Λαϊκό τραγούδι και ουσίες

Καλώς σας βρίσκω εδώ πέρα, φίλους, γνωστούς και άγνωστους.
Είναι λίγες μέρες που κοιτάω «κρυφά» τις συζητήσεις σας γύρω από τα παρεμφερή θέματα και κεντρίστηκα να γράψω κι εγώ τη γνώμη μου.

Λοιπόν, είτε μας αρέσει είτε όχι, η σχέση ανθρώπων με ουσίες σαν το χασίς χάνεται στα βάθη του χρόνου σε ανατολή και δύση.
Αυτό από μόνο του δεν γεννά αυτονόητα συμπεράσματα για το σήμερα.
Οι συνθήκες στην κοινωνία της κατανάλωσης και της εμπορευματοποίησης είναι πολύ διαφορετικές από ό,τι στις «παραδοσιακές» κοινωνίες άλλων εποχών.

Διάβαζα κάποτε ένα βιβλίο για τις τελετές μύησης των σαμάνων σε κάποιες φυλές, όπου ο «μαθητευόμενος» μέχρι να κυριαρχήσει στη σχέση του εαυτού του με τις εσωτερικές δυνάμεις που αντιπάλευε (αν είναι σωστή αυτή η έκφραση) περνούσε παραληρηματικές κρίσεις, οι οποίες ωστόσο αποτελούσαν μέρος μιας καθορισμένης παραδοσιακά επαναλαμβανόμενης και έτσι «ελεγχόμενης» διαδικασίας, κάτω από το βλέμμα των παλιότερων που είχαν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις.

Αν υποθέσουμε κάποια αντιστοιχία με υλικά όπως το χασίς, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι σε μια κοινωνία απρόσωπης εμπορευματικής κατανάλωσης, μια κοινωνία του μαζικού λάιφστάιλ κλπ κλπ, κάποιες παρόμοιες κρίσεις θα θεωρούνταν απλά παρενέργειες που χρήζουν ψυχιατρικής αντιμετώπισης…

Διάβαζα επίσης κάπου κάποτε (πού άραγε;) ότι στην κλειστή «κοινωνία» των χασικλήδων σε κάποιο λιμάνι του αιγαίου (δε θυμάμαι το τοπωνύμιο), όταν ένας απʼ την παρέα των χασικλήδων κοκάλωνε, να το πω έτσι, τον ρίχνανε μόνο με μια βάρκα στʼ ανοιχτά του λιμανιού να τραβάει κουπί μέχρι να συνέλθει: Σʽ αυτό το παράδειγμα διατηρείται ακόμα η «παραδοσιακά ελεγχόμενη διαδικασία» που έγραψα παραπάνω, άσχετα βέβαια που έχουμε ήδη ξεφύγει από την περιοχή των σαμάνων κλπ κλπ.
Τέτοια διαδικασία όμως θα ήταν αδύνατο να ισχύσει, στην μοδάτη εκδοχή που η κατανάλωση του χασίς εξομοιώνεται με την κατανάλωση παγωτού, και το γράφω αυτό διότι έχω την αίσθηση ότι σε όλες τις σχετικές κουβέντες υποβόσκει μια τέτοια κατεύθυνση αντιπαλότητας.
Το ότι η «σύγχρονη» κοινωνία έχει την τάση οτιδήποτε να το «θεσμίζει» και εφόσον δεν «θεσμίζεται» να το απαγορεύει, δεν θα πει πως οτιδήποτε υπάρχει είναι δυνατόν να ενταχτεί σε αυτή τη διαζευκτικότητα, μα αυτή είναι μια άλλη διάσταση του θέματος και το πάει σε άλλους χώρους και πλαίσια.

Εν πάση περιπτώσει, μιλάμε για ένα τσιγάρο, αλλά ένα τσιγάρο, βαρύ, πολύ βαρύ, πάρα πολύ βαρύ.
Για κάποιους βέβαια είναι απλώς ένας «μπάφος», ένα «ευφορικό» κλπ κλπ, αλλά πιστεύω ότι οι ρεμπέτες που γράφανε τα σχετικά τραγούδια μάλλον θα γελάγανε αν κάποιος τους έλεγε ότι είναι σκέτα ένα «ευφορικό», νομίζω αυτό βγαίνει από τα τραγούδια τους: «ώρες με θρέφει ο λουλάς κι ώρες αδυνατάω, ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου δε μιλάω, γυρίζει ο νους μου εδώ κι εκεί κι όλος ο λογισμός μου,. κι αισθάνομαι πως μια στιγμή θαʼ ρθεί ο θάνατός μου» λέει ο Μάρκος. Η ευφορικότητα είναι μάλλον κάτι το διαφορετικό.

Τελικά το νόημα είναι η «κουβέντα με το χάρο», μάλλον, που θύμισε και κάποιος παραπάνω. Αυτοί που ξέρανε, ποτέ δεν το αντιμετώπησαν ανάλαφρα, ποτέ κατά βάθος δεν το κατηγόρησαν, η σχέση τους μαζί του υπήρξε και παρέμεινε «θρησκευτική» όσο θρησκευτική μπορεί να είναι κι η σχέση με το χάρο τον ίδιο: τον δεδομένο κι ανεπιθύμητο, τον φίλο κι εχθρό και κερατά και μπαμπέση ταυτόχρονα, και ζώσα ύπαρξη που ακολουθεί τον άνθρωπο σε κάθε του βήμα, κάτι σαν την ιστορία που σέρνει ο άνθρωπός πάνω στην πλάτη του και τον βαραίνει, η δική του η ανθρώπινη ιστορία…

Όσο για την ηρωίνη, και για τη θραύση που έκανε στις αρχές του 20ου αιώνα όπως έγραψε κάποιος, ας αναλογιστεί κανείς, ότι κι αυτή αποτελούσε ας πούμε «νέο φρούτο» σε ένα πλαίσιο δήθεν εξομοίωσης με τις ουσίες και τη μέθη γενικά, κι ότι η εμπειρική επίγνωση για την επίδρασή της είναι μάλλον ταυτόχρονη και ταυτόσημη με τα τραγούδια του Δελιά και του Γιοβάν Τσαούς… Επίσης, ότι η ηρωίνη πρωτοκυκλοφόρησε νόμιμα σαν θαυματουργό φάρμακο για πάσα νόσο και σαν θεραπευτικό υποκατάστατο (!) για τους μορφινομανείς, η δε μορφίνη σαν υποκατάστατο για τους οπιομανείς (!!!) κλπ κλπ, κι ότι βέβαια η διάδοση της τοξικομανίας αποτελούσε ήδη από τότε μέσο εξόντωσης των φτωχών μέσα στους χώρους της ζωή τους.
Πράγματι το θέμα είναι να πίνεις και να μη σε πίνει, αλλά το θέμα είναι ποια «ουσία» το επιτρέπει αυτό, έστω και σαν κόντρα μαζί της, και ποια ουσία «σε πίνει» θες δε θες μην αφήνοντάς σου περιθώρια επιλογής…

Σχετικά με το κυρίως θέμα αυτής της κουβέντας, νομίζω ότι το στίγμα του ρεμπέτικου τραγουδιού, της εποχής του στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και της κοινωνικής κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων που το γέννησαν και το αγκάλιασαν, το στίγμα λοιπόν σε σχέση με «ουσίες» και μη, δίνεται από τους στίχους του Βάρναλη στους μοιραίους: «Στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι…».
Κι από τους ίδιους στίχους, κάτι άμεσα συναρτημένο με «ουσίες», εκεί πού οι μοιραίοι αναρωτιούνται: «Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί, φταίει το κεφάλι το κακό μας, φταίει πρώτα απʼ όλα το κρασί». Λέτε να φταίει το κρασί πρώτα απʼ όλα, τελικά;

Ελπίζω ότι δεν βγήκα πολύ απʼ το θέμα, και να με συγχωράτε για την πολυλογία, ενδεχομένως…