Οικογένεια Κίκιλη και συνεργάτες

Ναι, ακριβώς. Εντυπωσιάζομαι που υπάρχει τέτοιο πράγμα.

Άνοιξα ενδεικτικά ένα βίντεο στην τύχη, που έτυχε να είναι η Πατινάδα της Απειράνθου (χωρίς τίτλο!).

(Βέβαια ειδικά στη Νάξο δεν έχω ακούσει να παίζουν έτσι, ούτε σε ηχογραφήσεις προ 50-70 ετών, αλλά δεν έχει σημασία.)

Edit:
Χαζεύω εδώ κι εκεί στο κανάλι. Μπράβο στον τυπά! Κρίνοντας από τις ημερομηνίες, πρέπει να είναι άλλο ένα προϊόν της δημιουσργικής καραντίνας.

1 «Μου αρέσει»

Τώρα που ενθουσιάστηκα, να δούμε πόσα απανωτά μηνύματα θα ποστάρω…

Λοιπόν, έχει πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τι κάνει αυτός ο παίχτης με το αριστερό. (Και με το δεξί θα είχε, αλλά δεν το δείχνει!) Η βασική ιδέα είναι ότι η πρώτη χορδή Λα παίζει μελωδία, απλοποιημένη όμως, η δεύτερη Ρε είναι σχεδόν συνέχεια μουγγωμένη, κι οι άλλες δύο Σολ-Ντο την περισσότερη ώρα ανοιχτές. Όταν η μελωδία κλείνει (ή απλώς κάθεται) στο Ρε, πατάει τον προαναφερθέντα «μάστορη», δηλ. Ρε στη χορδή Λα, αχοιχτές τη Λα και τη Ρε, και μουγγώνει την Ντο. Έτσι η συγχορδία τονικής αποτελείται από τονική και τέταρτη (το ίδιο γίνεται και στη νησιώτικη λύρα).

Μέχρι εδώ τα ήξερα. Μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια που πρόσεξα είναι η εξής: στη νότα Φα αυτή η λογική θεωρητικά δε θα δούλευε, γιατί με ανοιχτές Σολ και Ντο η μεν Ντο είναι η τέταρτη του Φα και ταιριάζει μια χαρά, η Σολ όμως προκαλεί διαφωνία. Εκεί λοιπόν τι κάνει: όταν μεν το Φα είναι διαβατικό, συνεχίζει κανονικά με ανοιχτές Σολ-Ντο. Η διαφωνία όχι απλώς είναι φευγαλέα, αλλά με το να συνεχίζεται αδιάκοπα το ίδιο διπλό ισοκράτημα όλα ακούγονται κανονικά. Όταν όμως θέλει να σταθεί περισσότερη ώρα στο Φα, εκεί μουγγώνει και τη Σολ, οπότε ακούγεται συγχορδία Φα ουδέτερη (Φα στην πρώτη και Ντο από την ανοιχτή).

Όταν παίζει Λα (την πέμπτη του Ρε) δεν παρατήρησα τι ακριβώς κάνει. Φαντάζομαι πάλι το ίδιο. Εδώ υπάρχει μια πολύ ωραία παραλλαγή που την κάνουν στην Κάρπαθο (με κρητικό κούρδισμα, Μι-Λα-Ρε_σολ, αλλά κατά τα άλλα στην ίδια βασική ιδέα και με τονική κατά κανόνα πάλι στον «μάστορη»): πρώτη και δεύτερη χορδή ανοιχτές, τρίτη και τέταρτη είτε πατημένες στον δεύτερο μπερντέ (οπότε ταυτίζονται με τις δύο πρώτες) είτε, αν η κίνηση της μελωδίας και του αριστερού δεν το ευνοούν, απλά μουγγωμένες. Και γενικά από νησί σε νησί υπάρχουν διάφορες μικροπαραλλαγές στο βασικό κόνσεπτ.

Για να επανέλθω στον Παπαϊωάννου:

Δύο φορές τον έχω δει λάιβ, και τις δύο σε ταβέρνα χωρίς ήχο και από πάρα πολύ κοντά (τη μία με τον Κίκιλη, την άλλη με τον Φραγκίσκο που είναι συνεργάτες τουλάχιστον από το 1821). Κι από τις δύο μου 'χει μείνει η εκστατική αίσθηση που δημιουργεί αυτό το ανοιχτό Σολ, που επί ώρες δε σταμάτησε να συνοδεύει (πλην δευτερολέπτων) όπου κι αν πήγαινε η μουσική κι ό,τι κι αν ήταν. Ιδίως που δεν έχει και μπουργάνα. Αυτός στα βίντεο δεν μπορώ να καταλάβω αν έχει (πάντως έχει δύο χορδές, ο Παπαϊωάννου έχει μονή!)

1 «Μου αρέσει»

Όπως τα εξηγεί και ο Πέπε

Σε σιφναίικα θέματα, και σίγουρα σε ένα θέμα που είχα ανοίξει εγώ απο τηλεοπτική εκπομπή με τους χορευτές του Διόνυσου.

Καλά, ούτε τους ύμνους Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού τους παίζουν έτσι, ο τύπος πήρε φόρα :slight_smile: . Πάντως τα βίντεο με σκέτο λαούτο είναι χρήσιμα για εκπαιδευτικούς σκοπούς αλλά χωρις βιολί, σαν μαρουλόφυλλο δίχως ξύδι. @gaidarakos ευχαριστούμε για το σύνδεσμο.

1 «Μου αρέσει»

Το κούρδισμα εδώ είναι περίεργο, με το καντίνι χαμηλωμένο στο φα δίεση περίπου;

Ε ναι, φυσικά.
Όταν λέει «Σόλο λαούτο» εννοεί -τουλάχιστον έτσι καταλαβαίνω- ότι στα συγκεκριμένα βίντεο το λαούτο είναι μόνο του, όχι ότι το παίζει σαν σολιστικό όργανο. Παραμένει καθαρά συνοδευτικό παίξιμο.

Περί κουρδισμάτων Φραγκίσκου:

1 «Μου αρέσει»

Πριν αρκετά χρόνια, τότε που πήγαινα συχνά στη Σίφνο τα καλοκαίρια, πηγαίναμε βεβαίως με τον ντόπιο φίλο και σ’ όλα τα πανηγύρια. Μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο ψηλά ήταν οι τόνοι και ρώτησα, κάποια στιγμή το φίλο, που είναι και ο ίδιος μουσικός. Η απάντηση ήταν «Δεν τολμούν να κατεβάσουν τον τόνο του βιολιού, γιατί μόνο εκεί ψηλά σονάρει ικανοποιητικά. Και φυσικά, όλοι ξελαρυγγίζονται…

1 «Μου αρέσει»

Παλιότερα στα χωριά πολλοί άνθρωποι (κυρίως γυναίκες) τοποθετούσαν ακόμα και για απλή πεζή ομιλία τη φωνή τους σε ασυνήθιστα ψηλό τόνο. Λένε ότι είναι επειδή έπρεπε όλη την ώρα να φωνάζουν σε κάποιον που ήταν πέρα μακριά (στα παιδιά για να μαζευτούν από την πλατεία στο σπίτι για φαί, στον άντρα τους στα χωράφια, στη γειτόνισσα πέντε ταράτσες πιο πέρα). Δεν ξέρω αν ισχύει αυτός ο λόγος, πάντως καμιά φορά το πετυχαίνει κανείς ακόμα.

Οπότε, και στο τραγούδι ήταν πιο δεδομένο απ’ ό,τι σήμερα να πιάνουν ψηλούς τόνους. Και θα το έκαναν με σχετική άνεση λόγω εξάσκησης.

Ίσως λοιπόν αυτό να δημιούργησε κάποια στάνταρ που να έμειναν (λ.χ. στη Σίφνο) και στις μετέπειτα γενιές, οι οποίες όμως δεν το καλλιεργούσαν σε καθημερινή βάση, με αποτέλεσμα στο τραγούδι να ξελαρυγγιάζονται.

Αλλά βέβαια στη διαμόρφωση τέτοιων στάνταρ συμβάλλουν ασφαλώς και τα όργανα.

Ο Παπαιωάννου και γενικα οι Θερμιώτες αρματώνουν το λαούτο τους εξ ολοκληρου με καντίνια ή απλά βγάζουν τις μπουργάνες; Ρωτάω γιατί στο βίντεο δε φαίνεται καθαρά…
Θεωρητικά πάντως πειραματισμοι με το κούρδισμα θα μπορούσαν να γίνουν και σε άλλα ρεπερτόρια. Είχες γράψει κάποια στιγμή για ένα κρητικό λυράρη αν θυμάμαι καλά…

Χωρίς καθόλου δεύτερη χορδή στο Σολ! Μόνο το καντίνι. Στα υπόλοιπα ζευγάρια, σαν όλο τον κόσμο.

Παρόμοια οι Καρπάθιοι, οι πιο παλαιινοί -όχι όλοι-, βαζουν δύο καντίνια στην τρίτη χορδή, που γι’ αυτούς όμως είναι Ρε (κρητικό κούρδισμα).

Χωρίς μπουργάνα στο (όποιο) τρίτο ζευγάρι το ‘χω δει και σ’ άλλα νησιά που συνηθίζεται αυτό το παίξιμο, αλλά πλέον δε θυμάμαι πού ακριβώς, ούτε ποιοι βάζουν δύο τέλια και ποιοι μόνο ένα χωρίς καθόλου δεύτερη χορδή στο ζευγάρι.

1 «Μου αρέσει»

δηλαδή έχουν απόσταση τόνου από το καντίνι, όπως στο σάζι; και παύει να είναι η τρίτη χορδή η πιο μπάσα;

Ναι. Εντωμεταξύ, η τέταρτη είναι ούτως ή άλλως σε απόσταση τόνου από τη δεύτερη.

Καλή φάση; :slight_smile:

  1. Το να είναι μονή η δεύτερη από πάνω χορδή συνηθίζεται και στην Σίφνο. Εδώ φαίνεται καθαρά:
  1. Πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ (α) τόνου (συχνότητας) και (β) έντασης της φωνής.

Τα σιφνέικα τραγουδιούνται σε υψηλές συχνότητες. Έχω την αίσθηση ότι οι παλιότεροι (γεννημένοι πριν το 1930) ήταν εξοικειωμένοι με αυτό. Ακούγοντας παλιότερους να τραγουδούν αρκετές φορές το ύφος έφερνε π.χ. σε Κάβουρα. Το αν κάποιος μπορεί να πάει ψηλά το καταλαβαίνεις και από τον τρόπο που μιλάει κανονικά (π.χ. οι φίλοι στους οποίους αναφέρεται ο Ν. Πολίτης).

Πράγματι συνηθίζεται υψηλή ένταση στη φωνή. Όταν έχεις κεφιαστεί θες να τα δώσεις όλα και φωνασκείς. Όπως και στο γήπεδο όταν μπαίνει γκολ.

Αν υψηλή ένταση και υψηλές συχνότητες στο τραγούδισμα αλληλοστηρίζονται δεν το ξέρω.

  1. Η περίπτωση Κίκιλη - Παπαιωάννου (μαζί με τις αδελφές τού Κώστα στο τραγούδι) είναι αξιοσημείωτη γιατί με την απλούστερη δυνατή ορχήστρα (βιολί-λαούτο) καλύπτουν ευρύ φάσμα παραδοσιακής μουσικής (κυρίως Αιγαίο αλλά και στεριανά) με τρόπο που είναι κοντά στα τοπικά ηχοχρώματα. (Π.χ. όταν παίζουν καμιά φορά Σιφνέικα, ο Κώστας αλλάζει το κούρδισμα στο βιολί). Αποδεικνύεται, δε, ότι μπορείς να διασκεδάσεις μια χαρά και με αυτόν τον τρόπο χωρίς να έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε συναυλία.
2 «Μου αρέσει»

βεβαίως καλή φάση, είναι ευκολία αυτή η συμμετρία του λαούτου! μπορείς να μεταφέρεις θέσεις όχι μόνο οριζόντια αλλά και κάθετα.

ναι, όταν τραγουδάς ψηλά μπορείς να δώσεις όλη την ένταση. είναι ο βασικός λόγος που πουσάρουμε όλα τα κομμάτια σε ψηλούς τόνους. όταν δεν είχαν μικρόφωνα τραγουδούσαν σε ασύλληπτες εκτάσεις και εντάσεις για σήμερα. με τα μικρόφωνα έπεσαν 1-2 τόνους οι φωνές, και επίσης τα όργανα επηρρεάστηκαν αρνητικά.

1 «Μου αρέσει»

Έχω δει σολ χωρίς μπάσα και στην Κύπρο αν και έχω δει και με μπάσα. Μια θεωρία μου για το φαινόμενο είναι ότι μπορούσαν να παίξουν μελωδία στη σολ χορδή με ισοκράτη ντο, και μελωδία στη λα με ισοκράτη ρε, αλλά μάλλον λανθασμένη είναι η θεωρία μου, όπως είδαμε στα προηγούμενα βίντεο ο ισοκράτης αλλάζει από ντο σε ρε και πάλι πίσω με τη μελωδία στη λα.

Μια άλλη θεωρία μου που τη δανείζομαι από τα διαβάσματα μου για το πως εξελίχτηκε η μπαρόκ κιθάρα σε κλασσική κιθάρα, είναι ότι το κούρδισμα του λαούτου χρονολογείται από την εποχή που όλες οι χορδές ήταν εντέρινες (χωρίς μεταλλικό περιτύλιγμα), και ήταν πολύ δύσκολο να φτιάξεις πραγματικά μπάσες χορδές, άρα βάζεις μια μπάσα για να ξεγελάει το αυτί του ακροατή, και μια πρίμα για περισσότερη ένταση, και όταν δε μπορείς να κατασκευάσεις μπάσο ντο (ή ακόμη και μπάσο σολ) πας μια οκτάβα πάνω (όπως π.χ. και η “μπάσα” χορδή στο γιουκαλίλι).

Το ζητούμενο όμως μάλλον είναι: η σολ να είναι πιο ψηλή τονικά από τους ισοκράτες (ντο και ρε), ώστε να είναι ξεκάθαρο ότι ο ισοκράτης δεν είναι σολ.

1 «Μου αρέσει»

Αυτό ισχύει κατά γράμμα για τις λύρες. Η θρακιώτικη, η δραμινή και οι νησιώτικες (πλην Κρήτης) έχουν τρεις όμοιες εντέρινες χορδές, και το μεγαλύτερο διάστημα είναι μεταξύ πρώτης και δεύτερης. Η τρίτη κουρδίζεται κάπου ανάμεσα στις δύο πρώτες, γιατί δεν μπορεί να πάει ακόμη πιο χαμηλά. (Σε ορισμένα νησιά κρατάνε αυτό το κούρδισμα παρ’ ότι ορισμένες ή και όλες οι εντέρινες έχουν πλέον αντικατασταθεί από μεταλλικές.)

Δεν είμαι όμως βέβαιος ότι το κάνανε ως λύση ανάγκης, ότι δηλαδή σκέφτονταν «μακάρι να 'χαμε και μπάσα αλλά ας βολευτούμε με ό,τι έχουμε»:

Πρώτον, στο παίξιμο δεν υπάρχουν άλματα οκτάβας. Όσο κάτω μπορούν να φτάσουν με πραγματικές νότες, τόσο φτάνουν και όχι παρακάτω. Άλλωστε, τα μεν τραγούδια δεν μπορούν να έχουν έκταση πέρα από τα λογικά όρια μιας συνήθους ανθρώπινης φωνής, τα δε οργανικά είναι τέτοιας δομής ώστε και με πολύ λιγότερες νότες κάνουν τη δουλειά τους. (Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι τροπικά μια νότα δεν ισοδυναμεί με την ομώνυμή της σε άλλες οκτάβες: είναι διαφορετικές βαθμίδες.)

Δεύτερον, τουλάχιστον για τις λύρες, ένα τέτοιο κούρδισμα είναι πραγματικά λειτουργικό. Αν το πάρεις απόφαση ότι η έκταση που έχεις στη διάθεσή σου είναι αυτή και τέρμα, και το επόμενό σου πρόβλημα είναι πώς ακριβώς, τεχνικά, θα παίξεις τις νότες που διαθέτεις, μια τέτοια διάταξη δίνει πολλές λύσεις. Μεταξύ άλλων, πηδώντας από την πρώτη χορδή στην τρίτη μπορείς να συνεχίσεις να ισοκρατείς στη μεσαία, κάτι που στην κρητική λύρα (που οι χορδές κουρδίζονται με τη σειρά) ή στιο βιολί είναι αδύνατον.

Υπάρχει δε αξιοσημείωτη αναλογία του κουρδίσματος στις λύρες μ’ εκείνο στους ασκαύλους των ίδιων περιοχών: μια νησιώτικη λύρα έχει σχεδόν τα ίδια δεδομένα με μια τσαμπούνα (η λύρα και κάποια έξτρα), και μια δραμινή λύρα ακριβώς τα ίδια δεδομένα με μια γκάιντα.

Αναλυτικότερα εδώ και εδώ.

Δεν ξέρω τι γίνεται στο γιουκαλίλι. Έχω μια μικρή ιδέα για ένα παρόμοιο όργανο, το τσαράνγκο:

Κάποτε μου χάρισαν ένα. Αληθινό, με αρμαδίλο. Ήταν αρματωμένο με 5 ζευγάρια πετονιές, όλες ίδιες. Λέω: «τους απατεώνες, κοίτα τι πουλάνε στους τουρίστες!» και πάω να ψάξω χορδές. Σε κάποιο μαγαζί ένας υπάλληλος άνοιξε ένα βιβλίο σαν τηλεφωνικό κατάλογο, έψαξε ανάμεσα σε εκατοντάδες όργανα, και βρήκε το κούρδισμα του τσαράνγκο. Δεν έλεγε όμως τι χορδές να βάλουμε. Με βάση τους τόνους και τα μήκη (και παίρνοντας ως δεδομένο ότι θα είναι με τη σειρά), ο υπάλληλος μού έφτιαξε ένα σετ. Πήγα σπίτι, πήγα να το αρματώσω, οι πιο χοντρές χορδές δεν πέρναγαν από την τρύπα, φάρδυνα την τρύπα, χάλασα το όργανο. Το πήγα σ’ ένα μάστορα. Μου λέει «το βιάζεσαι;». Μπα, του λέω, τι να βιάζομαι…


Πέρασαν χρόνια, μπήκε το ίντερνετ στη ζωή μας, και έμαθα ότι οι αρχικές πετονιές ήταν σωστές. Και ορθώς ήταν όλες ίδιες, γιατί το κούρδισμα δεν είναι με τη σειρά αλλά re-entrant. Πού να το φανταστώ τότε! Πλέον όμως είχα γνωρίσει τις λύρες και ήξερα ότι υπάρχει και τέτοιο πράγμα. Γιατί όμως στο τσαράνγκο να είναι re-entrant? Γιατί το όργανο παίζει μόνο συγχορδίες! Δε χρειάζεται έκταση, τι να την κάνει; Βολικά πατήματα χρειάζεται, για να χωρέσουν όλα τα δάχτυλα στην κοντόφαρδη ταστιέρα με τα στενά (σαν μαντολίνου) διαστήματα.

Ενημέρωσα τον μάστορα και η επισκευή ολοκληρώθηκε. Μετά το χάρισα, κι αργότερα ο αποδέκτης το χάρισε παραπέρα. Κι εμένα μου το είχαν χαρίσει…

2 «Μου αρέσει»

Μια μέρα των ημερών θα διαβάσω και τη διατριβή σου :slight_smile:

Και στο 0:25 ο Παπαϊωάννου ανεβαίνει στο 15ο τάστο (εκει πάνω είναι κολλημένα στο ξύλο, όχι μπερντέδες), μαγκιά που την ακούμε συχνά π.χ. στις κυπριακές ηχογραφήσεις αλλά δεν τη βλέπω από τους αναβιωτές της παράδοσης.

1 «Μου αρέσει»

Αυτό το ακούω σε μια ηχογράφηση Ανωγειανάκη/Πελοπονησιακού ιδρύματος CD 3 αρ.6: Αίγια κότσινη (οργανικό). Σόλο λαούτο Ευθύβουλος Δημητρίου γεν. 1902 (Κέδαρες).

Ακούγεται μόνο μελωδία σε χορδή σολ και ισοκράτημα σε χορδή ντο. Σε καμιά περίπτωση δεν αλλάζει το ισοκράτημα, ούτε ακούγονται άλλες χορδές. Οπότε μπορεί και όλο το όργανο να είναι κουρδισμένο ένα τόνο κάτω και απλά να παίζει μελωδία στο καντίνι, μπορεί να μην είναι και όντως να παίζει μελωδία στην ενδιάμεση σολ η οποία δεν έχει μπάσο.

Δεν έχω πρόχειρα τα σιντί, αλλά νομίζω ότι τη θυμάμαι την ηχογράφηση. Μια που θυμίζει σάζι δεν είναι;

Λογικά το πρώτο που λες θα πρέπει να ισχύει:

Έτσι κι αλλιώς, μόνο κατά τύχη θα είχε κουρδίσει το λα στο λα, σιγά μην είχε τονοδότη. Σε λαϊκά σύνολα εγχόρδων το απόλυτο κούρδισμα είναι πολύ πρόσφατος νεωτερισμός.

Την άλλη περίπτωση δεν τη θεωρώ πιθανή:

Αυτά τα παιξίματα είναι ταμπουρατζήδικης λογικής: παίζω μόνο στην πρώτη χορδή, οριζόντια και μονόχορδα, και βαράω και ανοιχτές. Μεμονωμένα μπορεί βέβαια κάποιος να σκέφτηκε να κάνει το ίδιο και σε μια από τις μέσα χορδές, αλλά είναι αρκετά εξεζητημένο, θα άλλαζε τις σχετικές βάσεις των δρόμων (στο πάτημα Λα είναι η βάση του Ουσάκ και του Χιτζάζ, στο πάτημα Σολ η βάση του Ραστ), και κυρίως δεν έχει κανένα λόγο να γίνει σ’ ένα κομμάτι σόλο λαούτο, αφού το ίδιο ακριβ΄ς μπορεί να γίνει με τον πολύ πιο απλό και συνηθισμένο τρόπο.