Νέαρχος Γεωργιάδης

Δυστυχώς, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, την περασμένη Πέμπτη, σε ηλικία 69 χρόνων, ο πολυγραφότατος συγγραφέας, ερευνητής μουσικολόγος, μελετητής του ρεμπέτικου, Νέαρχος Γεωργιάδης και κηδεύτηκε στην πατρίδα του την Κύπρο, όπου διέμενε.
Ο Ν. Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Μόρφου της Κύπρου.
Σπούδασε Νομικά και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Φωτεινού - Κατράκη.
Ίδρυσε τον «Όμιλο Φίλων Λαϊκού Τραγουδιού» -, που ήταν η πρώτη θεσμική ομάδα έρευνας, συλλογής, μελέτης και προβολής του Λαϊκού Τραγουδιού - το 1965.
Ήταν από τους πρώτους που προσέγγισε το Μάρκο Βαμβακάρη δημιουργώντας εκείνη την περίφημη “ομάδα των φοιτητών του” όπως με συγκίνηση και καμάρι έλεγε ο Μάρκος και συνέβαλε αποφασιστικά στη δεύτερη καριέρα του Μάρκου και στο να γνωρίσει η νέα γενιά πραγματικά και να αγαπήσει το ρεμπέτικο.
Ανιδιοτελής, απλός, προσιτός άνθρωπος άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο λαϊκό μας τραγούδι.

Εμείς εδώ στο ρεμπέτικο φόρουμ τον γνωρίσαμε μέσα από την αρθρογραφία του στην “Κλίκα” όπως και από τα βιβλία του γύρω από το λαϊκό μας τραγούδι,
«Ρεμπέτικο και πολιτική» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1993),
«Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη» (Κρατικό Βραβείο Κύπρου - «Σύγχρονη Εποχή», 1996),
«Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης» («Σύγχρονη Εποχή» 1999),
«Το φαινόμενο Τσιτσάνης» (Κρατικό Βραβείο Κύπρου - «Σύγχρονη Εποχή», 2001),
«Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι» («Σύγχρονη Εποχή», 2003),
«Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα - Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω» («Σύγχρονη Εποχή», 2006), «Κώστας Παπαδόπουλος - Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού» («Σύγχρονη Εποχή», 2007),
“Ρένα Στάμου”, Ν. Γεωργιάδης - Τ. Ραχματουλίνα («Σύγχρονη Εποχή», 2009)

Άλλα του έργα είναι: «Ο Μύστης κι ο Ηγέτης» (διηγήματα) 1975, «Διηγήματα φαντασίας», 1980 (Κρατικό Βραβείο Κύπρου), «Ο αναλγητήρ» (διηγήματα) 1982.

Από το 1973 μέχρι το 1999 εργάστηκε ως σκηνοθέτης και παραγωγός τηλεόρασης στο Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου.
Από το 1999 εργαζόταν ως μουσικός παραγωγός στο ραδιοσταθμό «Αστρα» στην Κύπρο.

Εκφράζουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
Άνθρωποι όπως ο Νέαρχος δεν ξεχνιούνται, όσα χρόνια και να περάσουν.
Αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο διάβα της ζωής τους!

1 «Μου αρέσει»

Δεν τον γνώρισα παρά μόνο μέσα από τα βιβλία του που, ευτυχώς, θα μείνουν για πάντα να μας τον θυμίζουν. Οι μνήμες των ανθρώπων που μόνο θετικά πρόσφεραν στη ζωή τους, δεν σβήνουν.

Από ένα αφιέρωμα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, (Ρ.Ι.Κ.) με το Νέαρχο που μιλά για το λαϊκό τραγούδι:

[b]Μέρος 1ο.[/b]
[b]Μέρος 2ο.[/b]
[b]Μέρος 3ο.[/b]
[b]Μέρος 4ο, για το Μάρκο.[/b]

Καλό του ταξίδι!!! Πρόσφερε πολλά στο λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι!!!

Για όποιον άκουσε εκπομπές του είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που αντλούσε πληροφορίες από τους καλεσμένους, ή ακόμα και από ακροατές που τηλεφωνούσαν για αφιερώσεις. Το γεγονός ότι δε σνόμπαρε τη νεότερη λαϊκή μουσική (Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο κλπ) βοηθούσε να έχει μια πολύ καλή σχέση με μεγάλο φάσμα ακροατών.

Αιωνία σου η μνήμη Νέαρχε.

Eλαφρυ το χωμα ,σε ευχαριστουμε για την προσφορα σου Νέαρχε.

Καλό ταξίδι,καλή ανάπαυση…

Ο Νέαρχος Γεωργιάδης πέρα από τη μέγιστη συμβολή που είχε μαζί με την παρέα των νεαρών της δεκαετίας του '60 στην επαναφορά του Μάρκου και γενικότερα του ρεμπέτικου στο προσκήνιο θα μας αφήσει και μια σειρά αξιόλογων βιβλίων για το λαϊκό τραγούδι. Έπιμέρους ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος ιδίως-νομίζω-για το βιβλίο Ρεμπέτικο και Πολιτική, όπου αναζητούνται πολιτικές προεκτάσεις κι εκεί που είναι ανύπαρκτες. Όμως στα βιβλία του υπαρχουν και πολλές πρωτότυπες ιδέες και ερμηνείες για την προϊστορία του ρεμπέτικου, τις καταβολές της λαϊκής στιχουργικής και του τσιτσανικού έργου, που αποτελούν στέρεο θεμέλιο για γόνιμο προβληματισμό, ενώ θα επιμεληθεί και τις αυτοβιογραφικές καταγραφές τριών σημαντικών δημιουργών και ερμηνευτών.
Όλα αυτά αναμφίβολα τον καθιστούν έναν από τους σημαντικούς μελετητές του λαϊκού τραγοδιού.

Πάνω σ’ αυτό, για πες μας κάτι παραπάνω! Ποιοί είναι οι τρεις δημιουργοί και ερμηνευτές, των οποίων ο Γ. επιμελήθηκε τις αυτοβιογραφίες;

Βέβαια, Νίκο, στον Παναγιώτη απευθύνεσαι, αλλά θα απαντούσα ότι μία από τις αυτοβιογραφίες που επιμελήθηκε ο Ν. Γ. είναι το βιβλίο του [b]Για τη Ρένα Στάμου.[/b]

Επίσης, ως αυτοβιογραφία θα θεωρούσα και το «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι», όπως και το
«Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα - Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω»

Επίσης το βιβλίο Κώστας Παπαδόπουλος-Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού, το οποίο έχει τη μορφή συνέντευξης, αποτελεί ουσιαστικά αυτοβιογραφία του Παπαδόπυλου, ενώ σε αυτοβιογραφικές διηγήσεις της Ρένας Στάμου στηρίζεται και το Ρένα Στάμου, μια εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου, το οποίο όμως περιλαμβάνει και μεγάλο αριθμό σελίδων με σχόλια και πληροφορίες από τους Ν. Γεωργιάδη και Τ. Ραχματουλίνα.

Πριν ρωτήσω, έψαξα βέβαια τη βιβλιογραφία. Κανένα από τα βιβλία που έγραψε ή επιμελήθηκε ο Ν. Γ. δεν έχει τον προσδιορισμό “Αυτοβιογραφία” στον τίτλο του.

Δεν πρόκειται για αυτοβιογραφίες με τη στενή έννοια του όρου, όπως του Μάρκου ή του Γενίτσαρη, που επιμελήθηκε ο Γκώντλεντ, έχουμε όμως αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, που καταγράφει και ενίοτε σχολιάζει ο Ν. Γεωργιάδης.

Ένα κείμενο για το Νέαρχο Γεωργιάδη, από τη συνεργάτιδά του, Τατιάνα Ραχματουλίνα. (*)

ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ – Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΉ» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
Έφυγε στα 68 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς

Το γράφω αυτό και ένα αλλόκοτο συναίσθημα με διακατέχει. Είναι τόσο εξωπραγματικό να γράφω για το Νέαρχο σε παρελθόντα χρόνο, είναι τόσο αταίριαστος, τόσο ασύμβατος ο θάνατος με την προσωπικότητά του.
Πολύ πριν τον χάσουμε, σκεφτόμουν πολλές φορές να έγραφα γιʼ αυτόν, κι ενώ η στενή συνεργασία και η φιλία μας μετρούσε πάρα πολλά χρόνια, ξαφνικά διαπίστωνα ότι ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, δεν ήξερα τι να γράψω, πώς να προσεγγίσω την προσωπικότητα και το έργο του. Ήταν τόσο «πολύ» σε όλα! Πολυμαθής, πολύπλευρος, πολύπλοκος, πολυεπίπεδος, πολυσχιδής… Πώς προσεγγίζεις έναν τέτοιο άνθρωπο!
Ο Νέαρχος μελετούσε κι έγραφε διαρκώς, στο μυαλό του υπήρχε μια αέναη αναζήτηση του καινούργιου, του πρωτοποριακού. Κάποτε, σε μια συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα είχε πει για την Κύπρο ότι «είναι μια χώρα με πολύ υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά δυστυχώς αυτή η κεφαλή είναι κενή από ιδέες και δημιουργικότητα». Στο δικό του κεφάλι, αντιθέτως, οι ιδέες συνωστίζονταν, η μια πιο ρηξικέλευθη απʼ την άλλη. Κι αυτό γινόταν πάντα. Από το σχολείο ακόμα. Δυο εφηβικά ποιήματά του ξαφνιάζουν σήμερα με τη φρεσκάδα και την ωριμότητά τους.
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστός ως μελετητής και συγγραφέας του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων ή “ρεμπέτικου”, όπως είναι η εμπορική και τουριστική ονομασία του είδους. Στην Κύπρο - περισσότερο ως συλλέκτης, ερευνητής και μουσικός παραγωγός του λαϊκού τραγουδιού. Όμως πολύ πριν εμφανιστεί στα γράμματα με αυτή την ιδιότητα, είχε εκδώσει στην Κύπρο τρεις συλλογές διηγημάτων φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας, που μάλιστα η μία βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο. Παράλληλα, στα 26 χρόνια που εργάστηκε ως σκηνοθέτης στην κρατική τηλεόραση, γύρισε άρτια ντοκιμαντέρ, που κάποια μένουν μέχρι σήμερα στη μνήμη κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που προβλήθηκαν. Επίσης ανέπτυξε κοινωνική δράση ιδρύοντας σωματεία και ομίλους, εκδίδοντας λογοτεχνικό περιοδικό, κάνοντας διαλέξεις, γράφοντας κριτική τηλεόρασης και λογοτεχνίας, διοργανώνοντας συνέδρια και εκδηλώσεις τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα και τόσα άλλα. Η πνευματική δραστηριότητά του κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.
Τέλη του 1992, σε κάποιο ταξίδι μου στην Αθήνα, πήρα μαζί μου ένα αντίγραφο του «Ρεμπέτικο και Πολιτική» που ήταν τελειωμένο εδώ και καιρό, αλλά που ο Νέαρχος δίσταζε να το στείλει ο ίδιος στην Αθήνα σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Ίσως να φοβόταν ότι μπορούσε να το απορρίψουν. Το κράταγε στο συρτάρι του. Εγώ πίστευα πολύ σʼ αυτό το βιβλίο, θεωρούσα ότι ανέτρεπε εκ βάθρων την εντύπωση που επικρατούσε ως τότε για τους λαϊκούς συνθέτες και τα τραγούδια τους, που οι μελετητές λίγο πολύ θεωρούσαν τους μεν συνθέτες χασικλήδες και λούμπεν προλεταριάτο, τα δε τραγούδια τους τραγούδια της φυλακής και του υπόκοσμου γενικά. Το πήρα λοιπόν μαζί μου, χωρίς να το γνωρίζει ο συγγραφέας, και η διαίσθησή μου με οδήγησε στη “Σύγχρονη Εποχή”. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1993 και από τότε όλα του τα βιβλία, οκτώ συνολικά, τα εξέδωσε η “Σύγχρονη Εποχή”. Τελευταίο, το 2009, ήταν η βιογραφία της Ρένας Στάμου που το γράψαμε μαζί, με τον τίτλο «Ρένα Στάμου – Μια εγκυκλοπαίδεια του Ρεμπέτικου».
Τα τελευταία χρόνια μελετούσε πλήθος ταινιών γουέστερν και βιβλίων για τις ΗΠΑ και κρατούσε σημειώσεις για να γράψει την «Ιστορία των ΗΠΑ μέσα από το γουέστερν». Ταυτόχρονα διάβαζε πολύ και συνέλεγε υλικό για την Κωνσταντινούπολη και είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα παρακολουθούσε την πολιτική και οικονομική επικαιρότητα και έγραφε διηγήματα και άρθρα, που κάποια δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Πολίτης». Όμως έχει αφήσει πλήθος διηγήματα που είτε δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ είτε δεν εκδόθηκαν σε βιβλίο. Το βιβλίο του για τον Καρυωτάκη βρίσκεται στα συρτάρια της “Σύγχρονης Εποχής” εδώ και τρία χρόνια. Το πρόλαβε η οικονομική κρίση. Όσοι το διάβασαν σε ηλεκτρονική μορφή είπαν ότι διαβάζεται «απνευστί»! Ο συγγραφέας, μέσα από τα ποιήματα, τη ζωή και την προσωπικότητα του Καρυωτάκη, λύνει τους γρίφους που υπάρχουν στην επιστολή που έγραψε ο ποιητής λίγο προτού αυτοκτονήσει. Ο Νέαρχος ήταν περήφανος που κατάφερε να λύσει το αίνιγμα της αυτοκτονίας του αγαπημένου του ποιητή. Και είναι αλήθεια ότι παρασύρει αβίαστα τον αναγνώστη, οδηγώντας τον στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που διαβάζεται σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα.

Επίσημη αιτία του θανάτου του, στις 31 Ιουλίου, ήταν οι κλειστές του αρτηρίες. Όμως αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς μελαγχολίας και κατάθλιψης και όχι η πραγματική αιτία. Και οι αιτίες ήταν τουλάχιστον μερικές.
Ο Νέαρχος αγαπούσε πολύ την κατεχόμενη σήμερα κωμόπολή του, τη Μόρφου. Αλλά δεν την αγαπούσε με τον τρόπο που εμείς συνήθως αγαπάμε και νοσταλγούμε τα μέρη μας. Η Μόρφου δεν ήταν απλώς ο τόπος του, η Μόρφου συμβόλιζε γι’ αυτόν κυρίως τα πρώτα του όνειρα, τους ρεμβασμούς του στις βόλτες του με το ποδήλατο, την αθωότητά του, τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, είχε γίνει γι’ αυτόν κάτι το ιδεώδες, το άπιαστο, το μάταιο τελικά, σαν τη νιότη του που όλο και ξεμάκραινε, που όλο και ξεθώριαζε… Μέχρι πριν 2-3 χρόνια πίστευε ότι η Μόρφου θα επιστρεφόταν στους κατοίκους της, ύστερα, βλέποντας τα παιχνίδια της πολιτικής, κατάλαβε ότι δεν έπρεπε πλέον να ελπίζει. Σʼ ένα αδημοσίευτο διήγημά του, “Ο άνθρωπος στη σκοπιά”, γραμμένο δύο χρόνια πριν, είναι διάχυτος ο θάνατος της ελπίδας, είναι η βουβή κραυγή της ψυχής του. Ουσιαστικά είχε αρχίσει να κυριεύεται απ’ την αίσθηση της ματαιότητας. Το λέει μέσα στο διήγημα καθαρά - ότι «υπάρχουν ευαίσθητοι άνθρωποι που όσο περνά ο καιρός υποφέρουν ολοένα και περισσότερο από τα τραύματα του πολέμου. Τους κυριεύει μια αίσθηση ματαιότητας. Νομίζουν ότι η ζωή και η κοινωνία αντί να προχωρά μπροστά πηγαίνει προς τα πίσω και δεν έχουν πολλή όρεξη για να ζήσουν.» Και στην τελευταία παράγραφο περιγράφει το δικό του θάνατο, που ήρθε δύο χρόνια αργότερα, με τη διαφορά ότι ο ίδιος δεν πέθανε στη σκοπιά, όπως ο ήρωάς του, αλλά στο σπίτι του, στην αγκαλιά της γυναίκας του…
Το δεύτερο που τον πίκραινε ήταν που προσπαθούσε να μας ταρακουνήσει, όσους θεωρούσε ανθρώπους του πνεύματος, να οργανωθούμε ενάντια στο διεφθαρμένο σύστημα, στις χρεοκοπημένες ιδεολογίες, να μπούμε μπροστά με νέες ιδέες, με νέα δύναμη. Δυστυχώς συναντούσε την απάθεια ή τον σκεπτικισμό μας. Κανείς μας δεν τον ακολούθησε, τον αφήσαμε μόνο του…
Το τρίτο που τον βασάνιζε ήταν που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τα γερατειά, ως παρακμή του σώματος και του πνεύματος. Έβλεπε που έμπαινε όλο και πιο βαθιά σʼ αυτή την περίοδο της ζωής μας και μελαγχολούσε. Δεν ήθελε ποτέ να μιλάνε μπροστά του για αρρώστιες, για θανάτους, για λύπες, για ανθρώπους που κάποτε ήταν ακμαίοι και δημιουργικοί και τώρα αργοσβήνανε ανήμποροι και άπραγοι, καθώς βαδίζανε προς το τέλος . Δυσφορούσε και άλλαζε κουβέντα
Το τέταρτο, ο εξαναγκασμός του σε παραίτηση, πριν από 10 μήνες, από το ραδιοσταθμό όπου δούλευε τα τελευταία 13 χρόνια, του έδωσε και το τελειωτικό κτύπημα. Πολλές φορές με επιστολές του στο διοικητικό συμβούλιο του ραδιοσταθμού, όπου κατέθετε προσεγμένες προτάσεις και ιδέες για τη βελτίωση της ποιότητας και την αύξηση της ακροαματικότητας, είχε προσπαθήσει να προσφέρει την πείρα και τις γνώσεις του. Οι προτάσεις του όμως συναντούσαν μιαν αδιαφορία που έφτανε στα όρια της αλαζονείας. Είχε μια δίωρη καθημερινή εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι, που ήταν αληθινό σχολείο, γιατί πήγαινε πάντοτε προετοιμασμένος να μιλήσει όχι μόνο για τον συγκεκριμένο συνθέτη, τραγουδιστή, στιχουργό, αλλά και για την εποχή τους και για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες γράφτηκε το τραγούδι αυτό. Ήξερε τόσα πολλά και ήθελε πάντα να μεταδίδει τις γνώσεις και την αγάπη του. Ποτέ του δεν δούλεψε χωρίς μεράκι, χωρίς ενθουσιασμό. Ποτέ του δεν έκανε διακοπές, Κυριακές, γιορτές πάντα δούλευε, γιατί αγαπούσε με πάθος αυτό που έκανε, ό,τι κι αν έκανε…

Είχα να τον δω ένα μήνα και τον είδα πέντε μέρες πριν φύγει. Αυτό που πρόσεξα ήταν ότι στα μάτια του είχε χαθεί η φλόγα, εκείνο το φως που τα φώτιζε πάντα και που μαρτυρούσε το ενδιαφέρον του για τη ζωή.
Ο Νέαρχος πέθανε, γιατί μέσα του είχε πεθάνει η κινητήριος, η ζωογόνος δύναμή του – ο Ενθουσιασμός και η Ελπίδα…

				18 Αυγούστου 2013

(* ) Το κείμενο αυτό το στέλνει για το www.rembetiko.gr η αγαπητή μας Τάνια και την ευχαριστούμε πολύ.

1 «Μου αρέσει»

Όντας ακροατής του συγκεκριμένου σταθμού μέσω διαδικτύου νομίζω αυτό είναι λιγάκι άδικο, υπό τις περιστάσεις και μόνο το ότι εξακολουθεί να λειτουργεί ο σταθμός είναι κατόρθωμα, και διατηρεί ένα σημαντικό επίπεδο για τα δεδομένα του κυπριακού ιδιωτικού ραδιοφώνου. Δεν αμφιβάλλω όμως για την γενικότερη απογοήτευση του Νέαρχου από τις εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα.

Θυμάμαι ένα διήγημα του για τον μορφίτη παλαιστή Αβράμη από σχολικό ανθολόγιο.

Ο καλός φίλος Αριστομένης (Μένιος) Καλυβιώτης, γνωστός συλλέκτης και ερευνητής, με παρακάλεσε να δημοσιεύσω ένα κείμενο που έγραψε στη μνήμη του Νέαρχου Γεωργιάδη. Το δημοσιεύω με μεγάλη χαρά και ευχαριστώ το φίλο Μένιο για τη συμβολή του στην τίμηση της μνήμης του Νέαρχου.

Σημείωση: Με τον Αριστομένη Καλυβιώτη μπορείτε να επικοινωνείτε απευθείας στη διεύθυνση [EMAIL=“menikali@gmail.com”]menikali@gmail.com

[/EMAIL] ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (1944-2013)
Μία «βιβλική» μορφή στον χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού

Πριν λίγες μέρες «έφυγε» από κοντά μας ο Νέαρχος Γεωργιάδης. Γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1944 στη Μόρφου, στο κατεχόμενο σήμερα κομμάτι της Κύπρου. Πέθανε στη Λευκωσία στις 31 Ιουλίου 2013. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ήρθε στην Ελλάδα και γράφτηκε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ταυτόχρονα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στη σχολή Φωτεινού – Κατράκη. Πνεύμα ζωηρό κα ασύχαστο, άρχισε από τότε να ασχολείται με την έρευνα και μελέτη των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ταυτόχρονα ανέπτυξε πολιτική δραστηριότητα και εντάχτηκε στη Νεολαία Λαμπράκη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά την 21η Απριλίου να μπει στο στόχαστρο της Ασφάλειας. Αναγκάστηκε τελικά, μόλις πήρε το πτυχίο του, να επιστρέψει στην Κύπρο. Από το 1973 μέχρι το 1999 εργάστηκε ως σκηνοθέτης και παραγωγός τηλεόρασης στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Από το 1999 μέχρι το 2012 εργάστηκε ως μουσικός παραγωγός στον ραδιοφωνικό σταθμό «Άστρα» στη Λευκωσία, όπου είχε μία καθημερινή δίωρη εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι. Ανέπτυξε πολυδιάστατη δραστηριότητα εκδίδοντας λογοτεχνικό περιοδικό, κάνοντας διαλέξεις, διοργανώνοντας συνέδρια και εκδηλώσεις και συμμετέχοντας ενεργά σε συλλόγους. Επίσης, για σειρά ετών έγραφε κριτική λογοτεχνίας και τηλεόρασης στον ημερήσιο και περιοδικό κυπριακό Τύπο. Ήταν πολυγραφότατος. Έγραψε και εξέδωσε, 3 συλλογές διηγημάτων και 8 συνολικά βιβλία για τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια, με πρώτο το «Ρεμπέτικο και πολιτική» το 1993. Κατάλογός τους επισυνάπτεται στο τέλος. Πήρε μέρος σε πολλά συνέδρια και έδωσε δεκάδες διαλέξεις σε Κύπρο, Ελλάδα, Μελβούρνη και Μόσχα για το «Λαϊκό Τραγούδι των πόλεων», όπως το αποκαλούσε, (μέρος του οποίου θεωρούσε ότι είναι τα ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1930), τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφούσε στο διαδικτυακό περιοδικό για το λαϊκό τραγούδι «Kλίκα». Κάποιες απʼ τις απόψεις που είχε διατυπώσει αμφισβητήθηκαν. Δυστυχώς, δεν μπορεί πλέον ο ίδιος να απαντήσει και να αντιπαραθέσει τυχόν νέες θέσεις του. Οι ιστορικοί του μέλλοντος, όταν κάποτε τελειώσουν οι διχογνωμίες σχετικά με τα ρεμπέτικα, θα κρίνουν συνολικά το έργο του και θα τον τοποθετήσουν στην θέση που του αξίζει. Εκείνο όμως που δεν μπορεί να του αμφισβητήσει κανένας, είναι ότι υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους (αν όχι ο πρωτοπόρος) στην έρευνα για τα ρεμπέτικα. Είναι αυτός που «ανακάλυψε» τον ξεχασμένο Μάρκο Βαμβακάρη, και στην συνέχεια άρχισε να του παίρνει συνεντεύξεις που τελικά κατέληξαν να εκδοθούν από την Αγγέλα Κάιλ στην «Αυτοβιογραφία» του. Ίδρυσε το 1965 τον «Όμιλο Φίλων του Λαϊκού Τραγουδιού» που ήταν η πρώτη θεσμική ομάδα έρευνας, συλλογής, μελέτης και προβολής του λαϊκού τραγουδιού. Ο «Όμιλος» αυτός οργάνωσε την πρώτη συναυλία του Μάρκου, στην αίθουσα της Παγκρήτιας Ένωσης Σπουδαστών το 1966. Όλες τις αναμνήσεις από τη γνωριμία του με τον Μάρκο, τις συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα». Ο Νέαρχος υπήρξε ένας καλός φίλος. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα γράψω νεκρολογία του. Μεγαλόκαρδος, γεμάτος ζωή, πάντα χαμογελαστός και ευχάριστος, όταν βρισκόμασταν, δεν σταματούσε να μιλάει αλλά και να απαντάει σε ερωτήσεις. Βασικά η κουβέντα μας περιστρέφονταν γύρω από τον Μάρκο και τον ρόλο του στην νεοελληνική μουσική. Στο προαναφερθέν βιβλίο του για τον Μάρκο έγραψε: «Όπως ο Ηρακλής άλλαξε την κοίτη του Αχελώου ποταμού, έτσι και ο Μάρκος Βαμβακάρης άλλαξε την κοίτη και την ροή του ελληνικού τραγουδιού στο σύνολό του». Σʼ αυτό το θέμα είμαστε πάντα απόλυτα σύμφωνοι. Μου είπε ότι δεν μετάνιωσε που έδωσε στην Αγγέλα Κάιλ το υλικό που είχε συλλέξει για τον Μάρκο, γιατί αν το κρατούσε και το είχε πάρει μαζί του στην Κύπρο, θα είχε χαθεί το 1974 κατά την τουρκική εισβολή. Στο βιβλίο του για τον Μάρκο αναφέρει ένα περιστατικό που συνέβη γύρω στο 1970 και που είχε σαν αποτέλεσμα να ψυχραθούν οι σχέσεις τους και να σταματήσει τον επισκέπτεται. Συγκεκριμένα, το ότι «κρύφτηκε» από τον Μάρκο και δεν του έδωσε τις ηχογραφήσεις των παλιών τραγουδιών του, για να ξανακυκλοφορήσουν σε νέες εκτελέσεις. Παρʼ όλο που στο βιβλίο του δικαιολογεί εκείνη την απόφασή του, μου εκμυστηρεύτηκε ότι τελικά είχε μετανιώσει: «Γιατί αν είχε ευοδωθεί εκείνο το εγχείρημα, θα είχαμε σήμερα μία ωραία σειρά δεύτερων εκτελέσεων τραγουδιών του Μάρκου, που θα έπαιζε ο ίδιος μπουζούκι και θα τραγουδούσαν τα παιδιά του», μου είπε επί λέξει. Σε άλλη κουβέντα μας, ανέφερε ότι, ψάχνοντας πάλι τη σημασία της λέξεως ρεμπέτης, «ανακάλυψε» μία πολύ ενδιαφέρουσα φράση σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1897 στο περιοδικό «Θρακική Επετηρίς» της Κωνσταντινούπολης. Το σχετικό άρθρο εξιστορεί τις αναμνήσεις ενός λόγιου Κωνσταντινουπολίτη από το πανηγύρι της Σηλυβρίας του 1895. Αφορά ένα διάλογο δυο γυναικών, που βρίσκονταν καθʼ οδόν για το πανηγύρι και η μία καλεί την άλλη να λύσει τον κορσέ της: «Αυτό είναι, μάτια μου, παναΰρι ρεμπέτα· όλα λυμένα…». Με παρακάλεσε όμως να μην το δημοσιεύσω γιατί ερευνούσε ακόμα το θέμα, είχε βρει επιπλέον στοιχεία και θα το ανακοίνωνε ο ίδιος. Δεν νομίζω όμως να πρόλαβε να κάνει κάποια σχετική ανακοίνωση ή δημοσίευση. Κάποτε μου έδειξε μία σπάνιας κατασκευής κυπριακή φλογέρα ντυμένη με δέρμα φιδιού, που του είχε χαρίσει ένας Κύπριος βοσκός και λαϊκός ποιητής, ο Ατσίκος, όταν τον παρουσίασε στην τηλεόραση. Ζήτησα να παραγγείλει και μία για μένα, αλλά μου απάντησε ότι δεν ήταν δυνατόν, γιατί ο Ατσίκος είχε πλέον πεθάνει. Είδε την απογοήτευσή μου και μου χάρισε τη δική του! Παλιότερα, πάντα ήταν σίγουρος ότι θα λυθεί το Κυπριακό ζήτημα και θα μπορούσε να επιστρέψει στην αγαπημένη του πατρίδα, τη Μόρφου. Τον τελευταίο καιρό όμως, νομίζω ότι είχε χάσει την αισιοδοξία του γιʼ αυτό το θέμα. Αυτά τα λίγα για τον Νέαρχο. Όπως πολύ εύστοχα τον χαρακτήρισε κάποτε ένας κοινός φίλος, υπήρξε «βιβλικό» πρόσωπο στον χώρο της έρευνας του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η ιστορία θα κρίνει το έργο του.

   [b]ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ[/b]   

[ol]
[li] Ο Μύστης κι ο Ηγέτης, 1978 [/li][li] Διηγήματα φαντασίας, 1980 (Κρατικό Βραβείο Κύπρου) [/li][li] Ο αναλγητήρ και άλλα διηγήματα, 1982 [/li][li] Ρεμπέτικο και πολιτική, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1993 [/li][li] Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1996, (Κρατικό Βραβείο Κύπρου) [/li][li] Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1999 (Κρατικό Βραβείο Κύπρου) [/li][li] Το φαινόμενο Τσιτσάνης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001 (Κρατικό Βραβείο Κύπρου) [/li][li] *Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2003 [/li][li] Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα - Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2006 [/li][li] *Κώστας Παπαδόπουλος - Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007 [/li][li] *Ρένα Στάμου - Μια εγκυκλοπαίδεια του Ρεμπέτικου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009 [/li][/ol]
*Συνσυγγραφή με την Τάνια Ραχματούλινα

Φωτογραφία 1:

Ο Νέαρχος Γεωργιάδης (δεξιά) και ο Δημήτρης Ριζιώτης, σε αναμνηστική φωτογράφηση με τον Μάρκο, στο σπίτι του τελευταίου. Τη φωτογραφία (που είναι ένα από τα λίγα τεκμήρια των επαφών του Μάρκου με τους «φοιτητές»), τράβηξε ο Παναγιώτης Κουνάδης.

 Φωτογραφία 2: ![img163.jpg|680x457](upload://i2aYjrSpLKVNnRH2ehr5tEL7yW9.jpg)   Αναμνηστική φωτογράφηση στο Βʼ Συνέδριο για το ρεμπέτικο τραγούδι στη Νίκαια του Πειραιά το 1998. Από αριστερά: Μένιος Καλυβιώτης, Γιώργης Παπάζογλου, Νέαρχος Γεωργιάδης. Οι υπόλοιποι τρείς είναι ένα σουηδικό μουσικό σχήμα που έπαιζε ρεμπέτικα
1 «Μου αρέσει»

Μήπως γνωρίζει κάποιος πού μπορώ να βρω το βιβλίο του Ν. Γεωργιάδη “Ρεμπέτικο και πολιτική” ;

Στην Πολιτεία κλπ είναι εξαντλημένο

Σύγχρονη εποχή είναι πάντως ο εκδοτικός οίκος, αλλά μάλλον ούτε εκεί θα υπάρχει…

1 «Μου αρέσει»

Να ενημερώσω ότι έχεις π.μ.

1 «Μου αρέσει»