Α, από την Αργιθέα, ε; Πρόσφατα άρχισα να υποψιάζομαι πόσο σημαντική παράδοση έχει αυτή η περιοχή. Να σε ρωτήσω φίλε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;
Νομίζω πως ο συσχετισμός της Αργιθέας με την Κάρπαθο δεν είναι καθόλου άστοχος. Φαίνεται πως ο βασικός χορός/σκοπός για τέτοιου είδους τραγούδια στις δύο περιοχές, ο Συρματικός της Καρπάθου και ο Κλειστός της Αργιθέας, έχουν έντονες αναλογίες μεταξύ τους σε επίπεδο λειτουργικό, αλλά και μουσικό και χορευτικό. Συγκρίνετε:
Συρματικός 1 (σόρι για το απαράδεκτο περίβλημα -πάντως και στην πραγματικότητα περίπου έτσι γίνεται, μόνο που γίνεται όμορφα)
Συρματικός 2
Κλειστός 1
Κλειστός 2
Να σε ρωτήσω φίλε Άταστε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;
Στην Κάρπαθο το παραπάνω τραγούδι είναι συρματικό και έχει ως εξής:
Ένας κοντός κοντούτσικος έχει όμορφη γυναίκα.
Ζηλεύγει τον η γειτονιά, ζηλεύγει τον η χώρα,
ζηλεύγου’ τον οι άρχοντες κι όλα τα παλικάρια.
Όσο ζηλεύγει ο βασιλιάς κανένας δε ζηλεύγει.
Να του τη πάρου’ δεν μπορού’, να του τη κλέψουν όχι.
Αφού ΄δασι κι επόδασι [=αφού είδαν κι απόειδαν], τίποτε δεν εκάμα’,
του βγάλασι λογαριασμό δέκα χιλιάες γρόσια.
Πιάνει, πουλεί το σπίτι του, πουλεί και τα χωράφια,
πούλησε και τ’ αμπέλια του και τα κανακαριά του [=την κληρονομιά του].
Επούλαε κι επούλαε και πάλε δεν τα πιάσε.
Μόνο η γυναίκα του ‘μεινε και πάει να την πουλήσει.
Από το χέρι τη βαστά και στο γιαλό πηαίνει
απ’ αρμενίζουν κάτεργα, απού περνού’ καράβια.
-Καράβια, ελάτε αράξετε, σταθείτε για παζάρι.
Ποιος παίρνει κόρην όμορφη με τα ωραία μάτια;
Κι ένας μικρός γενίτσαρος ήβγεν από τις φούστες [=είδος πλοίου].[i]
-Πόσο, κοντέ, την όμορφη; Πόσα φλουριά τη δίνεις;
-Τα δυο της χείλη χίλια εχου’, τα φρύ(δ)ια δυο χιλιάες,
κι ο ‘ύρος της πο(δ)ΐτσας της πύργον εξαοράζει,
όχι το πύργο μοναχά, και τη βασιλοπούλα.
Βγάλλει τ’ αργυροπούγκι του κι αμέτρητα τα δίνει
κι απού το χέρι την αρπά, στη τέντα την επαίρνει.
Κι ένα πουλάκι κηλαεί στη τένταν αουπάνω:
-Για δες κρίμα που γίνεται στη τένταν αουκάτω,
φιλά αερφός την αερφή κι άθρωπος δεν το ξέρει.
Κι ο νιότερος εγροίκησε και βαριανεστενιάζει:
-Για πε μου, κόρη Μαυριανή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Στ’ ανάθεμα και στην οργή κι εμού και τη γενιά μου.
Η μάνα μου είν’ 'πού το Μωριά κι αφέντης ‘πού τη Κρήτη,
κι είχα αερφό γενίτσαρο, κι επήρα’ τον οι κλέφτες.
Κι ο νιότερος εγροίκησε πως ήτον αερφή του,
σιγά σιγά ανεστένιαξε και πόνεσε η ψυχή του:
-Σύρε, κόρη, στον άντρα σου, κι εγιώ ‘μ’ ο αερφός σου,
κι έπαρε και χαιρετισμό να (δ)ώκεις τω’ γονιώ’ σου[/i].
Είναι η παραλογή «Αναγνώριση αδερφής από τον αδερφό». Τέτοιες ιστορίες, με ήρωες που πέφτουν από τη μια κακοτυχία στην άλλη και σταδιακά χάνουν κάθε ελπίδα σωτηρίας (ταξιδεύουν, χάνονται, ναυαγούν κλπ.) μέχρι που, στο χείλος της τελικής καταστροφής, δίνεται μια απροσδόκητη λύση με συμπτώσεις και αναγνωρίσεις, θυμίζουν τις ιστορίες από το «Δεκαήμερο» του Βοκακίου (περ. 1300) που συμπτωματικά διαβάζω αυτές τις μέρες. Θα ήταν, φαίνεται, μόδα κατά το Μεσαίωνα.
Πράγματι.
Καθυστερώ αλλά δε σε ξέχασα!