ΠΟΛΥΤΡΟΠΟ, σύνολο φοιτητών ΑΠΘ υπό τον καθ. Καιμάκη

Το «Μουσικό Πολύτροπο» το γνωρίζω από μια απόσταση. Είναι μια μουσικοθεατρική ομάδα που τα μέλη της αργά αργά αντικαθίστανται όσο αλλάζει χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός του Πανεπιστημίου Θεσσ/νίκης: ούτε κανείς εκτός από τον ίδιο τον Καϊμάκη είναι μόνιμος όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ούτε και απότομη αλλαγή σύνθεσης έγινε ποτέ. Δε συνδέεται με κάποιο τμήμα -βασικά δεν είναι πανεπιστημιακή ομάδα, μάλλον το πανεπιστήμιο είναι απλώς ο χώρος όπου έχουν την ευκαιρία να γνωριστούν.

Ο Καϊμάκης είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά με τι καταπιάνεται. Τον πρωτοέμαθα μέσα από μια σύντομη μελέτη του για τον αρχαιοελληνικό αυλό, όπου αναζητεί τα ίχνη του όπως σώζονται σήμερα σε διάφορα λαϊκά όργανα Ελλάδας, Ιταλίας, Αιγύπτου και άλλων χωρών, και μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι όλα τα σύγχρονα όργανα για τα οποία μιλούσε τα είχε παίξει ο ίδιος. Έχω διαβάσει πάρα πολλές αναφορές σε παραδοσιακά όργανα, ιδίως πνευστά, και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα συγγραφέα που έχει πιάσει το όργανο στα χέρια του και σ’ έναν που απλώς παρατηρεί είναι τεράστια.

Αρκετά από τα τραγούδια του Μουσικού Πολύτροπου προέρχονται από καταγραφές που κάνει η ίδια η ομάδα σε ειδικές εξορμήσεις.

Αλλά πέρα από τις καταγραφές, το φανερό σκέλος της δουλειάς της ομάδας είναι οι παραστάσεις. Πρόκειται για ορισμένα θεατρικά δρώμενα, περιορισμένα στον αριθμό, που επαναλαμβάνονται από χρονιά σε χρονιά -δε βγάζουν κάθε φορά καινούργιο έργο. Τα έργα αυτά στηρίζονται στα τραγούδια. Δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχει και πεζός λόγος ενδιάμεσα ή αν το κείμενο είναι 100% τραγούδια.

Έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι το βασικό κόνσεπτ στηρίζεται σε δύο σημεία:
α) Ότι το δημοτικό τραγούδι, στις κοινωνίες όπου ήκμαζε, δεν ήταν μουσική για ακρόαση και τέρψη αλλά λειτουργική μουσική, μουσική που τη χρησιμοποιούμε για να κάνουμε κάτι (τελετουργίες στον κύκλο του χρόνου, στον κύκλο της ζωής κλπ.).
β) Ότι το θέατρο είναι δράμα, δράση, δρώμενο: ο ηθοποιός δεν παρουσιάζει απλώς κάτι στους θεατές αλλά το ζει ο ίδιος εκείνη τη στιγμή (και, διά της μεθέξεως, το ζει και ο θεατής). Βασική αρχή στο θέατρο ούτως ή άλλως, αλλά ιδιαίτερα στο αρχαίο δράμα και ακόμη πιο έντονα στους προδρόμους του αρχαίου δράματος, τα βακχικά δρώμενα.

Πάνω σ’ αυτούς τους δύο άξονες λοιπόν, που είναι εμφανώς πολύ συγγενείς μεταξύ τους, χτίζονται αυτά τα έργα τα οποία απογυμνώνονται από λεπτομέρειες και κρατάνε μόνο κάποια πολύ κεντρικά στοιχεία, εκείνα που παραμένουν αιώνια επίκαιρα, από το αρχαίο δράμα και το νεοελληνικό (τελευταίοι 10 αιώνες) δημοτικό τραγούδι μέχρι σήμερα.

Το αιώνιο, υπερχρονικό και συνεπώς αρχέγονο αυτό στοιχείο υπογραμμίζεται και σημειολογικά, με την επιλογή να είναι όλα τα τραγούδια με φωνές, χωρίς καθόλου όργανα ή το πολύ με ένα τύμπανο, μια φλογέρα, άντε μια γκάιντα -ελάχιστα και στοιχειώδη όργανα.

Αν κανείς εδωμέσα έχει διατελέσει μέλος της ομάδας θα ήθελα πολύ ν’ ακούσω τη δική του κατάθεση.

Εγώ δεν γνωρίζω την ομάδα, απλά ευχαριστώ τον Περικλή για τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες και επισημάνσεις. Έχω όμως μίαν ένσταση:

Αυτό τον τρόπο “εξασφάλισης” της (απαραίτητης σε κάθε πολυμελή χορωδία;) πολυφωνίας, με τρόπο που βέβαια να μην είναι δυτικό πρίμο σεγόντο αλλά κάτι συμβατό με το ύφος της ανατολικής μουσικής, θυμάμαι να τον πρωτοσυνάντησα στους δίσκους των Τσιαμούλη / Γράψα ως “Δυνάμεων του Αιγαίου”. Δεν ακολουθεί το “κλασικό” ισοκράτημα μιας (συνήθως αποκλειστικά ανδρικής) χορωδίας για εκκλησιαστική μουσική, που βεβαίως βασίζεται σε θεωρητικές αναλύσεις των χρησιμοποιούμενων μεταπτώσεων στους Ήχους, βρίσκεται όμως πολύ κοντά σε αυτό. Παρά την σχετικά συχνή συμμετοχή μου σε (συνήθως μικτές) χορωδίες για δημοτικά τραγούδια, μετά τους Τσιαμούλη / Γράψα το ύφος αυτό δεν το ξανασυνάντησα. Και η χορωδία της Δόμνας Σαμίου, όπου είχα καθίσει για αρκετά χρόνια, και εκείνη του Συλλόγου του Καρά αργότερα, και τα κορίτσια στο Πήλιο (Κατερίνα Παπαδοπούλου και Θεοδώρα Αθανασίου) δεν είχαν “εκμεταλλευτεί” αυτό το μοντέλο. Σήμερα που ξανάκουσα λοιπόν αυτόν τον τρόπο προσέγγισης μετά από πολλά χρόνια, αναρωτήθηκα: - Μα, χρειάζεται οπωσδήποτε πολυφωνία σε τέτοιες χορωδίες; Πάντως, σε καμμία ελληνική περιοχή δεν εφαρμόζεται τέτοιο μοντέλο, ενώ πολυμελείς και συχνά μικτές χορωδίες είναι και ήταν φαινόμενο συχνότατο σχεδόν παντού. Όλοι / -ες όμως, τραγουδούν συνήθως unisono και το μόνο που απασχολεί τον χοράρχη είναι η εύρεση ενός κατάλληλου τόνου ώστε ούτε οι άντρες ούτε οι γυναίκες να ξελαρυγγίζονται περισσότερο από το απολύτως απαραίτητο.

Νίκο, αν επρόκειτο για ένα καθαρά μουσικό πρότζεκτ θα συμμεριζόμουν απολύτως τις επιφυλάξεις σου. Για την ακρίβεια όχι απλώς «θα»: τις συμμερίστηκα όταν άκουσα ένα δίσκο του Μ. Πολυτρόπου, όπου φυσικά υπήρχε μόνο μουσική, όχι θέατρο. Το άκουσα και δε μ’ άρεσε καθόλου.

Εδώ όμως τα δεδομένα είναι:
-η μουσική ως όχημα για κάτι άλλο
-μουσική από διάφορες περιοχές, όπου εκ των πραγμάτων η ακριβής τήρηση του ύφους αποκλείεται ως ανέφικτη
-πόσο μάλλον που οι συμμετέχοντες είναι απλοί φοιτητές, με διάφορα ή και κανένα μουσικό υπόβαθρο

Μ’ αυτά τα δεδομένα, το να επιλεγεί ένα ύφος που τουλάχιστον θεωρητικά συνάδει με αυτή τη μουσική, έστω κι αν δεν απαντά σε καμία ζωντανή πράξη, δεν το βρίσκω κακό. Το συγκεκριμένο ύφος ταυτόχρονα συνάδει και με την αίσθηση που μάλλον θέλουν να δημιουργήσουν: αδρό, λιτό, επιβλητικό, «αρχέγονο».

Σχεδόν με τους ίδιους όρους θα περιέγραφε κανείς κι ένα προχειρατζήδικο πρότζεκτ, όπου ο άλλος σκέφτεται «είμαστε που είμαστε άσχετοι, άρα μην ψάχνουμε πολλές ορθογραφίες, ας ρίξουμε ένα ισοκράτημα που κάνει εφέ κι όλοι θα νιώσουν το αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Είναι λίγο οριακή η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την προχειρότητα και στη σκόπιμη και επιτυχή επιλογή, και νομίζω ότι το Πολύτροπο τηρεί επιτυχώς τις ισορροπίες.

Το βρίσκω επιτυχές γιατί έχει μια συνέπεια: τα αυθεντικά τραγούδια ήταν μεν λειτουργική μουσική, η ομάδα όμως δεν αναβιώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε αυτή η μουσική, παρά μεταφέρει τη λειτουργικότητά της σ’ ένα νέο πλαίσιο. Οπότε κρατάει όσα στοιχεία είναι τόσο κεντρικά ώστε να μην εξαρτωνται από την αλλαγή του πλαισίου, και αλλάζει τα υπόλοιπα. Κάτι ανάλογο κάνει και με τον τρόπο εκτέλεσης: ναι μεν δεν εκτελούνται έτσι αυτά τα τραγούδια, μεταφέροντας όμως την εσώτερη τροπική / ρυθμική κλπ. λογική τους στο πλαίσιο όπου δουλεύει η ομάδα καταλήγουμε σε μια εκτέλεση που και πάλι κρατάει κάποια πολύ κεντρικά στοιχεία και αλλάζει τα πιο εξωτερικά, προσαρμόζοντάς τα στο νέο πλαίσιο.

Ναί, κακό δεν το βρήκα ούτε και εγώ, είτε την εποχή των “δυνάμεων” είτε και σήμερα. Σήμερα όμως, με δεδομένη την μη επικράτησή του γενικότερα, προβληματίζομαι μήπως η “σιωπηρή αποδοχή” του μοντέλου αυτού βρισκόταν περισσότερο στη σύγκριση με την δυτική τετραφωνία της μεγάλης χορωδίας, που πάντα έπαιζε για μένα περίπου το ρόλο του μπαμπούλα. Δηλαδή τη συμφιλίωση στη βάση του “δύο κακών προκειμένων, το μη χείρον βέλτιστον”.

Δεν έχω βέβαια, Περικλή, τις δικές σου εμπειρείες από τις παρουσιάσεις των θεατρικών δρωμένων της ομάδας, αλλά δύσκολα θα έβρισκα απλούστερο στην “ορθογραφία” του σχήμα από εκείνο της unisono προσέγγισης, όπου ακόμα και το εφετζίδικο ισοκράτημα αφαιρείται. Όσο για την ανάγκη να νοιώσει ο θεατής το “αρχαίο πνεύμα, αθάνατο” είμαι χίλια τοις εκατό σίγουρος ότι και εσύ, όπως φυσικά και εγώ, δεν θα άφηνες τον εαυτό σου να σπρωχτεί προς εκείνη την κατεύθυνση.

Συγνώμη ρε μάγκες αλλά η δυτική πολυφωνία είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το πρίμο σεκόντο ή έστω την τετραφωνική επέκταση του με το ισοκράτημα του μπάσου και μια ενδιάμεση φωνή (π.χ. ο βαρύτονος στις καντάδες). Η δυτική 4φωνία είναι τέσσερεις ανεξάρτητες φωνές που κινούνται από συλλαβή σε συλλαβή ανεξάρτητα και όχι ομοφωνικά όπως εδώ.

Βάλτε σε ένα δυτικό choirboy να ακούσει αυτές τις υποτιθέμενες δυτικές πολυφωνίες και θα σας πει ότι αυτό δεν είναι δυτική πολυφωνία. Μπορεί να του θυμίσει ρωσσική εκκλησιαστική μουσική ή βουλγάρικη χορωδία η κάτι άλλο αλλά δεν θα του θυμίσει καντάτα του Μπαχ.

Καιρός να απενοχοποιήσουμε και το πρίμο σεκόντο και τις άλλες ντόπιες μορφές ετεροφωνίας και ομοφωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι χωρούν παντού και σε όλα τα είδη μουσικής.

Emc, μάλλον δεν με κατάλαβες. Αυτό που εννοώ είναι, να αποδεχτούμε (όσοι δεν συμφωνούμε με την δυτικοποίηση της χορωδιακής μουσικής) το μοντέλο που πρότειναν οι Δυνάμεις του Αιγαίου (αν πράγματι έτσι συνέβη) επειδή είναι μικρότερο καρφί στο μάτι από μιά φαρδυά πλατειά τετραφωνία φτιαγμένη από (δυτικο-) σπουδαγμένο χοράρχη, με τις τέσσερις παράλληλα εξελισσόμενες μελωδίες της φυσικά.

Πού τις βρίσκεις τις υποτιθέμενες δυτικές πολυφωνίες, ποιός τις προσδιόρισε έτσι και πώς αυτές θα μπορούσαν να μοιάζουν με καντάτα του Μπάχ; Φυσικά και δεν πρόκειται για δυτική πολυφωνία. Αυτό λέω και εγώ (και ο Περικλής, φαντάζομαι). Τώρα, στην προσπάθεια εξεύρεσης χώρου για εξέλιξη της μουσικής μας, να ονοματίσουμε το (σίγουρα δυτικόθεν εισαχθέν) πρίμο – σεγόντο “άλλη μία ντόπια μορφή ετεροφωνίας”, δεν θα προσχωρήσω και θα με συμπαθήσεις, ελπίζω.

Το Πολύτροπο είχε έρθει τα περασμένα Χριστούγεννα στα Βραστά (Βράσταμα), ένα χωριό της Χαλκιδικής, προκειμένου να παρουσιάσει ένα θεατρικό. Ουσιαστικά ήταν ένα δραματοποιημένο παραδοσιακό παραμύθι. (Δεν είχε επομένως μόνο τραγούδι, αλλά και αφήγηση και υποτυπώδεις διαλόγους). Εκεί λοιπόν έτυχε να δω το σχήμα και ομολογουμένως με εξέπληξε ευχάριστα.

Κατά πρώτον, σου έκανε εντύπωση η εξαιρετική απλότητα και ελευθερία όλων. Το σύνολο ήταν ανεπιτήδευτο και χαρούμενο. Ένιωσα νομίζω λίγο όπως θα ένιωθαν οι κάτοικοι ενός ποντιοχωρίου, που κάποια στιγμή χτυπούσαν την πόρτα τους οι Μωμόγεροι, εισέβαλαν και ξεκινούσαν το θεατρικό δρώμενο. Άρα, σημείο πρώτο (και μου έχει μείνει ως η κεντρικότερη αίσθηση) η απλότητα τόσο του Καϊμάκη, όσο και των παιδιών. Τέτοια ώστε οι ντόπιοι ένιωσαν εξαιρετικά άνετα.

Δεύτερο σημείο: Το τραγούδι. Εξαιρετικές φωνές, πηγαίο μεράκι, μακριά από γλυκανάλατες ερμηνείες. Τραγουδούσαν λες και έκαναν πανηγύρι.

Τρίτο σημείο: Υπήρχε ο αφηγητής, ένας φοιτητής που ήταν πραγματικά χαρισματικός. Αλληλεπιδρούσε εξυπνότατα με το κοινό, έτσι που σου έβγαζε αυθόρμητα το γέλιο. Ο άνθρωπος πραγματικά έκλεψε την παράσταση. Κάθε τι που γινόταν στην αίθουσα το ενέτασσε στην αφήγησή του βγάζοντας πολύ γέλιο.

Τέταρτο σημείο: Μετά την παράσταση στρώθηκαν τραπέζια με μεζέδες, οπότε έκατσαν πολύ φυσιολογικά όλοι και τραγουδούσαν, έλεγαν κάλαντα διάφορα κ.λπ. Γενικά, μία οικογενειακή αίσθηση.

Σχετικά με το ισοκράτημα στα τραγούδια, εγώ το δέχθηκα πολύ φυσιολογικά στα πλαίσια του συγκεκριμένου θεατρικού δρώμενου. Ήταν εξαιρετικά ταιριαστό. Όπως ήδη ειπώθηκε, είναι άλλο η μουσική ως μουσική και άλλο η μουσική που ντύνει π.χ. ένα παραδοσιακό παραμύθι.

Δημήτρης

Εδώ η καινούργια Facebook Page του Μουσικού Πολυτρόπου: https://www.facebook.com/MousikoPolitropo

Και εδώ, σε βίντεο, ολόκληρη η φετινή παράσταση “Ανάθιμά σι ξενιτιά τόσα φαρμάκια π’όχεις”: http://www.livemedia.gr/video/143086

Link που μπορούν να λειτουργήσουν ως σημεία αναφοράς στην συζήτηση.