του Κώστα Τσακατίρη FB
ΟΥΛΑ ΜΠΑΜΠΑ ΛΑΙΚΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ 1950-60
Ούλα Μπάμπα έφυγε νέα, στα 52 της χρόνια, στις 19 Ιανουαρίου του 1991, στο νοσοκομείο Holy Family Hospital στην πόλη Des Plaines στο Ιλινόις, έπειτα από μακρά μάχη με τον καρκίνο.
Ο Κώστας Παπαδόπουλος για την Ούλα Μπάμπα: (Από το βιβλίο Κώστας Παπαδόπουλος Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού, Νέαρχου Γεωργιάδη, Τάνιας Ραχματούλινα εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 2007).
«Το χειμώνα του 1958 δουλεύαμε στου Τζίμη του Χοντρού. Μπουζούκι έπαιζα με τον Λάκη Καρνέζη, ακορντεόν έπαιζε ο Γιώργος Κουλαξίζης, βιολί ο Στέφανος Βαρτάνης, ντραμς ο άντρας της Μαρίκας Νίνου, ο Νίνος, κιθάρα ίσως δεν είχαμε, μας κάλυπτε το πιάνο. Φωνές ο Χρηστάκης και η Ούλα Μπάμπα. Εκεί στου Τζίμη του Χοντρού γνώρισα πάρα πολύ καλά και την Ούλα Μπάμπα. Καταρχήν ήτανε πάρα πολύ καλό παιδί, χωρίς ίχνος πονηριάς μέσα της. Οτιδήποτε πονηρό προς όφελός της, μέσα από τη δουλειά, το έκανε η θετή μητέρα της, μια γυναίκα δίμετρη, που την έφερνε κάθε βράδυ στο μαγαζί. Έκανε και πολύ ωραίο χορό, ανέβαινε στο τραπέζι. Ήτανε μικροκαμωμένη, αλλά πολύ τσαχπίνα. Καταμελάχρινη, με μαύρα μαλλιά, ωραία δόντια πεταχτά και κατάμαυρα μάτια. Μελαχρινό όλο της το δέρμα! Αντιθέτως ήτανε κοκκινοτρίχα η θετή της μητέρα και ήταν και υπέρβαρη.
Εκτός από τραγουδίστρια, η Ούλα Μπάμπα ήτανε κυρίως αυτό που λέμε σήμερα σόου γούμαν. Κυρίως εκεί στηριζόταν η δουλειά της, γιατί σ’ αυτά τα μαγαζιά εμείς είχαμε συνηθίσει οι τραγουδίστριες να είναι στην καρέκλα. Από ότι είχα μάθει, από τις τραγουδίστριες μόνο η Μαρίκα Νίνου ήτανε μπριόζα και όρθια, κι έκανε κέφι στον κόσμο, γιατί είχε αυτή τη θεατρική παιδεία, απ’ ότι λέγανε. Οι άλλες τραγουδίστριες ήτανε καθιστές πιο πριν. Την ίδια εποχή, λοιπόν, που ήτανε καθιστές οι άλλες τραγουδίστριες, η Ούλα Μπάμπα κα να ’λεγε κάποια τραγούδια καθιστή, σηκωνόταν κι έκανε σόου, να πούμε. Δεν γκομένιαζε όμως, γιατί είχε από δίπλα τον ασφαλίτη, τη μάνα της. Με τους συναδέλφους συζητούσε, αλλά υπήρχε ένα κράτημα, δηλαδή σαν να υπήρχε από πάνω της ο έλεγχος. Ότι υπήρχε, υπήρχε ο έλεγχος, αλλά δεν ήτανε τόσο ορατός. Χόρευε αυτές τις ρούμπες κι αυτά τα μοντέρνα, αυτά που ντρεπόντουσαν οι πελάτισσες να κάνουν, τα έκανε αυτή. Πολύ ενδιαφέρουσα φωνή, φωνή που ήταν ένα ευχάριστο άκουσμα. Εγώ δεν την υπολόγιζα για δισκογραφία. Το ότι έγινε αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι βρέθηκαν τραγούδια που ταίριαζαν στο λαιμό της.
Τότε στου Τζίμη του Χοντρού πρέπει να ήταν δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών. Και είχε θαυμαστές πολλούς, αλλά δεν καταφέρνανε τίποτα, γιατί ήτανε δίπλα ο κέρβερος, που έμενε μαζί της όλη τη νύχτα και φεύγανε μαζί. Το μόνο που είχα διαπιστώσει ήταν ότι είχε μια πολύ καλή φίλη και άρα είχε κάποιο πρόσωπο να περνάει τη βραδιά της
Εγώ την Ούλα Μπάμπα, μετά του Τζίμη του Χοντρού δεν την ξαναείδα και μου ’χει μείνει κάτι, έτσι σαν παράπονο, πως δεν ξαναείδα την Ούλα! Γιατί ήμασταν φίλοι, τη συμπαθούσα… Ήθελα να την ξαναδώ, να μιλήσουμε, μετά από πέντε-δέκα χρόνια… Αλλά μετά χαθήκαμε. Λες και δε γνωριζόμασταν ποτέ… Μετά, όπως, έμαθα, πήγε στην Αμερική. Νομίζω εκεί έκανε και γάμους και τέτοια…
Κατά τη γνώμη μου, η Ούλα Μπάμπα θα μπορούσε να ανεβεί ακόμη περισσότερο, γιατί αυτό που έκανε, η παρουσία που έκανε ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Τραγούδια του Χιώτη έλεγε τότε, του Άκη Σμυρναίου, αυτά ήταν τα τραγούδια, τα πιο ελαφρά, που παίζαμε τότε».
Το πραγματικό της όνομα ήταν Καθολική Κόντη. Γεννήθηκε στη Ρόδο. Οι γονείς της σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Αργότερα υιοθετήθηκε παίρνοντας το όνομα Κική Παναγιωτούρου. Σε μικρή ηλικία παρακολούθησε μαθήματα φωνητικής στο Ελληνικό Ωδείο με καθηγήτρια την Μαριάννα Λάζου. Τελειώνοντας το γυμνάσιο και αντιμετωπίζοντας τις οικονομικές δυσκολίες που είχαν δημιουργηθεί, έπειτα από την οικονομική καταστροφή που υπέστη ο θετός πατέρας της, γνωστός έμπορος, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί τη φωνή και το ταλέντο της μπαίνοντας στη καλλιτεχνική ζωή. Ξεκίνησε σε ηλικία 14-15 χρονών. Η πρώτη σημαντική εμφάνισή της ήταν στα τέλη του 1954 στο κέντρο Λουλούδια, Κυδαθηναίων 15 στην Πλάκα, με την ορχήστρα Μπαρμπαλιά. Από τότε εμφανίστηκε στα γνωστότερα αθηναϊκά κέντρα: στο Τροκαντερό, στου Καρυστινού, στο Βράχο, στην Τριάνα του Χειλά, στου Τζίμη του Χοντρού, στο Μεντιτεράνεαν, στο Λουξεμβούργο, στα Αστέρια και στο Πανόραμα στη Θεσσαλονίκη κ.α
Το 1954 μπήκε και στη δισκογραφία με το τραγούδι του μπουζουξή Μάρκου Μιχαλά ή Μαρκάκη Μια νύχτα στην ανατολή, που τραγούδησε μαζί με τον Γιάννη Τατασόπουλο. Είχε μια μικρή παρουσία στους δίσκους του γραμμόφωνου, συμμετέχοντας σε φωνοληψίες της Columbia με τον Απ. Καλδάρα, τον Γιάννη Παπαδόπουλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.
Έχοντας και μια μικρή θεατρική εμπειρία και παιδεία (έκανε μαθήματα υποκριτικής) που μετέφερε στο πάλκο κατάφερε να γίνει αγαπητή προσφέροντας ένα είδος διασκέδασης που, εκείνα τα χρόνια, στα λαϊκά κέντρα, ήταν καινούριο. Είχε κάτι το εξωτικό, εξού και το καλλιτεχνικό Ούλα Μπάμπα. Μελαχρινή με έντονα χαρακτηριστικά. Ήταν άμεση και το κοινό των κέντρων της εποχής την αγκάλιασε. Κράταγε μαγαζιά και προγράμματα, σχεδόν, χωρίς δισκογραφία! Δημοσιεύματα, τότε, έκαναν λόγο, εκτός από την καλλιτεχνική της παρουσία, και, για τον ξεχωριστό χαρακτήρα της! Μιλούσε Ιταλικά και Αγγλικά, το χόμπι της ήταν οι φωτογραφίες, της άρεσε ο κινηματογράφος και το ξένο τραγούδι και είχε αδυναμία στο καλό ντύσιμο. Δεν υπήρξε αυστηρά και μόνο λαϊκή τραγουδίστρια, παρά το γεγονός ότι η δισκογραφική της πορεία ήταν, κυρίως, προς αυτή την κατεύθυνση.
Το 1959 εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και ηχογράφησε ορισμένα τραγούδια για την Αυστραλία: Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω (Στ. Τζουανάκου – Κ. Βίρβου), Φίλα με για να με λιώσεις (Στ. Χρυσίνη). Πριν φύγει στην Αμερική, την περίοδο 1958-1961 συνεργάστηκε και με τις δισκογραφικές ετικέτες Fidelity , Philips.
Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1961 έφυγε στην Αμερική, μαζί με τον Κώστα Καπλάνη. Για 2-3 χρόνια έμεινε και εργάστηκε στη Νέα Υόρκη. Από το 1964 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σικάγο, όπου και παντρεύτηκε. Εμφανίστηκε στο κέντρο Athenians Corner μαζί με τον Γιώργο Κοζαδίνο (σ’ ένα πρόγραμμα όπου η μία από τις 4 χορεύτριες ήταν η, εγγονή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Ρέα Μανέλη). Εκείνη την εποχή ηχογράφησε και τον μεγάλο δίσκο της, με επανεκτελέσεις λαϊκών τραγουδιών, στον οποίο τη συνόδευσε ο δεξιοτέχνης μπουζουξής Στέλιος Μακρυδάκης. (Συγκριτικά με την Ελλάδα, οι ηχογραφήσεις, των Ελλήνων, στην Αμερική και γενικότερα στο εξωτερικό είχαν κάποια προχειρότητα. Δεν υπήρχε, άλλωστε, ο ίδιος ανταγωνισμός και πριν απ’ όλα δεν υπήρχαν οι ίδιες συνθήκες, αν και πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις έχουν την αλήθεια τους και είναι άμεσες).
Στα 25 της είχε ήδη συμπληρώσει με επιτυχία μια γεμάτη δεκαετία στα πάλκα και τη δισκογραφία! Είχε κλείσει τον πρώτο σημαντικό καλλιτεχνικό κύκλο της. Δεν υπήρξε, όμως, ανάλογη συνέχεια. Η Αμερική τους κατάπιε όλους, όσους έμειναν εκεί. Στα τέλη του 1965, ήρθε για λίγο στην Αθήνα (κατοικούσε στο Χολαργό) και ο Αλ. Πατσιφάς της έδωσε για μια ακόμη φορά δισκογραφικό βήμα, αυτή τη φορά μέσα από τη νέα του εταιρεία, τη Λύρα. Εκεί έκανε και το τελευταίο δισκάκι της με δυο επανεκτελέσεις σε τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου: Υπομονή (Αλ. Σακελλάριου) και Φτωχολογιά (Λευτ. Παπαδόπουλου) με τα μπουζούκια του Στέλιου Ζαφειρίου…