Παραδοσιακό τραγούδι

Φίλε Άταστε, εννοείς ότι τα ξέρεις εξ ακοής; Δηλαδή λέγονται, έτσι ολόκληρα, επί των ημερών μας; Καταπληκτικό!

Το δεύτερο, σε μυτιληνιά παραλλαγή, υπάρχει -εξίσου ολόκληρο- σ’ έναν από τους πέντε δίσκους της έκδοσης «Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο - Λέσβος». Κρατάει μισή ώρα.

ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

Νίκο, πρέπει να αδειάσεις το γραμματοκιβώτιό σου.

Φίλε Pepe,

ευτυχώς ή δυστυχώς από μνήμης κι εξ’ ακοής τα έχω συγκρατήσει. Δυστυχώς για μένα γιατί κάποια από αυτά έχω αρχίσει και τα ξεχνάω. Με πέντε - έξι φορές το χρόνο που πάω στο χωριό που να τα συγκρατήσεις. Με τις ορχήστρες δεν λέγονται ολόκληρα, αλλά ένα πολύ μικρό μέρος τους για 5, 10 λεπτά το πολύ. Ολόκληρα λέγονται μόνο αντιφωνικά (μερικά από τα οποία κρατάνε και πάνω από μισή ώρα) από ομάδες σε διάφορα γλέντια. Οι γεροντότεροι όμως φεύγουν, τα γλέντια και οι μερακλήδες λιγοστεύουν, άρα και τα τραγούδια…

Υ.Γ. Αν έχεις το τραγούδι της παραλλαγής που ανέφερες, κι έχεις τη διάθεση, παρέθεσε αν θες τους στίχους, είμαι περίεργος να το διαβάσω.

Παραθέτω ακόμη ένα τραγούδι, μπορεί να το ξέρεις κι αυτό, μου φαίνεσαι αρκετά ενημερωμένος πάνω στο θέμα.

Αλέξης εξεκίνησε στην ξενιτιά να πάει
την Μάρω του ορμήνεψε, την Μάρω του ορμηνεύει
όμορφα Μάρω μ’ το παιδί, όμορφα το Γιαννάκη
να τον εστέλνεις στο σχολειό να ψάλει, ν’ αναγνώσει

κι ο Γιάννης εξεκίνησε και στο σχολειό πηγαίνει
ξέχασε το βιβλίο του και την καλαμαριά του
γυρίζει πίσω να τα βρει, γυρίζει να τα πάρει
και βρίσκει την μανούλα του, με τον Οβριό να παίζει

-παίξε τα μάνα, παίξε τα κι αν δεν τα μαρτυρήσω
-τι είδες Γιάννη μ’, τι θα πεις και τι θα μαρτυρήσεις;
-ότι είδα μάνα μου θα πω και θα τα μαρτυρήσω

με μήλα το ξεγέλασε και στο κατώι το πάει
και σαν τ’ αρνάκι το ‘σφαξε και σαν τ’ αρνί το σφάζει
και το τζιέρι τ’ έβγαλε, στη βρύση το παένει

μ’ εννιά νεράκια το πλυνε κι αυτό δε λαγαρίζει
και πίτα πάει και το φτιαξε, σε αφόρεγο ταψάκι
βάζει τα σκώτια στον ταβά, τα “μέσα” εις το πιάτο

νάτος και ο Αλέξης που 'ρχονταν στο Γρίβα του καβάλα
να φέρνει αρκούδια ζωντανά και λάφια μερωμένα
να φέρνει ένα λαφόπουλο, να παίξει ο Γιαννάκης

  • Καλή σου μέρα Μάρω μου, - Καλώς τον τον Αλέξη
  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • ο Γιάννης πάει στο δάσκαλο, να ψάλει ν’ αναγνώσει

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο δάσκαλο πηγαίνει

  • δάσκαλε που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • εννιά μερούλες σήμερα, Γιάννης εδώ δεν ήρθε

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο σπίτι του πηγαίνει

  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • ο Γιάννης πάει στα πρόβατα, να παίξει με τ’ αρνάκια

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στα πρόβατα πηγαίνει

  • καλή σας μέρα πιστικοί, - καλώς τον τον Αλέξη
  • Τσοπάνοι που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • εννιά μερούλες σήμερα, Γιάννης εδώ δεν ήρθε

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο σπίτι του πηγαίνει

  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • κάτσε Αλέξη μ’ να φας ψωμί, να φας να γιοματίσεις
    κι ύστερα πάρε τα βουνά, δίπλα τα μονοπάτια
    μην έβρεις το Γιαννάκη μας το μοναχό παιδί μας
  • γυναίκα φέρε μου ψωμί να πικρογιοματίσω
    να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα μονοπάτια
    μην έβρω το Γιαννάκη μας, το μοναχό παιδί μας

φέρνει τα σκώτια στον ταβά, τα “μέσα” εις το πιάτο
και κάθεται να φάει ψωμί, να πικρογιοματίσει
και το ταψάκι έκρινε, κι η πίτα γλώσσα βγάνει

  • αν είσαι Τούρκος φάε ψωμί, κι Οβριός κατάλυσε το
    κι αν είσαι ο πατέρας μου, μην τρως και μαγαρήσεις
  • Μάρω μ’ τι λέει το ταψί, Μάρω μ’ τι λέει η πίτα;
  • ξέρω κι εγώ αντρούλη μου, τι θάμα είναι τούτο;
    άστο να λέει το ταψί, άστη να λέει η πίτα

απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει
στον ώμο του τη φόρτωσε, στο μύλο την παένει
και πρόσταξε το μυλωνά, να βάλει μπρος το μύλο
και το σπαθί του έβγαλε, λιανά λιανά την κάνει
κοψίδια κάνει το κορμί, ο μύλος να τ’ αλέσει

άλεσε μύλε, άλεσε της λυγερής κοψίδια
και βγάλε αλεύρι κόκκινο και την πασπάλη μαύρη
να δώσω στους γραμματικούς, να γράψουνε το ντέρτι
το ντέρτι που ‘χω στην καρδιά, για τ’ ακριβό παιδί μου.

Να παρέμβω εγώ, στο μεταξύ. Το τραγούδι είναι η πασίγνωστη και σε εκατοντάδες παραλλαγές καταγραμμένη παραλογή της μάνας φόνισσας. Σε ποιά περιοχή είναι το χωριό σου, Άταστε; (αν και δεν έχει πολλή σημασία, περίπου έτσι είναι η ιστορία, απανταχού της Ελλάδας).

κ. Πολίτη,

από αυτήν την περιοχή είναι το χωριό μου: www.youtube.com/watch?v=MakcjpNyKSU

Τα ακριτικά τραγούδια τα συναντάμε σε όλο τον Ελλαδικό χώρο;

Και ένα άλλο τραγούδι που αναφέρεται στο παζάρεμα των γυναικών, που γινόταν τα παλιά χρόνια, το έχω ακούσει σαν έθιμο στον κάμπο της Θεσσαλίας για αλλού δεν γνωρίζω.

Ένας παππάς λειτούργαγε, σ’ ενά ‘ρημό ‘ξωκκλήσι
κι απ’ το πολύ το διάβασμα κι απ’ την ψαλμωδία
τρεμούλιασαν τα χέρια του κι έπεσε το ποτήρι

όλο το βιο του ξόδιασε, και σχωρημό δε βρίσκει
στην παππαδιά ξαπόμεινε κι αυτή την παζαριάζει
την πήρε και την πήγαινε, σε φοβερό παζάρι
κανείς δεν τ’ αποφάσιζε, για να την παζαριάσει

κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, αυτού την παζαριάζει

  • πόσο παππά μου την καλή, πόσο την μαυρομάτα;
  • τα όμορφα τα μάτια της, τα δίνω χίλια γρόσια,
    τα δυο γραμμένα χείλη της, τα δίνω δυο χιλιάδες,
    το λυγερό της το κορμί, αμέτρηρες χιλιάδες

εκεί που την παζάρευε στέκει και την ρωτάει:

  • πούθε κορή μ’ το σόι σου και πούθε η σειριά σου;

  • είχα πατέρα στρατηγό, πατέρα καπετάνιο
    είχα αδελφό μικρότερο, που με τους κλέφτες πήγε

  • για πες μου κόρη μου καλή, σημάδια τ’ αδελφού σου;

  • είχε ελιά στο μάγουλο, ελιά και στη μασχάλη
    και στ’ ακρινό το δάχτυλο, φορούσε αρραβώνα

  • κράτα παππά μου την καλή, κράτα την μαυρομάτα
    τα γρόσια που σου μέτρησα, προικιό της αδελφής μου.

Ε, η ορεινή Αργιθέα είναι πραγματικό χρυσωρυχείο λαογραφικού πλούτου, τόσο στα τραγούδια όσο και στη μουσική και το χορό.

Τα λεγόμενα ακριτικά τραγούδια είναι αρκετά διαδεδομένα, όμως υπάρχουν και πολλές περιοχές όπου έχουν ξεχαστεί και δεν τραγουδιούνται. Σε άλλες, πάλι, όποως στην περιοχή σας ή π.χ. στην Κάρπαθο, είναι πολύ δημοφιλή με αποτέλεσμα να σώζωνται πολλά, μέχρι σήμερα. Πάντως, ο όρος “ακριτικό” τραγούδι μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένος: ελάχιστοι από τους “ήρωές” τους ήταν ακρίτες, με την έννοια του πολεμιστή που υπερασπίζεται τα σύνορα. Στα τραγούδια αυτής της ομάδας περιγράφονται και άλλοι “αντρειωμένοι”, όχι μόνο ακρίτες.

Α, από την Αργιθέα, ε; Πρόσφατα άρχισα να υποψιάζομαι πόσο σημαντική παράδοση έχει αυτή η περιοχή. Να σε ρωτήσω φίλε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;

Νομίζω πως ο συσχετισμός της Αργιθέας με την Κάρπαθο δεν είναι καθόλου άστοχος. Φαίνεται πως ο βασικός χορός/σκοπός για τέτοιου είδους τραγούδια στις δύο περιοχές, ο Συρματικός της Καρπάθου και ο Κλειστός της Αργιθέας, έχουν έντονες αναλογίες μεταξύ τους σε επίπεδο λειτουργικό, αλλά και μουσικό και χορευτικό. Συγκρίνετε:

Συρματικός 1 (σόρι για το απαράδεκτο περίβλημα -πάντως και στην πραγματικότητα περίπου έτσι γίνεται, μόνο που γίνεται όμορφα)
Συρματικός 2
Κλειστός 1
Κλειστός 2

Να σε ρωτήσω φίλε Άταστε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;

Στην Κάρπαθο το παραπάνω τραγούδι είναι συρματικό και έχει ως εξής:

Ένας κοντός κοντούτσικος έχει όμορφη γυναίκα.
Ζηλεύγει τον η γειτονιά, ζηλεύγει τον η χώρα,
ζηλεύγου’ τον οι άρχοντες κι όλα τα παλικάρια.
Όσο ζηλεύγει ο βασιλιάς κανένας δε ζηλεύγει.
Να του τη πάρου’ δεν μπορού’, να του τη κλέψουν όχι.
Αφού ΄δασι κι επόδασι
[=αφού είδαν κι απόειδαν], τίποτε δεν εκάμα’,
του βγάλασι λογαριασμό δέκα χιλιάες γρόσια.
Πιάνει, πουλεί το σπίτι του, πουλεί και τα χωράφια,
πούλησε και τ’ αμπέλια του και τα κανακαριά του
[=την κληρονομιά του].

Επούλαε κι επούλαε και πάλε δεν τα πιάσε.
Μόνο η γυναίκα του ‘μεινε και πάει να την πουλήσει.
Από το χέρι τη βαστά και στο γιαλό πηαίνει
απ’ αρμενίζουν κάτεργα, απού περνού’ καράβια.
-Καράβια, ελάτε αράξετε, σταθείτε για παζάρι.
Ποιος παίρνει κόρην όμορφη με τα ωραία μάτια;
Κι ένας μικρός γενίτσαρος ήβγεν από τις φούστες
[=είδος πλοίου].[i]
-Πόσο, κοντέ, την όμορφη; Πόσα φλουριά τη δίνεις;
-Τα δυο της χείλη χίλια εχου’, τα φρύ(δ)ια δυο χιλιάες,
κι ο ‘ύρος της πο(δ)ΐτσας της πύργον εξαοράζει,
όχι το πύργο μοναχά, και τη βασιλοπούλα.
Βγάλλει τ’ αργυροπούγκι του κι αμέτρητα τα δίνει
κι απού το χέρι την αρπά, στη τέντα την επαίρνει.

Κι ένα πουλάκι κηλαεί στη τένταν αουπάνω:
-Για δες κρίμα που γίνεται στη τένταν αουκάτω,
φιλά αερφός την αερφή κι άθρωπος δεν το ξέρει.
Κι ο νιότερος εγροίκησε και βαριανεστενιάζει:
-Για πε μου, κόρη Μαυριανή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Στ’ ανάθεμα και στην οργή κι εμού και τη γενιά μου.
Η μάνα μου είν’ 'πού το Μωριά κι αφέντης ‘πού τη Κρήτη,
κι είχα αερφό γενίτσαρο, κι επήρα’ τον οι κλέφτες.

Κι ο νιότερος εγροίκησε πως ήτον αερφή του,
σιγά σιγά ανεστένιαξε και πόνεσε η ψυχή του:
-Σύρε, κόρη, στον άντρα σου, κι εγιώ ‘μ’ ο αερφός σου,
κι έπαρε και χαιρετισμό να (δ)ώκεις τω’ γονιώ’ σου[/i].

Είναι η παραλογή «Αναγνώριση αδερφής από τον αδερφό». Τέτοιες ιστορίες, με ήρωες που πέφτουν από τη μια κακοτυχία στην άλλη και σταδιακά χάνουν κάθε ελπίδα σωτηρίας (ταξιδεύουν, χάνονται, ναυαγούν κλπ.) μέχρι που, στο χείλος της τελικής καταστροφής, δίνεται μια απροσδόκητη λύση με συμπτώσεις και αναγνωρίσεις, θυμίζουν τις ιστορίες από το «Δεκαήμερο» του Βοκακίου (περ. 1300) που συμπτωματικά διαβάζω αυτές τις μέρες. Θα ήταν, φαίνεται, μόδα κατά το Μεσαίωνα.

Πράγματι.

Καθυστερώ αλλά δε σε ξέχασα!

Φίλε Pepe,

άργησα να σου απαντήσω γιατί δεν είμαι και τόσο γνώστης του θέματος, απ’ ότι μου είπε και κάποιος πιο ψαγμένος (Αργιθεάτης) ένας είναι ο σκοπός ή χορός, δεν ξέρω πώς να το πω, σε όλα τα “κλειστά” τραγούδια.

Ευχαριστώ για την παραλλαγή του τραγουδιού, το βρήκα ενδιαφέρον.

Ο χορός (τα βήματα δηλαδή) είναι σίγουρα ένας. Ο πιο γνωστός σκοπός (μελωδία), και ο μοναδικός που έχω ακούσει εγώ, είναι ένας συγκεκριμένος για πολλά τραγούδια (πολλά διαφορετικά σετ στίχων, να το πω έτσι). Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν κι άλλες μελωδίες που να χορεύονται στα βήματα του Κλειστού ή μόνο αυτή η μία. Απ’ ό,τι μου λες καταλαβαίνω μάλλον ότι όχι, δεν υπάρχει άλλη.

Λοιπόν, το μυτηλινιό τώρα:

Έρχομαι απ’ την Ανατολή με μια χρυσή φεργάδα.
Ποιος ήταν π’ αναστέναξε και στάθηκε η φεργάδα;
Αν είν’ από τους δούλους μου, άδεια θα τονε δώσω,
κι αν είν’ από τους σκλάβους μου θα τονε ξεσκλαβώσω.
-Εγώ είμαι π’ αναστέναξα και στάθηκε η φεργάδα,
που 'μουν τριγιώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
κι απόψε τη γυναίκα μου την ευλογιέται άλλος.

Κατέβ’κε γι’ αρχιστράτηγος τις φάρ’σσες [=φοράδες] να ρωτήσει:
-Ποια φάρ’σσα είν’ αγλήγορη, το σκλάβο μας να πάει;
Καμιά δεν τον απάντησε, καμιά δεν απαντάει,
μόν’ μια γριά γριόφαρ’σσα τον απαντά και λέει:
-Διπλώσετε τα γκέμια μου και σφίξτε τα ζυγιά μου,
κι εγώ είμαι η πιο αγλήγορη το σκλάβο σας να πάω.
Κοντολυγίζει η φάρ’σσα του κι απάνω της καθίζει.
Ώσπου να πουν το έχε γεια, σαράντα μίλια πάει,
ώσπου να πούνε στο καλό μήδ’ είδαν μήδι’ εφάνη.

Στο δρόμο που πηγαίνανε βρίσκει ένα περιβόλι,
βρίσκει ένα γέρο κι έσκαβε μέσα στο περιβόλι.
-Ώρα καλή σου γέροντα. -Καλώς το παλικάρι.
-Για πες μου, πες μου, γέρο μου, ποιανού ‘ναι το αμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του Γιαννέλη,
που ‘ταν τριγιώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
κι απόψε τη γυναίκα του την ευλογιέται άλλος.
-Για πες μου, πες μου, γέρο μου, προφταίνω στη χαρά της;
-Αν είναι φάρ’σσα σ’ γλήγορη, θα τ’ς εύρεις να βλογιούνται,
κι αν είν’ η φάρ’σσα σου οκνή, θα τ’ς εύρεις να φιλιούνται.
Δίνει βιτσιά τη φάρ’σσα του, σαράντα μίλια πάει.

Στο δρόμο που επήγαινε, στης Τρίχας το γεφύρι,
βρίσκει μια νέα κι έπλενε σε κρυσταλλένια βρύση.
Τάσι νερό της γύρεψε τη φάρ’σσα να ποτίσει.
σαράντα τάσια του ‘δωσε, στα μάτια δεν την είδε,
και στα σαραντατέσσερα τη βλέπει δακρυσμένη.
-Τι έχεις κόρη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
-Άντρα είχα στην ξενιτιά, κι ακόμα δεν εφάνη:
άλλος μου λέει πως πέθανε κι άλλος μου λέει πως χάθη.
-Κόρη μ’ ο άντρας σου πέθανε, κι ήμουν κι εγώ μαζί του.
Κερί, λιβάνι του 'δωσα, κι ένα φιλί ακόμα.
-Κερί, λιβάνι αν του 'δωσες, χρυσό θα σε το δώσω,
κι ένα φιλί αν του 'δωσες, άμε και γύρευέ το.

-Εγώ 'μαι, κόρη, γι άντρας σου, εγώ ‘μαι κι ο καλός σου.
-Ψέματα λες, τζιτζίκας γιε, θε’ να με ξεγελάσεις.
Πες μου σημάδια της αυλής ίσως και σε πιστέψω.
-Μηλιά έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσχάτο,
κι όποιος το πιει ανασταίνεται και πάλι αναζητά το.
-Ψέματα λες, τζιτζίκας γιε, η γειτονιά σε το 'πε.
Πες μου σημάδια του σπιτιού, ίσως και σε πιστέψω.
-Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάβει,
σε φέγγει να στολίζεσαι, σε φέγγει να κοιμάσαι.
-Πε μου σημάδια του κορμιού, τότε να σε πιστέψω.
-Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη,
κι ανάμεσα στα στήθια σου ήλιο με το φεγγάρι.
Τότε αγκαλιαστήκανε, οι δυο τους φιληθήκαν,
και με χαρούμενη καρδιά στο σπίτι τους διαβούκαν.

Όπως είναι εμφανές, συμφύρονται εδώ δύο τραγούδια. Το ένα είναι του σκλάβου που παρ’ ολίγο παντρεύουν τη γυναίκα του, δηλαδή το ίδιο με το δεύτερο που μας έγραψες, Άταστε, στο μνμ#30. Το δεύτερο είναι ο γυρισμός του ξενιτεμένου.
Δε θα απέκλεια το ενδεχόμενο ο συμφυρμός να έγινε τη στιγμή της εκτέλεσης / ηχογράφησης. Τραγουδάει ο Σόλων Λέκκας από την Πηγή Λέσβου. Από διάφορα σημεία του τραγουδιού φαίνεται ότι έχει αρκετή άνεση να αυτοσχεδιάζει τους στίχους χωρίς να μένει προσκολλημένος σ’ ένα απομνημονευμένο κείμενο. Πιθανολογώ λοιπόν ο συγκεκριμένος συμφυρμός να μην ανήκει στο στάνταρ ρεπερτόριο της Μυτιλήνης αλλά να προέκυψε εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε είναι λειψός από νόημα: από κει που η κοπέλα θα ήταν στο γάμο της, ξαφνικά είναι αμέριμνη στη βρύση;
Λείπει ένας βασικός στίχος: εκεί που λέει ο άντρας στην κοπέλα «του έδωσα κερί, λιβάνι κι ένα φιλί» (δηλ. τον τελευταίο ασπασμό), κανονικά προσθέτει: κι είπε να μου τα δώσεις. Ο άντρας έχει αναγνωρίσει πρώτος τη γυναίκα του, ενώ εκείνη όχι ακόμα, και ελέγχει πόσο εύκολα δίνει τα φιλιά της. Επίσης, πιστεύω ότι ο πρώτος πρώτος στίχος είναι προσθήκη του Σόλωνα, γιατί δεν κολλάει. Πρέπει να ξεκίναγε κάπως αλλιώς (όχι κατ’ ανάγκην όπως στην Αργιθέα, αλλά κάπως να μας εισαγάγει στο θέμα της γαλέρας με τους σκλάβους), και ο τραγουδιστής επειδή δε θυμόταν έριξε ένα αυτοσχέδιο. Το ίδιο και με το φινάλε, που είναι κουματέλ’ καλαμπόρτζικο: κρατάει το νόημα του αυθεντικού, αλλά προσπαθεί να το προσαρμόσει σε τεχνοτροπία λογϊοφανούς τραγουδιού, με ρομαντικές κενολογίες (με χαρούμενη καρδιά -πιθανόν το δίστιχο να υπάρχει όντως σε κάποιο λογϊοφανές τραγούδι ή ποίημα) και με ομοιοκαταληξία, την οποία όμως την τελευταία στιγμή καταστρατηγεί το τοπικό ιδίωμα!

Εννοείται ότι το τραγούδι εγείρει συζητήσεις σχετικά με τα ομηρικά ή και προομηρικά, ακόμη, μοτίβα που απηχεί: οι αναγνωρίσεις γενικά, και ιδιαίτερα ο γέρος στο αμπέλι έξω από την πόλη (Λαέρτης). Ο ίδιος ο Σόλων το ονομάζει «Το τραγούδι του Οδυσσέα»! (Όταν οι ερμηνείες των ακαδημαϊκών σχετικά με το «λαό» επιστρέφουν στον ίδιο το «λαό»…)
Ανήκει στις «μεγάλες τραγούδες» (παραλογές), που τραγουδιούνται τις Αποκριές. Έτσι διαβάζω. Όταν όμως, μέσα στις φετινές Αποκριές, είδα το Σόλωνα που έπαιζε στην Αθήνα και, μετά από κάμποσα καθαυτού αποκριάτικα (αθυρόστομα) του ζήτησα να μας πει και μια «μεγάλη τραγούδα», προσθέτοντας κιόλας «αποκριές που είναι», εκείνος πάλι αθυρόστομο είπε. Οπότε δεν ξέρω αν ισχύει η πληροφορία του βιβλίου. Η καταγραφή έγινε το 1997, το επεισόδιο με τον Σόλωνα στην Αθήνα το 2011.

υπάρχει και μια ακόμη μελωδία η οποία παίζεται λιγότερο και είναι χαρακτηριστική συνήθως κάποιων τραγουδιών, όπως το παρακάτω:

www.youtube.com/watch?v=CpQTEfJYB4k

Η παραπάνω μυτηληνιά παραλλαγή του Σόλωνου Λέκκα, δεν με συγκίνησε και δεν τη βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, όπως της Καρπάθου στο μήνυμα # 36. Λειψή στο νόημα όπως λες, αρχή και φινάλε καλαμπόρτζικα κλπ. Πιστεύω ότι ο Λέκκας έχει βάλει πολλούς δικούς του στίχους μέσα, που το κάνουν λογιοφανές και ρομαντικό σε κάποια σημεία.

Υ.Γ. Οι “μεγάλες τραγούδες”, που λέγονται τις αποκριές είναι χορευτικά κομμάτια;

Αυτός είσαι! Τώρα έμαθα ένα καλό καινούργιο πράμα!
Ωραίος σκοπός, αλλά πολύ δύσκολος! Αλήθεια, για ποιο λόγο δεν πυροβολεί κανείς τον κιθαρίστα και τον ηχολήπτη; Πότε ανοίγει το κυνήγι;

Συμφωνώ. Αλλά έχει κι αυτό την αξία του: δε βρίσκεις εύκολα σήμερα ανθρώπους που να ξέρουν να «δουλέψουν» τις παραλογές και τα άλλα αφηγηματικά. Ή που δε θα τα ξέρουν καθόλου, ή που θα τα έχουν απλώς απομνημονευμένα, σαν να τα διαβάζουν από ένα νοερό χαρτί. Εδώ βρήκαμε έναν που ξέρει να τα κάνει δικά του, να τα αναδημιουργήσει. Τον θες και καλό; Μην είμαστε πλεονέκτες! :slight_smile: Καλοί σ’ αυτή την τέχνη, όπως στις περισσότερες, βγαίνουν εκεί όπου η τέχνη καλλιεργείται γενικώς: ανάμεσα στους πολλούς, κάποιοι θα ξεχωρίσουν. Δε νομίζω ότι υπάρχει ζωντανή παράδοση σε κάτι τέτοιο στη Μυτιλήνη. Ο Σόλων κατά λάθος ζει, είναι ένας άνθρωπος που ανήκει στη γενιά όσων γεννήθηκαν 50 χρόνια πριν από τον ίδιο: του πάει πιο πολύ και πιο φυσικά η βράκα παρά τα παντελόνια, ξέρει να λέει μανέ με το μακάμι, και γενικά είναι φορέας μιας άγραφης παράδοσης που κατά τα άλλα δεν υπάρχει γύρω του. Δεν ξέρω πώς εξηγείται αυτό. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι ο μοναδικός σ’ ολόκληρο το τεράστιο νησί, αλλά σίγουρα δεν έχει γύρω του σε αφθονία αμοτέχνους του που θα τον εμπνεύσουν ή θα θελήσει να τους συναγωνιστεί ώστε να κρατάει το σπαθί του ακονισμένο. Τουλάχιστον όμως βαστάει σπαθί!

Δεν το ξέρω αυτό. Στην ηχογρ. ο Σόλων τραγουδάει ημιστίχιο-ημιστίχιο, μια παρέα αντρών επαναλαμβάνει, και ο ίδιος παίζει και τουμπελέκι. Πάντως αν τέτοια τραγούδια χορεύονταν, μπορώ να υποθέσω ότι θα ήταν αργομέτριος κυκλικός χορός στα τρία. Με μικροπαραλλαγές στο βήμα, το πιάσιμο και το όνομα, αυτός είναι ο πιο διαδεδομένος τελετουργικός χορός νήσων και στεριάς, που γίνεται ή γινόταν μέχρι όχι πολύ παλιές εποχές σε σημαδιακές ημέρες (αποκριές, Πάσχα, λαμπρή Τρίτη - ημέρα των νεκρών) ή και οποτεδήποτε, και που τα μεγάλα, ασυνόδευτα, αντιφωνικά τραγούδια είναι ένα από τα κλασικά ρεπερτόριά του. Αυτός είναι ο Αγέρανος της Πάρου (αρχικά αποκριάτικος και με αφηγηματικά τραγούδια, σήμερα παντός καιρού και με δίστιχα), ο Κάτω χορός της Καρπάθου (ανέκαθεν με όργανα, με δίστιχα και παντός καιρού, αλλά με έντονα τελετουργικό χαρακτήρα), ο Τρανός χορός της δυτικής Μακεδονίας, και γενικά κάθε χορός που στηρίζεται περισσότερο στο τραγούδι και στο συμβολισμό του παρά στη μουσική, την ίδια την κίνηση και την ατομική έκφραση των χορευτών.Αλλά για τη Μυτιλήνη απλώς εικάζω, μη φαντάζεσαι ότι ξέρω και πολλά για τον τόπο.

Έλα ντε! Δεν βρίσκεται ένα καριοφίλι και φυσέκια; κανένας δεν κρατάει!

Δεν έχω λόγο να διαφωνήσω με τα παραπάνω.

Και μια ακόμα παραλλαγή, που αναφέρεται στον γυρισμό του ξενιτεμένου, γνώριζα μόνο ένα μικρό μέρος στην αρχή, το υπόλοιπο μου το είπε, ένας συγχωριανός μου:

Τώρα είναι Μάης κι άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι
τώρα κι ο ξένος βούλιεται, στον τόπο του να πάει
βουλιέται μια, βουλιέται δυο, βουλιέται τρείς και πέντε
και από τις πέντε και μετά άλλο δεν περιμένει

νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλυβώνει
βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
και τα καλυβοσφύρια του, αγνό μαργαριτάρι
περνά λαγκάδια και βουνά, βίγλες και βιλαέτια

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, σε βρύση πάει και στάθει
βρίσκει μια κόρη που 'πλενε, σε μαρμαρένια γούρνα
της ομιλεί δεν του μιλεί, της κρένει δεν του κρένει

-κόρη μ’ για βγάλε μου νερό, καλό της μοίρας να 'χεις
να πιει ο Γρίβας μου κι εγώ λίγο να ξεδιψάσω

σαράντα σίκνους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδε
κι απάνω στις σαράντα δυο, τη βλέπει δακρυσμένη

  • γιατί δακρύζεις λυγερή και βαριαναστενάζεις;
    σ’ ακούει η γης μαραίνεται, τόπος δεν χορτιαριάζει
    μήπως πεινάς, μήπως διψάς, μην’ έχεις κακιά μάνα;

  • ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούδ’ έχω κακιά μάνα
    άνδρα έχω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνια
    ακόμα δυο τον καρτερώ και τρεις τον παντυχαίνω
    κι αν δεν φανεί, κι αν δεν ερθεί, καλόγρια θα γένω
    θα πάω σ’ έρημο βουνό, να μπω σε μοναστήρι
    και στο κελί θα σφαλιστώ και θα μαυροφορέσω
    αυτόν θα τρώει η ξενιτιά κι εμέ το μαύρο ράσο

  • κόρη μ’ ο άντρα σ’ πέθανε, ο άντρας σου εχάθη
    ψωμί, κερί του μοίρασα, και είπε να τα πληρώσεις
    του δάνεισα κι ένα φιλί και είπε να μου το δώσεις

  • ψωμί, κερί αν του 'δωσες, διπλά θα στα πληρώσω
    μα το φιλί που του 'δωσες, δε θα στο ξεπληρώσω
    κάλλιο να δω το αίμα μου, στη γη να κοκκινίζει,
    παρά να δουν τα μάτια μου, ξένος να τα φιλήσει

  • κόρη μ’ εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου

  • δεν είσαι 'συ ο άντρας μου και θες να με γελάσεις

  • δεν είμαι όπως ήμουνα, γι’ αυτό δεν με γνωρίζεις
    με γέρασαν τα βάσανα, της ξενιτιάς οι πόνοι
    θέλησα να ξενιτευτώ, να κάνω λίγες μέρες
    κι η ξενιτιά με γέλασε κι έκανα δέκα χρόνια

  • πες μου σημάδια της σειριάς, πες μου κι απ’ το κορμί μου
    κι αν τα γνωρίζεις όλα αυτά, τότε θα σε πιστέψω

  • η μάνα σου απ’ τα Γιάννενα, ο πατέρας σου απ’ την Πόλη
    έχεις στο μάγουλο ελιά, ελιά και στη μασχάλη
    κι ανάμεσα στα στήθια σου, ήλιο με το φεγγάρι

    σαν πέρδικα πετάχτηκε, στην αγκαλιά του ευρέθη

  • εσύ 'σαι ταίρι μου γλυκό, εσύ 'σαι κι ο καλός μου
    η ξενιτιά σε χαίρονταν κι εγώ είχα τον καημό μου.

Πω πω ρε φίλε! Τι ωραία παραλλαγή! Χορταστική! Λίγο στο τέλος μου 'λειψε που δεν έχει τα τρία στάδια των σημαδιών (αυλής, σπιτιού, κορμιού), αλλά έχει τόσα άλλα που αποζημιώνει. Και το άκουσες προφορικά, ε; Φαίνεται πως είναι χρυσωρυχείο τα μέρη σου.

Κλειστό κι αυτό, να υποθέσω;

Δυο σχόλια:
α) Αυτή τη σπάνια λέξη, [i]σίκνους /i, τη λένε στο συγκεκριμένο τραγούδι και στην Κάρπαθο: σαράντα σίκλες έβγαλε. Φυσικά στην καθημερινή γλώσσα είναι άγνωστη.
β) Στα σημάδια του κορμιού, εκτός από ανάμεσα στα στήθια σου τον ήλιο το φεγγάρι έχω ακούσει ή διαβάσει, δε θυμάμαι πού, και μια άλλη εκδοχή που μ’ αρέσει πολύ: κι ανάμεσα στα στήθια σου μικρή δαγκωματίτσα!

Μαννα φονισσα

Αυτο που μου ελεγε η γιαγια μου παει ετσι…

Ο βασιλιας Αλεξανδρος πηγε να κυνηγησει
λαγους ελαφια για να βρει και πισω να γυρισει
Κι ενα μικρο ελαφοπουλο να παιζει ο Κωσταντινος

Και καπου στο τελος

Αν εισαι τουρκος φαε με, ρωμιος καταπωσε με
μα αν εισ’ ο πατερουλης μου, σκυψε και φιλησε με

Χρυσο μαχαιρι εβγαλε απ’ αργυρο θυκαρι
μια δινει στη Λυγερη της κοβει το κεφαλι

Και στο τελος πηγε το κεφαλι της στο μυλο να το αλεσει και λεει

Αλεσε μυλε αλεσε σιταρι και κριθαρι
αλεσε και της Λυγερης το πλουμιστο κεφαλι
για να το δουν οι Λυγερες να μην το κανει αλλη

Και στη μεση οταν εψαχνε ο βασιλιας τον Κωσταντινο ελεγε

Γεια σου χαρα σου Λυγερη και πουν ο Κωσταντινος

Τον επλυνα τον χτενισα στη μανα σου πηγαινει

Βιτσια δινει τ’αλογου του στη μανα του πηγαινει

Γεια σου χαρα σου μανα μου και πουν’ ο Κωσταντινος

Εχω τρεις μερες να το δω τρεις να τον απαντησω
Αν δεν τον δω και σημερα θα τονε λυσμονησω

ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΛΛΑ ΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ
ΠΑΝΤΩΣ ΑΝ ΤΟ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ 10000 ΦΟΡΕΣ, 10000 ΦΟΡΕΣ ΕΧΩ ΚΛΑΨΕI

Οποιος ξερει αυτη την παραλλαγη ολοκληρη θα την ηθελα

Φίλε pepe,

συγνώμη που καθυστέρησα να σου απαντήσω, επιστρέφω με μερικά τραγούδια:

Όχι στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων τραγουδιέται συρτό στα τρία.

Έκανα ένα ορθογραφικό λάθος, ήθελα να γράψω σίκλους και όχι σίκνους.

1. Κλειστός χορός

Τ’ αηδόνια της ανατολής και τα πουλιά της δύσης
βιγλίζουν την ανατολή και τα μερά της δύσης
βιγλίζουν κι ένα νιούτσικο, που πάει να μεταλάβει
μπροστά πηγαίνει η μάνα του και πίσω η αδελφή του
στη μέση πάει ο νιούτσικος, σα μήλο μαραμένο
σαν μήλο σαν τριαντάφυλλο, σαν παλικάρι που ‘ναι
είδαν ‘κκλησιές και ράγισαν, τα μοναστήρια σείσκαν
κι απ’ τ’ Άγιο βήμα ακούγεται ανθρώπινη κουβέντα
πού πάς οβριά με το σκυλί, σκυλί μαγαρισμένο;
κι η μάνα του τον ρώτησε κι η μάνα του του λέει

  • Δήμο τι κρίμα έκανες κι είσαι κριματισμένος;
  • Θυμάσαι μάνα μ’ τον παλιό καιρό και τα παλιά ζαμάνια;
    θυμάσαι όταν κούρσεβαν οι Τούρκοι τους Ρωμαίους;
    πήγα κι εγώ και κούρσεψα ‘κκλησιές και μοναστήρια
    έδεσα και το Γρίβα μου, πίσω απ’ τ’ Άγιο βήμα
    κι ο Γρίβας με τα νύχια του και με τα πεταλά του
    έσκαψε μάνα μ’ κι έβγαλε τριών μερών νυφούλα
    κι έσκυψα και τη φίλησα, κι είμαι κριματισμένος.

2. Κλειστός χορός

Σήμερα Τρίτη τρείς κι εννιά κι αύριο γυρίζει ο χρόνος
σήμερα ζεύγει ο Κωσταντής, με νιούτσικο ζευγάρι
φτιάχνει τ’ αλέτρι απ’ οξυά και το ζυγό από πεύκο
φτιάχνει και την αξάλι του, κορφή από κυπαρίσσι
σαράντα στάσεις έκανε, ώσπου να γιοματίσει
κι άλλες σαραντατέσσερις ώσπου να δειλινιάσει
πουλάκι πήγε κι έκατσε, στου Κωσταντή το γόνα
δεν κελαηδούσε σαν πουλί, ουδέ σαν χελιδόνι
παρά λαλούσε κι έλεγε, ανθρώπινη κουβέντα

  • εσύ Κώστα μ’ θα χαθείς, τα στάρια τι τα θέλεις;
  • πού το 'ξερες πουλάκι μου κι ήρθες και μου το λέγεις;
  • εψές ήμουν στους ουρανούς κι εκείθε φέρνω νέα
    άκουσα πώς σ’ ανάγνοναν με τους αποθαμένους
    σε μια ραχούλα ανέβηκε κι αγνάντευε τον κάμπο
    με το μαντήλι στο λαιμό το βαριοκεντημένο
    είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα
    κι ο Χάρος τον καρτέρησε σ’ ένα μεγάλο αλώνι
  • γειά σου χαρά σου Χάροντα, - καλώς τον, τον λεβέντη
  • λεβέντη μ’ μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου
  • δίχως ανάγκη κι αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω
    και πιάστηκαν και πάλευαν ώσπου να ξημερώσει
    εννιά φορές ο Κωσταντής βάνει το Χάρο κάτω
    στο τέλος αναστέναξε βαριά αναστενάζει:
  • άσε με χάρε, άσε με ακόμα δυο χρονάκια
    έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί στο ζύγι
    έχω παιδιά πολύ μικρά κι ορφάνια δεν τα πάει
    έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει
    κι ο Χάροντας απάντησε κι ο Χάρος απαντάει
  • τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται
    και τα παιδιά φυλάγονται κι η χήρα κυβερνιέται.

3. Τσάμικος χορός

Ένας πασάς ροβόλαγε στης Βουργαριάς τον κάμπο
τον κάμπο τον εζήλεψε με τα νερά που τρέχαν
στέλνει ζευγάρια δώδεκα, ζευγίτες δεκαπέντε
στέλνει κι ένα κρασόπουλο να πίνουν οι διαβάτες
βάζει και κρασοπώλησα, μικρή Βουργαροπούλα
όσους διαβάτες αν περνούν, να τους κερνά να πίνουν
πέρασε κι ένας έμπορος, πραματευτής μεγάλος
-Βουργάρα μ’ το κρασί σ’ ξυνό και το ρακί φαρμάκι
τα χείλη σου είναι ζάχαρη, τα μάγουλά σου μέλι
μέσ’ το μοριά καζάντησε και πεντακόσια γρόσια
σε μια βραδιά τα ξόδιασε, με μια Βουργαροπούλα

  • πάρε Βουργάρα μ’ τα φλουριά, για σένα χαρισμά σου
    τις απαλάμες βάρεσε, τις δούλες της φωνάζει
  • δούλες μου στρώστε στον οντά, στρώστε μου το κρεβάτι
    βάλτε μοσχοπροσκέφαλο και καριοφύλι στρώμα
    στην άκρη το κρεβάτι μου, στη μέσ’ το μαξιλάρι
    και το πρωί ο πραματευτής σηκώθηκε από τον ύπνο
    πήρε νερό και νείβονταν, μαντήλι και σφουγκιόταν
    και της Βουργάρας έλεγε και της Βουργάρας λέγει:
  • Βουργάρα μ’ δώσ’ μου τ’ άσπρα μου, δώσ’ μου και τα φλουριά μου.

4. Κλειστός χορός

Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα θε να κατεβώ κάτω σε κρύα βρύση.
Για ν’ άβρω την αγάπη μου, να την περισκανιάσω,
την ήβρα και την σκάνιασα, νισάφι δεν της κάνω.
-Εγώ ήβρα κι αρραβώνιασα, να βρείς κι εσύ να πάρεις,
κι αν θέλεις κι αν καταδεχτείς, νουνά να στεφανώσεις.
-Έχω μανούλα παπαδιά,θα πάω να την ρωτήσω.
-Τ’ ακούς μανούλα παπαδιά τι παραγγέλνει,
ο φίλος, ο άπιστος ο σκύλος;
-Κορ’ ήβρε κι αρραβώνιασε, να βρω κι εγώ να πάρω,
κι αν θέλω κι αν καταδεχτώ, να πάω να στεφανώσω.
-Σήκω κορίτσι μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου,
σα ‘βάνει για να στολιστεί, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιο τον μισό και το φεγγάρι ακέριο.
Φτιάχνει στεφάνια από φλουρί και τα κεριά απ’ ασήμι,
και τα στεφανομάντηλα, αγνό μαργαριτάρι.
Παίρνει συντέκνες δώδεκα, συντέκνους δεκαπέντε
και κίνησε και πήγαινε, σαν κυρ’ νουνά πού ήταν.
Την είδε ο κόσμος κι άφριξε, κι η γης ανατρομάζει.
Την είδε ο δόλιος ο παππάς, χάνει τα γραμματά του.
Την είδε και ο κυρ’ γαμπρός κι έπεσε να πεθάνει.
-Αλλιώς παπά μ’ τα γράμματα, αλλιώς και τα στεφάνια,
να γίνει η νύφη μας νουνά, κι η κυρ’ νουνά μας νύφη.

5. Κλειστός χορός

Βασιλικιέ μου τρίκλωνε, με τα σαράντα φύλλα
σαράντα σ’ αγαπήσανε και πάλι εγώ σε πήρα
θαμαίνομαι, λογίζομαι το πού να σε φυτέψω

να σε φυτέψω σε βουνό, φοβάμαι απ’ τον αέρα
να σε φυτέψω σε γυαλό, φοβάμαι απ’ το κύμα
να σε φυτέψω σε στρατί, φοβάμαι τους διαβάτες
να σε φυτέψω στην αυλή, να σε συχνοποτίζω;

θα σκίσω την καρδούλα μου, να σε φυτέψω μέσα
ν’ απλώσεις ρίζες και κλωνιά να πλατοκλωναριάσεις

για να πατώ τις ρίζες σου, να σώνω τις κορφές σου
για ν’ αγναντεύω από ψηλά, όλη την οικουμένη
για ν’ αγναντέψω και να δω, την πόλη πώς τουρκεύει

πήραν την πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη
πήραν την Παπαντώναινα με δεκαοχτώ νυφάδες
όλες οι νύφες περπατούν κι όλες οι νύφες τρέχουν
μα η νύφη η μικρότερη δεν περπατάει, δεν τρέχει

γυρίζει πίσω η πεθερά, τη νύφη κουβεντιάζει

  • γιατί νύφη μ’ δεν περπατάς, γιατί νύφη δεν τρέχεις;
    μη σε βαρούν τ’ ασήμια σου κι αυτές οι μπουλαμάδες;

  • ούτε τ’ ασήμια με βαρούν, ούτε οι μπουλαμάδες
    μόν’ με βαρούν στα πόδια μου, του γιου σου τα φαρμάκια
    άφκα παιδί παραμικρό, μικρό στη σαρμανίτσα
    το βράδυ κλαίει για το σιργιάν και το πρωί για μάνα.

6. Κλειστός χορός

Τίποτα δεν εζήλεψα ‘δω στον απάνω κόσμο
σαν τ’ άλογο τ’ αγλήγορο, σαν το γοργό ζευγάρι
σαν τη γυναίκα την καλή, που να τιμάει τον άντρα

όταν τον βλέπει να 'ρχεται όξω να περιμένει
να στέκει ορθή, να τρώει ψωμί, να τον κερνάει, να πίνει

παντρεύεται ο τρανίτερος, πήρε άσχημη γυναίκα
παντρεύεται ο μικρότερος, πήρε όμορφη γυναίκα
κι αγάπησε τρανίτερος, μικρότερου γυναίκα

γυρίζει ο τρανίτερος, στη νύφη κουβεντιάζει

  • εγώ νύφη μ’ σ’ αγαπώ, γυναίκα θα σε πάρω

  • αν μ’ αγαπάς αντραδελφέ κι αν θέλεις να με πάρεις
    τον αδελφό σου σκότωσε και τότε να με πάρεις

  • όρμηνεψε νυφούλα μου, το πως να τον σκοτώσω

  • πατέρας σας σας άφησε, αμπέλια και χωράφια
    σύρτε να τα μοιράσετε τα αμπελοχώραφά σας
    ώθε είναι πλάγια και γκρεμοί, δώστα στον αδελφό σου
    κι ώθε είναι λάκες κι ίσωμα κράτα τα μοναχός σου
    κι αν είναι παράφορος αυτός, ρίξε και σκότωσέ τον

εκεί σιμά εκεί κοντά, σιμά που θε να σώσουν
αντάμα έχουν τους φάρους τους, σ’ έναν ταβλά δεμένους

  • λύσε αδελφέ μου τ’ άλογο, να δέσω το δικό μου
    γιατί κλωτσόνται τ’άλογα, μαχευομάστ’ αντάμα
  • κάλλιο να σκάσουν και τα δυο παρά να μαχευτούμε
    κατάλαβα αδελφάκι μου, που 'χεις γυναίκα λόγια
    γυναίκια λόγια μην ακούς, γυναίκα μην πιστεύεις
    γυναίκες παίρνεις δώδεκα, μωρόζες δεκαπέντε
    πίσω αδελφός δεν γίνεται, 'δω στον απάνω κόσμο.

7. Τραγούδι της τάβλας

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ έδιωχνε από το πατρικό μου
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει να φύγω
φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιόντας
παίρνω ένα στρατί στρατί, στρατί και μονοπάτι
έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες
έχετε γεια γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες
εγώ πάω στα Γιάννενα στου Μπέη τα σαράγια
βρίσκω τον Μπέη νίβονταν σε μαστραπά ασημένιο

  • καλή σου μέρα Μπέη μου, - καλώς τηνε τη βλάχα
    βλάχα μ’ τι είναι ο ερχομός, τι είναι το ερωτημά σου;
  • εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, εγώ είμαι η παινεμένη
    που 'χα τα χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια
  • σαν τα 'χες ποιός τα βόσκαγε και ποιός τα σαλαγούσε;
  • είχα τσοπάνους δώδεκα και δούλες δεκαπέντε
    κι ανάμεσα στα δυο βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν
    και στον αφρό του γαλατιού τρία κορίτσια πλένουν
    το να πλένει τους άρρωστους, τ’ άλλο τους λαβωμένους
    το τρίτο το καλύτερο πλένει τους σεβαστάδες
    λύκος να φάει τα πρόβατα, λύκος να φάει τα γίδια
    εγώ ήρθα στα Γιάννενα, στου Μπέη τα σαράγια.

Επίσης, τα τραγούδια στο μήνυμα # 23, # 30, # 32 είναι κλειστός χορός, και στο μήνυμα #34 είναι συρτό στα τρία.

Υ.Γ. Κα Ελένη, ήθελα να ρωτήσω αν η Θεσσαλική παραλλαγή που παραθέσατε στο μήνυμα # 27 υπάρχει σε κάποιο βιβλίο;

Ευχαριστώ.

Μα τι πλούτος! Μπράβο ρε Άταστε, να χαίρεσαι το χωριό σου και τα τραγούδια σας! (Φυσικά κυριολεκτώ, μη φανταστεί κανείς ότι ειρωνεύομαι).

Το 4 (παραλογή «Της κουμπάρας που έγινε νύφη»), το 5 και το 6 (παραλογή «Τ’ αγαπημένα αδέρφια και η άπιστη γυναίκα») τα έχω σε ηχογράφηση, αντίγραφο από κάποια παλιά αργιθεάτικη κασέτα. Φυσικά οι ηχογραφήσεις είναι σύντομες, κι έτσι ειδικά το 5 δε φανταζόμουν ότι θα κατέληγε στην Πόλη, αφού μέχρι εκεί που το ηχογράφησαν οι στίχοι είναι ερωτικοί. Επιπλέον έχω ακούσει τις αντίστοιχες καρπάθικες παραλλαγές του 6 σε δίσκο και του 4 σε πανηγύρι (και τα δύο συρματικά).

Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι το 2. Από το σημείο όπου ανταμώνουν ο Κωσταντής κι ο Χάρος, το τραγούδι αυτό είναι γνωστό σε αρκετές περιοχές ως «Ο βοσκός κι ο Χάρος»: το έχω ακούσει σε δίσκους από την Κάρπαθο -πάλι συρματικό- και την Ήπειρο. Στηριζόμενος σ’ αυτό και σε 2-3 άλλα τραγούδια ο Αλέξης Πολίτης (του οποίου το βιβλίο διάβασα καθ’ υπόδειξιν του δικού μας Νίκου Πολίτη, και μία των ημερών θα σας γράψω εκτενώς τη γνώμη μου) βγάζει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση: ότι οι ήρωες των ακριτικών τραγουδιών σε πολλές περιοχές μετέπεσαν σε βοσκούς, επειδή οι ίδιοι οι ακρίτες ως θεσμός είχαν ξεχαστεί από πολλές γενιές, και οι ισχυροί τσελιγκάδες ήταν οι μόνοι εκπρόσωποι παρόμοιας τοπικής εξουσίας που να ανήκουν στην πραγματικότητα και τις προσλαμβάνουσες του λαού. Έτσι οι ιδιότητες και τα πεπραγμένα (πραγματικά ή μυθικά) των ακριτών αποδόθηκαν σε βοσκούς.
Όμως ο Πολίτης αυτό απλώς το υποθέτει: δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο τραγούδι το οποίο να γνωρίζει και σε παραλλαγή με ακρίτη και σε παραλλαγή με βοσκό. Συγκεκριμένα για το «Βοσκό και το Χάρο» γράφει ότι σίγουρα προέρχεται από μεταλλαγή της αντίστοιχης πάλης του Διγενή [με το Χάρο]. Πράγματι, ανάμεσα σε διάφορα τραγούδια για την πάλη του Διγενή με το Χάρο υπάρχει ένα, το ποντιακό «Ακρίτας κάστρον έχτιζε», που έρχεται σχετικά κοντά τόσο στο «Βοσκό και το Χάρο» όσο και στο αργιθεάτικο με τον Κωσταντή και το Χάρο. Η ομοιότητα όμως είναι γενική, σε επίπεδο περιεχομένου, όχι σε συγκεκριμένους στίχους ή φράσεις. Όποιος και να άκουγε ή να διάβαζε αφενός το Διγενή και αφετέρου το Βοσκό, θα υποπτευόταν, όπως ο Πολίτης, κάποια συγγένεια, χωρίς όμως να μπορεί να την αποδείξει.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο «Κωσταντής κι ο Χάρος» είναι ακριβώς η απόδειξη που έλειπε, ο χαμένος κρίκος που συνδέει το ακριτικό με το «βοσκίστικο», ας το πούμε έτσι, τραγούδι. Όλη η εισαγωγή, με τον ήρωα να οργώνει και το πουλί να έρχεται στο αλέτρι να του πει το μαντάτο, αναφέρεται σαφώς στον Διγενή -είναι γνωστή από ένα άλλο τραγούδι του, πάλι ποντιακό (πιθανώς να τραγουδιέται και αλλού βέβαια), «Ακρίτας όντας έλαμνεν», όπου όμως το μαντάτο είναι ότι του έκλεψαν τη γυναίκα, οπότε η συνέχεια είναι διαφορετική. Εφόσον όμως το τι ακριβώς έκανε ο Ακρίτης όταν έμαθε το μαντάτο δεν έχει και τόση σημασία για την κυρίως ιστορία, η εισαγωγή με το όργωμα εναλλάσσεται εύκολα με την άλλη εισαγωγή, όπου χτίζει κάστρο. Αυτή τη βρίσκουμε στο προαναφερθέν «Ακρίτας κάστρον έχτιζε», όπου το μαντάτο είναι αυτό που μας ενδιαφέρει, ότι ο Ακρίτης πρόκειται να πεθάνει. Από κει και πέρα, η κυρίως πάλη είναι η ίδια ως γενική υπόθεση και στα τρία τραγούδια (βοσκός / Ακρίτας κάστρον έχτιζε / Κωσταντής), επιπλέον δε ίδια και ως διατύπωση μεταξύ «Βοσκού» και «Κωσταντή».
Με άλλα λόγια, ενώ ο «Βοσκός», σύμφωνα με την υπόθεση του Πολίτη, προέρχεται από ακριτικό τραγούδι, ο «Κωσταντής» είναι αυτούσιο ακριτικό, και συνάμα είναι ολοφάνερα το ίδιο τραγούδι. Δεδομένου ότι το βιβλίο του Πολίτη είναι μόλις περσινό (2010), ο δε συγγραφέας έχει πολύ καλή εποπτεία των έντυπων καταγραφών τραγουδιών, μπορώ να υποθέσω ότι το αργιθεάτικο τραγούδι που μας παρέθεσε ο Άταστος δεν υπάρχει σε γραπτή συλλογή, και ότι άρα η επιβεβαίωση της υπόθεσης του Πολίτη γίνεται πρώτη φορά εδώ.

Εύγε Άταστε!!

Φίλε, δε σε αγνοήσαμε τόσες μέρες. Απλώς μάλλον δεν την ξέρουμε! Γενικά είναι γνωστό, διαδεδομένο και πολυκαταγραμμένο τραγούδι, όπως σημείωσε και ο Νίκος Π., αλλά τη συγκεκριμένη παραλλαγή μόνο από συχωριανό της γιαγιάς σου θα τη βρεις.

Αν δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, εγώ θα πρότεινα κάτι τολμηρό: αποκατάστησέ την μόνος σου! Βρες πώς λένε το τραγούδι σε άλλα μέρη (σ’ αυτό μπορούμε να βοηθήσουμε), και κοίτα ποιοι στίχοι σου θυμίζουν κάτι. Όπου δε βρίσκεις τίποτε που να σου θυμίζει αυτό που έχεις ακούσει, δανείσου τους ξενοχωριανούς στίχους και συμπλήρωσέ το. Επιστημονικά είναι απαράδεκτο, αλλά οι ίδιοι οι λαϊκοί τραγουδιστές κάπως έτσι το έκαναν.

Από την άλλη, αν θες να το ψάξεις στα σοβαρά, υπάρχει το αρχείο του ΚΕΕΛ (Κέντρου Ερεύνης της Ελλ. Λαογραφίας) που ανήκει στην Ακαδημία Αθηνών. Στις συλλογές τους έχουν χειρόγραφες και ίσως και ηχογραφημένες καταγραφές τραγουδιών από άπειρα μέρη της Ελλάδας. Ίσως κι από το χωριό σου!

Ναι, αλλά σε διαφορετικές εποχές και υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Αμέσως αμέσως, ο φίλος arhodas ξέρει ανάγνωση και γραφή, άρα είναι από χέρι χαμένος. Η εμπειρεία από τις έρευνες στο παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι δείχνει ότι σπανιότατα, σπανιότατα προστίθενται στίχοι, εκείνο που συνήθως συμβαίνει είναι να ξεχνιούνται κάποιοι. Εκεί λειτουργούσε αποτελεσματικά η συλλογική μννήμη, φαντάζομαι λοιπόν πως θα βρεθούν συγχωριανοί να θυμούνται κάτι. Τη δουλειά της “λογίας πρόσθεσης” (ή σύνθεσης, ο “όρος” δικός μου) την έκανε και ο Ν. Γ. Πολίτης αλλά ακούει σήμερα, έστω και πεθαμένος, τα εξ αμάξης.

Άκουσα ότι το ΚΕΕΛ έχει ανανεώσει την ιστοσελίδα του με προσβάσεις στο πλουσιότατο αρχείο, αλλά δεν αξιώθηκα ακόμα να το διαπιστώσω και ο ίδιος.

Ασφαλώς και συμφωνώ, Νίκο. Άλλωστε την ιδέα την έριξα με κάθε επιφύλαξη.

Όμως: οι κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν και διατήρησαν αυτά τα τραγούδια παρήλθαν. Αυτό έχει ως φυσική συνέπεια να παρέλθουν και τα ίδια τα τραγούδια. Αν παρά ταύτα κάποιος (λ.χ. ο Άρχοντας) δε θέλει να δεχτεί το θάνατο ενός αγαπημένου του τραγουδιού, η μόνη λύση είναι να το δει όχι πλέον ως ένα προϊόν των τότε συνθηκών αλλά ως ένα αυτοτελές μουσικό έργο. Να το μεταφυτέψει στο χώρο των σκέτων τραγουδιών, ο οποίος σήμερα είναι ζωντανός και λειτουργικός.
Πώς θα το κάνει αυτό;
Όχι επαναλαμβάνοντας τα λάθη που έκανε ο Πολίτης (μακαρίτης προ ενός σχεδόν αιώνος και, εν πάση περιπτώσει, κάποιος με τελείως διαφορετικά ζητούμενα), αλλά διδασκόμενος από αυτά και από την κριτική που τους έχει ασκηθεί σ’ όλον αυτό τον αιώνα. Και τέλος πάντων, επειδή όποτε μιλάμε για λάθη μεγάλων ανδρών μένουμε συνήθως σε δυο-τρεις (Πολίτη, Σ. Καρά κλπ.) και θα νόμιζε κανείς ότι τους έχουμε μόνο σαν παραδείγματα προς αποφυγήν, ενώ δεν είναι έτσι, να αναφέρω άλλα παραδείγματα:
Όταν τα Λύκεια Ελληνίδων και η Δόρα Στράτου έκαναν μουσειακές, στατικές επανεκτελέσεις δημοτικής μουσικής, ορισμένοι νεοπαραδοσιακοί όπως ο Ρος, οι Ψαρήδες (Ψαραντώνης and sons), ακόμη και οι Χαΐνηδες ή η Φριντζήλα έκαναν δημιουργική δουλειά με τα παραδοσιακά κομμάτια: οι πρώτοι τα απέκοψαν από το φυσικό χώρο όπου ζούσαν και ανέπνεαν, ενώ οι δεύτεροι, παίρνοντας ως δεδομένο ότι αυτός ο χώρος δεν υπάρχει, τα έφεραν σ’ έναν άλλο όπου και πάλι αναπνέουν. Τώρα αναπνέουν άλλον αέρα βέβαια, αυτόν του «τι μουσική ακούς;» (συναυλία, ράδιο, σιντί, πάρτυ). Στη σκηνή όμως του Ηρωδείου ή στις σελίδες της Ακαδημίας δεν αναπνέουν ολωσδιόλου.
Βέβαια μπορεί τώρα να γυρίσει ο Άρχοντας και να μας πει «καλά, ποιος φαντάζεστε ότι είμαι να τα κάνω όλα αυτά;». Με κάθε σεβασμό, τον φίλο δεν τον γνωρίζω, δεν ξέρω τι ξέρει και τι κάνει. Αν όμως μεγάλωσε με μια γιαγιά που του έλεγε αυτό το τραγούδι, δεν είναι εισβολέας, ξένος: έχει κάποια δικαιώματα πάνω στο τραγούδι και ξέρει να το σεβαστεί (εννοώ να το σεβαστεί σωστά, όχι με δέος και αμηχανία).

Όλα τα παραπάνω με κάθε επιφύλαξη. Είναι υποκειμενικές σκέψεις.

Νομίζω πως το σωστότερο θα ήταν η παράθεση όλων των παραλλαγών που θα μπορούσε να βρει κάποιος.
Κι από κει και πέρα αν κάποιος θέλει να τις “συνενώσει” ή να τις “αλληλοσυμπληρώσει”, αυτό είναι παρέμβαση με περισσότερο καλλιτεχνικό παρά μελετητικό χαρακτήρα.

Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Αυτό είναι ακριβώς που έκανε ο Πολίτης (ο παλιός). Είναι σαφές ότι έχει ξεπεραστεί ως αντιμετώπιση. Εννοούσα μάλλον μια μεταφορά της πρακτικής του παλιού δημοτικού τραγουδιστή στα σημερινά δεδομένα.

Εκείνος ήταν αγράμματος, φορέας του προφορικού πολιτισμού. Για να πει ένα τραγούδι δεν καθόταν να το μάθει: ήξερε δεκάδες ή εκατοντάδες τραγούδια, είχε εσωτερικεύσει τη μεθοδολογία του πώς αρθρώνονται και πώς απομνημονεύονται, και τα αναπαρήγε. Για παράδειγμα, είχε έτοιμους στο μυαλό του διάφορους συνδυασμούς λέξεων που να σχηματίζουν 7σύλλαβα και 8σύλλαβα ημιστίχια, καβάντζες από ποικίλα «τριαδικά σχήματα» και «άστοχα ερωτήματα» για κάθε χρήση, κλπ… Για να πει ένα τραγούδι του αρκούσε να θυμάται τη γενική υπόθεση και μερικούς ιδιαίτερα χαρακτριστικούς στίχους. Από κει και πέρα, η προσαρμογή του νοήματος σε συγκεκριμένους στίχους γινόταν λίγο-πολύ αυτοσχέδια. Το ότι οι παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού, παρά τον τόσο αυτοσχεδιασμό, δεν απέχουν συνήθως πάρα πολύ μεταξύ τους, οφείλεται στο ότι όλη αυτή η παρακαταθήκη μνημοτεχνικού υλικού και μεθόδων όξυνε πολύ τη μνήμη, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να ξαναπεί δύο φορές το ίδιο τραγούδι ολόιδιο ή σχεδόν, και όμως να πρόκειται κάθε φορά για αυτοσχεδιασμό. Πρόκειται για μια μέθοδο απομνημόνευσης εντελώς διαφορετική από αυτήν που γίνεται με βάση το χαρτί ή την ηχογράφηση.

Σήμερα μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί κανείς να συναντήσει ανθρώπους που να έχουν τέτοιου είδους παιδεία. Οι περισσότεροι δεν μπορούμε να κάνουμε αυυτό που έκαναν εκείνοι. Μπορούμε όμως να θέσουμε τον ίδιο στόχο και να τον υπηρετήσουμε με τα μέσα που εμείς διαθέτουμε. Εδώ λ.χ. ο στόχος είναι να θυμηθούμε πώς το έλεγε κάποιος που είχαμε ακούσει και δεν τον έχουμε εδώ κοντά να μας το ξαναπεί. Ο παλιός τι θα έκανε; Θα θυμόταν τι περίπου σημαίνει αυτό που λένε οι χαμένοι στίχοι, και θα συμπλήρωνε/μορφοποιούσε τη διατύπωση αξιοποιώντας το μνημονικό και μεθοδολογικό οπλοστάσιό του. Ο σημερινός, μη διαθέτοντας αυτό το οπλοστάσιο, θα αξιοποιήσει το δικό του, που αποτελείται από βιβλία και δίσκους και άλλες παρόμοιου τύπου καταγεγραμμένες πληροφορίες.

Νομίζω ότι είναι απολύτως θεμιτό. Φυσικά δεν μπορείς να παρουσιάσεις αυτή τη δική σου εκδοχή ως δήθεν αυθεντικό τραγούδι του τάδε τόπου. Όμως το ζητούμενο δεν είναι αυτό, είναι να μπορείς να τραγουδάς (ακόμη κι από μέσα σου, πιθανότατα) το τραγούδι που σου έλεγε η γιαγιά σου. Ακριβώς όπως, αν η γιαγιά σου σου αφήσει ένα παλιό σπίτι και η μισή στέγη είναι πεσμένη, θα την αντικαταστήσεις και θα εξακολουθήσεις να λες «το σπίτι της γιαγιάς μου» -κανείς δε θα την άφηνε χαλασμένη για λόγους αυθεντικότητας.

Άλλωστε, ακόμη και σε επίπεδο επιστημονικής καταγραφής, πού βρίσκεται η αυθεντικότητα; Μια καταγραφή με αλλοιώσεις και διορθώσεις δεν είναι αυθεντική, αλλά σάμπως μία πιστή είναι; Το να γράψω «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς», επειδή έτσι μου το είπε η γιαγιά, δεν είναι αυθεντική καταγραφή, γιατί αποκλείει το «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς», ενώ το μόνο σωστό είναι η δυνατότητα να πεις είτε το ένα είτε το άλλο.

[Άρχοντα, συγγνώμη αν φαίνεται ότι μιλώ για λογαριασμό σου. Ελπίζω να έχει γίνει σαφές ότι απλώς παίρνω αφορμή από το προσωπικό σου παράδειγμα για να κάνω θεωρητικές γενικεύσεις.]