Φίλε pepe,
συγνώμη που καθυστέρησα να σου απαντήσω, επιστρέφω με μερικά τραγούδια:
Όχι στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων τραγουδιέται συρτό στα τρία.
Έκανα ένα ορθογραφικό λάθος, ήθελα να γράψω σίκλους και όχι σίκνους.
1. Κλειστός χορός
Τ’ αηδόνια της ανατολής και τα πουλιά της δύσης
βιγλίζουν την ανατολή και τα μερά της δύσης
βιγλίζουν κι ένα νιούτσικο, που πάει να μεταλάβει
μπροστά πηγαίνει η μάνα του και πίσω η αδελφή του
στη μέση πάει ο νιούτσικος, σα μήλο μαραμένο
σαν μήλο σαν τριαντάφυλλο, σαν παλικάρι που ‘ναι
είδαν ‘κκλησιές και ράγισαν, τα μοναστήρια σείσκαν
κι απ’ τ’ Άγιο βήμα ακούγεται ανθρώπινη κουβέντα
πού πάς οβριά με το σκυλί, σκυλί μαγαρισμένο;
κι η μάνα του τον ρώτησε κι η μάνα του του λέει
- Δήμο τι κρίμα έκανες κι είσαι κριματισμένος;
- Θυμάσαι μάνα μ’ τον παλιό καιρό και τα παλιά ζαμάνια;
θυμάσαι όταν κούρσεβαν οι Τούρκοι τους Ρωμαίους;
πήγα κι εγώ και κούρσεψα ‘κκλησιές και μοναστήρια
έδεσα και το Γρίβα μου, πίσω απ’ τ’ Άγιο βήμα
κι ο Γρίβας με τα νύχια του και με τα πεταλά του
έσκαψε μάνα μ’ κι έβγαλε τριών μερών νυφούλα
κι έσκυψα και τη φίλησα, κι είμαι κριματισμένος.
2. Κλειστός χορός
Σήμερα Τρίτη τρείς κι εννιά κι αύριο γυρίζει ο χρόνος
σήμερα ζεύγει ο Κωσταντής, με νιούτσικο ζευγάρι
φτιάχνει τ’ αλέτρι απ’ οξυά και το ζυγό από πεύκο
φτιάχνει και την αξάλι του, κορφή από κυπαρίσσι
σαράντα στάσεις έκανε, ώσπου να γιοματίσει
κι άλλες σαραντατέσσερις ώσπου να δειλινιάσει
πουλάκι πήγε κι έκατσε, στου Κωσταντή το γόνα
δεν κελαηδούσε σαν πουλί, ουδέ σαν χελιδόνι
παρά λαλούσε κι έλεγε, ανθρώπινη κουβέντα
- εσύ Κώστα μ’ θα χαθείς, τα στάρια τι τα θέλεις;
- πού το 'ξερες πουλάκι μου κι ήρθες και μου το λέγεις;
- εψές ήμουν στους ουρανούς κι εκείθε φέρνω νέα
άκουσα πώς σ’ ανάγνοναν με τους αποθαμένους
σε μια ραχούλα ανέβηκε κι αγνάντευε τον κάμπο
με το μαντήλι στο λαιμό το βαριοκεντημένο
είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα
κι ο Χάρος τον καρτέρησε σ’ ένα μεγάλο αλώνι
- γειά σου χαρά σου Χάροντα, - καλώς τον, τον λεβέντη
- λεβέντη μ’ μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου
- δίχως ανάγκη κι αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω
και πιάστηκαν και πάλευαν ώσπου να ξημερώσει
εννιά φορές ο Κωσταντής βάνει το Χάρο κάτω
στο τέλος αναστέναξε βαριά αναστενάζει:
- άσε με χάρε, άσε με ακόμα δυο χρονάκια
έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί στο ζύγι
έχω παιδιά πολύ μικρά κι ορφάνια δεν τα πάει
έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει
κι ο Χάροντας απάντησε κι ο Χάρος απαντάει
- τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται
και τα παιδιά φυλάγονται κι η χήρα κυβερνιέται.
3. Τσάμικος χορός
Ένας πασάς ροβόλαγε στης Βουργαριάς τον κάμπο
τον κάμπο τον εζήλεψε με τα νερά που τρέχαν
στέλνει ζευγάρια δώδεκα, ζευγίτες δεκαπέντε
στέλνει κι ένα κρασόπουλο να πίνουν οι διαβάτες
βάζει και κρασοπώλησα, μικρή Βουργαροπούλα
όσους διαβάτες αν περνούν, να τους κερνά να πίνουν
πέρασε κι ένας έμπορος, πραματευτής μεγάλος
-Βουργάρα μ’ το κρασί σ’ ξυνό και το ρακί φαρμάκι
τα χείλη σου είναι ζάχαρη, τα μάγουλά σου μέλι
μέσ’ το μοριά καζάντησε και πεντακόσια γρόσια
σε μια βραδιά τα ξόδιασε, με μια Βουργαροπούλα
- πάρε Βουργάρα μ’ τα φλουριά, για σένα χαρισμά σου
τις απαλάμες βάρεσε, τις δούλες της φωνάζει
- δούλες μου στρώστε στον οντά, στρώστε μου το κρεβάτι
βάλτε μοσχοπροσκέφαλο και καριοφύλι στρώμα
στην άκρη το κρεβάτι μου, στη μέσ’ το μαξιλάρι
και το πρωί ο πραματευτής σηκώθηκε από τον ύπνο
πήρε νερό και νείβονταν, μαντήλι και σφουγκιόταν
και της Βουργάρας έλεγε και της Βουργάρας λέγει:
- Βουργάρα μ’ δώσ’ μου τ’ άσπρα μου, δώσ’ μου και τα φλουριά μου.
4. Κλειστός χορός
Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα θε να κατεβώ κάτω σε κρύα βρύση.
Για ν’ άβρω την αγάπη μου, να την περισκανιάσω,
την ήβρα και την σκάνιασα, νισάφι δεν της κάνω.
-Εγώ ήβρα κι αρραβώνιασα, να βρείς κι εσύ να πάρεις,
κι αν θέλεις κι αν καταδεχτείς, νουνά να στεφανώσεις.
-Έχω μανούλα παπαδιά,θα πάω να την ρωτήσω.
-Τ’ ακούς μανούλα παπαδιά τι παραγγέλνει,
ο φίλος, ο άπιστος ο σκύλος;
-Κορ’ ήβρε κι αρραβώνιασε, να βρω κι εγώ να πάρω,
κι αν θέλω κι αν καταδεχτώ, να πάω να στεφανώσω.
-Σήκω κορίτσι μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου,
σα ‘βάνει για να στολιστεί, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιο τον μισό και το φεγγάρι ακέριο.
Φτιάχνει στεφάνια από φλουρί και τα κεριά απ’ ασήμι,
και τα στεφανομάντηλα, αγνό μαργαριτάρι.
Παίρνει συντέκνες δώδεκα, συντέκνους δεκαπέντε
και κίνησε και πήγαινε, σαν κυρ’ νουνά πού ήταν.
Την είδε ο κόσμος κι άφριξε, κι η γης ανατρομάζει.
Την είδε ο δόλιος ο παππάς, χάνει τα γραμματά του.
Την είδε και ο κυρ’ γαμπρός κι έπεσε να πεθάνει.
-Αλλιώς παπά μ’ τα γράμματα, αλλιώς και τα στεφάνια,
να γίνει η νύφη μας νουνά, κι η κυρ’ νουνά μας νύφη.
5. Κλειστός χορός
Βασιλικιέ μου τρίκλωνε, με τα σαράντα φύλλα
σαράντα σ’ αγαπήσανε και πάλι εγώ σε πήρα
θαμαίνομαι, λογίζομαι το πού να σε φυτέψω
να σε φυτέψω σε βουνό, φοβάμαι απ’ τον αέρα
να σε φυτέψω σε γυαλό, φοβάμαι απ’ το κύμα
να σε φυτέψω σε στρατί, φοβάμαι τους διαβάτες
να σε φυτέψω στην αυλή, να σε συχνοποτίζω;
θα σκίσω την καρδούλα μου, να σε φυτέψω μέσα
ν’ απλώσεις ρίζες και κλωνιά να πλατοκλωναριάσεις
για να πατώ τις ρίζες σου, να σώνω τις κορφές σου
για ν’ αγναντεύω από ψηλά, όλη την οικουμένη
για ν’ αγναντέψω και να δω, την πόλη πώς τουρκεύει
πήραν την πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη
πήραν την Παπαντώναινα με δεκαοχτώ νυφάδες
όλες οι νύφες περπατούν κι όλες οι νύφες τρέχουν
μα η νύφη η μικρότερη δεν περπατάει, δεν τρέχει
γυρίζει πίσω η πεθερά, τη νύφη κουβεντιάζει
-
γιατί νύφη μ’ δεν περπατάς, γιατί νύφη δεν τρέχεις;
μη σε βαρούν τ’ ασήμια σου κι αυτές οι μπουλαμάδες;
-
ούτε τ’ ασήμια με βαρούν, ούτε οι μπουλαμάδες
μόν’ με βαρούν στα πόδια μου, του γιου σου τα φαρμάκια
άφκα παιδί παραμικρό, μικρό στη σαρμανίτσα
το βράδυ κλαίει για το σιργιάν και το πρωί για μάνα.
6. Κλειστός χορός
Τίποτα δεν εζήλεψα ‘δω στον απάνω κόσμο
σαν τ’ άλογο τ’ αγλήγορο, σαν το γοργό ζευγάρι
σαν τη γυναίκα την καλή, που να τιμάει τον άντρα
όταν τον βλέπει να 'ρχεται όξω να περιμένει
να στέκει ορθή, να τρώει ψωμί, να τον κερνάει, να πίνει
παντρεύεται ο τρανίτερος, πήρε άσχημη γυναίκα
παντρεύεται ο μικρότερος, πήρε όμορφη γυναίκα
κι αγάπησε τρανίτερος, μικρότερου γυναίκα
γυρίζει ο τρανίτερος, στη νύφη κουβεντιάζει
-
εγώ νύφη μ’ σ’ αγαπώ, γυναίκα θα σε πάρω
-
αν μ’ αγαπάς αντραδελφέ κι αν θέλεις να με πάρεις
τον αδελφό σου σκότωσε και τότε να με πάρεις
-
όρμηνεψε νυφούλα μου, το πως να τον σκοτώσω
-
πατέρας σας σας άφησε, αμπέλια και χωράφια
σύρτε να τα μοιράσετε τα αμπελοχώραφά σας
ώθε είναι πλάγια και γκρεμοί, δώστα στον αδελφό σου
κι ώθε είναι λάκες κι ίσωμα κράτα τα μοναχός σου
κι αν είναι παράφορος αυτός, ρίξε και σκότωσέ τον
εκεί σιμά εκεί κοντά, σιμά που θε να σώσουν
αντάμα έχουν τους φάρους τους, σ’ έναν ταβλά δεμένους
- λύσε αδελφέ μου τ’ άλογο, να δέσω το δικό μου
γιατί κλωτσόνται τ’άλογα, μαχευομάστ’ αντάμα
- κάλλιο να σκάσουν και τα δυο παρά να μαχευτούμε
κατάλαβα αδελφάκι μου, που 'χεις γυναίκα λόγια
γυναίκια λόγια μην ακούς, γυναίκα μην πιστεύεις
γυναίκες παίρνεις δώδεκα, μωρόζες δεκαπέντε
πίσω αδελφός δεν γίνεται, 'δω στον απάνω κόσμο.
7. Τραγούδι της τάβλας
Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ έδιωχνε από το πατρικό μου
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει να φύγω
φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιόντας
παίρνω ένα στρατί στρατί, στρατί και μονοπάτι
έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες
έχετε γεια γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες
εγώ πάω στα Γιάννενα στου Μπέη τα σαράγια
βρίσκω τον Μπέη νίβονταν σε μαστραπά ασημένιο
- καλή σου μέρα Μπέη μου, - καλώς τηνε τη βλάχα
βλάχα μ’ τι είναι ο ερχομός, τι είναι το ερωτημά σου;
- εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, εγώ είμαι η παινεμένη
που 'χα τα χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια
- σαν τα 'χες ποιός τα βόσκαγε και ποιός τα σαλαγούσε;
- είχα τσοπάνους δώδεκα και δούλες δεκαπέντε
κι ανάμεσα στα δυο βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν
και στον αφρό του γαλατιού τρία κορίτσια πλένουν
το να πλένει τους άρρωστους, τ’ άλλο τους λαβωμένους
το τρίτο το καλύτερο πλένει τους σεβαστάδες
λύκος να φάει τα πρόβατα, λύκος να φάει τα γίδια
εγώ ήρθα στα Γιάννενα, στου Μπέη τα σαράγια.
Επίσης, τα τραγούδια στο μήνυμα # 23, # 30, # 32 είναι κλειστός χορός, και στο μήνυμα #34 είναι συρτό στα τρία.
Υ.Γ. Κα Ελένη, ήθελα να ρωτήσω αν η Θεσσαλική παραλλαγή που παραθέσατε στο μήνυμα # 27 υπάρχει σε κάποιο βιβλίο;
Ευχαριστώ.