Νομίζω το κλειδί είναι το τέμπο, όχι το μοναδικό φυσικά.
Ο καρσιλαμάς είναι γρήγορος, τόσο που κατά κανόνα κάθε στίχος ολοκληρώνεται σε δύο μέτρα. Στην πένα ο χτύπος (θέση/άρση) είναι ανά τέταρτο, έτσι που στην τριάδα υπάρχουν 3 τρόποι παιξίματος (όπως στα τρίηχα).
Το παλιό ζεϊμπέκικο/απτάλικο, το γρήγορο (καμηλιέρικο, γιουρούκικο), έχει ένα στίχο ανά μέτρο που χωράει ίσα-ίσα, μέχρι και την τριάδα. Επίσης συχνά παίζεται με αργή πένα, ένας χτύπος ανά όγδοο.
Το καινούριο ζεϊμπέκικο/απτάλικο (λαϊκό) είναι αργό έως πολύ αργό (οπότε στην πένα ο χτύπος αντιστοιχεί σε 16ο), και ο στίχος φτάνει μέχρι την μέση του μέτρου αφήνοντας το υπόλοιπο για οργανική απάντηση.
Φυσικά μαζί αλλάζει και ο χορός, αντικρυστός στον καρσιλαμά, μοναχικός αλλά λιτός στο καμηλιέρικο, και γεμάτος φιγούρες στο λαϊκό. Οι χορευτές συχνά τα γρήγορα ζεϊμπέκικα τα ονομάζουν απτάλικα και τα χορεύουν αντικρυστά, υποθέτω θα έχει κάποια βάση αυτό. Οι ακροατές χτυπάνε παλαμάκια γρήγορα “1-2-3-4” στους καρσιλαμάδες (με ρυθμό αναλόγως αν είναι 2+2+2+3 ή 2+3+2+2), “3 αργά / 3 γρήγορα” στα καμηλιέρικα (αντίστροφα αν είναι απτάλικα), ενώ στα λαϊκά σε κάθε όγδοο.