Η περίφημη διάλεξη Μ. Χατζιδάκι

Από καιρό τώρα, η κουβέντα έχει πάρει εικονοκλαστικές διαστάσεις . Ο χαρακτηρισμός ʽʼκαψουροτράγουδοʼʼ εμφανίστηκε στη δεκαετία του 70΄και χαρακτήριζε απαξιωτικά ένα είδος τραγουδιού ,του οποίου η θεματολογία ήταν οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι απεγνωσμένο ι ,άντε αν θέτε οι Πλατωνικοί. Σάμπως τα περισσότερα ρεμπέτικα γιατί άλλο μιλούσαν? ʽʼΣκύλα με΄κανες και λιώνωʼʼ ΄΄Μια όμορφη μελαχρινήʼ ʼκλπ ,κλπ. Που είναι το μεμπτό? Αν όλα πήγαιναν καλά ,στον ερωτά τους θέλω να πω ,δε θα έγραφαν τραγούδια θα βίωναν την ευτυχία τους. Και όπως έχει πει και κάποιαʼʼ οι ευτυχισμένοι δεν έχουν ιστορίαʼʼ .Καψούρικο το χαρακτήρισαν κάποιοι, που μάλλον δεν τους άρεσε η μουσική τους και όχι το θέμα .Το θέμα είναι το ίδιο, δεκάδες χρόνια τώρα ,διαχρονικό δηλ. Από το ΄΄Ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά ʽʼ μέχρι τα σημερινά . Βέβαια ,όλα αυτά που συζητάμε τώρα και κάτι μέρες ,απέχουν ,κατά τη γνώμη μου πολύ από το θέμα ʽʼΚαταγωγή του ρεμπέτικουʼʼ . Το ότι ο Χατζιδάκης συνέβαλε στη διάδοση του ρεμπέτικου με τη διάλεξη αυτή, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ,αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει το κείμενο της διάλεξης να το εκλάβουμε ως ευαγγέλιο.

Αυτό ακριβώς. Ούτε κι έναν νεαρό (τότε) που ήταν με γαλλικά και πιάνο. Άσχετα εάν αργότερα έγινε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Το 1949 που δόθηκε η διάλεξη του Χατζηδάκι, ενώ οι μάχες του εμφυλίου μαίνονται στα βουνά, και στις πόλεις επικρατεί λογοκρισία, συλλήψεις, καθεστώς τρόμου, ακόμα και αν το ήθελε, όσο κι αν μπορεί να το ήθελε, δεν θα μπορούσε να δώσει μια πραγματική περιγραφή του τραγουδιού. Έτσι μάλλον δεν είναι παράξενο, που, στις συγκεκριμένη χρονική στιγμή ο Χατζηδάκις παρουσιάζει στο κοινό του το “νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” σαν ερωτικό τραγούδι.

Όσο για το ίδιο το τραγούδι ο Απόστολος Καλδάρας λέει στον Κουνάδη (εις αναμνησιν στιγμών ελκυστικών) :
“…Τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτουκάκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέσ’ τον- Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δώ, από κεί. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το 'βλεπα. Εκείνη τη φορά μου 'κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιός ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου 'δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το 'γραψα τότε στις αρχές του '45. Μετά τα Δεκεμβριανά, τότε που πιάναν τους αριστερούς θυμάμαι”.

Συνεχίζει λέγοντας ότι το τραγούδι δεν ήταν αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ήταν γραμμένο “γενικά. Πλην όμως είχε διαδοθεί. Εγώ το ‘πα σ’ ένα-δυο πρόσωπα για ποιό λόγο έγραψα το τραγούδι, αυτοί το ‘παν σ’ άλλους και ούτω καθεξής. Έτσι έκατσα κι έγραψα το τραγούδι αυτό. Αλλά δεν το είχα γράψει όπως είναι στο δίσκο. Ήταν: Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ, / Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. / Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί / Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.
Όχι “που φωτίζει με κερί”. Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι.
Ο τρίτος στίχος είναι: Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί, / Τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή. Και μετά τ’ άλλαξα τελείως, διότι το 'χε κόψει η λογοκρισία και το ‘βαλα έτσι όπως είναι σήμερα. Και έγινε πάλι επιτυχία και μ’ αυτά τα λόγια”.

Μπάμπη, σ’ αυτό το νήμα συζητάμε όχι για την “καταγωγή του ρεμπέτικου”, αλλά για τη “διάλεξη του Μ.Χ. για το ρεμπέτικο” και τις επιπτώσεις της στην κοινωνία της εποχής. :slight_smile:

Ένα από τα θέματα που προέκυψε μέσα από τη συζήτηση αυτή είναι και το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” του Καλδάρα και μπράβο στους συνομιλητές, Πελαγία και Άγη, για τα στοιχεία που μας θύμισαν. :110:

Ελένη ,επανέρχομαι τι θα πεί σεμνότητα? Και άντε και συμφωνήσαμε ,ότι τα τραγούδια τους τα διέκρινε σεμνότητα ,αυτό τι σημαίνει ? Δίνει αυτόχρημα σφραγίδα ποιότητας?
Λιγάκι δεν εντράπηκες
Να είσαι ερωτευμένη
Μάννα με τέσσερα παιδιά
Να΄σαι ξελογιασμένη .
ΜΑΡΚΟΣ
Ήταν άνθρωποι !Με αδυναμίες, με πάθη, ελαττώματα, με τα καλά τους και τα στραβά τους ! Αν θέλουμε να ψάξουμε ,παραμέσα ,θα πρέπει να παραμερίσουμε ,γνώμη μου είναι, συναισθηματισμούς που μόνο στρέβλωση, μπορούν να προκαλέσει για το συγκεκριμένο θέμα.
ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ ΡΕ ΕΛΕΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΜΑ …ΣΒΗΣΤΑΑΑΑ

Μπάμπη μου, από τους στίχους που παραθέτεις καθόλου δεν φαίνεται να επιδοκιμάζει ο Μάρκος τη συμπεριφορά της κυρίας αυτής, το αντίθετο, μάλιστα.
“Σεμνά” και “μαζέψου” … φαίνεται να της φωνάζει, έτσι για να ταιριάζει και με τη “σεμνότητα” για την οποία λέμε. :019:

Κατά τα άλλα, τα πάθη και οι αδυναμίες είναι ανθρώπινες, βέβαια.
Η σεμνότητα και η αγνότητα της στιχουργικής των ρεμπέτικων προκύπτει από τη σύγκριση με σύγχρονά τους , ακόμα και “ελαφρά”, για να μην επεκταθούμε σε αρκετά νεότερα λαϊκά τραγούδια… :mad:

Το ζήτημα της ποιότητας είναι διαφορετικό, φυσικά.

Ελένη και Μπάμπη
Το αστείο είναι ότι, ο Μάρκος, αυτό το τραγούδι το έχει γράψει για μία, που …την είχε γκόμενα… “Τσιγγάνα ήτανε”, νομίζω πως λέγει, στη αυτοβιογραφία του αλλά, κάπου την έχω δανείσει (αν κάποιος ξέρει περισσότερα, ας πει).

Πάντως, τα λαϊκά τραγούδια και δη τα ρεμπέτικα, δεν είναι καθόλου μα καθόλου σεμνά. Ούτε και ηθικά (όχι πως είναι όλα ανήθικα…)
Π.χ. ο έρωτας προς μία παντρεμένη (εκ)δηλώνεται εντελώς απερίφραστα και όχι μόνον όταν είναι …ανικανοποίητος (μέχρι την ώρα που γράφεται το τραγούδι) αλλά και όταν έχει ολοκληρωθεί (δηλαδή,… την κάνει βούκινο τη γυναίκα):
“Αγαπώ μια παντρεμένη… …Μ’ έχει και με καμαρώνει και ποτέ δεν με μαλώνει” (Τσιτσάνης)
“Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα να της γυρεύω ένα φιλί και να μου δίνει δέκα… …Αγάπα μια τον άντρα σου αγάπα με και μένα…” (Δελλιάς)
“Ό,τι ζητήσεις θα το βρεις, μικρή μου παντρεμένη.
Δεν θα σου λείπει τίποτα, θα ζεις ευτυχισμένη.” (Τσιτσάνης)
“Αχ μικροπαντρεμένη γλυκά σαν μ’ αντικρίζεις
τον κόσμο μου χαρίζεις μου παίρνεις τη μιλιά.
Κι αν μ’ αγαπάς μικρούλα άσε με να πεθάνω
στο στήθος σου επάνω σαν πάρω δυο φιλιά.” (Βαμβακάρης)
Κτλ, κτλ.

Πελαγία, σχετικά με αυτά που λέγεις στο #15, τέλος,… σου έχω ένα …δώρο/επιχείρημα (αλλά να μη πεις ότι σου το μαρτύρησα εγώ):
“Τη(ν) πρώτη σου τη χάρισα τη δεύτερη κυρά μου,
θα σε τρελάνω στις κλωτσές και θα ʽβρω το μπελά μου.”
Ο Μάρκος (που το λέγει), δεν μας αναφέρει ποίο μεγάλο κακό του έχει κάμει…

Αλλά,… παρασύρθηκα… Το θέμα μας είναι άλλο… (Δεν πειράζει όμως και πολύ, βρε Άγη. Δεν γράφουμε, δα και σχολική έκθεση…)

Φιλε μου καλέ , ηξερα τι εγραφα , εδω σημερα (21ος σου λεει ο αλλος) και πιπτει ραβδος , οχι τον παλιο εκεινο τον καιρο … (η κορωνα , κορωνα) …
Αλλα να σου μαρτυρησω κι εγω ενα μυστικο μου , μη με ξυνεις , γιατι πολυ δε θελω να παρω μπρος και ειμαστε σε ρεμπετικο
φορουμ και οχι τιποταλλο , αλλα κατι μου λεει μεσα μου οτι εισαι "παντος καιρου" (ολοι οι σκεπτομενοι και διαβαστεροι τοχουν) …

Κι αν μ` αφορισουν που θα βρω δουλεια και σπιτι …:089:

Πελαγία… μην είσαι …εμπρεσιονίστρια. Κάθε τραγούδι είναι μία όψη. Μόνο μία όψη, ενός συστήματος που είναι σύνθετο πλην ελλιπές και ασαφές. Αλλά κάθε όψη που χαλάει, το κάνει ασαφέστερο. Θα δείς τι εννοώ στο τέλος του επομένου… μη μου το πάρεις όμως και με στείλεις στην επόμενη σελίδα…

Άγη, συμφωνώ μαζί σου (#17) ότι το θέμα μας δεν είναι η εξέταση των διαφορών μεταξύ των ποικίλων εκδηλώσεων του έρωτα (αληθεπωνύμων ή, ψευδεπωνύμων).
Αλλά, εμπεριέχεται, στο θέμα της διάλεξης που εξετάζουμε.
Εάν διάβασες τα #19 και #20, χωρίς να έχεις διαβάσει το #9, δικαιολογημένα παραθέτεις επιπρόσθετα στοιχεία για το τραγούδι του Καλδάρα (#23). Λέγεις δε ότι ο Χατζηδάκης μπορεί να τα εγνώριζε μεν αλλά, παρουσίασε το τραγούδι ως ερωτικό, ‘ψευδόμενος’ λόγω …ανωτέρας (πολιτικής) βίας. Όμως, λόγω τίνος βίας επέλεξε αυτό το τραγούδι και όχι ένα άλλο; Εγώ δεν λέγω ότι εψεύσθη αλλ’ ότι έχει φαντασία που καλπάζει. Δεν λέγω ότι: “Ενδέχεται ο Μ.Χ. να μη γνώριζε την ακριβή ιστορία του τραγουδιού αυτού”, όπως η Ελένη (στο #20) αλλά, θεωρώ δεδομένο (στο #9) ότι ήξερε μόνο τους στίχους που ήξερε όλος ο κόσμος.
Βεβαίως, κάποιο παλικάρι που ξενυκτάει μπορεί να είναι και ερωτευμένο (#20) αλλά, μπορεί να λύνει και ασκήσεις γεωμετρίας (με το κερί, μάλιστα…) και να έχει καημό επειδή δεν τα καταφέρνει. Αυτό, το λέω εγώ, που έχω επίσης καλπάζουσα φαντασία… Αλλά για να μου πει κάποιος ότι λέω σαχλαμάρες, θα πρέπει να έχει ένα τρόπο να μου αποδείξει ότι η δική μου ‘μαντεψιά’ είναι πιο απίθανη από την ‘μαντεψιά’ του Χατζηδάκη (σύμφωνα με τους στίχους του τραγουδιού).
Προσπαθώντας να εξηγήσω το πως ο Χατζηδάκης μάντεψε αυτό που, όπως νομίζω (#9), “απουσιάζει επιδεικτικώς”, επεσήμανα την επαναλαμβανόμενη φράση κλειδί που αποδίδει στα τραγούδια, που ονομάζει ρεμπέτικα:
Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.
Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός…
(Χατζηδάκης)

Και τώρα, πρέπει να δούμε, εάν ο “ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός”, είναι ταυτόσημο με τον έρωτα ή, πόσο είναι διαφορετικό.

Σημείωση:
Αυτά, ίσως έπρεπε να τα είχα πει στο #9… αλλά, είχα ήδη πει πολλά. Στο #11 όμως, ανέφερα ότι “ερωτισμό” λέμε σε περιπτώσεις …υπερβολικής ερωτικής τάσης… νυμφομανίας… σατυρίασης… και ότι, αυτά, τα λέγουν τα λεξικά. Εννοούσα δε, ένα παμπάλαιο λεξικό του Ηλίου, δηλαδή σύγχρονο της εποχής κατά την οποία δόθηκε η διάλεξη.
Ας υποθέσουμε όμως, ότι ο Χατζηδάκης, με την λέξη ερωτισμό, εννοεί κάτι …πιο σύγχρονο και ελαφρύτερο, σαν αυτό που αναφέρει ο Φώτης στο #18.

ερωτισμός ο [erotizmós] Ο17 : 1.σύνολο από στοιχεία, τα οποία δημιουργούν ερωτική διάθεση: Ο ~ στον κινηματογράφο / στο θέατρο / στις εικαστικές τέχνες. Ο ~ του Kαβάφη. Εκπέμπει έντονο ερωτισμό. 2. (ψυχ.) ένταση του γενετήσιου ενστίκτου, ιδίως της σεξουαλικής επιθυμίας.

έρωτας ο [érotas] Ο5 : 1.το συναίσθημα το οποίο δημιουργείται σε κπ., όταν το σεξουαλικό του ενδιαφέρον επικεντρωθεί σε ορισμένο πρόσωπο, και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους

Η διαφορά είναι ότι “έρωτα” έχομε: “όταν το σεξουαλικό ενδιαφέρον επικεντρωθεί σε ορισμένο πρόσωπο”. Εάν δεν υπάρχει συγκεκριμένο ορισμένο πρόσωπο δεν υπάρχει έρωτας, οπότε, η όποια (και πόθεν;) ερωτική διάθεση (έντονη ή, άτονη) μπορεί να εύρει προσ/τυχαία ικανοποίηση.
Εάν αυτόν τον ερωτισμό τον κάνεις και έντονο και ανικανοποίητο και τον θεωρήσεις ανθρώπινη συμπεριφορά τότε, αυτή, είναι ηδυπαθής και γελοία. “Του τρέχουν τα σάλια” όπως λέμε ή, “Είναι λιγούρης”… γενικώς…
Αυτό, το “γενικώς”, δεν συμβαίνει στα τραγούδια που λέμε ρεμπέτικα:
Θέλω μαστούρης να γινώ, να 'ρθω να 'μαι μαζί σου
γιατί εσένα αγαπώ - βρ’ αμάν αμάν - κι’ όχι την αδερφή σου.
(Μάρκος)
Κανένα από τα τραγούδια αυτά δεν είναι προστυχαίο εκτός και αν αναφέρεται ρητά σε αγοραίο έρωτα (αλλά, τότε, η λέξη “έρως”, λέγεται κατ’ ευφημισμόν):
… και δεν μου 'μεινε ψιλή να πάρω μια γυναίκα…

Τώρα, ανακύπτει ένα ιδιαίτερο ζήτημα που θέλω να το επαναλάβω (για να μη παραπέμπω στο #9):
Εις αυτά (τα καψουροτράγουδα) θέλω να συμπεριλάβω και τα ‘καψουροποιά’, π.χ. εκείνα που δεν είναι παρά μία διαδοχή/συρραφή ερωτικομιμητικών αναστεναγμών και αφροδισίων βογκητών, από φωνές σοροπιασμένες (η μελωδία είναι …δευτερεύον ζήτημα).
Αυτά τα τραγούδια αποπνέουν και διοχετεύουν ηδυπάθεια, πράγμα άγνωστο εις τα ρεμπέτικα - παρότι, δεν είναι καθόλου μα καθόλου σεμνά (βλέπε #27).
Η ηδυπάθεια (εάν προκαλείται ή, όχι) είναι ένα κριτήριο το οποίο μπορούμε να εφαρμόσουμε όταν ακούμε (π.χ.) δύο εκτελέσεις του ιδίου τραγουδιού: Την αυθεντική και την σύγχρονη.
Εάν η ηδυπάθεια δεν ευρίσκεται στα αυθεντικά και ευρίσκεται στα διασκευασμένα τότε οι διασκευές μπορούν να θεωρηθούν ‘ηδυπαθοποιητικές’ ήτοι παραποιήσεις τέτοιες ώστε να ανευρίσκεται εντός αυτών κάτι το οποίο δεν το έχουν (εισέτι) κατά την στιγμήν της διάλεξης. Χμμμ…
Αλλά - είπαμε - εγώ (εισέτι) περιορίζομαι στην διάλεξη… και δεν ξαναφεύγω από το θέμα.

Νομίζω τώρα πως είναι ώρα να εξετάσουμε τον ζεϊμπέκικο (πρβλ #5, τέλος):
Εδώ ο Χατζηδάκης εξειδικεύει και διασαφίζει περαιτέρω τον τρόπο που εννοεί τον ερωτισμό, καθόσον το ζεϊμπέκικο είναι, όπως ορθώς παρατηρεί: “ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής”.
Η παράγραφος που ακολουθεί, και δη το τονισμένο τμήμα της, ας θεωρηθεί σύνδεση με τα προηγούμενο και (κυρίως) με τα επόμενα.

Χατζηδάκης:
“Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.”

Στο απόσπασμα που ακολουθεί έχω τονίσει δύο τμήματά του. Το κάνω όχι δια δείξω μία αντίφαση αλλά, δια να επισημάνω ότι, το πρώτο, επιδρά ερμηνευτικά στο δεύτερο.

Χατζηδάκης:
“Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.”

Θα τελειώσω με μία φράση από την τελευταία παράγραφο της διάλεξης:

“Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον.”


Εγώ το μόνο που θα προσθέσω είναι ότι αισθάνομαι υποχρεωμένος να μη παράσχω ουδεμία απόδειξη του γεγονότος ότι, αυτή η περιγραφή του ζεϊμπέκικου, είναι ψευδής.
Και δεν θα το κάμω ούτε και αν μου ζητηθεί (από ένα συνομιλητή μου αγαπητό…)
Ούτε θα χαρακτηρίσω την περιγραφή του Χατζηδάκη διότι θα ήταν έμμεση αντιπαραβολή την οποία δεν θέλω.
Εξηγώ όμως το γιατί:
Εάν εις αυτές τις περιγραφές, αντιπαραβάλω (π.χ.) αυτά πού έλεγαν οι μάγκες (ή, οι ρεμπέτες) για το ζεϊμπέκικο (συνεντεύξεις κτλ), θα αισχύνομαι ισοβίως. Εδώ, αυτό που μόλις είπα, είναι αρκετό για να αισχύνομαι μέχρι που να …ξαναχορέψω…

Ο Χατζηδάκης υπήρξε πολύ μεγάλος καλλιτέχνης και πολύ ευαίσθητος/νοήμων άνθρωπος. Η διάλεξή του περιέχει πράγματα που έχουν εξαιρετική σημασία.
Και πρέπει να ομολογήσω ότι θα τα αντιμετώπιζα διαφορετικά εάν η προσέγγισή μου δεν ήταν αυτή που όρισα στο #4, λίγο πριν το τέλος. Θα εξακολουθήσω όμως με συνέπεια προς αυτό:

Χατζηδάκης:
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μʼ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής.”


Θα θεωρήσω, κατ’ αρχήν ότι με την λέξη “ένστικτο” εννοεί: “εν στικτό” (άλλο …τι έλεγα τότε που …μιλούσα εχθρικά - #6, προς το τέλος).
Τώρα:
Αυτή την ενότητα που περιγράφει ο Χατζηδάκης, δεν μπορεί κανείς να την διασπάσει χωρίς να παραβλάψει την τελειότητά της και ούτε να βελτιώσει αυτή την τελειότητα.
Και δεν πρέπει να το επιχειρεί ουδείς εκτός και αν είναι φυσικός συνεχιστής της… Ειδεμή πρέπει να δηλώσει ότι κάνει κάτι άλλο και να το περιγράψει με ακρίβεια… (τί μ’ έπιασε πάλι;…)
Ιδού, λοιπόν, ότι ποιώ φρονίμως που παραμένω, εισέτι, εντός της διάλεξης…
(Μα δεν ποιώ φρονίμως που παραμένω εισέτι εκτός της κλίνης μου… τόσο δι’ εμέ όσο και διά τους κακότυχους αναγώστες)

Υ.Γ.:
Επιμένω στη σημασία που έχει το απόσπασμα που παρέθεσα…

Ως Αλεξίνοος μας ήρθε
Κι’ Αλεξιρέμπετος μας βγήκε.
Και ανακράζει: “Ρε συ Χατζηδάκη,
Γιάάά, άσε κάτω το μικρό μου αδερφάκι.”
Αν όμως, ήταν και οξύνοος, θα το ‘χε …ανθισθεί:
Μία “ομιλία κακή”, δεν δύναται να διαφθείρει το παιδί,
Τον Μάνο βλέπει, εντός της Ρεμπετροίας, ως Ίππον Δούρειον
Αλλ’ αγνοεί την φύσιν του ανδρός, την άστατον και ανεμοδούριον.

Αυτό μου έστειλε μία φίλη… διακριτικά.
Και με απείλησε πως εάν συνεχίσω θα το δημοσιεύσει…
Έγώ πάλι, βρίσκω ότι ‘δένει’… και με τα προηγούμενα και με τα επόμενα…

[b](Κατά την συγχώνευση των προηγουμένων μηνυμάτων - τρία σε ένα - αφαιρέθηκαν οι τίτλοι τους. Δεν μπρορώ να κάνω τίποτε, επ αυτού, παρά μόνο να ομοιάζω ως “τα 'ναντία λέγων” προς τον εαυτό μου.)

Συμπέρασμα:[/b]
Κατόπιν όλων αυτών των επισημάνσεων (οι οποίες μπορεί να υπαγορεύοντο και …από εμπάθεια), η διάλεξη του Χατζηδάκη (ως κείμενο) εξακολουθεί να παραμένει …εκεί: αναλλοίωτη. Δηλαδή, ο καθείς ενδιαφερόμενος μπορεί να την ανα/γνώσει και να θέσει στον εαυτό του ένα διπλό ερώτημα:
Οι περιγραφές των τραγουδιών που περιέχονται εις αυτήν, σε ποία τραγούδια αρμόζουν περισσότερο:
Α) Εις εκείνα της εποχής της διάλεξης (1949) και εις τα προγενέστερα αυτών; ή,
Β) Εις τα μεταγενέστερα και εις τα σημερινά;
Δια να απαντήσει ορθότερα, θα πρέπει να αναλογιστεί ότι, αυτό εις το οποίο, τώρα, συνηθίζουμε (ή συνηθίσαμε), επενεργεί ως ερμηνευτικό ‘κλειδί’ επ’ αυτού που μαθαίνομε για του παρελθόν.
Εάν η απάντηση στο Β σκέλος του διπλού ερωτήματος είναι η καταφατική, αυτό σημαίνει ότι η διάλεξη που εξετάζουμε εδώ, ήταν προ… Τί “προ”;;;
-Προ/φητική;
-Προ/αγγελτήρια
-Προ/παρασκευαστική…
Και τα λοιπά… Αλλά ανάμεσα εις τα “λοιπά”… μήπως ήταν και…:
-Προ/ειδοποιητική…

Μα, τί από όλα αυτά μπορεί να κάνει ένας νεαρός μουσικός 24 ετών ο οποίος κατόπιν έγινε ο μεγάλος Μάνος Χατζηδάκης;

Το ζήτημα τίθεται διαφορετικά:
Εάν αυτά που λέγονται στην διάλεξη δεν μπορούμε να τα αποδώσουμε σε μία προμελετημένη στρατηγική του Χατζηδάκη, τότε, δεν μπορούμε και να τα περιβάλλουμε με το μετέπειτα κύρος που απέκτησε αυτός. Το μόνο κύρος που έχει, αυτή η διάλεξη, είναι αυτό που καταλαβαίνει όποιος γνωρίζει γραφή και ανάγνωση. Εάν νομίζει ότι, οι περιγραφές της, αφορούν το ρεμπέτικο τραγούδι,… δικαίωμά του. Αλλ’,… ας μη περιμένει να βρει τραγούδια προγενέστερα της εποχής της διάλεξης που να μπορεί να τα ονομάσει “ρεμπέτικα”… Εάν θέλει να τα ονομάζει έτσι, θα πρέπει να τα δει κατά τον τρόπο που τον καθοδηγεί αυτή: “Νωχελικά”… και ό,τι άλλο είδαμε, στα προηγούμενα.

Κατόπιν όλων αυτών, το ερώτημα διά το ρεμπέτικο [u]δεν[/u] είναι το:

Πόθεν κατάγεται;” (βλέπε στο τέλος του σχολίου).
αλλά, το:
Πώς κατά άγεται;
Όχι όμως από τον Χατζηδάκη… δηλαδή, όχι μόνον από αυτόν:

Βάρναλης (“Στην εξορία”):

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι / πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια / λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.
Καλά τα τα λες… πολύ καλά… Μάθε όμως, και λίγη …ταξική ανάλυση από τον Νίκο Μάθεση (κι’ ας είναι και Τρελάκιας)…:
Μας κυνηγούν τον ναργιλέ, / γιατί τον πίνουν μάγκες,
και ζούλα τον φουμάρουνε / όλ’ οι αριστοκράτες.

Νομίζω πως δεν χρειάζεται να είσαι και …ο Γκράμσι, διά να αντιληφθείς ότι η ηγεμονία της άρχουσας τάξης (η οποία, βεβαίως, ασκείται δια διαλέξεων κτλ, ‘πεφωτισμένων’ εκπροσώπων της) διευκολύνεται τα μάλα, εάν ασκείται επί λαϊκών ‘μαζών’, τις οποίες απωθεί και συκοφαντεί η αριστερά…
Αυτό όμως, είναι άλλο θέμα εκτός και αν θεωρήσουμε ότι πρέπει να εξετάσουμε την εν λόγω διάλεξη, μέσα στα πλαίσια του γενικότερου (κοινωνικού, πολιτικού, ιδεολογικού…) “είναι και γίγνεσθαι” της εποχής (και της πριν και της μετά) κατά την οποία εδόθη.

Η καταγωγή των ρεμπέτικων (ΙΙ)
http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?21490-%C7-%EA%E1%F4%E1%E3%F9%E3%DE-%F4%F9%ED-%F1%E5%EC%F0%DD%F4%E9%EA%F9%ED-(II)

Έχω τη γνώμη ότι ο Χατζηδάκις με την διάλεξή του επιχείρησε και μάλιστα αρκετά πετυχημένα την ιδεολογική νομιμοποίηση του ρεμπέτικου με τα κριτήρια του κοινού του, και με τα δικά του βέβαια κριτήρια , αλλά τα δικά του μόνο έως το σημείο όπου εν έτει 1949 δεν είχε το δικαίωμα να πει ότι το νύχτωσε χωρίς φεγγάρι μιλά για “ένα” παληκάρι που βρίσκεται στο κελί γιατί αντιστάθηκε στη φασιστική κατοχή και βρέθηκε ύστερα από αυτήν στα χέρια των συνεργατών των κατακτητών και της κυβέρνησης που στήριξαν με τα όπλα οι νέοι επικυρίαρχοι.
Και πώς να το πει αυτό ο Χατζηδάκις όταν το κελί έχει γίνει κερί και το κελι είναι απαγορευμένη λέξη;

Αν λοιπόν παραμερίσουμε τα κριτήρια τα οποία δεν μπορούν να συστήσουν “ιδεολογική νομιμοποίηση”, διότι τα ίδια αυτά κριτήρια δεν είναι “νόμιμα” την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μας μένουν τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια, τα κριτήρια του κοινού της διάλεξης, δηλαδή τα κριτήρια της λόγιας διανόησης, τα οποία δεν μπορεί παρά να είναι κριτήρια “αστικά” και η ίδια αυτή διανόηση δεν μπορεί παρά να είναι διανόηση “αστική”.

“Αστική” όχι με την “χωροταξική” έννοια, με την οποία μιλάμε λχ για αστικό λαϊκό τραγούδι.
Ούτε, επίσης, “αστική” κατ’ ανάγκη με την έννοια της αποδοχής της ισχύουσας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, γιατί η δεκαετία του '40 με τα χρόνια της εθνικής αντίστασης και τα όσα επακολούθησαν ίσως λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό ανατρεπτικά και ως προς την στάση της αστικής διανόησης ή ενός μέρους της απέναντι στην ισχύουσα τάξη πραγμάτων, απέναντι στην λεγόμενη “καθεστηκυία τάξη”.
Αλλά “αστική” με την έννοια ότι οι πηγές της παιδείας της, της μόρφωσής της, της εν γένει συγκρότησής της ως “λόγιας” διανόησης δεν θα μπορούσε παρά να είναι κοινωνικά - ταξικά και ιδεολογικά αστικές.

(Από αυτό δεν εξαιρείται και η “αριστερά”: άλλωστε οι θεωρητικές και ιδεολογικές βάσεις της ίδιας της “αριστεράς”, δηλαδή οι σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές θεωρητικές και ιδεολογικές βάσεις αποτελούν δημιούργημα κύκλων της αστικής διανόησης που ήρθαν σε σε σύγκρουση με την ταξική τους θέση. Με μόνη διαφορά το γενονός, ότι η “αριστερά” δεν εξαντλεί την ύπαρξή της στα όρια της θεωρίας της και της ιδεολογίας της. Αυτό που την κάνει να είναι “αριστερά” είναι η συνένωση των θεωρητικών και ιδεολογικών αρχών της με το εργατικό κίνημα, συνένωση που αποτελεί καταλύτη τόσο για το εργατικό κίνημα όσο και για την ίδια τη διανόηση: κλείνει η παρένθεση).

Έτσι λοιπόν τα ιδεολογικά συστατικά της διάλεξης του Χατζηδάκι αποτελούνται νομίζω: α] Από το ιστορικό - μουσικολογικό στοιχείο. Την καταγωγή του ρεμπέτικου από το βυζαντινό μέλος και τη δημοτική προφορική παράδοση, η οποία αποτελεί πια σχεδόν κοινό τόπο (πράγμα που δεν ίσχυε το 1949). Στοιχείο που δεν είναι “αστικό”, αλλά επιστημονικό, το οποίο όμως ήταν σε θέση να ικανοποιήσει την “εθνική συνείδηση” του λόγιου κοινού της διάλεξης και να αποτελέσει έτσι στοιχείο ιδεολογικής νομιμοποίησης.
β] Από ένα στοιχείο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “ηθικό”: Είναι αυτό που συνίσταται στον “ανικανοποίητο ερωτισμό” που υποτίθεται ότι αποτελεί την κεντρική θεματολογία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Φυσικά για τα αστικά κριτήρια, πρόκειται για στοιχείο απόλυτα νόμιμο ως στοιχείο “ηθικό”. Άλλο θέμα ότι για το ίδιο το λαϊκό τραγούδι δεν θα μπορούσε παρά να είναι πολύ στενό σαν παπούτσι, αφού θα έπρεπε να μείνουν απ’ έξω όλα τα “ηθικά” στοιχεία της θεματολογίας του, τα προερχόμενα άμεσα από την ταξική αφετηρία του λαϊκού τραγουδιού, γεγονός που επιτείνεται -πέραν της κοινωνικής συγκρότησης του κοινού της διάλεξης- και από τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι οποίες συνθήκες πλέον δεν επέτρεπαν στη λόγια διανόηση ούτε τη διατύπωση όρων που έρχονται σε σύγκρουση με την κοινωνική της προέλευση και θέση.
Και γ] Από τον προσωπικό νεανικό ενθουσιασμό του Χατζηδάκι για το αντικείμενο της διάλεξής του. Ενθουσιασμό, που έχω τη γνώμη ότι επιχειρεί να προσφέρει στο κοινό του ακόμα και την όραση με την οποία αντικρύζει τον κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Όραση, που ίσως από μιά άποψη ν’ αποτελεί “αντίδοτο”, να περιέχει δηλαδή όρους υπέρβασης κάθε “ηθικού” περιορισμού που προσπάθησα να περιγράψω παραπάνω, αλλά που δεν παύει από την άλλη να είναι η όραση ενός “τρίτου” πάνω στο λαϊκό τραγούδι, και που για το ίδιο το λαϊκό τραγούδι μπορεί να συνιστά στοιχείο εκτροπής της αυτοσυνείδησής του, στην περίπτωση που καλείται την “ξένη” αυτή όραση να να την υιοθετήσει ως όρασή του απέναντι στον εαυτό του, στην περίπτωση που καλείται να υιοθετήσει ως αυτοσυνείδησή του την ευμενή εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας απέναντί του.

Και μπορεί τώρα να τεθεί το ερώτημα, τι ανάγκη είχε το ρεμπέτικο τραγούδι από κάποια “έξωθεν” ιδεολογική νομιμοποίηση, εφόσον στην πραγματικότητα το “νομιμοποιούσαν” οι όροι της ύπαρξής του και η αυτοσυνείδησή του; Είναι όμως πράγματι έτσι; Ή αλλιώς: Είναι ακόμη έτσι; Είναι έτσι πιά, όταν η προφορική παράδοση που το γεννούσε πλέον φθίνει λόγω της ίδιας της έξοδου του λαϊκού τραγουδιού στη δισκογραφία και την “νυχτερινή διασκέδαση”, λόγω της επιβολής των επικοινωνιακών όρων της δισκογραφίας και της διασκέδασης στην πρωτογενή παραγωγή του λαϊκού τραγουδιού καθώς και στους όρους της ακρόασής του, που εξ αντικειμένου γίνονται όροι “παθητικοί” και καταναλωτικοί; Είναι πιά έτσι, όταν ακόμα και η καύσιμη ύλη της πρώτης περιόδου της δισκογραφίας του λαϊκού τραγουδιού (της περιόδου του “ρεμπέτικου”), η καύσιμη ύλη η προερχόμενη άμεσα από την προφορική παράδοση έχει λίγο - πολύ εξαντληθεί (με δεδομένο το ότι η ίδια της η πηγή παύει να αναπαράγεται), και η πρώτη αυτή περίοδος έχει κλείσει τον κύκλο της;
Είναι πιά έτσι, όταν η ύπαρξη του λαϊκού τραγουδιού εξαρτάται από τους μηχανισμούς της “βιομηχανίας του θεάματος” υπό συνθήκες όπου η ίδια αυτή βιομηχανία εξ ορισμού λειτουργεί και “οφείλει” να λειτουργεί εντός των ορίων που χαράσσει η κυρίαρχη ιδεολογία; Και θα μπορούσε η κυρίαρχη ιδεολογία να “υιοθετήσει” το λαϊκό τραγούδι με “καλύτερο” τρόπο από αυτόν, είτε μιλά κανείς για την κυρίαρχη ιδεολογία γενικά είτε -πολύ περισσότερο- για την κυρίαρχη ιδεολογία στις συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες;

Ταξική ανάλυση; Θα έπρεπε τότε να βρεθούν τα χαρακτηριστικά της “τάξης” που χαρακτηρίζεται με τη λέξη “μάγκες”… Να ψάξουμε σε χώρους που ορίζονται από την εποχή των δυο παραπάνω στιχουργικών αποσπασμάτων; Ας πούμε στα Βούρλα; Ή για να μιλήσουμε ωμά: μες στην έννοια της “μαγκιάς” δε χωρά λχ και το πιο χοντρό νταβατζηλίκι, είτε έχει να κάνει με γυναίκες, είτε με πρέζες, είτε και με τα δυό μαζί, με καπάκι και λίγο πολιτικό νταβατζηλίκι για προστασία; Η οποία (ειρήσθω εν παρόδω) είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το “επίτηδες” που περιγράφει ο Βαρναλης και το κυνήγι που περιγράφει ο Μάθεσης…

Άλλωστε με το νόημα που υπογορεύουν τα παραπάνω ερωτήματα εξαρχής ένα σημείο διαφωνίας από την πλευρά μου σε μέρος των γραφομένων σου, Αλεξίνοε, είναι η “ηγεμονία της μαγκιάς πάνω στο ρεμπέτικο”. Με αυτό το νόημα, που υπαγορεύεται από τα παραπάνω ερωτήματα, θεωρώ ότι η “ηγεμονία” είναι η αντίστροφη, ακριβώς γιατί το ρεμπέτικο και πηγάζει από το λαϊκό και είναι λαϊκό τραγούδι: και ως τέτοιο δεν μπορεί παρά να έρχεται αντιμέτωπο με “αντιλαϊκές” θέσεις είτε αυτές βρίσκονται εντός του χώρου της “μαγκιάς” είτε πέραν αυτού.

Παραπέρα, κάτι που διαφορίζει την “ταξική ανάλυση” του Βάρναλη από την “ταξική ανάλυση” του Μάθεση, είναι ότι για την τυπική οπτική του δεύτερου (γράφω: την τυπική, που σημαίνει πέρα από τη σχετικότητα κάθε πιθανής ατομικής διαφοροποίησης) ένας χώρος σαν τα Βούρλα συνιστά μιά πραγμάτωση της μοίρας. Συνιστά μια μοίρα άδικη για όσους (ως θύματα) πιάνονται στα δίχτυα της πλην όμως μιά μοίρα αναπόφευκτη. Σε-λα-βί. Για την τυπική οπτική του πρώτου, ένας τέτοις χώρος συνιστά πραγμάτωση της αθλιότητας ενός κοινωνικού συστήματος που μπορεί να αλλάξει, πρέπει να αλλάξει και θα άλλάξει.
Ο ίδιος διαφορισμός υπάρχει ανάμεσα και στην τυπική οπτική που θεωρεί τον χωρισμό του κόσμου σε “μάγκες” και “αριστοκράτες” ως αιώνιο και στην τυπική οπτική που τον θεωρεί ως ιστορικά παροδικό.

Τέλος, η απόπειρα λογισμού ως “ίσιων” της Λευτεριάς με τα χασίσια, αποτελεί εγχείρημα διαχρονικό, συνοδευόμενο από πρόσφορες μορφές εξωραϊσμού των δεύτερων, κατά έναν τρόπο ο οποίος βρίσκεται έξω από το ήθος και των ίδιων των τραγουδιών που έχουν παραδώσει με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη μαρτυρία τους γύρω από αυτά.
Την ίδια απόπειρα υπηρετεί και ο αντανακλαστικός αυτοματισμός που σε κάθε απόπειρα εξωραϊσμού απαντά με μιά ποσότητα “δυσφήμησης” και σε κάθε “δυσφήμηση” με μιά ποσότητα εξωραϊσμού, αντανακλαστικός αυτοματισμός που επιτρέπει σε μια γενική “θετικιστική” αντίληψη να θριαμβεύει…
Την ίδια απόπειρα εξυπηρετεί και το κυνήγι ως η μιά πλευρά του φτηνού διλήματος, στον άλλο πόλο του οποίου βρίσκεται η θεσμοποίηση και η επιβολή των προτύπων της εμπορευματοποίησης και της κατανάλωσης.
Όμως, πέρα από κάθε συνέπεια της ουσιαστικής άγνοιας και πέρα από κάθε υπερβολή, είναι ιστορικά άδικος και, τελικά, ανιστόρητος ο λόγος περί “απώθησης” και “συκοφάντησης” εκ μέρους της “αριστεράς”.
Το άδικο και το ανιστόρητο εμφανίζεται πιο ανάγλυφα εκεί που η “αριστερά” και οι τραγουδιστές της Λευτεριάς δεν είχαν στο νου τους τους στίχους του Βάρναλη, όχι στην Ελλάδα της δεκαετίας του '30, αλλά στις ΗΠΑ της δεκαετίας του '60, όπου λογιάσανε γιά ίσια “τη λευτεριά και τα χασίσια” κι η λευτεριά από αίτημα ζωής έγινε απλή εμπειρία “πειραματισμών” με την πρέζα, το LSD κτλ, ώσπου να σιγήσει και το τραγούδι όταν το αίτημα της ζωής διαλύθηκε μεσα στην πρόσκαιρη εμπειρία κι η εμπειρία μες στην πρόσκαιρη φύση της.
Ελπίζω να μην μου προσαφθεί η υπόνοια, λόγω των παραπάνω, της σύγχυσης ως προς τα “χασίσια”. Όπως κι αν γίνουν αντιληπτά τα παραπάνω, από τη μιά προσπάθησα πάντως να αποφύγω τη δυσφήμηση ενώ, από την άλλη, δύσκολα η διατύπωση μιας τέτοιας υπόνοιας θα αποφύγει τον εξωραϊσμό…

Άγη, η τελευταία φράση (και εκείθεν) αποτελεί γρίφο γι’ αυτούς που δεν γνωρίζουν προηγουμένως, μεταξύ μας, τα λεχθέντα…
Δια τα προηγούμενα σχεδόν συμφωνώ… και κάνεις καλά που ‘παίρνεις στα σοβαρά’ αυτό που είπα, διότι παρέλειψα να επισημάνω: “ειρωνικό”. (Καθένας πρέπει να εξηγείται με σαφήνεια)
Τα άλλα που γράφεις (όσα δε έχω, ήδη, εξετάσει) δεν θα τα εξετάσω για το λόγο που αναφέρω στο τέλος.

Λοιπόν, ο Μάθεσης δεν ορίζει τάξεις αλλά, διαπιστώνει ότι οι συνέπειες της χρήσεις του χασισιού έχουν ταξικό κριτήριο.
Ο Βάρναλης κάνει ένα …πακετάρισμα: “πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι… χασίσια”:
Η Αριστερά απέρριπτε όλους αυτούς. Και τα τραγούδια που άκουγαν αυτοί. Και (όπως είναι φυσικό) απομάκρυνε από κοντά της και όλους, όσοι άκουγαν τα ίδια τραγούδια.
Εκθείαζε δε (μόνον) τα δημοτικά (παραλείπω, τώρα, τα αντάρτικα ή, τα ‘ειδικά’, όπως ο ύμνος της 3ης Διεθνούς κτλ).
Ως προς αυτό, ο ευφυέστατος Χατζηδάκης, της δίδει μία καλοζυγισμένη …κατακεφαλιά…:

Χατζηδάκης:
“Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μʼ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει.”
(Δεν εννοεί, βεβαίως, την άρχουσα τάξη διότι, αυτή, είχε απορρίψει προ πολλού το δημοτικό και είχε στραφεί προς το ευρωπαϊκό.)

Κατόπιν, ο νεαρός και έξυπνος ομιλητής κάμνει μία κίνησι πραγματικά ηγεμονική ή,… κουτοπόνηρη:

Χατζηδάκης:
“Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.”

Ο Χατζηδάκης, λοιπόν, εξηγεί την αιτία της χρήσης των ναρκωτικών, εντάσσοντάς την στο πλαίσιο ερμηνείας που κατασκευάζει ο ίδιος. Και δεν την κατακρίνει - πουθενά.
Όλο αυτό, ήταν ό,τι έπρεπε για να κάμει την Αριστερά …να καταπιεί την γλώσσα της.
Εις την διάλεξη εκείνη όμως, ο Χατζηδάκης κάνει και κάτι άλλο:
Αφού [σχηματοποιώ…] παρέκαμψε τον Βάρναλη προσεγγίζει τον …Μάθεση.
-Πώς;;;
Αυτό δεν θα το απαντήσω, τώρα, διότι δεν είμαι πεπεισμένος πως πρέπει να εξεταστεί η διάλεξη του Χατζηδάκη μέσα στο πλαίσιο, που ενέφερα στο τέλος του #32 (πρέπει να δούμε εάν εκτός από τον Άγη το θέλουν και άλλοι).
Θα κάμω όμως μία νύξη:

Χατζηδάκης:
“Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ʼ40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.”
(Οι υπογραμμίσεις, δικές μου.)

Ο Μάθεσης, κατά τη γνώμη μου εκτός από το ότι “διαπιστώνει ότι οι συνέπειες της χρήσεις του χασισιού έχουν ταξικό κριτήριο”, στο βάθος επιζητεί επίσης αναζητεί μιά μορφή “ιδεολογικής νομιμοποίησης” <<όμοια>> με αυτή που παρέχει ο Χατζηδάκις, δηλαδή “νομιμοποίηση” στηριγμένη στα κριτήρια της “αριστοκρατίας”.
Για τον Βάρναλη όμως οι συμπεριφορές της “αριστοκρατίας” δεν μπορεί από μόνες τους να παρέχουν νομιμοποίηση σε τίποτα. Και καλά κάνει. Η όποια “νομιμοποίηση” ή “μη νομιμοποίηση”, για τον Βάρναλη έχει να κάνει με κριτήρια που αναπτύσσει η τάξη για τον εαυτό της. Στο δε παραπάνω απόσπασμα δεν ασχολείται με τον “ταξικό χαρακτήρα των συνεπειών της χρήσης”, αλλά αποκλειστικά με ένα “επίτηδες” που ισχύει ως τέτοιο.
Χωρίς να εξομοιώνω αλλά τηρώντας τις αναλογίες, η “νομιμοποίηση” που στο βάθος των στίχων του υπαινίσσεται ο Μάθεσης, είναι ίδιου σχήματος με τη “νομιμοποίηση” που θα μπορούσε να γυρεύει ένας “μικρός” κλέφτης επικαλούμενος το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι κλέφτες είναι οι “αριστοκράτες” (όμως στη ζούλα κλέβουνε κι όλοι οι αριστοκράτες).
Όμως για τον Βάρναλη, ή για την “αριστερά”, αυτό δεν θα ήταν παρά “νομιμοποίηση” της ίδια της αριστοκρατίας, θα ήταν μορφή “ιστορικού συμβιβασμού” και “ταξικής συνεργασίας”, θα ήταν εκτροπή από την δική της πρόταση πάλης των εργατών για την αλλαγή της κοινωνίας. Πλην ομως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι η “αριστερά” απέχει της αναγνώρισης του “ταξικού χαρακτήρα των συνεπειών” της κλεψιάς και, επίσης των ταξικών αιτίων που την καθιστούν “λύση” επιβίωσης ενός μέρους των προλετάριων. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με “νομιμοποίηση”, διότι η αριστερά στο βάθος κάθε ανάλυσης του παρόντος δεν μπορεί παρά να αντλεί την ποίησή της από το μέλλον.
Επαναλαμβάνω ότι φυσικά δεν πρόκειται για εξομοίωση καταστάσεων αλλά για τήρηση αναλογιών.

Επίσης, σχετικά με το “πακετάρισμα”: Το “πακετάρισμα” αυτό πριν το “κάνει” ο Βάρναλης, το έχουν ήδη “κάνει” με τρόπο ας πούμε πανηγυρικό μιά σειρά από αλάνικα τραγούδια της εποχής: “και στα τρύπια μου τακούνια ηρωίνη ως τα μπούνια” κλπ κλπ. Επομένως είναι λίγο άτοπη η απαίτηση προς την “αριστερά” να κάνει ταξινομήσεις της “μαγκιάς” τη στιγμή που η ίδια η μαγκιά δεν έχει αποκτήσει την δική της αυτογνωσία.

Τέλος, το να λέει κανείς, ότι η “αριστερά” κατέκρινε συλλήβδην αυτά τα τραγούδια κλπ είναι επίσης αστήρικτο. Η “αριστερά” δεν έχει εκφραστεί επ’ αυτού ως συλλογικό πρόσωπο και δεν θα μπορούσε να εκφραστεί κατά τέτοιο τρόπο. Οι σχετικές απόψεις αφορούν τους ατομικούς εκφραστές τους, άσχετα από την απήχηση που είχαν και από τη διαστρωμάτωση της απήχησης αυτής. άσχετα επίσης και από το αντιτιθέμενο αρκετές φορές περιεχόμενό τους, το οποίο σε τελική ανάλυση εκφράζει τη διαδρομή του προβληματισμού της “αριστερλής διανόησης” γύρω από αυτά τα ζητήματα. Όπου πρέπει επιπρόσθετα να σημειωθεί ότι την “αριστερά” δεν την συγκροτεί αποκλειστικά η “διανόησή” της αλλά σαν αρχή και σαν τέλος την συγκροτεί, επίσης, η λαϊκή κοινωνική βάση της.

Άγη, δεν ξέρω σε πόσα και με ποίο τρόπο διαφωνούμε… Μπορεί να το μάθουμε…
Πάντως εάν μας κράξουν, για τον διάλογο αυτό,… θα φταις (περισσότερο) εσύ:

Αυτά που λες για τον Μάθεση τα προσυπογράφω:
Θά μπορούσα να προσθέσω πλήθος παρομοίων στοιχείων:
Π.χ.:
Ο Μάρκος έχει πει ότι εάν τον αξιώσει ο Θεός λεφτά και αποκτήσει θα χτίσει ένα χρυσό τσαρδί πους πλούσιους. Και ο Γιουβάν Τσαους, παλαιότερα, είχε μιλήσει για πλούσιους βιομήχανους που θα πηγαίνανε στον τεκέ του (και ας μην είχε σχέση, ο ίδιος με τέτοια πράγματα).
Από κοντά και η Αρχόντισσα του Τσιτσάνη (που είναι “τρελή” και όχι “τρανή” όπως λέει ο Χατζηδάκης - σαν πολλά λάθη του ξεφεύγουν…)

Ας πάω πάρα κάτω:
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συνοικέσιο του ρεμπέτικου με την άρχουσα τάξη έγινε ερήμην της Αριστεράς… Και, βέβαια, δεν θα μπορούσε, η Αριστερά, να κάμει …την προξενήτρα.

Αλλά, όταν λέγεις:
<< Επομένως είναι λίγο άτοπη η απαίτηση προς την “αριστερά” να κάνει ταξινομήσεις της “μαγκιάς” τη στιγμή που η ίδια η μαγκιά δεν έχει αποκτήσει την δική της αυτογνωσία. >>

Πώς σου φαίνεται;;;
Και πως θα σου φαινόταν εάν σου έλεγα (διάβαζε: υπενθύμιζα) ότι αυτός, ακριβώς, είναι ο ρόλος της Αριστεράς: Να αναλύει τις επιμέρους, δευτερεύουσες διαφορές και να τις ενοποιεί στο επίπεδο της πολιτικής… Όχι να τσουβαλιάζει… Ένας ο οποίος φουμάρει ένα γεμιστό, δεν εξομοιώνεται με τον λαθρέμπορο… Αισθάνεται αδικημένος. Αλλά, από οικονομική/πολιτική άποψη ο λαθρέμπορος - κατ’ αρχήν είναι ένας που δεν πληρώνει τους δασμούς… Αυτά που εισάγει καλύπτουν τις ανάγκες κάποιου κοινού… (ασ’ το… θα μπλέξουμε).
Την ώρα που οι αγωνιστές της αριστεράς διεμαρτύροντο (και με το δίκιο τους) όταν τους έβαζαν μαζί με τους “ποινικούς”, κάποιος θα έπρεπε να σκεφθεί πόσοι από τους “ποινικούς” έπρεπε να θεωρούνται πολιτικοί…
Και όπως λέγει ο λαός: “με τη μαγιά που έχεις θα κάνει ψωμί”.
Και, τέλος, εάν το κάθε τμήμα του λαού με τα όποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μπορούσε να αποκτήσει, μόνο του, την αυτογνωσία του, τότε, τί το θέλουμε το κόμμα;

Δεν νομίζω ότι σου λέω κάτι που δεν ξέρεις ή, που δεν έχεις σκεφθεί…

Αλλά, πού ήταν, η Αριστερά, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος έφτιαχνε μεταξύ άλλων και την εικόνα του φτωχόπαιδου που με ένα μπουζουκάκι ανερχόταν στα σκαλοπάτια της κοινωνίας;;;
Μη νομίζεις ότι την κατηγορώ… Όμως, η δικαιολογημένη ανεπάρκεια δεν παύει να είναι ανεπάρκεια.
Εμείς δε, πρέπει να εξετάζουμε τα αποτελέσματά της, όχι να κάνουμε… σαν να ήταν επαρκής.
Αλλά θα επιμείνω:
Όταν ο ένας δεν σέβεται τον χορό του άλλου (στα διάφορα μαγαζιά), στην πραγματικότητα, του αμφισβητεί το δικαίωμα έκφρασης και υπονομεύει τις αρχές της δημοκρατίας. Αυτό, το απλό πράγμα, για να το πει η Αριστερά, πρέπει να γίνει πρώτα …εξουσία;;; Και, πώς θα γίνει, με τέτοια άγνοια;;; Μα καλά, ποτέ δεν έχουν πάει σε κάποιο παραδοσιακό πανηγύρι να δουν πως γίνεται;;;

Υ.Γ.:
Τώρα, με το δίκιο του, κάποιος ‘Αδμιν’, θα μας πει: “Δεν το ξεκουβαλάτε απ’ εδώ αυτό το θέμα να το πάτε κάπου αλλούq…”

Κύριοι παρακαλώ πολύ να μην ξεφεύγουμε τόσο πολύ από το θέμα.

Πολλά τα ερωτήματα και δικαιολογημένη η “σύσταση” περί του “εκτός θέματος”. Θα ήθελα ωστόσο επ’ αυτού…

…να σημειώσω, ότι ναι μεν κατά κάποιο τρόπο όλων των ποινικών αδικημάτων οι αιτίες είναι πολιτικές, όμως πολιτικός κρατούμενος είναι αυτός που φυλακίζεται, εξορίζεται κλπ, όχι για το γεγονός ότι οι πράξεις του ανάγονται “σε τελική ανάλυση” σε πολιτικά αίτια, αλλά αυτός που οι πράξεις του βρίσκονται σε άμεση αντίθεση με τα αίτια αυτά. Είναι αρκετά γενικόλογο αυτό και πρόχειρο σαν διατύπωση, αλλά διαφορετικά δεν θα υπήρχε και καμιά διάκριση.

Και επ’ αυτού…

…ότι είναι ερώτημα χαρακτηριστικό μιάς μορφής “υπεράνθρωπων” απαιτήσεων από την “αριστερά”. Εν πάση περιπτώσει την “αριστερά” της εποχής μπορεί κανείς να την αναζητήσει στον πραγματικό κόσμο κι όχι στην εικονική πραγματικότητα της κινηματογραφικής παραγωγής…΄Πέρα από το γεγονός ότι η τελευταία απεικόνισε και “προπαγάνδισε” την επιδίωξη της μικροαστικής “ανόδου” ορισμένων λαϊκών στρωμάτων κατά τη μεταπολεμική περίοδο κλπ κλπ.

Άγη, εάν έχεις υπόψιν σου μία κριτική της Αριστεράς (ή, και άλλη), δημοσιευμένη, σχετικά με τις εν γένει σκηνοθετημένες παραποιήσεις του ρεμπέτικου από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, σε παρακαλώ να (μου) την αναφέρεις…
Εννοώ: Σήμερα (να γίνεται η κριτική), προτού το σήμερα να γίνει χθες και να ψάχνουμε το “πως διάολο;” έχουμε τέτοια (ακόμη πιο “τέτοια”) ιδέα για το ρεμπέτικο…

Και σε παρακαλώ να μη με παρουσιάζεις σαν κάποιον που είπε άλλα από αυτά που είπα:
Εγώ δεν μίλησα για “υπερανθρώπους”. Κρίνε τα ίδια μου τα λεχθένα:

Α)
“Μη νομίζεις ότι την κατηγορώ (την Αριστερά)… Όμως, η δικαιολογημένη ανεπάρκεια δεν παύει να είναι ανεπάρκεια.
Εμείς δε, πρέπει να εξετάζουμε τα αποτελέσματά της, όχι να κάνουμε… σαν να ήταν επαρκής.”
Β)
“Όταν ο ένας δεν σέβεται τον χορό του άλλου (στα διάφορα μαγαζιά), στην πραγματικότητα, του αμφισβητεί το δικαίωμα έκφρασης και υπονομεύει τις αρχές της δημοκρατίας. Αυτό, το απλό πράγμα, για να το πει η Αριστερά, πρέπει να γίνει πρώτα …εξουσία;;; Και, πώς θα γίνει, με τέτοια άγνοια;;; Μα καλά, ποτέ δεν έχουν πάει σε κάποιο παραδοσιακό πανηγύρι να δουν πως γίνεται;;;”

Υ.Γ.:
Ζητώ συγνώμη, δια τις επαναλήψεις, από εκείνους που παρακολουθούν την συζήτηση, μετά προσοχής…