Ερχομαι κι εσυ κοιμασαι

Ρώτησα κάποιον μεγάλο χοροδιδάσκαλο πως χορεύεται.Εγώ στον νου μου το είχα ως τσιφτετέλι.Με έβαλε λοιπόν να ακούσω την ηχογράφηση της Κατερίνας Παπαδοπούλου και παρατήρησα κι εγώ ότι έτσι όπως έπαιζε το κρουστό(πίσω από το λαούτο) το τραγούδι ήταν συρτό στα τρία.Αλλά μου είπε πως ήταν γρήγορος ο ρυθμός της εκτέλεσης.Και για να λέει αυτός ότι το τέμπο ήταν γρήγορο πάει να πει ότι το έχει ακούσει και αλλιώς από αλλού.Ίσως να το έχει ακούσει από κάποιους άλλους μουσικούς.

Το πρώτο που έπρεπε να σου είχε πει ο χοροδιδάσκαλος είναι ότι το τραγούδι αυτό δεν χορεύεται. Δεν είναι συρτό στα τρία αλλά τεσσάρι, όχι όμως τονισμένο ως συρτό, ούτε ως τσιφτετέλι. Δεν έχω πρόχειρη την εκτέλεση με Σινόπουλο / Παπαδοπούλου αλλά αποκλείεται να μην έχουν επιλέξει τη σωστή ρυθμική αγωγή.

Mάλιστα. Άψογη φυσικά εκτέλεση, τί άλλο να περιμένεις απ’ τους συγκεκριμένους. Εμένα όμως, που το κομμάτι το ξέρω ως λιβισιάνικο και όχι πολίτικο, με ξενίζει η εκφορά σε κοινή νεοελληνική, πόσο μάλλον που με είχαν ιδιαίτερα ιντριγκάρει οι «ιδιοτροπίες» της λιβισιανής διαλέκτου, που είχα διαβάσει βιβλιαράκι σχετικό. Να παραθέσω πρόχειρα, όσο ακόμα τον θυμάμαι, το στίχο στα λιβισιανά:
Έρχουμου κι ΄σύ κοιμάσι, μέσα στ’ άσπρα γιασιμιά
Ξύπνα που να ζεις κι να ΄σι, φουντουτή μου λιμουνιά
Λιβισιανή μου πέρτικα, στα δίχτυα σου μπερτέφτηκα.

Της καρτιάς μου τα κλειδάκια πάρι τα κι άνοιξι
κι έχει μέσα γκιουλ μπαξέδους κ’ έμπα κι σιργιάνισι
Έλα κι μην τη βαρετείς τη στράτα, να ΄ρτις να μι δεις.

Κάτι ήθελα να σχολιάσω εδώ, αλλά είπα δε βαριέσαι, τόσα χρόνια μετά. Αφού όμως Νίκο το ανακίνησες, θα εκφράσω την αντίρρησή μου:

Οι τοπικές προφορές είναι για όσους τις έχουν μητρικές, ή για τους λίγους που θα μπορέσουν να τις μιμηθούν πραγματικά άπταιστα. Αν εγώ πω «φουντουτή μου λιμουνιά» δε θ’ ακουστεί λιβισιανό, θ’ ακουστεί απλά ψεύτικο. Και μάλιστα όχι μόνο εγώ, αλλά και κάποιος τραγουδιστής ή τραγουδίστρια ή χορωδία, δε θυμάμαι, αλλά το έχω ακούσει με το συγκεκριμένο τραγούδι, σε επανεκτέλεση από μη ντόπιους με τήρηση υποτίθεται της ντόπιας προφοράς, και μου 'χε κακοφανεί ιδιαίτερα.

Επομένως είμαι σαφώς υπέρ του να τραγουδάει ο καθένας με τη δικιά του φυσική προφορά. Ας σκεφτούμε το παράδειγμα ενός τραγουδιού που έχει λάβει πολύ πλατιά διάδοση: τη χανιώτικη «Ξαστεριά». Θα 'πρεπε τάχα οι καταληψίες της Νομικής τότε ή οι διαδηλωτές διάφορων σύγχρονων πορειών να λένε «να πάρω το ντουφέtchι μου»;

Βέβαια καμιά φορά δεν είναι τόσο απλό. Οι Βορειοηπειρώτες, κρίνοντας από τα τραγούδια τους, δεν πρέπει να ‘χουν πολύ βαριά προφορά, αλλά σ’ ένα τραγούδι υπάρχει ο στίχος «και στο γιαλό κατέβ’κε». Δεν μπορείς να πεις «κατέβηκε» γιατί χαλάει το μέτρο, αλλά σάμπως μπορείς να κόψεις το -η- χωρίς παράλληλα να τρέψεις και το -ε σε -ι (κατέβ’κι); Και αν το κάνεις εδώ, δε θα πρέπει να το κάνεις σ’ όλο το τραγούδι; Ή, παρομοίως, μπορείς να πεις «το μλαρ, το μλαρ, δεν πάω στο Πλωμάρ», όταν η μεν κανονική μυτηλινιά προφορά είναι πολύ πιο σύνθετη (του μλαρ, του μλαρ, δεν πάου στου Πλουμάρ, αλλά όχι όπως θα το έλεγε αυτό ένας Αθηναίος), η δε μη ιδιωματική (το μουλάρι το μουλάρι) αποκλείεται εκ των πραγμάτων;

Η Δόμνα Σαμίου μας τα είχε μάθει και τα δύο, κί του μλαρ, κί του έρχουμου κ ισύ κοιμάσι, με τους ιδιωματισμούς τους. Δεν απαίτησε να τα λέμε έτσι, αλλά ήταν σωστό ότι μάθαμε πώς λέγονται στα μέρη που γεννήθηκαν. Και βεβαίως η ίδια, ως Ναζηλού (ή έστω Αθηναία), δεν θα μπορούσε να εκφέρει σωστά ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Υ.γ. πάντως, το «σήκου βρε Κατίγκου τσι άψι του φανάρ» το είχε πετύχει.

Είχαμε παλιότερα μια συζήτηση για τα κυπραίικα σε διασκευές μη Κυπρίων, και θυμάμαι ότι διίσταντο οι απόψεις: η μία ήταν «άμα δεν το πετυχαίνεις το κυπραίικο άσ’ το, και η δικιά σου η προφορά καλή είναι» (και λογικά αυτήν πρέπει να είχα υποστηρίξει), η άλλη «ας μην είναι τέλεια η προφορά σου: και μόνο που προσπάθησες δείχνει σεβασμό».

Επιμένω πάντως ότι έχει σημασία και το αν ο στίχος σε υποχρεώνει να υιοθετήσεις κάποια έστω στοιχεία της τοπικής προφοράς ή όχι. Μπορεί κανείς να πει «φουντωτή μου λεμονιά» και το αποτέλεσμα να ακουστεί άρτιο, αλλά δεν μπορεί να πει «σήκω βρε Κατίγκω και άψε το φανάρι».

Σε κάθε περίπτωση, αυτό

…είναι οπωσδήποτε σημαντικό.