Θα κλείσουμε τον κύκλο των τραγουδιών αυτής της θεματολογίας του Ελαφρού Τραγουδιού, μ’ ένα άκρως αντιπολεμικό τραγούδι της μεγάλης μας Σοφίας Βέμπο. Το τραγούδι αυτό είναι νεώτερο (μάλλον του 1974) και θα πρέπει να γράφτηκε από τους δημιουργούς του για να συμπεριληφθεί στο επετειακό LP «Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40», EMIAL 2J048-70334, 1974.
* ΟΧΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟ [ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ - ΖΑΚ ΙΑΚΩΒΙΔΗ] (Σ. Βέμπο) (1974).
«Μα, εγώ που τραγούδησα τον πόλεμο και τα παλικάρια μας τα ηρωϊκά,
εγώ που τραγούδησα τον πόλεμο με τραγούδια θριαμβικά,
εγώ που τραγούδησα τον πόλεμο, τον θυμάμαι και κλαίω,
τώρα τραγουδάω και λέω: (πεζός λόγος)
Σπάστε τις άγριες σάλπιγγες,
τις θριαμβικές φανφάρες
και κάντε τες χαμόγελο
και κάντε τες κιθάρες.
Τον πόνο κάντε τον κρασί,
τον στεναγμό λουλούδι
και του πολέμου την κραυγή,
ερωτικό τραγούδι.
Όχι, καινούργιο πόλεμο,
Όχι, καινούργια αντάρα,
κατάρα στ’ αστροπέλεκα,
στις σάλπιγγες, Κατάρα!
Οι κάμποι θέλουν πράσινο,
η Άνοιξη θέλει αηδόνια,
τ’ άστρα καθάριο ουρανό,
τα κορφοβούνια χιόνια.
Κι ο άνθρωπος, σαν το τρελλό κυνηγημένο ελάφι,
ζητάει και λαχταράει να πιεί αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη,
ω, ω, ω, αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη.
Γλυκό ψωμί κι όχι ζωές να κόβουν τα μαχαίρια,
κι αντί να κουβαλάν φωτιά των αγοριών τα χέρια,
των κοριτσιών τα ολόχλωμα τα στήθη να απλώνουνε
και στην καρδιά τους το γλυκό Απρίλη να καρφώνουνε.
Όχι, καινούργιο πόλεμο,
Όχι, καινούργια αντάρα,
κατάρα στ’ αστροπέλεκα,
στις σάλπιγγες, Κατάρα!
Οι κάμποι θέλουν πράσινο,
η Άνοιξη θέλει αηδόνια,
τ’ άστρα καθάριο ουρανό,
τα κορφοβούνια χιόνια.
Κι ο άνθρωπος, σαν το τρελλό κυνηγημένο ελάφι,
ζητάει και λαχταράει να πιεί αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη,
ω, ω, ω, αγάπη, ω, ω, ω, αγάπη».
<u>ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΟΦΙΑΣ ΒΕΜΠΟ</u>:
“Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή.
Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο”.
<u>ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ LP ΚΑΙ CD ΕΛΑΦΡΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ</u>:
- LP «Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40», EMIAL 2J048-70334, 1974.
- Διπλό LP «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40, Νο. 11 & 12», EMIAL 14C 134 4010691/701, Ιούνιος 1987.
- CD «ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΗ: ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1940 ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟ», LEGEND 220 1150892, 2001.
- Κουτί δύο CD με τίτλο: «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40: ΠΟΛΕΜΟΣ - ΕΡΩΤΑΣ», με επιμέρους τίτλους των CD «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ '40, Α! ΕΚΔΟΣΗ» και «Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ», FM RECORDS, FM 1999 και FM 2000.
<u>ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ</u>:
- «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», Νέαρχου Γεωργιάδη.
- «ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Τάσου Σχορέλη.
- «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», Ηλία Πετρόπουλου.
- «Ο ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ», Σώτου Αλεξίου.
- «ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: Η ζωή μου, το έργο μου», Κώστα Χατζηδουλή.
- «ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ: Μάγκας από μικράκι», Στάθη Gauntlett.
- «ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ», Παναγιώτη Κουνάδη.
- «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ», τόμος 1ος, Κώστα Μυλωνά.
- Το προσωπικό μου αρχείο.
<u>ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΠΟΝΗΜΑΤΟΣ</u>:
- Στους ήρωες Έλληνες φαντάρους, υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, που έχυσαν το αίμα τους στα πεδία των μαχών, πολεμώντας με ανυπέρβλητη ψυχή τον εχθρό υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, για τα μεγάλα του Έθνους ιδανικά.
- Στα τραγικά θύματα του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, στις χήρες και στα ορφανά.
- Στους θρυλικούς αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης 1940 - 1944.
- Στους εξόριστους και φυλακισμένους αριστερούς ιδεολόγους, στους ανάπηρους πολέμου, στους εκτελεσμένους, στους δολοφονημένους, στους πολιτικούς πρόσφυγες, στους βασανισμένους, στους κυνηγημένους και στις πολλές εκατοντάδες παντελώς αδικημένους, προδομένους και συκοφαντημένους, καθώς και στις οικογένειές τους.
- Στα παιδιά-θύματα του απαχθούς παιδομαζώματος.
- Στους ανώνυμους και επώνυμους λαϊκούς και “ελαφρούς” δημιουργούς