**Λίγα λόγια για την νέα μουσική σου σύνθεση:
Η ιδέα προέκυψε από μια φράση του Άκη Πάνου σε κάποιο άρθρο του στο παλιό, γνωστό περιοδικό ‘Ντέφι’. Αστειευόμενος, είχε γράψει: “εισήλθον μάγκες εις τινάν τεκέν ίνα καπνίσωσιν αργιλέν”.
Το πήγαμε ένα βήμα παραπέρα, γράφοντας ένα σύγχρονο αφηγηματικό χασικλήδικο στην καθαρεύουσα, διατηρώντας μόνο ορισμένες αργκοτικές λέξεις.
Απτάλικο χιτζασκιάρ, σε τονικότητα D (…“τα πάντα Ρε”), και το μόνο σε όλον το δίσκο με αμιγώς ακουστική ενορχήστρωση
ωραία ατμόσφαιρα και κέφι.
η μουσικη ομως ειναι γνωστή , σε αλλη κυκλοφορία δίσκου.
δεν θυμάμαι τωρα ποιο ειναι.
Αλλά κάποιο άλλο μου θυμίζει.
χαιρετίσματα στον Αντώνη!
Η συγκεκριμένη φόρμα απτάλικου, που είναι η πιο κλασική στα πρώιμα αδέσποτα ρεμπέτικα, είναι πολύ δεσμευτική. Δεκάδες μουρμούρικοι σκοποί, ορίτζιναλ και όχι αντιγραμμένοι, μοιάζουν ο ένας με τον άλλον ακόμη και σε διαφορετικούς δρόμους. Τώρα, το αν πέρα από αυτή τη γενική διαπίστωση, ο συγκεκριμένος σκοπός όντως ταυτίζεται με κάποιον συγκεκριμένο παλιό μέχρι λεπτομερείας, δεν το ξέρω.
Αλλά όλο το θέμα είναι ο συνδυασμός αυτής της αρχέγονα μινιμαλιστικής και τόσο εμβληματικά ρεμπέτικης φόρμας, που έτσι κι αλλιώς παραπέμπει και σε χασικλήδικο στίχο, με την καθαρεύουσα που τελικά επενδύει, όντως, χασικλήδικο στίχο!! Και μάλιστα ούτε καν καθαρεύουσα, αλλά μάλλον πάλι ένα μακαρονικό μίγμα καθαρεύουσας με ρεμπέτικη αργκό.
Ε, πραγματικά δηλαδή, όλο αυτό το αιρετικό εύρημα δε θα δούλευε σε άλλη, πιο ουδέτερη μελωδία.
Ε, μα φυσικά, είναι απτάλικο χιτζασκιάρ, με ένα μόνο ακόρντο, συνεχές (δικήν ισοκρατήματος) - είναι μια τόσο θεμελιώδης, ‘αρχέγονη’ φόρμα, όπως συχνά και στα μπλουζ, που δνε μπορείς να ξεχωρίσεις τραγούδια από τραγούδι. Φυσικά, εδώ έχει και μια κωμική χροιά όπου ο λόγος πρέπει να ‘επιβληθεί’ και η μουσική να φτιάξει την απαραίτητη -theatrale- ατμόσφαιρα. Ευχαριστώ
Πάντως, θέτω έναν προβληματισμό:
Γιατί πρέπει όταν καταθέτουμε ένα δημιούργημα τέτοιο να το εμπλουτίζουμε με θεατράλε “χαβαλέ”; Αναφέρομαι στις ελαφρώς καρικατουρίστικες φωνές ανάμεσα στους στίχους, που λίγο με χαλάσανε…
Δλδ δώσανε μια πτυχή λίγο “ημισκούμπρια” στο κομμάτι, που πιστεύω ότι δεν χρειαζότανε.
Σκέτο, κατά τη γνώμη μου είναι μια “έξυπνη” δημιουργία (πραγματικά ευρηματική και πρωτότυπη), θα σας πρότεινα να κάνετε μια μίξη χωρίς αυτά, ή με αυτά αλλά χωρίς θεατράλε διάθεση…
Με αγάπη το λέω
Κάθε παρατήρηση δεκτή και αφορμή για περαιτέρω προβληματισμό - Πάντως, εξ αρχής ο σκοπός ήταν χιουμοριστικός (με αφορμή το άρθρο του Α. Πάνου και την εμμονή μου σε μια αισθητική αρχή που αποκαλώ ‘Σημειολογική Αντίστιξη’). Και πάλι ευχαριστούμε
Όχι αμέσως. Τώρα που πέρασαν λίεγες ώρες ακόμα μπαίνω παραμέσα.
Τελικά το χαρμάνι είναι πιο πολύπλοκο. Βασικά έχουμε μίξη δύο απροσδόκητων συστατικών, μουσικής και στίχου. Η μεν μουσική, όπως τα 'παμε: roots, και με παραπομπή προς το χασικλήδικο. Ο στίχος όμως είναι κι αυτός μίξη. Είπαμε ότι δεν είναι απλώς καθαρεύουσα αλλά καθαρεύουσα μαζί με παλιά αργκό, αλλά αυτό που τώρα μου 'σκασε (και δεν ξέρω αν ήταν συνειδητά στις προθέσεις σου, Ίωνα) είναι το πόσο θυμίει Μποστ: τας τζιβάνας κλπ.
Επομένως ίσως δε θες τόσο επειγόντως πολυτονικό όσο λίγη ανορθογραφία!
(Ο Μποστ εκτός από ανορθογραφία είχε και ασυνταξίες και γραμματικά λάθη, θα μπορούσε π.χ. να πει «καίγομεν των τζιβάνων», ή «καίγομεν των τζιβανών», ανάλογα το μέτρο. Αλλά αυτό ήταν κάτι που έστεκε στην εποχή του, όπου το σωστό καθαρευουσιάνικο το ήξεραν αρκετοί ώστε να γελάσουν με το λάθος. Σήμερα θα πήγαινε χαμένο.)
Δε χρειάζεται να το κατεβάσεις, μόνο να το βρεις στον υπολογιστή σου (υπάρχει κρυμμένο) και να το ενεργοποιήσεις. Αλλά συμφωνώ, δεν αξίζει τον κόπο. Οι συνδυασμοί των πλήκτρων για όλους τους συνδυασμούς τόνων με πνεύματα φαντάζουν τρομερά περίπλοκοι την πρώτη φορά. Αν κάποιος γράφει αβέρτα κείμενα σε πολυτονικό, συνηθίζει, γιατί υπάρχει μια λογική, αλλά για ένα μόνο τραγούδι σού βγαίνει η ψυχή άμα δεν το ξέρεις.
Αυτό, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο Μποστ* το εμπνεύστηκε από πινακίδα στους σταθμούς του «Ηλεκτρικού» μία απ’ τις οποίες υπάρχει ακόμα (ευτυχώς!) στον σταθμό στο Μοναστηράκι. Η πινακίδα γράφει:
«Δοθέντος του σήματος αναχωρήσεως**, μη επιβιβάζεσθε των αμαξοστοιχιών»
( * )
Τί λες, βρε θηρίον! 1.20 ( το εισιτήριο, σε δραχμές βέβαια) των λεωφορείων; Και δεν παίρνω μία (Ρενό) Ντοφίν; (την διαφήμιζε, στον Ταχυδρόμο)
( ** )
Το “σήμα” δινόταν από τον σταθμάρχη, με καραμούζα, που διασώθηκε και ο Λιάβας είχε την ιδέα να εκτεθεί στο μουσείο λαϊκών οργάνων στην Πλάκα.