Ήταν ένας εξαίσιος άνθρωπος.
Μοναδικός και αναντικατάστατος.
Απλός και κεφάτος όπως οι ρόλοι του.
Στις ταινίες
‘‘Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο’’ και
‘‘Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο’’,
ζήσαμε πολύ μαζί.
Σύμφωνα με το σενάριο,
τη λατέρνα έπρεπε να την κουβαλάω
εγώ στην πλάτη μου και πανάθεμά την
ζύγιζε 100 οκάδες.
Σημειώστε ότι
για να αρχίσει το γύρισμα
ξεκινάγαμε από τα μεσάνυχτα
και ύστερα από δύο
θεατρικές παραστάσεις.
Κοιμόμασταν λίγες ώρες,
έναν ύπνο της συμφοράς,
και στις έξι το πρωί στο πόδι,
σαν νεοσύλλεκτοι.
Έπρεπε
να δουλέψουμε τις πρωινές ώρες,
γιατί, κατακαλόκαιρο καθώς ήταν,
ο ήλιος γινόταν ανυπόφορος
και η λατέρνα πιο βαριά.
Τα γυρίσματα γινόταν
στον παλιό εθνικό δρόμο, στην Κάζα.
Καλοκαίρι,
και την κάθε σκηνή τη γυρίζαμε
πολλές φορές, πλάνο, πλάνο.
Και μέχρι ν’ αλλάξει
ο φωτισμός και η μηχανή
για να γυριστεί το επόμενο πλάνο,
περνούσαν δέκα λεπτά.
Ε, δε μπορούσα να είμαι ζαλωμένος
συνέχεια τη λατέρνα!
Και ο καημένος ο Βασίλης,
μόλις κάναμε διακοπή,
αμέσως να μου πάρει τη λατέρνα,
για να με ξεκουράσει.
Συχνά τον θυμάμαι και συγκινούμαι.
Δακρύζω καμιά φορά…
Μίμης Φωτόπουλος