Υπάρχουν διάφοροι τρόποι παιξίματος του λαούτου. Κάποιοι αφορούν ορισμένες περιοχές, άλλοι είναι υπερτοπικοί, κάποιοι είναι παλιότεροι, κάποιοι νεότεροι, κάποιοι διαχρονικοί.
Υπάρχει το καθαρά μελωδικό παίξιμο. Θα έλεγα βέβαια ότι δίνει εξίσου έμφαση και στο ρυθμό, αλλά επειδή ο ρυθμός βγαίνει από μόνος του, όχι επειδή ο λαουτιέρης κάνει κάτι ειδικό για να τον τονίσει. Ο λαουτιέρης παίζει μελωδία σ’ ένα όργανο με «ρυθμικό» ήχο.
Υπάρχει το παίξιμο με μελωδία + ανοιχτές. Ο ρυθμός τονίζεται περισσότερο απ’ όσο στο πρώτο, κι επίσης περισσότερο απ’ όσο η μελωδία. Η μελωδία απλοποιείται, παίζονται μόνο (ή σχεδόν μόνο) οι νότες που σκάνε πάνω στους βασικούς χρόνους του ρυθμικού σχήματος. Επιπλέον εδώ εμφανίζεται κι ένα τρίτο στοιχείο, η αρμονία. Η αρμονία, εκτός από το αυτονόητο ότι δεν είναι η δυτική (π.χ. μερικές φορές η συγχορδία τονικής αποτελείται από την τονική και την τέταρτη), επιπλέον είναι αρκετά στοιχειώδης και προβάλλεται ελάχιστα.
Υπάρχει το παίξιμο με λίγες συγχορδίες. Δίνει έμφαση μόνο στο ρυθμό, και μάλιστα μεγαλύτερη απ’ ότι τα προηγούμενα, καθόλου στη μελωδία και ελάχιστα σε μια στοιχειωδέστατη αρμονία -όχι την ίδια με προηγουμένως. Αυτό (κατά τη γνώμη μου) δεν είναι η πιο απλή εκδοχή του παιξίματος με περισσότερες συγχορδίες, είναι κατι τελείως διαφορετικό στη λογική του.
Υπάρχει το παίξιμο με περισσότερες συγχορδίες και όλο τρίφωνες. Εδώ δεν υπάρχει καθόλου μελωδία, υπάρχει μόνο ρυθμός και αρμονία με ισομοιρασμένη έμφαση. Η αρμονία, είτε απλούστερη είτε πιο φορτωμένη, είναι ξεκάθαρα αυτό που θα λέγαμε δυτική.
Από αυτό το τελευταίο και πέρα βρισκόμαστε πλέον στο κιθαρίστικο παίξιμο. Ανάμεσα σε δύο συγχορδίες μπορεί να μπει και λίγη μπασογραμμούλα, η λίγη να γίνει περισσότερη, και στο τέλος να έχουμε ολόκληρα μελωδικά περάσματα που κινούνται κάτω από την κυρίως μελωδία του κομματιού. Αυτό είναι που εννοούσε ο Νίκος λέγοντας μελωδική συνοδεία, αν κατάλαβα καλά. Όντως, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το γεγονός ότι παλιότερα (και σήμερα άλλωστε) το λαούτο χρησιμοποιόταν και ως μελωδικό όργανο.
Αυτά τα κιθαρίστικα παιξίματα, είτε γίνουν με κιθάρα είτε με λαούτο, είναι μπάσταρδα. Κομίζουν στη μουσική ένα στοιχείο εντελώς επείσακτο, που δεν της ανήκε παλαιόθεν. Όμως επείσακτα στοιχεία ανέκαθεν έμπαιναν ως μπόλια σε όλες τις μουσικές. Το μπαστάρδεμα δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε εκφυλισμό, μπορεί να βγάλει έναν νέο και ενδιαφέροντα συνδυασμό. Υπάρχει καλό μπαστάρδεμα και κακό μπαστάρδεμα. Σ’ ένα από τα βιντεάκια που παρέθεσε ο Γιάννης (δεν κάθομαι τώρα να ξαναβρώ ποιο ήταν), ένας λαουτιέρης βάζει και μπασογραμμές και αναλύσεις ντιμινουίτας και άλλα στοιχεία από αυτά που ο Δημήτρης πιο πριν χαρακτήριζε ως μη δημοτικά (και συμφωνώ κι εγώ)- αλλά τα βάζει ως άρτυμα, σε σωστή -μικρή- δοσολογία. Μοιάζει σα να σου λέει «ξέρω πώς γίνεται η παραδοσιακή συνοδεία, η απέριττη και λειτουργική, αλλά επίσης ξέρω και 5 πραματάκια για το όργανό μου που δεν τα ήξερε η προηγούμενη γενιά». Έτσι, να το δεχτούμε, μαγκιά του! Όχι όμως «ξέρω παπάδες πάνω στο όργανο αλλά δεν έχω προσέξει ποιο κομμάτι παίζουμε».