Η παρουσία του Μάρκου στην διάλεξη που έδωσε ο Χατζηδάκης, από την άποψη της επιστημονικής εξέτασης του περιεχομένου της, ουδεμία σημασία έχει. Όμως, ούτε και η επιστημονική εξέταση της διάλεξης έχει σημασία διότι, όπως είδαμε (π.χ. #5 και αλλού) είναι εντελώς αντεπιστημονική.
Εκείνο που έχει σημασία είναι να δούμε τις ανακρίβειες που περιέχονται εις αυτήν, όχι σαν ‘σφάλματα’, αλλά σαν σκόπιμες παραποιήσεις προς τον σκοπόν της κατασκευής μία ΙΔΕΑΣ για το τι είναι το ρεμπέτικο. Μόλις πάμε να το σκεφτούμε έτσι, αμέσως ορθώνεται απέναντί μας μία αντίρρηση:
“Καλά, και ‘ολόκληρος Μάρκος’ τί παρίστανε εκεί;” Δηλαδή, μήπως, ο Χατζηδάκης, αντί να πει “ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη”, έφερε ένα “μπάρμπα” ειλικρινέστατο υπονοώντας ότι:
“Εδώ είναι και ο ‘μπάρμπας’. Αν θέλετε ρωτήστε τον…
Καλά, εσείς δεν ρωτάτε… Αλλά αυτός δεν έχει στόμα να πεις τις αντιρρήσεις του εάν έχει;”
Κατόπιν αυτού, θα έπρεπε, κάποιος, να είναι …πολύ ‘τζαναμπέτης’ για να θέσει εν αμφιβόλω τα λεγόμενα του Χατζηδάκη.
Αλλά, και ‘τζαναμπέτης’ να είσαι (όπως ο υποφαινόμενος) δεν αρκεί… Διότι, πως “μάσησε” ο Μάρκος; Δηλαδή, επειδή άκουσε να παρομοιάζεται το ρεμπέτικο με “τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου” και άλλα ηχηρά παρόμοια, ‘κατάπιε’ μαζί με αυτά και όλα τα άλλα, τα “ζαβά” (για το χασάπικο) και τα “νωχελικά” (για το ζεϊμπέκικο);
Βεβαίως, ο Μάρκος, μπορεί να είπε:
“Εγώ κάνω την τσάρκα μου κι’ ας με καλαμπουρίσουν…” Αυτό όμως, θα σήμαινε ότι πήρε την διάλεξη το Χατζηδάκη στο ‘καλαμπούρι’. Χμμμ… Αμφότερα τα προηγούμενα φαίνονται απίθανα. Οπότε πρέπει να αναζητήσουμε άλλες πιο εύλογες εξηγήσεις, όπως:
Ο Μάρκος, “ζορίστηκε” ή, “τουμπαρίστηκε” ή, “τσίμπησε τη μανίτα” ή, “του 'ριξαν γεμάτο ζάρι … και δεν πήρε χαμπάρι”… και άλλα παρόμοια.
Όπως και να έγινε το πράγμα, κατά τις σχετικές (προ)συνεννοήσεις, ο Μάρκος, θα πρέπει να είχε απέναντί του ανθρώπους έμπειρους και ιδεολογικά συγκροτημένους:
Ας το δούμε όσο πιο απλά γίνεται:
Όταν ο Μάρκος ήταν 24χρονος, δεν έδιδε διαλέξεις αλλά έπειθε τον Μπάτη (κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό του και ψημένο μάγκα) να τον ‘ακολουθήσει’ εις αυτό που ξεκίνησε ή, ‘ανέλαβε’, σε σχέση με το λαϊκό τραγούδι… (παραλείπω οτιδήποτε σχετικό).
Μετά από είκοσι χρόνια εμπειρίας ο 44χρονος Μάρκος έχει (ας πούμε) ενώπιόν του ένα άλλο 24χρονο… ο οποίος συγχέει το μπουζούκι με το μαντολίνο, τον μπαγλαμά με την κρητική λύρα κτλ κτλ που είδαμε στα προηγούμενα. Και αυτός ο 24χρονος, ο Μάνος Χατζηδάκης, τον καλεί να συμμετάσχει εμπράκτως, σε μία διάλεξη που θα δώσει για το ρεμπέτικο.
Λοιπόν, ο επονομασθείς “πατριάρχης του ρεμπέτικου” δεν ρώτησε τον νεαρό;:
“Γιάάά… να δούμε, ρε καλόπαιδο, τί ξέρεις εσύ από αυτά και τι θα πεις;”
Ή μήπως το “καλόπαιδο” σκέφτηκε να ρωτήσει την γνώμη του “πατριάρχη” σχετικά με τις απόψεις που θα διατύπωνε στη διάλεξή του;;; -Ποσώς… Αλλά, κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να το είχε συμπεράνει, ευλόγως, ο καθείς από αυτούς που παρακολούθησαν την διάλεξη… Αυτός όμως, θα είχε αχθεί σε ένα συμπέρασμα απατηλό χωρίς να τον είχε απατήσει κανένας… εκτός από τον σκηνοθέτη εάν υπήρξε τοιούτος τις… Αυτός ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να είχε επαρκή ιδεολογική συγκρότηση και επαρκέστερη εάν δεν ήταν σκηνοθέτης. Εμ, βέβαια, εάν πρόκειται για κάποιον ή κάποιους οι οποίοι μιλώντας “μέσα απ’ την καρδιά τους”, έπεισαν τον Μάρκο να επικυρώσει δια την συμμετοχής του τα λεχθέντα υπό του Χατζηδάκη…
Οι διοργανωτές της διάλεξης μπορεί να τελούσαν υπό την εποπτεία ή/και τον έλεγχο του Χατζηδάκη. Μπορεί και το αντίστροφο… Ό,τι και από τα δύο να συνέβη ή, όποιος συνδυασμός, το κείμενο της διάλεξης δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν μίας παρομοίως ισχυρής ιδεολογικής συγκρότησης.
Αυτή είναι μία δεύτερη ένδειξη, η οποία έρχεται να προστεθεί εις την ένδειξη που απορρέει από την μετέπειτα συμπεριφορά του Χατζηδάκη, την σύμφωνη προς το πνεύμα της διάλεξης που είδαμε στο σχόλιο #45 και στο προηγούμενο…
Επομένως μία περισσότερο επισταμένη εξέταση της διάλεξης από την σκοπιά αυτή, την ιδεολογική, κρίνεται απαραίτητη.
Πράγματι:
Η διάλεξη παράγει την “ΙΔΕΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ”. Την ιδέα που περιγράφει ο Χατζηδάκης. Στο βαθμό που, αυτή η ιδέα, γίνεται ιδέα και κάποιων άλλων, αυτοί οι άλλοι, έχουν στη διάθεσή ένα αυτονόητο δεδομένο: Γνωρίζουν την καταγωγή της ιδέας που έχουν για το ρεμπέτικο.
Το ρεμπέτικο τραγούδι, ως είδος, δυσκόλως εντοπίζεται και (επομένως) δυσκολότερα προσδιορίζεται, ενώ η ιδέα περί αυτού υπάρχει καταγεγραμμένη σε κείμενα όπως το προ κείμενο…
Άρα, αναφαίνεται ένα χώρος μελέτης, μέρος του οποίου είναι αυτό που θα πρέπει να γίνει ένα νέο σχόλιο αν όχι ένα ιδιαίτερο νήμα με τίτλο:
Η καταγωγή του ρεμπέτικου ως ιδέας (του Χατζηδάκη και όχι μόνον).