(Νίκος Πολίτης)
Οι Έλληνες ήμασταν πάντα (και σήμερα ακόμα περισσότερο) τόσο υπερφίαλοι απέναντι σε μειονότητες ώστε ποτέ δεν καταδεχτήκαμε να ασχοληθούμε με λέξεις της (πάντως προφορικής, όχι γραπτής) γλώσσας τους. Και αυτό ισχύει και για τους ρεμπέτες. Επιπλέον, η λέξη ράμπι δεν περιέχει το ταύ (το ότι προσετέθη κατά τον εξελληνισμό της λέξης σε ραμπίτης δεν μετράει γλωσσολογικά) και επίσης το άλφα δεν γίνεται εύκολα έψιλον. Και μην ξεχνάμε ότι ο προσδιορισμός ρεμπέτικο απαντάει στη δισκογραφία της Σμύρνης/Πόλης ήδη το 1910 στο ανεκδιήγητο (κατά τη γνώμη μου, το ξαναλέω) “τικ τακ” και εκεί τους Τσιγγάνους δεν τους πολυήξεραν… Μάλλον λοιπόν δεν μας κάνει η περίπτωση. Όσο για το ρεμβάζω ή ρέμβομαι, δεν μου πολυαρέσει γιατί το παράγωγον θα ήταν ρεμβαστής και όχι ρεμβέτης. Από εκεί και πέρα ο καθένας έχει προσθέσει το μακρύ του και το κοντό του, μέχρι και την άποψη που βαρύγδουπα κατέθεσε Ελληνοαμερικάνος μπουζουξής στον συγγραφέα κ. Δ. Δ. Μανιάτη (και τον έπεισε…) ότι η λέξη προέρχεται από τη νότα Ρε (που ήταν η τονική για πολλές εκτελέσεις κομματιών) και το beat (= ρυθμός) των (ρεμπέτικων) κομματιών που τα συνόδευαν σε συγχορδία ρέ.
Αξιοσημείωτο πάντως το γεγονός ότι το τουρκοελληνικό λεξικό μου δεν περιέχει λήμμα rebet ή rembet.
Κατόπιν των παραπάνω αλλά και άλλων που όλα τα έχουμε όλοι ακούσει κατά κόρον, δεν θα συνεχίσω τη συζήτηση για την ετυμολογία της λέξης ως μη έχουσα νόημα, περιμένοντας κάποια εξήγηση, αν και όταν έρθει, που θα με πείσει και θα την υιοθετήσω.