Φανταζομαι οι περισσοτεροι απο μας εχουμε δει στο βιβλιο του Πετροπουλου φωτογραφιες του αγνωστου Λατερνιαρη Ρικου ,μια μαζι με τον Μαρκο.
ο Κυρ Θοδωρος ηταν μια μεγαλη μορφη της Λατερνας ,παλιος γραμμοφωνιτζης που εβγαζε το ζην παιζωντας δισκους στις ταβερνες και αργοτερα Λατερνιαρης επισης πολυ μεγαλος δεξιοτεχνης και ονομαστος στο Ντεφι ,πεθανε γυρω στα τελη της δεκατετιας του 90 με αρχες του 2000 .
Δυστυχως δεν εχω περισσοτερες πληροφοριες .
Ανεβαζω στο καναλι μου καποιες ζωντανες ηχογραφησεις απο το αρχειο μου πιθανως οι μοναδικες που εχουν διασωθει.
Σταύρο, μία ερώτηση: έχει τόση σημασία ποιος παίζει λατέρνα σ’ ένα κομμάτι; Δε θα έπρεπε να θεωρείται ότι η εκτέλεση “ανήκει” στον σταμπαδόρο; Ο λατερνατζής επιλέγει βέβαια το τέμπο, είναι κι αυτό μια δημιουργική παρέμβαση, αλλά συγκριτικά μάλλον μικρή.
Σωστο ειναι αυτο που λες και πολυ λογικο ειναι αυτους να μην τους μαθουμε ποτε ,βεβαια ξερω αν υπηρξε και ο ιδιος σταμπαδορος και μαλιστα δεν ξερουμε ποιοι υπηρξαν σταμπαδοροι γενικως στην ιστορια δηλαδη αυτοι οι αγνωστοι σιγουρα καλλιτεχνες ,περα μονο απο τον Βαγγελη Παπαζογλου και τον Αρμαο .
Οποτε λογικο ειναι η δοξα και ο μυθος να καταγραφεται στον Λατερνιαρη που με μοχθο γυρναει με το χερι του την μηχανη,αναφερθηκα επισης στο ντεφι καθως μου τον περιεγραψαν σαν δεξιοτεχνη!
Πολύ ωραία ντοκουμέντα! Ο “Ρίκος” πρέπει να παίζει ντέφι στην γνωστή φωτογραφία (του Τλούπα!) που είναι και στο εξώφυλλο του βιβλίου “Το ελληνικό τραγούδι” του Λ. Λιάβα, αυτήν με τη λατέρνα δίπλα σε τσίγκινο τραπεζάκι καφενείου. Στη μανιβέλα έχει κάποιον νεαρό, αντιστροφή των ρόλων δηλαδή: ο μάστορας στο ντέφι, ο βοηθός στη μανιβέλα.
Ο Ρίκος αναφέρεται και σε μία ωραιότατη και πολυτιμότατη εργασία που εκδόθηκε πρόσφατα στην Τουρκία: “Pera Guzeli* Laterna”, ένα άλμπουμ με κείμενο, φωτογραφίες και δύο σιντιά: ένα DVD με αφήγηση, συνεντεύξεις Ελλήνων της Πόλης και πλουσιότατο ιστορικό κινηματογραφικό υλικό και ένα ηχητικό σιντί με παλαιές αλλά και νέες ηχογραφήσεις από λατέρνες. Πρόκειται για την υλοποίηση της ιδέας κάποιας Τούρκας από την Πόλη, γόνου ανταλλαγέντων πληθυσμών από την Ελλάδα, που θέλησε και κατάφερε να αναβιώσει την ξεχασμένη στη σημερινή Ιστανμπούλ λατέρνα. Το άλμπουμ το είδα να διατίθεται πλέον και στο Music corner.
Απ’ ό τι ξέρω πάντως, εκτός από τον Νίκο Αρμάο, μαθητή του Giuseppe Turconi που έφερε τη λατέρνα στην Κων/λη το 1850 και ίδρυσε αργότερα εργαστήριο που κατασκεύασε χιλιάδες κομμάτια, και ο οποίος (Αρμάος) μετανάστευσε σην Αθήνα μετά την μικρασιατική καταστροφή, κανείς άλλος σταμπαδόρος δεν είχε απομείνει τα τελευταία χρόνια πιά. Σήμερα υπάρχει στη Θεσ/κη ένας σύγχρονος επισκευαστής και κατασκευαστής, ο Πάνος Ιωαννίδης, που κατασκεύασε και τη λατέρνα Pera Guzeli* (Η Ωραία του Πέραν) η οποία “αφηγείται” την ιστορία των προγόνων της στο τούρκικο άλμπουμ.
*το u χρειάζεται και διαλυτικά, αλλά η γραμματοσειρά μου δεν συνεργάζεται με το λογισμικό του φόρουμ
Δεν τον έχω ακούσει, Νικόλα, αλλά πραγματικά, τα τελευταία λίγα χρόνια έχουν πάλι εμφανιστεί λατέρνες στην Αθήνα, λογικά λοιπόν κάποιος πρέπει να τις συντηρεί…
Καλησπέρα Νίκο Πολίτη και φίλοι,
Γνώρισα τον Ρίκο στην δεκαετία του 80’ στο Μαραμπού των φοβερών αδελφών Ντίντα στην Πανόρμου. Ερχόταν μέχρι λίγο πριν το θάνατό του μια φορά νομίζω τη βδομάδα - Τετάρτες η Παρασκευές και έπαιζε για μισή ώρα την λατέρνα του που την είχε παρκάρει εκεί. Τον βοηθούσαν οι αδελφοί Ντίντα, ο Σταύρος ή ο Μπάμπης όταν έκανε κάτι περίεργα κόλπα με το ντέφι. Ήταν μιά πραγματικά αρχοντική φυσιογνωμία και το μισάωρο που έπαιζε ήταν μαγικό. Ήξερε να στέκεται στή σκηνή λες κι αυτό που έκανε ήταν το πιο δεξιοτεχνικό πράγμα στον κόσμο! Ο Σταύρος μου έστειλε το 1995 μια κασέττα δώρο από ζωντανή ηχογράφηση του Ρίκου από το Μαραμπού, στο Παρίσι όπου σπούδαζα, για να μου φτιάξει το κέφι. Την κρατάω σαν χρυσάφι γιατί είναι το μόνο αντίγραφο που υπάρχει και ο Σταύρος μου τηλεφωνάει δυο φορές το χρόνο για να βεβαιωθεί οτι δεν έχει καταστραφεί το ντοκουμέντο…Το Μαραμπού δεν υπάρχει πια ως τέτοιο, δηλαδή με μπάρα, τσίπουρα, μεζέδες, ρεμπέτικα, αλλά υπάρχει σαν μοντέρνο ποτάδικο. Θυμάμαι τις φωτογραφίες του Ρίκου στον τοίχο με τον Μάρκο.
Νοσταλγικά πράγματα…
Νίκο πρέπει να πάμε για κανένα κρασί μου φαίνεται…
Τι καταπληκτική περιγραφή! Ομολογώ ότι τέτοιον λατερνατζή δεν έχω πετύχει ποτέ. Όσους έχω δει είναι λίγο-πολύ βαριεστημένοι. Όταν όμως μιλάμε για τέτοιον σόουμαν, με αγάπη και πεποίθηση σ’ αυτό που κάνει -κι ας είναι αυτό μια δουλειά που συνήθως τη θεωρούμε μηχανική-, τότε μπορώ όντως να καταλάβω ότι η εκτέλεση είναι δικαιωματικότατα και δική του και όχι μόνο του σταμπαδόρου.
Να ΄σαι καλά Θοδωρή που μου το θύμισες (ή μάλλον, το διευκρίνισες)! Βεβαίως τον θυμάμαι τον λατερνατζή με την έντονη παρουσία, να παίζει ντέφι στο ταβερνάκι της Πανόρμου (που ούτε εκείνου θυμόμουν το όνομα) με πολλά τσαλίμια. Ωραίες εποχές!..
Νομιζω οτι το αναφερει στο παλιο διπλο lp για τον Βαγγελη Παπαζογλου εκδοσεις Φαληρεα,της εκδοση την ειχαν κανει οι Κουναδης,Παπαιωαννου,Σωτηροπουλος αρα η πληροφορια πρεπει να ειναι σωστη
Μάλιστα! Κύττα να δείς, δεν το φανταζόμουνα… Σκέφτομαι το εξής: Η ευχέρειά του στο πεντάγραμμο ήταν πασίγνωστη και την εκμεταλεύτηκε επί Μεταξά, γράφοντας παρτιτούρες προς υποβολήν για άλλους συνθέτες. Επειδή όμως, ως γνωστόν, δεν υπέβαλλε αιτήσεις και ο ίδιος, πιθανόν να έψαχνε για άλλους τρόπους βιοπορισμού και να ήρθε σε επαφή με τους λατερνατζήδες, αφού πρώτα έμαθε την τέχνη του σταμπαδόρου με κάποιον τρόπο. Ο Τσιτσάνης μάλλον επί Μεταξά τον γνώρισε από κοντά, ή ελάχιστα πρίν. Και επί κατοχής, τον παλιατζή έκανε…
Εγω πιστευω οτι απλα ηταν ενα μεγαλο μυαλο και ενας σπουδαιος ανθρωπος και με αστειρευτο ταλεντο σε οτι και να εκανε
Ο Τσιτσανης λεει οτι δεν τον γνωρισε ποτε απο κοντα και το χε καυμο ,ελπιζω το καινουργιο βιβλιο που εβγαλε ο Γιωργης Παπαζογλου ‘‘Τα χαιρια μας’’ μερος τριτο που εχει τοσα πραγματα να εκδοθει κανονικα γιατι εχει ενα σωρο πολυτικες πληροφοριες που δεν θα τις μαθουμε διαφορετικα ποτε.
Αλλο ενα του Ρικου ,αυτη την φορα με φοβερο παιξιμο στο ντεφι ,Κωνσταντινουπολιτικος Καροτσιερης
Πιθανόν να συλλαμβάνεται άλλη μια φορά λιγάκι φλύαρος ο Τσιτσάνης: Στην ιστοσελίδα για τον Αρμάο υπάρχει συνέντευξή του από τον Χατζηδουλή, που δημοσιεύτηκε στα “Νέα” ένα περίπου χρόνο πριν πεθάνει. Έχει και το εξής απόσπασμα:
Θυμάμαι πολύ παλιά τον Παπαζόγλου και αυτός ήταν ο καλύτερος συνθέτης απʼ όλους αυτούς. Από τη Σμύρνη ήταν ο Παπάζογλου και έγραφε τραγούδια (μουζική και λόγια δικά του) που δεν θα μπόραγε ποτές να γράψει άλλος συνθέτης. Πολλά τραγούδια του τα τύπωσα, τις μουζικές, πάνω στις λατέρνες και τις Ρομβίες μετά που ήρτα εδώ. Τα δικά του τραγούδια ήταν όμορφα και τα μάθαινα αμέσως έτοιμα για τύπωμα στον κύλινδρο. «Κάτω στα λεμονάδικα», «Μπαμπέσσα», «Βάλε με στην αγκαλιά σου», και άλλα, όλα καλά, είναι τραγούδια του Παπάζογλου που οι μουζικές του δεν θα γραφτούνε ποτές στον κόσμο όλονε. Πέθανε πριν πολλά χρόνια από χτικιό και χάθηκε ένας μεγάλος μάστορας της μουσικής, μάστορας από τη φύση.
Δεν θα έλεγε κάτι; Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά το θάνατο του Παπάζογλου ήταν… Ας διαβάσουμε όμως και το βιβλίο του Γ. Παπάζογλου.