Η ιστορία του τραγουδιού: Τρελός Τσιγγάνος

«“Ο ΤΡΕΛΛΟΣ Τσιγγάνος” ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ, που
αγωνίστηκε κι αυτός για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Γερμανούς
κατακτητές. Δυστυχώς, όμως, πλήρωσε με τη ζωή του. Εκτελέστηκε από τα Ες-Ες.
Ήταν ο αληθινός ήρωας του τραγουδιού που έγραψα στα τέλη του 1943». Η Ιωάννα
Γεωργακοπούλου αποκαλύπτει, για πρώτη φορά, την ιστορική λεπτομέρεια του
τραγουδιού, που από τότε που γράφτηκε προκάλεσε κόντρες με τον αξέχαστο λαϊκό
βάρδο, τον Βασίλη Τσιτσάνη, αντεγκλήσεις και πολλές συζητήσεις."

Πηγή: https://www.tanea.gr/1997/11/29/greece/iwanna-gewrgakopoyloy-o-trellos-tsigganos-itan-antartis-toy-elas/

Αυτή δεν είναι η μόνη συνέντευξη που το έχει πει αυτό. Εδώ δίνει συνέντευξη στον Πάνο Γεραμάνη.

Αυτή είναι η 1η εκδοχή, σύμφωνα με την Ι. Γεωργακοπούλου:

Η δεύτερη εκδοχή:
Οκτώ χρόνια μετά την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού, το 1955, ο Μιχάλης Κακογιάννης έγραψε και σκηνοθέτησε μία ταινία με τίτλο «Στέλλα». Βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», ενώ είναι εμπνευσμένη δραματουργικά από το μύθο της Κάρμεν. Διακρίθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1960, με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας του 1956, καθώς και με το βραβείο ερμηνείας Isa Miranda, για τη Μελίνα Μερκούρη, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του 1955. Ήταν επιπλέον η ελληνική υποβολή για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 1956.
Πριν την έναρξη των γυρισμάτων της ταινίας, ο Μιχάλης Κακογιάννης ζήτησε από το Μάνο Χατζιδάκι να γράψει τη μουσική της ταινίας. Με τη σειρά του, ο Μάνος Χατζιδάκις ζήτησε από το Βασίλη Τσιτσάνη να γράψει τους στίχους ενός τραγουδιού πάνω στους οποίους θα έβαζε ο ίδιος τη μουσική. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, λοιπόν, έγραψε το πασίγνωστο πλέον τραγούδι, «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι». Ο Χατζιδάκις στη συνέχεια ζήτησε από τον Τσιτσάνη την άδεια να ενσωματώσει πάνω στους στίχους, τη μουσική του «Τρελού τσιγγάνου». Πράγματι ο Τσιτσάνης έδωσε τη μουσική και το αποτέλεσμα ήταν ένα αριστούργημα με την απόλυτη υπογραφή του Βασίλη Τσιτσάνη.
Σύμφωνα με το Μιχάλη Κακογιάννη αλλά και το Μάνο Χατζιδάκι, το τραγούδι είναι μία δημιουργία του Βασίλη Τσιτσάνη, ασχέτως αν αναγράφεται κι ο Χατζιδάκις ως ο δεύτερος συνθέτης του τραγουδιού. Αυτό έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του Τσιτσάνη.
Όταν πήγε και η Γεωργακοπούλου να παρακολουθήσει την ταινία, σε μία από τις πρώτες προβολές της, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, εκνευρίστηκε που άκουσε μία κατά τη γνώμη της δική της μελωδία με την υπογραφή του Βασίλη Τσιτσάνη. Η ίδια πήγε να τον συναντήσει και να ζητήσει εξηγήσεις.
Όταν με προκλητικό ύφος ζήτησε από τον Τσιτσάνη ποσοστά, ο συνθέτης εξοργίστηκε. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες και οι δρόμοι τους χώρισαν οριστικά. Η ιστορία όμως δεν ξεχάστηκε ποτέ, καθότι αφορά μία πεντακάθαρη και πρωτοφανή περίπτωση κατάχρησης και κλοπής ενός τραγουδιού.

Και η τρίτη εκδοχή:
Ο Κώστας Φέρρης, το 2005, δίνει τη δική του ερμηνεία και παραθέτει τα γεγονότα όπως τα γνώρισε ο ίδιος: «Το “Αγάπη πού γινες δίκοπο μαχαίρι” είναι κατοχυρωμένο στην ΑΕΠΙ, Χατζηδάκις-Τσιτσάνης για τη μουσική, Μιχάλης Κακογιάννης για τους στίχους. Πολλές φορές δε βάζουν το όνομα του Τσιτσάνη στους δίσκους, κι ήμουνα παρών σ’ ένα τηλεφώνημα διαμαρτυρίας του Τσιτσάνη στην τότε CBS, που ακολούθησε ένα τηλεφώνημα στον καλοσυνάτο Μάνο Χατζηδάκι.
Στην πραγματικότητα, το τραγούδι γράφτηκε για την ταινία “Στέλλα”, και ο Χατζηδάκις συνεργάστηκε στενά με τον Τσιτσάνη, που ήταν και ο εκτελεστής των τραγουδιών.
Για το συγκεκριμένο τραγούδι, ο Χατζηδάκις θέλησε να “δανειστεί” μια μελωδία του Τσιτσάνη, και ο Τσιτσάνης του πρότεινε τον “Τρελλό τσιγγάνο” (Τρελλέ τσιγγάνε για πού τραβάς).
Ο λόγος ήταν περίπλοκος: Ο Τσιτσάνης, σε ανύποπτο χρόνο, είχε “χαρίσει” τον “Τρελλό Τσιγγάνο” στην Ιωάννα Γεωργακοπούλου.
(Παρένθεση: Η Ιωάννα εισπράττει μέχρι σήμερα τα δικαιώματα του “Τσιγγάνου”, και αρνείται να “επιστρέψει” το τραγούδι στο όνομα του Τσιτσάνη.)
Φαίνεται λοιπόν, πως για να της το “χαρίσει”, συνέτρεχαν δύο λόγοι:
(1) Η τραγουδίστρια ήταν η φίρμα, και “τούκανε χάρη” να το τραγουδήσει.
(2) Ο Τσιτσάνης δεν πίστευε στην εμπορικότητα του τραγουδιού, κι έτσι έβγαζε “τζάμπα” την υποχρέωση.
Έλα όμως που ο “Τσιγγάνος” έγινε σουξέ, κι ο Τσιτσάνης το σκυλομετάνιωσε… Έτσι, βρήκε την ευκαιρία που τούδωσε ο Χατζηδάκις, και τούδωσε το δικό του μοτίβο να το κατοχυρώσει τώρα στο όνομά του.
Η συμφωνία κλείστηκε, κι ο Χατζηδάκις έγραψε ένα δικό του τραγούδι, που χρησιμοποιεί στα πρώτα μέτρα τη μελωδία του “Τσιγγάνου”.
Εξάλλου, δεν είναι η μόνη φορά που ο Μάνος έκανε επώνυμα “δάνεια”, που στη μουσική λέγονται και “τιμητικές αναφορές”. Παράβαλε λ.χ. νότα-νότα, τον “Ματωμένο γάμο” (Τώρα νυφούλα μου χρυσή…) με το “Στου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκειά μου Μαριγούλα…” κ.τ.λ.».
[πηγή: Η μελωδία της ιστορίας | Out Of The Box]


Προσωπική μου άποψη:

  1. οι στίχοι παραπέμπουν σε τρελό έρωτα με τσιγγάνο, αυτός όμως ο τσιγγάνος - από τους στίχους, τουλάχιστον - μόνο αντάρτη δεν θυμίζει.
  2. το τραγούδι αυτό είναι τόσο της Ι. Γεωργακοπούλου όσο και το “Κίνησε η Γερακίνα” που είχε πει πως είναι δικό της επίσης.
3 «Μου αρέσει»

Να πούμε ότι ootb.gr (ή το themetisproject.gr που αναφέρει ως πηγή του, αν και δεν υπάρχει πια) για την μαρτυρία του Κώστα Φέρρη είχε ως πηγή το φόρουμ μας!

Εδώ είναι και το πρωτότυπο μήνυμα του Κώστα Φέρρη από το (μακρινό) 2005. Έχει ενδιαφέρον να επισκεφθείτε και αυτό το θέμα…

2 «Μου αρέσει»

Ελένη δεν θα διαφωνήσω ότι η μουσική είναι του Τσιτσάνη. Για το τραγούδι ολόκληρο στίχοι - μουσική έχω αμφιβολίες.
Έχουμε και το παράδειγμα της Συννεφιασμένης Κυριακής που μέχρι να ξεμπερδευτεί το κουβάρι ο καθένας έλεγε τα δικά του. Ακόμα δεν νομίζω ότι έχει λυθεί το θέμα. Άλλος είπε ότι γράφτηκε για ομάδα ποδοσφαίρου και ο Τσιτσάνης ισχυρίστηκε ότι το έγραψε μετά που είδε κάτι πεθαμένους στη Θεσσαλονίκη, αν θυμάμαι καλά.
Από την άλλη όταν έδωσε αυτή την πληροφορία η Γεωργακοπούλου ο Τσιτσάνης ζούσε. Δεν έχω διαβάσει πουθενά να το αντικρούει αυτό. Και αναφέρομαι στους στίχους.
Τώρα αν είναι αλήθεια ή όχι ο ισχυρισμός της Γεωργακοπούλου, αν μη τι άλλο φτιάχνει μια ωραία ιστορία για το τραγούδι.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο Τσιτσάνης έδωσε πολλά τραγούδια του. Τώρα αν ήταν ολόκληρα δικά του, δηλαδή στίχοι - μουσική δεν ξέρω αν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για όλα.
Και για μένα υπάρχει και το εξής θέμα. Να το θέσω απλά. Αν η Γεωργακοπούλου δεν είχε σχέση με την δημιουργία του τραγουδιού με τι μούτρα πήγε και ζήτησε τον λόγο από τον Τσιτσάνη, για ένα αποκλειστικά δικό του ολοκληρωμένο τραγούδι? Ίσως να είναι αφελές το ερώτημα.

Περί Μάνου Χατζιδάκι και Ματωμένου Γάμου (1948).

Ο σωστός τίτλος είναι "τώρα νυφούλα μου χρυσή". Εγώ, ομοιότητα με το “μπαξέ τσιφλίκι” (1946), βρίσκω στο μέρος που λέει “να θυμηθείς πως βγαίνεις σαν τον αυγερινό” και αντιστοιχεί στο “θα σου παίξω παίξω φίνο μπαγλαμά”.

Επηρεασμένη από την Αρχόντισσα (1938) του Τσιτσάνη, είναι και η εισαγωγή :
Το πόσο είχε επηρεαστεί ο Μ.Χ. από το ρεμπέτικο εκείνη την εποχή και ειδικά από την αρχόντισσα το λέει και ο ίδιος ο Μ.Χ. στο εξώφυλλο του LP που κυκλοφόρησε το 1965 με τραγούδια και μουσική από το “Ματωμένο Γάμο” και το “Παραμύθι χωρίς όνομα”.

Δε μου φαίνεται απίθανο. Πάρε μια αφελή απάντηση στην «αφελή» ερώτησή σου:

Πάει και του λέει όμορφα και ευγενικά, χωρίς θράσος αλλα΄με ένα αίτημα, «ρε Βασίλη, αφού μου το 'χεις χαρίσει το τραγούδι, πώς τώρα το ξαναβγάζεις για δικό σου;», και λόγο στον λόγο ανεβαίνουν οι τόνοι και οι δύο φίλοι-συνεργάτες γίνονται μπίλιες. (Το ότι καβγάδισαν δε σημαίνει ότι καβγάδιζαν ήδη από το καλημέρα.)

Δεν έχω τρόπο να ισχυριστώ ότι έγινε έτσι, απλώς δεν το βρίσκω και τόσο αδύνατο να συνέβη γενικά.

Όλο μοιάζει, αλλά …σιγά τώρα. Αν η ομοιότητα δεν είναι συμπτωματική, που θα μπορούσε εύκολα, τότε πρόκειται για ΤΡΟΜΕΡΑ δημιουργική χρήση δανείου.

(Όταν λέω όλο, εννοώ: όλη η μελωδία του Χατζιδάκι, με το δεύτερο μισό της μελωδίας του Τσιτσάνη, από το σημείο που λέει ο Φέρρης.)

Ότι ο Τσιτσάνης έχει χαρίσει πολλά τραγούδια του σε πολλούς, δεν νομίζω να το αντικρούσει κάποιος. Ότι τη μελωδία του «Τρελού τσιγγάνου» πρέπει να την έχει γράψει ο Τσιτσάνης, φαίνεται από μίλια μακρυά. Ότι το κομμάτι αυτό δεν είναι το μοναδικό που χάρισε ο Τσ. στη Γ. , νομίζω όλοι το ξέρουμε, ίσα ίσα που της έχει χαρίσει πολλά ακόμα κομμάτια. Πιθανολογώ λοιπόν ότι μεταξύ τους, θα είχε γίνει κάποια εξήγηση για να μπούν τα πράγματα στη θέση τους και να κατοχυρωθεί και η ίδια, όχι μόνο άπαξ αλλά, δια παντός. Κάτι του τύπου «Η ΑΕΠΙ το καταχώρησε στο όνομά μου Βασίλη, τελειώσαμε, δεν θα αμφισβητηθεί πλέον αυτή η ιδιοκτησία. Συμφωνούμε;».

Όταν λοιπόν, οκτώ χρόνια αργότερα, ο Τσιτσάνης συμφωνεί με τον Χατζιδάκι να του επιτρέψει τη χρήση τμήματος της μελωδίας του «Τσιγγάνου» για την ταινία «Στέλλα», η Γ. έχει κάθε ηθικό δικαίωμα να απαιτήσει κάποιαν εξήγηση, απλά και μόνο επειδή ο Τσ. «δεν κράτησε μπέσα».

Σε ό,τι, τώρα, αφορά τους στίχους: Είναι χωρίς αμφιβολία αποδεδειγμένο ότι ο Τσιτσάνης συχνότατα έγραφε ο ίδιος τους στίχους των τραγουδιών του. Ξέρουμε άλλο τραγούδι, οποιουδήποτε συνθέτη, όπου τους στίχους να τους έχει γράψει αποδεδειγμένα η Ι. Γεωργακοπούλου;

(πριν δύο περίπου ώρες, ξεκίνησα, στο word, να συντάσσω μίαν απάντηση στο #24 του Λουκά. Όταν, πριν λίγην ώρα, επέστρεψα στο κομπιούτερ μετά το βραδυνό μου φαγητό, είδα ότι ο Περικλής δεν είχε τόσο διαφορετική άποψη από τη δική μου. Όμως θεώρησα καλύτερο να δημοσιεύσω και τη δική μου, αντί απλά να την πετάξω)

2 «Μου αρέσει»

Παλιά το να πει κάποιος οτι αγάπησε μια τσιγγάνα,η αντιθέτως μια γυναίκα να πει οτι αγάπησε ενα τσιγγάνο ,ηταν τελείως φυσιολογικό .Τουλάχιστον στα μέρη μου.Η ομορφιά μιας τσιγγάνας αξεπέραστη και μοναδική.Στο πατρικό θυμάμαι είχαμε και ενα κάδρο με μια τσιγγάνα κρεμασμένο.
Και το λέω αυτο γιατι την εποχή που ζούμε, πολλοί που ακουν την λέξη αυτή , αρχίζουν και βρίζουν.Η λέξη ειναι για πολλούς κόκκινο πανί.Ποιός γράφει σήμερα και εξυμνεί τις Τσιγγάνες…;;Πόσοι και πόσοι δεν εγραψαν παλιά …Ο Μάρκος π.χ.
Οι στίχοι για μένα λοιπόν μιλούν μάλλον για εναν ομορφάντρα Τσιγγάνο και οχι για κάποιον αντάρτη.Ενας Τσιγγάνο που ολο φεύγει,εναν τρελλό που δεν ζεί με ορους,που δεν εχει μόνιμη κατοικία,και δεν μπορεις να τον κλειδώσεις κάπου.
Αλλα και πάλι,η προσωπική μου γνώμη είναι αυτή.

1 «Μου αρέσει»

το λάικ για το πρώτο μέρος, σχετικά με την αποδοχή και συνύπαρξη με τους τσιγγάνους. για την ιστορία πίσω από το συγκεκριμένο τραγούδι δεν μπαίνω σε εικασίες. ομολογώ ότι και οι δυο εκδοχές είναι άκρως ενδιαφέρουσες.

1 «Μου αρέσει»

Εμένα πάλι μου φαίνεται ότι αν το θεωρούσαν όλοι φυσιολογικό όχι μόνο να λες ότι αγάπησες Τσιγγάνο / Τσιγγάνα αλλά να το κάνεις και έμπρακτα, τότε μάλλον πρόκειται για μια εξαίρεση μέσα στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.

Ζωγραφιές με Τσιγγάνους, ναι. Τραγούδια που να τους εξυμνούν, άφθονα. Αλλά μέχρι εκεί. Ο Τσιγγάνος, ως ξένος, αλλιώτικος στους τρόπους του, άγνωστος και ακατανόητος (άρα μυστηριώδης) καθότι ταξιδιάρης, γίνεται σύμβολο ελευθερίας, αντισυμβατικότητας, ξεγνοιασιάς, ανεξαρτησίας, οπότε δεν είναι δύσκολο από κει να φτάσουμε και στο ερωτικό σύμβολο. Άμα βάλουμε και την παραδοσιακή ενασχόληση των Τσιγγάνων γυναικών με μαγικές και μαντικές τέχνες, το μυστήριο και η σαγήνη του μεγαλώνουν. Πρόσθεσε και κάτι λεπτομέρειες όπως ότι τους αρέσουν τα ζωηρά χρώματα στα ρούχα (=κεφάτοι, παιχνιδιάρηδες…), να το έτοιμο το στερεότυπο. Και μάλιστα όλα αυτά δε συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα.

Imgur

Άλλο αυτά όμως, κι άλλο η επαφή με πραγματικούς Τσιγγάνους. Αυτή πάντοτε γινόταν με δυσπιστία, περιφρόνηση, ενίοτε απροκάλυπτη βίαιη εχθρότητα (μην ξεχνάμε και τον μύθο ότι οι Τσιγγάνοι, σαν σιδεράδες που είναι, έφτιαξαν τα καρφιά για να σταυρωθεί ο Χριστός, και ο θεός για να τους τιμωρήσει τους άφησε αγράμματους!!!), ή, στην καλύτερη περίπτωση, με περιορισμένες επαφές όπου ήταν απαραίτητο για κάποια συγκεκριμένη συναλλαγή (μ’ έναν σιδερά, γανωματή, μουσικό, εργάτη για τα χωράφια, μάγισσα…) χωρίς πολλά πολλά μετά.

Αναφέρομαι κυριότατα στους νομάδες Τσιγγάνους, άλλωστε τέτοιος είναι ο Τσιγγάνος του τραγουδιού. Μ’ εκείνους που ήταν παλαιόθεν εγκατεστημένοι σε οικισμούς και έκαναν πράγματα λιγότερο διαφορετικά από τον υπόλοιπο πληθυσμό, π.χ. αγρότες, είναι ίσως κάπως καλύτερα τα πράγματα.

Έτσι, το να μιλάει κανείς για Τσιγγάνα ψυχή (=μποέμισσα), τσιγγάνικη ομορφιά, τσιγγάνικα βιολιά, αξιοζήλευτα αμέριμνους ρομαντικούς ερωτιάρηδες Τσιγγάνους που δε δουλεύουν με ωράριο και δε δεσμεύονται από όλα όσα μας τη σπάνε στη δική μας ζωή, είναι κάτι που μένει στα λόγια. Άλλωστε όλο αυτό το στερεότυπο συνυπάρχει ανεμπόδιστα με το ακριβώς αντίθετο στερεότυπο περί βρώμικων, άτιμων κλπ. Τσιγγάνων - μόνο που το δεύτερο έχει και έμπρακτη εφαρμογή.

Το να υπήρχαν και κάποιες εξαιρέσεις, όπως αναφέρει ο Νεαπολιώτης, δύσκολα θα ανατρέψει τη γενική εικόνα.

3 «Μου αρέσει»

Πάντως οταν ανέβαινε ο Χρήστος την ανηφόρα στην γειτονιά μου με το τρίκυκλο ( Τσιγγάνος απο την Α.Βαρβάρα ),και σταμάταγε στην αλάνα διαλαλώντας την πραμάτια του,ολες οι νοικοκυρές φρεσκοκτενισμένες και με το καλύτερο χαμόγελο στα χείλια εσκαγαν μύτη και τον περικύκλωναν,λές και τον περίμεναν… :stuck_out_tongue_winking_eye:

Αυτό που ηθελα να τονίσω Πεπέ οταν ειπα για τις παλιές εποχές ειναι οτι,ο κόσμος δεν ειχε τις φοβίες και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν σήμερα …Ουτε ακουγες να μιλάει ο κόσμος για αυτούς οπως γίνεται τώρα.Υπήρχαν αλλα προβλήματα να ασχοληθεί ο κοσμάκης.
Μιλάω πάντα για τα μέρη που μεγάλωσα εγω…Φτωχογειτονιές που ολοι στο ιδιο καζάνι βράζαμε,για να μην παρεξηγηθώ πάλι…
Για μένα επαναλαμβάνω, Γυναίκα πρέπει να εγραψε τους στίχους αυτούς.Μιλάει για τον πορθητή της καρδιάς της…τον κουρσάρο…τον τσιγγάνο…Εννοιες που εχουν τον κοινο παρανομαστή αν μπορω να το πω ετσι…Εναν ομορφάντρα ( οπως αυτοι οι πειρατές του Αμερικάνικου κινηματογράφου ).
Και οχι απαραίτητα της δικής της,αλλά μιάς γυναικείας καρδιάς…

2 «Μου αρέσει»

Ε, άρα, είτε από τον ένα δρόμο (που μιλάει για ανώδυνα θετικά στερεότυπα περί Τσιγγάνων) είτε από τον άλλο (που λέει για πραγματική και όχι θεωρητική εκτίμηση προς τπους Τσιγγάνους), στο ίδιο καταλήγουμε:

Έτσι λέω κι εγώ.

Μόνο για το παρακάτω θα κράταγα μια επιφύλαξη:

Δεν είναι απίθανο κι ένας άντρας στιχουργός να εκφράζει την καρδιά μιας γυναίκας. Οι αλήθειες των τραγουδιών δεν αποτελούν πάντοτε και προσωπική πραγματικότητα για τον στιχουργό.

Όσο για τον αντάρτη, μπορεί να υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά το τραγούδι δε μιλάει γι’ αυτόν.