Για τα νησιά έχω να καταθέσω μια πολύ πρόσφατη εμπειρία μου:
Έπαιζε σε μια ταβέρνα ο Φραγκίσκος Τζιωτάκης. Ο Φραγκίσκος, από την Κύθνο, θεωρείται ένας από τους παλιούς κυκλαδίτες βιολατόρους που, ανεπηρέαστοι από τις πιο πρόσφατες εξελίξεις, αποτυπώνουν στο παίξιμό τους μια πιο παλιά πραγματικότητα, γύρω στον μισό αιώνα πίσω.
Είχε ένα κούρδισμα εμφανώς πολύ χαμηλό. Σε σημείο δηλαδή που άλλαζε το ηχόχρωμα του βιολιού. Κοιτάζοντας μια αυτόν και μια τον λαουτιέρη, προσπαθούσ να καταλάβω πρώτα απ’ όλα αν κουρδίζει αλά φράγκα ή αλά τούρκα. Τελικά η πρώτη του χορδή ήταν σε διάστημα 4ης από την επόμενη, δηλαδή αλά τούρκα. Αλλά για να ‘μαι πιο σίγουρος τον ρώτησα, και η απάντησή του ήταν: «Κουρδίζω πολύ αλά τούρκα». Δηλαδή; «Δηλαδή πολύ χαμηλά: μια νότα κάτω από το Σολ».
Μετά από πολύ μαθηματικό κατέληξα ότι αφενός μεταφέρει το διαπασών από το Λα στο Φα, δηλ. δύο τόνους κάτω όλο το όργανο (και το λαούτο επίσης), αφετέρου χαμηλώνει την ψιλή ένα τόνο επιπλέον για να βγάλει τα διαστήματα του αλά τούρκα. Οπότε τελικά το κούρδισμα ήταν από ψηλά προς τα χαμηλά Σι μπεμόλ, Φα, Σι μπεμόλ, Μι μπεμόλ, και το λαούτο Φα, Σι μπεμόλ, Μι μπεμόλ, Λα μπεμόλ.
Το παίξιμο του Φραγκίσκου είναι τέτοιο ώστε κάθε κομμάτι είναι σε έναν μοναδικό και αμετακίνητο τόνο -ως προς τα πατήματα εννοώ. (Μάλιστα σ’ ένα σιντί με παλιές ηχογραφήσεις από την Κύθνο υπάρχει ένα κομμάτι όπου, επειδή άντρες και γυναίκες πρέπει με τη σειρά τους να τραγουδήσουν ευχές στο ζευγάρι, οι οργανοπαίχτες το παίζουν σε δύο τόνους εναλλάξ, αντρικό και γυναικείο, και αυτό υπογραμμίζεται ως κάτι εντελώς ιδιαίτερο.) Άρα υποθέτω ότι το τόσο χαμηλό ταίριασμα θα ήταν αυτό που βολεύει τον ίδιο το Φραγκίσκο για να τραγουδήσει.
Πρέπει να πω ότι δε μου άρεσε πολύ. Το βιολί τόσο χαλαρά κουρδισμένο έκανε κοιλιά για τα δικά μου γούστα (ενώ 1,5 τόνο κάτω, όπως στα παραπάνω στεριανά βιντεάκια, ακούγεται μια χαρά). Οπωσδήποτε όμως είναι ενδεικτικό μιας τάσης. Αφού άρεσε στον ίδιο, πάει να πει ότι δεν απέχει από αυτά που έχει μάθει μια ζωή. Το πολύ πολύ να υποθέσουμε ότι συνήθως κούρδιζαν έναν ή ενάμιση τόνο κάτω, και ο Φραγκίσκος τη συγκεκριμένη βραδιά κατέβηκε ακόμα λίγο πιο χαμηλά. Αντίθετα το λαούτο σκότωνε, ιδίως με την ανοιχτή και χαλαρή τρίτη χορδή (ονομαστικά Σολ, ακουστικά Μι μπεμόλ) μόνο με τέλια, χωρίς μπουργάνες, κατά το παλαιό, που αντηχούσε σχεδόν αδιάκοπα σ’ ένα καθηλωτικό ισοκράτημα (όπως ακριβώς στις 12νησιακές και θρακιώτικες λύρες).
Εδώ οι ίδιοι μουσικοί παίζουν με λίγο …«λιγότερο αλά τούρκα» ταίριασμα: ενάμιση τόνο κάτω από το διαπασών (πάτημα Ρε ακούγεται Σι). Δεν μπορώ να καταλάβω αν η ψιλή του βιολιού είναι σε 4η ή σε 5η από τη δεύτερη.
Εδώ πάλι, ο Φραγκίσκος παίζει με τσαμπούνα που το υποτιθέμενο Λα της είναι στο Σι μπεμόλ, και το λαούτο τον συνοδεύει με πατήματα Ρε, δηλ. κουρδισμένο 2 τόνους κάτω (και όχι 1 ημιτόνιο απάνω με πατήματα Λα, όπως θα θεωρούσα πιο αναμενόμενο). Ο λαουτιέρης παίζει ακριβώς όπως θα έπαιζε ένας Καρπάθιος που συνοδεύει τσαμπούνα, παρόλο που στην Κάρπαθο τα λαούτα υποτίθεται ότι έχουν κρητικό ταίριασμα, που ονομαστικά είναι μια τέταρτη πιο κάτω από τα νησιώτικα. Με άλλα λόγια, ο λαουτιέρης του Φραγκίσκου κουρδίζει σαν να θεωρεί ότι η τσαμπούνα παίζει σ’ ένα πολύ χαμηλό Ρε κι όχι σ’ ένα λίγο ψηλό Λα. Πρέπει να πω από προσωπική εμπειρία ότι για να συνοδεψει ένα λαούτο την τσαμπούνα, το κούρδισμα Μι-Λα-Ρε-Σολ (κρητικό), παίρνοντας ως «Λα» την τονική της τσαμπούνας (που συνήθως είναι γύρω στο Σι, Σι μπεμόλ, μπορεί και Ντο) βολεύει πολύ καλύτερα παρά το Λα-Ρε-Σολ-Ντο (νησιώτικο).
Συμπέρασμα: μήπως το «νησιώτικο ταίριασμα = τάδε, κρητικό = τάδε, στεριανό = τάδε» δεν είναι παρά ένας αστικός μύθος;
Μου τη δίνει λίγο αυτό. Οι τραγουδιστές των παλιών ηχογραφήσεων την ιδρώναν τη φανέλα. Οι τωρινοί παραχωρούν αυτό το προνόμιο στους οργανοπαίχτες. Και τουλάχιστον για τα νησιά, όπου η μουσική στηρίζεται κυρίως στα έγχορδα, αυτή η τάση σε συνδυασμό με τη χρήση απόλυτου κουρδίσματος έχει οδηγήσει σε ουσιαστική αλλοίωση της μουσικής: το βιολί κάπως θα την παλέψει και στους άβολους τόνους, ενδεχομένως όμως θυσιάζοντας κάποια μικροδιαστήματα (και κατά συνέπεια όλα τα μικροδιαστήματα), το δε λαούτο αν δεν μπορεί να παίξει «ανοιχτά» δεν έχει άλλη λύση παρά να παίζει σαν κιθάρα. Τείνω να πειστώ ότι αυτός είναι ένας βασικός λόγος που τα λαούτα σήμερα παίζουν όλο με συγχορδίες και μπασογραμμές, και όχι τόσο ο θρυλούμενος πιθηκισμός της δυτικής μυσικής.