Συμφωνώ απο την αρχή ως το τέλος με την τοποθέτηση του χρήστη δ.β.
νομίζω οτι κάνει χρήσιμες όσο και αυτονόητες επισημάνσεις και τελειώνει συνοψίζοντας το ερώτημα στο οποίο θα προσπαθήσω να απαντήσω.
Τώρα στο προκείμενο, βρίσκω πολύ εύστοχο το ερώτημα του Sdimis, για όποιον είναι διατεθειμένος να απαντήσει: με τις ‘παραδοσιακές’ κόντρες κατασκευάζονται όργανα σταθερά στο χρόνο και αν ναι με ποιο τρόπο.
Φυσικά και μπορούν να κατασκευαστούν μάνικα αποκλειστικά με συνδυασμούς ξύλων και να είναι λειτουργικά. Αναλύοντας κάπως τεχνικά το θέμα της κλασσικής κατασκευής του μάνικου με κόντρες θα χρειαστεί να θυμίσω δύο πασίγνωστες επιστημονικές διαπιστώσεις:
1η : Το ξύλο μεταβάλει τις διαστάσεις του δεσμεύοντας ή αποβάλλοντας υγρασία, στα πλαίσια των τιμών απο 0% (θεωρητική τιμή) έως του ποσοστού κορικής υγρασίας διαφορετικό για κάθε είδος ξύλου. Οι τιμές της υγρασίας που είναι πάνω απο τον βαθμό ινοκόρου δε μας απασχολούν εφόσον δεν επηρεάζουν διαστασιακά το ξύλο.
2η: Ο βαθμός της μεταβολής του ξύλινου όγκου απο την υγρασία είναι ευθέως ανάλογος της πυκνότητας του.
Έχοντας τα παραπάνω υπ’όψη και βλέποντας πολλά παλιά όργανα τείνω να συμπεράνω πως τα όργανα που φτιάχτηκαν απο τον πόλεμο και λίγο πριν ως και την δεκαετία του 50’ , στις ταστιέρες είχαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό άλλα ξύλα εκτός του εβένου. Είχαν συχνότερα ταστιέρες απο οξιά , πιπεριά , τριανταφυλλιά , παλίσανδρο μέχρι και λεγιοσάντο έχω συναντήσει(!!!) και φυσικά επικαλυμμένο βένγκεν. Το βένγκεν είναι είδος που διαθέτει πολύ μεγάλες βοθρίες , δομή που ευνοεί τη διαστασιακή σταθερότητα έναντι υγρασιακών μεταβολών.
Απο την εποχή που κυριαρχεί και τελικά καθιερώνεται ο έβενος ως ταστιέρα θα παρατηρήσουμε στατιστικά πως το σκεύρωμα και το αντισκεύρωμα αυξάνονται. Φυσικά υπάρχουν και εκείνες οι περιπτώσεις όπου όργανα με έβενο στην ταστιέρα και κόντρες στο μάνικο (κλασσικές κατασκευές ) έχουν διασωθεί στο χρόνο αλλά δε μπόρεσα να ελέγξω την σταθερότητά τους σε υγρασιακές μεταβολές.
Υποψιάζομαι πως τα παλαιότερα όργανα δηλαδή ως και εκείνα της εποχής του 50’ εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό υγιούς επιβίωσης της ταστιέρας τους, απ’ ότι τα μεταγενέστερα ένεκα της καθιέρωσης στις ταστιέρες ξύλων με παχιά κυτταρικά τοιχώματα (υψηλό ποσοστό ινοκόρου).
Με απλά λόγια εκτιμώ - χωρίς να είμαι σίγουρος γιατί δεν έχω αντικειμενικά στατιστικά στοιχεία- πως το γνωστό παλιό φτωχομπούζουκο με μάνικο φτιαγμένο απο ευπρόσιτα ξύλα έχει αποδειχθεί ανθεκτικότερο στο χρόνο.
Ο έβενος κατα την γνώμη μου καθιερώθηκε γιατί είναι αισθητικά ανώτερος και εμφανίζει πλεονεκτήματα στην αφή καθώς και ασύγκριτη αντοχή στην διάβρωση απο την τριβή των χορδών. Επίσης διαθέτει συνεκτικότητα που ευνοεί την αξιοποίηση των τάστων σαν σφήνες(οι τεχνικοί θα καταλάβουν ευκολότερα τι προσπαθώ να πω). Ας θυμηθούμε όμως πως η καθιέρωση του στην ταστιέρα των νυκτών είναι σχετικά πρόσφατη εξέλιξη ενώ αποτελεί κυρίαρχη επιλογή για τα άταστα τοξωτά.
Πχ οι ακουστικές κιθάρες παρότι έχουν μάνικα κοντύτερα (άρα μικρότερη ροπή) και με πολύ μεγαλύτερη έως πολλαπλάσια διάσταση των μπουζουκιών, (άρα επηρεάζονται δυσκολότερα απ’ότι ένα τρίχορδο) έχουν καθιερώσει την ρύθμιση μέσω της γνωστή βέργας αλουμινίου διπλής κατεύθυνσης απο το 1928 ,ακριβώς για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αστάθειας.
Οι κλασσικές κιθάρες κυρίως του 20ου αιώνα (γιατί οι παλαιότερες σπανιότερα είχαν έβενο) υιοθετούν μια τακτική όπου η ταστιέρα είναι ελαφρά σκεβρωμένη απο την αρχή της κατασκευής ειδικότερα στην περιοχή των μπάσων χορδών που έχουν και μεγαλύτερο εύρος ταλάντωσης.
Παρότι εφαρμόζεται συχνότατα αυτό το προληπτικό μέτρο δεν είναι σπάνιες οι φορές εκείνες που εμφανίζουν τρίξιμο σε κάποιες μεγάλες και παρατεταμένες υγρασίες.
Συνεχίζοντας για τον σύγχρονο έβενο καλό είναι να γνωρίζουμε πως η ποιότητα -άρα και η αξιοπιστία του - είναι πολύ διαφορετική εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης και σταδιακής εξάντλησης του ξύλου αυτού ως πρώτη ύλη. Έχω πληροφόρηση πως σχετικά σύντομα θα ενταχθεί στα CITES. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει πως άλλος ο έβενος του 2010 και άλλος ο έβενος 50 χρόνια πριν.
Τώρα για τις τεχνικές που εφαρμόζονται στις κλασσικές κατασκευές μάνικου με κόντρα δε μπορώ να γίνω πολύ αναλυτικός γιατί θα χρειαστούμε πολύ χώρο.
Επιγραμματικά αναφέρω μερικές :
Οι κόντρες καθώς και τα παράπλευρα ελαφρότερα ξύλα συγκολλιούνται με αντίθετή κατεύθυνση των νερών.
Στην επιφάνεια του μπράτσου που πρόκειται να κολληθεί η ταστιέρα κάποιοι τοποθετούν σφήνες ώστε να την κάνουν δύσκαμπτη προς την πλευρά του σκευρώματος.
Επίσης η τοποθέτηση ορισμένων τάστων κατά περισσότερο ή λιγότερο σφηνωτό τρόπο στην ταστιέρα συμβάλλει στην ακαμψία του αποτελέσματος.
Υπάρχουν και αρκετές άλλες τεχνικές που επιχειρούν να δώσουν ακαμψία στο παραδοσιακό μάνικο οι οποίες είναι δύσκολες στην περιγραφή τους από τον χώρο αυτό.
Συμπερασματικά όπως κανείς μπορεί να αντιληφθεί από τα προηγούμενα το κλασσικό μάνικο με τις κόντρες και έβενο στην ταστιέρα συνδυάζει είδη ξυλείας με πολύ διαφορετικές τιμές ινοκόρου και μετέρχεται τρόπους διατήρησης της ισορροπίας που την στιγμή της εφαρμογής τους εξασφαλίζουν το ζητούμενο του οποίου όμως σε κάποιαν άλλη παρατεταμένη υγρασία υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να αλλάξει. Μια τέτοια μεταβολή της επιπεδότητας του μάνικου μπορεί να μην είναι μεγάλη και έτσι να μην γίνει ενοχλητική ούτε καν αντιληπτή από τον παίχτη.
Ωστόσο είναι φυσικώς αδύνατον να μην συμβαίνει καθόλου ιδιαίτερα για όργανα που έχουν μακρύ και στενό μάνικο όπως το μπουζούκι . Εξ αιτίας του λόγου που μόλις ανέφερα , σε σύγκριση με την κιθάρα είναι περισσότερο ευεπίφορο σαν όργανο σε κάθε είδους αλλοίωση εξαιτίας της υγρασίας.
Είχα την σπάνια τύχη να κρατήσω στα χέρια μου ένα όργανο του Ζοζέφ που είχε φτιαχτεί για τον Βασίλη Τσιτσάνη και ανήκε την περίοδο που το συνάντησα στον αδερφό του Τσιτσάνη τον Κίτσο. Το όργανο αυτό σύμφωνα με τον ίδιο τον Ζοζέφ χρειαζόταν 2 ρυθμίσεις τον χρόνο. Σύμφωνα πάλι με την προφορική μαρτυρία του ίδιου του Ζοζέφ ο Ζαμπέτας δούλευε με δυο τουλάχιστον όργανα. Ένα για το κλίμα της Θεσσαλονίκης όπου και το είχε μόνιμα εκεί στις εποχές της δόξας του και ένα δεύτερο στην Αθήνα.
Η μέθοδος Neorion που εκτίθεται στο βίντεο δε φιλοδοξεί τίποτε περισσότερο απ’το να περιορίσει μέχρι εξαφανίσεως την τυχαιότητα που εμφανίζουν τα φυσικά υλικά εισάγοντας στην κατασκευή του μάνικου ένα υλικό ελαφρύ , άριστο αγωγό του ήχου και απόλυτα ανεπηρέαστο από υγρασία. Άλλωστε όλο και περισσότερο σπουδαίοι οργανοποιοί κιθάρας που κατασκευάζουν custom προϊόντα υιοθετούν αυτή τη λύση.
Κλείνοντας θέλω να διαβεβαιώσω πως υπολήπτομαι απεριόριστα τις παραδοσιακές τεχνικές αλλά ταυτόχρονα πιστεύω πως η τεχνολογία παρέχει τέτοια καινούργια μέσα στον οργανοποιό που είναι δυνατόν να εξελίξουν δημιουργικά την παράδοση, βελτιώνοντας την αυτό άλλωστε κατά την γνώμη μου σημαίνει ζωντανή παράδοση: κάτι που ζει και εξελίσσεται.