Κάποιες σκέψεις γιά το θέμα των τηλεοπτικών με αντικείμενο το ρεμπέτικο, προσπαθώντας να μαντέψω τι κρύβεται στο σκοτάδι πίσω από γκρίνια και δυσαρέσκειες. Eπιπλέον, γιατί έχω δουλέψει καμιά 20αριά χρόνια στην τηλεόραση και έχω δει τα πράγματα «από τη μέσα μεριά»…
Ας δούμε μερικά σημεία:
[ul]
[li] Υπάρχει μιά γενικότερη διάθεση αντιρρήσεων στην ”αναβάθμιση” του θεάματος – ρεμπέτικο με προβολές εικόνων, φωτισμούς δήθεν καλλιτεχνικούς, μέτριες προς το χλιαρό φωνές, μεγάλες ορχήστρες, δήθεν σκηνοθετικές τοποθετήσεις των μουσικών, ατμόσφαιρα club κτρ. (Δε διάβασα κανένα σχόλιο γιά τα (αχ…) γελοία καπέλλα που φοράνε άπαντες οι μουσικοί…) Αντικειμενικά, μιά και ο κόσμος του παγκόσμιου θεάματος τέτοιους δρόμους παίρνει ε, να μην ακολουθήσει και η Ελλαδίτσα; Αφού μάλιστα δε μπαίνουν στο τραπέζι κάποιες επαρκείς εναλλακτικές ιδέες, είναι λόγια πεταμένα στον αέρα. Και εναλλακτικές ιδέες δεν είναι βέβαια εκείνη η παλιότερη, η πρασινωπή, η μουχλιασμένη, μίζερη και αρπακολίστικη ατμόσφαιρα της σκηνοθετικής άποψης με τη σφραγίδα ΕΤ1…, ούτε βέβαια η «πανδαισία» φωτισμών άλλων προγραμμάτων, όπου οι καλεσμένοι «φαίνονται» να «διασκεδάζουν» κι εμείς τους παρακολουθούμε… [/li][/ul]
2. Τα υπερβολικά πολλά μπουζούκια, εμπνευσμένα από εκείνη τη
φωτογραφία που είχαν μαζευτεί όλες οι φίρμες του ρεμπέτικου, θέ-
λουν, δήθεν, να πουν κάτι αλλά δε λεν…
[ul]
[li]Το κύριο, κατ΄εμέ, και πλέον ευαίσθητο θέμα, το μπουζούκι…[/li][/ul] Πείτε μου, όχι σα παίκτες μπουζουκιού (που έχετε κάποιες ιδιαίτερες
μουσικές ευαισθησίες και ενδιαφέρον), αλλά σα κοινό. Αν ένα βράδυ
πάτε σ΄ένα μαγαζί και παίζει ο Μωραϊτης, ή ο Παπαδόπουλος, ή ο
Τρίγκας, ή ο Δημητριανάκης, ή,…ή…ή…, νιώθετε καμιά σημαντική δια-
φορά; Είναι όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, δεξιοτέχνες. Και; Τί άλλο;
Μάλλον είναι ο/η τραγουδιστής/τρια που κάνει τη διαφορά. Παλιά,
ήταν άλλο πράγμα. Αν αναφέρουμε τους τελευταίους, το να πήγαινες
ν’ ακούσεις τον Παπαϊωάννου, ή τη Μπέλλου, γιά να μην αναφέρω
παλιότερους/ες, ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν μόνο οτι είχαν μιά
ιστορία από πίσω τους, είχαν και μιά προσωπικότητα οι άνθρωποι.
Ο τελευταίος, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να ήταν ο Μπάμπης Γκολές,
με την έννοια ότι θύμιζε η φωνή του πολύ τους παλιούς.
Ένας άλλος σημερινός που, κατά τη γνώμη πάλι, είναι κάτι διαφορε-
τικό είναι ο Μυστακίδης, που κι αυτός παίζει μιά κιθάρα που θυμίζει
παλιούς μάστορες του είδους και σε παρηγορεί…
Αν πούμε γιά το παίξιμο του μπουζουκιού, χονδρικά και απ΄όσο έχω
καταλάβει και νιώσει, δυό ήταν αυτοί που έπαιζαν με δικό τους τρό-
πο. Εννοώ δικό τους, όχι δεξιοτεχνία. Ο Δελιάς που έπαιζε ιδιαίτερα
γλυκά, και ο Τσιτσάνης.
Άλλο είναι ότι βγαίνει κανείς να ξεσκάσει, να βρεθεί με φίλες/ους
να τα πουν και ν΄ακούσουν τη μουσική που αγαπάνε. Ελπίζω να συμ-
φωνείτε μαζί μου ότι, στα δάχτυλα του ενός χεριού (και αν...) μετρι-
ούνται αυτοί/ές που τραγουδούν ρεμπέτικα και είναι κάτι ιδιαίτερο.
Γιά να ξαναγυρίσω στα τηλεοπτικά, εκείνο που προσωπικά πιστεύω
είναι ότι τα πράγματα επαναλαμβάνονται μ΄ένα θλιβερό τρόπο και
με τη γνωστή «δραματοποίηση» της ... ασύλληπτης φτώχειας, αν τη
συγκρίνουμε με σημερινά δεδομένα» του ενός και τους άλλου ρεμπέτη
στη διάρκεια της παιδικής και νεανικής τους ηλικίας...
Έχετε ακούσει ένα σωρό φορές την ιστορία του ρεμπέτικου και τα
διάφορα βιβλιαράκια που κυκλοφορούν, την έχουν κι αυτά πει.
Άλλος ένας Φέρρης που διηγείται, δε προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτα.
Απλώς, επαναλαμβάνει, ξανακούμε τα ίδια και τα ίδια τραγούδια
και πάει. λέγοντας. Επιπλέον, υπάρχει πάντα και μιά άλλη ίδια
συνταγή. Ένα γρήγορο «ξεπέταγμα» της Μικρασιάτικης σχολής (με
κάποια κοπλιμέντα γιά τις ικανότητές του), γιά να φτάσουμε στα
χωρικά ύδατα της «επανάστασης», όπως λέει ο Φέρρης (και δεν είναι ο
μόνος), του Πειραιώτικου ρεμπέτικου.
Κάποτε θα πρέπει να ορίσουμε ποιά ήταν αυτή η επανάσταση.
[b]επανάσταση = [/b]εξέγερση μεγάλης μερίδας του λαού, συχνά βίαιη,
γιά την ανατροπή πολιτικού καθεστώτος μιάς χώρας, ή γιά την
απελευθέρωση από ξένο κατακτητή/2. σημαντική και απότομη
αλλαγή των καθιερωμένων ή βελτίωση σε κάποιον τομέα της αν-
θρώπινης δραστηριότητας/3. στάση, αποστασία, ανταρσία.
Προφανώς, μιλάμε γιά την εξήγηση [b]2.[/b]
Αλλαγή των καθιερωμένων. Δηλαδή, κατ΄εμέ, εκτοπισμός των
άλλων οργάνων και αντικατάστασή τους από τη μονοκρατορία
των μπουζουκομπαγλαμάδων. Και τί άλλο; Νέες ιδέες; Ποιές;
Ήταν όντως ένα βήμα παραπέρα, έτσι όπως έγινε; Συμφωνούμε
ότι το πέρασμα σε δυτικές κλίμακες ήταν μιά νικητήρια επανάστα-
ση;
Σ΄ένα απ΄τα σημαντικότερα κείμενα γιά το ρεμπέτικο, αυτό του
Nicholas G. Pappas, με τίτλο Concepts of Greekness: The Recorded
Music of Anatolian Greeks after 1922, διαβάζουμε :
«There has been a tendency to concentrate on the so-called
“Piraeus [i]rebetika[/i]», which are perceived by many to be the genuine
performances, the “[i]rebetika [/i]high» of Gail Holst and others. For them
the music of the Anatolian refugees was merely a pubescent version
of what was to follow, rather than music and cultural tradition in its
own right”.
Έτσι, μιάς και το θέμα πιάνεται συνεχώς απ΄την ίδια μεριά, ελλείψει ιδεών,
τραγουδιστές/τριες με προσωπικότητα δεν υπάρχουν, οι σκηνοθέτες είναι «άστα να πάνε», και ο ουσιαστικός λόγος λάμπει διά της απουσίας του,
μπορεί κανείς να καταλάβει πολύ καλά τη γκρίνια, τη δυσαρέσκεια την τυφλή λατρεία των παλιών και το φανατισμό στην ακρόαση των δίσκων όπου ο/η καθένας/μιά προβάλλει αυτό που θέλει και φαντασιώνεται…
Και, μην ανησυχείτε, μόλις επιβληθούν οι συσκευές virtual reality, θα μας «φτιάχνουν», καθώς θα διαλέγουμε ποιόν/άν απ΄τους παλιούς θέλουμε να συναντήσουμε face-to–face…