Σε δεύτερη έκδοση βιβλίο 202 σελίδων με CD για το ρεμπέτικο τραγούδι:" Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ (Αδέσποτα ρεμπέτικα - Ο κόσμος του περιθωρίου)" από τον συλλέκτη και ερευνητή Ηλία Μπαρούνη. Διατίθεται από το βιβλιοπωλείο ΚΨΜ: Κιάφας 3 & Ακαδημίας, 106 78 Αθήνα - Κέντρο https://kapsimi.gr/ Επικοινωνία::
Τηλεφωνικό κέντρο: 210 38 13 838, 210 38 10 502, 210 38 39 711
Επίσης πληροφορίες από τον ίδιο το συγγραφέα στο e-mail: ellindanaos@hotmail.com
« ΤΑ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΚΑ Νο 2 »
ΤΩ ΑΝΩΝΥΜΩ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗ, ( μουσική σύνθεση, στίχοι και τραγούδι, Ηλίας Δ. Μπαρούνης ), ( απόδοση με μπαγλαμά, Βασίλης Νούσιας ), 15/3/ 2023
ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΟΥ, Κα Κούλα Αντωνοπούλου, PANHELLENION 3O4, 1920
ΕΣΠΑΣΕΣ ΤΑ ΠΙΑΤΑ, Βασίλης Ψωμαθιανός, POLYDOR V 50142, 1927
ΜΑΓΚΑΣ, Κα Κούλα Αντωνοπούλου, PANHELLENION 5051, 1920
ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ, Άγγελος Στάμος, G.R.C. 523, 1925
ΜΑΝΑΚΙ ΜΟΥ, Αντώνης Νταλγκάς, H.M.V. AO164, 1926
ΜΑΝΤΑΛΕΝΙΑ, Χαρίλαος Κρητικός, PHAROS 831, 1926
ΝΤΕΡΒΙΣΗΔΕΣ, Κα Κούλα Αντωνοπούλου, PANHELLENION 8040, 1920
Ο ΜΑΓΓΑΣ, Γιώργος Βιδάλης, ODEON GA 1433, 1929
Ο ΜΠΟΧΩΡΗΣ, Κώστας Καρίπης, POLYDOR V45106, 1927
ΟΛΟΙ ΟΥΖΟ ΜΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝ, Κα Κούλα Αντωνοπούλου, PANHELLENION 5051, 1920
ΤΑ ΟΥΛΑ ΣΟΥ, Μαρίκα Παπαγκίκα, VICTOR V68701, 1925
ΤΟ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ, Χαρίλαος Κρητικός, PHAROS 831, 1926
ΡΙΧΝΩ ΖΑΡΙΑ, Γιάννης Λεμπέσης, NEXT RECORDS, 2000
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Β΄ ΕΚΔΟΣΗΣ
Το βιβλίο αυτό μιλάει για την γέννηση του ρεμπέτικου τραγουδιού και καταγράφει, (κατά το δυνατόν), όλα τα αδέσποτα ρεμπέτικα που πέρασαν στη δισκογραφία των 78 στροφών. Επειδή το θέμα είναι μεγάλο και αμέσως γεννώνται πολλά ερωτήματα, με βασικότερο το πώς τα ξεχωρίζουμε, έχω να πω τα εξής περιληπτικά. Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας και κυρίως τη δεκαετία του ’20, ηχογραφούνται αρκετά τραγούδια που δεν φέρουν όνομα συνθέτη και επι το πλείστον χαρακτηρίζονται στις ετικέτες των δίσκων σαν δημώδη. Ένα μέρος από αυτά τα τραγούδια όμως, δεν τα συναντάμε σε γραπτές συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών και ακόμα δεν ταυτοποιούνται σαν τοπικά κάποιας περιοχής. Η δε θεματολογία τους έχει κοινά χαρακτηριστικά και ξεχωρίζει εντελώς από όλα τα άλλα παραδοσιακά τραγούδια, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε μια ιδιαίτερη κατηγορία τραγουδιών. Τα τραγούδια αυτά έχει καθιερωθεί να τα ονομάζουμε, αδέσποτα ρεμπέτικα και βέβαια αυτοί που τα δημιούργησαν και αυτοί στους οποίους αναφέρονται είναι οι ρεμπέτες. Αφού όμως δεν μπορούμε να βρούμε συγκεκριμένα πρόσωπα δημιουργών, προσπαθούμε μέσα από τους στίχους των, να προσεγγίσουμε τα χαρακτηριστικά και τη νοοτροπία τους. Όσοι μέχρι τις μέρες μας έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, είναι εν δυνάμει ρεμπέτες, έστω και αν δεν γνωρίζουν τα ρεμπέτικα. Από την άλλη, όσοι από τις αρχές της δισκογραφίας μέχρι σήμερα, έχουν σχέση με τις ηχογραφήσεις και τον χώρο του ρεμπέτικου γενικότερα, αλλά έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και ψυχοσύνθεση, δεν μπορούν να θεωρηθούν ρεμπέτες, για τον απλούστατο λόγο ότι τα ρεμπέτικα δεν είναι απλά μια κατηγορία τραγουδιών, αλλά ταυτόχρονα μια στάση ζωής.
Με την ευκαιρία που μου παρέχει η δεύτερη έκδοση, θα ήθελα να τονίσω ότι γράφοντας αυτό το βιβλίο, το ένοιωθα σαν χρέος προς αυτούς που γέννησαν το ρεμπέτικο τραγούδι και κατά κάποιο τρόπο, αισθάνομαι ότι μιλάω εκ μέρους τους. Στους φίλους που δεν αισθάνονται άνετα στη σκέψη ότι το ρεμπέτικο γεννήθηκε, από μάγκες και κουτσαβάκια, σε χώρους του περιθωρίου και φυλακές, έχω να πω ότι στους χώρους αυτούς κατέληγαν άτομα τα οποία, ναι μεν είχαν αντικοινωνικές συμπεριφορές, σίγουρα όμως ήταν και άτομα παρορμητικά, πολεμικά, με τόλμη και φαντασία και από τη στιγμή που δεν έτρεχαν για το μεροκάματο, γιατί να μη μπορούν να βγάλουν και τραγούδια. Όσον αφορά την όποια εξάρτηση αυτών των ανθρώπων από πιοτά, ουσίες, τζόγο κλπ, θεωρώ ότι ήταν κάτι αρνητικό και επιζήμιο. Με βάση τη Νιτσεϊκή ρήση που λέει ότι, «καλό είναι ότι σου δίνει δύναμη και κακό, ότι σου δίνει αδυναμία», σίγουρα η κάθε τέτοια εξάρτηση φέρνει «αδυναμία». Η μαγκιά όμως και το νταηλίκι έφερναν «δύναμη» και η όποια μέθη εκτός από «αδυναμία», έφερνε και εμπνεύσεις. Θα πρέπει ακόμα να ξεχωρίσουμε ότι μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η αυξημένη εγκληματικότητα, αφορούσε κυρίως βιαιοπραγίες και εγκλήματα κατά ζωής, για λόγους τιμής και λόγω της τάσης για αυτοδικία που επικρατούσε τότε. Το περιθώριο της εποχής αποτελούσαν οι νταήδες, οι διαφόρων ειδών ευέξαπτοι, οπλοφορούντες και βίαιοι τύποι, οι χρήστες, οι τζογαδόροι, οι μικροαπατεώνες, οι πορτοφολάδες και επί το πλείστον οι κατά περίσταση εγκληματίες. Όλοι αυτοί διέφεραν κατά πολύ από τον οργανωμένο υπόκοσμο και τους κατ’επάγγελμα εγκληματίες που επικράτησαν σταδιακά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Δεν πρέπει να συγχέουμε και να θεωρούμε σαν κάτι ενιαίο τα αδέσποτα με τα επώνυμα ρεμπέτικα. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα θαύμα, μια πρωταρχική δημιουργία, ενώ στη δεύτερη έχουμε μια μίμηση, μια «αναπαράσταση», μια εμπορική, επαγγελματική, δευτερογενή σύνθεση και όχι μια πρωτογενή δημιουργία. Θα ήταν περίπου σαν να θεωρούσαμε ένα ιστορικό γεγονός, σαν κάτι ενιαίο και ίδιας σημασίας με την θεατρική ή κινηματογραφική του αναπαράσταση. Όπως δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα ποίημα του Βαλαωρίτη, (παρά τις πολλές ομοιότητες), σαν δημοτικό τραγούδι, έτσι δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζουμε ρεμπέτικα, τα τραγούδια επωνύμων συνθετών, θα μπορούσαμε πχ να τα λέμε νεορεμπέτικα . )
Επιπλέον κρίνω αναγκαίο να επισημάνω μερικά πράγματα, σχετικά με το τι «κομίζει» αυτό το βιβλίο, στην έρευνα γύρω από τις ρίζες των ρεμπέτικων τραγουδιών. Διαβάζοντας ο ίδιος την τυπωμένη μορφή του και ακούγοντας σχόλια και παρατηρήσεις από διάφορους φίλους, μπορώ να πω ότι τα βασικότερα σημεία που προσθέτει αυτή η εργασία, είναι τα εξής:
Καταγραφή και ταξινόμηση όλων των ηχογραφημένων, στις 78 στροφές, αδέσποτων ρεμπέτικων, μέσα από την οποία προκύπτουν τα πάρακάτω συμπεράσματα:
α)Τα τραγούδια αυτά δεν ανήκουν σε κάποια τοπική μουσική παράδοση.
β) Δεν έχουν σχέση με άλλους λαούς, γειτονικούς ή μη.
γ) Δεν προέρχονται από την Μικρά Ασία.
δ) Δεν είναι ερωτικά.
ε) Το περιεχόμενό τους αναφέρεται κυρίως, σε κουτσαβάκια, φυλακές, συμπλοκές, τυχερά παιχνίδια, χασισοποτεία και μεθύσια.
2) Από το περιεχόμενο των στίχων, τις πρωτότυπες μελωδίες και διάφορα άλλα στοιχεία, φαίνεται ότι τα τραγούδια αυτά:
α) Γεννήθηκαν στον λαϊκό-περιθωριακό κόσμο και στις φυλακές της Παλιάς Ελλάδας, από το 1830 έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
β) Ο κόσμος αυτός είχε ψυχοσύνθεση και νοοτροπία ρεμπέτικη, δηλαδή μια στάση ζωής που γέννησε αυτό το είδος τραγουδιών. Επειδή, όπως προείπαμε, δεν γίνεται να βρούμε ακριβώς τα πρόσωπα που «γέννησαν» αδέσποτα ρεμπέτικα, προσπαθούμε να προσεγγίσουμε διαχρονικά, παρόμοιους ανθρώπινους χαρακτήρες.
γ) Οι ερμηνευτές και οι μουσικοσυνθέτες ρεμπέτικων τραγουδιών δεν ήταν απαραίτητα και οι ίδιοι ρεμπέτες στην ψυχοσύνθεση και την γενικότερη στάση ζωής. Το καλλιτεχνικό τους έργο ήταν επαγγελματικό και αμοιβόμενο, πάταγε σε προϋπάρχουσα «τεχνοτροπία» και είχε στοιχεία μίμησης.
δ) Τα αδέσποτα ρεμπέτικα αποτελούν το τελευταίο παρακλάδι του δημοτικού τραγουδιού, (όπως έχουμε τις κατηγορίες δημοτικών, κλέφτικα, μοιρολόγια, γαμήλια, αποκριάτικα κλπ, εχουμε και αυτά τα ρεμπέτικα).
3) Η δισκογραφία και η απόδοση πνευματικών δικαιωμάτων επηρέασαν αρνητικά και σχεδόν σταμάτησαν, από το 1930 και μετά, τις ηχογραφήσεις αυθεντικών παραδοσιακών τραγουδιών.
4) Η δισκογραφία των Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ, ήταν αυτή που διέσωσε τον αυθεντικό τρόπο ερμηνείας παραδοσιακών και ρεμπέτικων τραγουδιών, καθώς και τα περισσότερα σε αριθμό τέτοια τραγούδια. (Η πειραιώτικη τετράδα, (Μπάτης, Μάρκος, Στράτος και Δελιάς), συνέβαλλε επίσης ιδιαίτερα, στην καταγραφή του «μάγκικου» τρόπου ερμηνείας).
5) Η πολιτεία, η εκκλησία καθώς και οι περισσότεροι λόγιοι, στάθηκαν εχθρικά προς τα αδέσποτα ρεμπέτικα.
6) Οι δίσκοι με τέτοια τραγούδια, απευθύνονταν στον λαϊκό κόσμο, τόσο των πόλεων όσο και των επαρχιών.
7) Αν ο κόσμος αυτός δεν αποδέχοταν και δεν αποζητούσε αυτά τα τραγούδια, οι δισκογραφικές εταιρείες δεν θα τα ηχογραφούσαν.
8) Οι δισκογραφικές εταιρείες καθώς και τα ΜΜΕ, προωθούν μέχρι σήμερα ξενόφερτα ακούσματα, εις βάρος της ελληνικής παράδοσης.
9) Τις τελευταίες δεκαετίες, η ευκολία στη διαδικασία, καθώς και το χαμηλό κόστος των ηχογραφήσεων, ρίχνει πολύ το επίπεδο και την ποιότητά τους.
10) Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί ήσαν λίγοι και ξεχωριστοί. Η ποικιλία που βλέπουμε σήμερα είναι διασκευές, χορογραφίες και κατά κάποιο τρόπο μίμηση ενός πηγαίου χορού.
11) Καρσιλαμάδες-ζεϊμπέκικα, χασάπικα-σέρβικα καθώς και μανέδες, συνηθίζονταν κατά τον 19ο αιώνα και στην Παλιά Ελλάδα.
12) Οι περιοχές της Καπαδοκίας, του Ικονίου, του Πόντου καθώς και τα χωριά της Μικρασίας γενικότερα, κρατούσαν σχετικά καθαρή, μέχρι το 1922, τη παλαιά δική τους μουσική ταυτότητα, η δε Σμύρνη, Κων/πολη και οι πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας, είχαν διαμορφώσει κατά τον 20ο αιώνα μια μουσική ταυτότητα, επηρεασμένη, αφ’ενός από τις δικές τους τοπικές παραδόσεις, αφ’ετέρου δε από την παράδοση της
στεριανής Ελλάδας, των Νησιών καθώς και από τάσεις εξευρωπαϊσμού.
13) Η κουτσαβάκικη, νταηλίδικη, ρεμπέτικη νοοτροπία, διατηρήθηκε σε πολλές επαρχίες, μέχρι τη δεκαετία του’60.
14) Εγκληματολογικά στατιστικά στοιχεία που δείχνουν, αφ’ενός ότι παλαιότερα είχαμε μεγαλύτερη εγκληματικότητα και αφ’ετέρου ότι υπάρχουν διαφορές στην ψυχοσύνθεση και το εθιμικό μεταξύ των Ελλήνων, ανάλογα με την περιοχή καταγωγής τους. Η πιό «θερμόαιμη» και «παραβατική» περιοχή ήταν η Πελοπόννησος.
Αυτά σε γενικές γραμμές είναι μερικά σημαντικά και πρωτότυπα συμπεράσματα που προκύπτουν στο βιβλίο, μέσα από την οπτική και αναλυτική προσέγγιση του γράφοντος. Επειδή όμως διάφοροι φίλοι του ρεμπέτικου, επισήμαναν στο διαδίκτυο, ότι υπάρχουν μερικά λάθη σε στίχους τραγουδιών, καθώς και ότι σαν συλλέκτης έπρεπε να βάλω μερικές σπάνιες ηχογραφήσεις στο συνοδευτικό ψηφιακό δισκάκι, έχω να απαντήσω τα εξής:
Λάθη βέβαια κάνουμε όλοι και προπάντων όσοι μέχρι τώρα απομαγνητοφώνησαν στίχους παλιών ηχογραφήσεων, έχουν αρκετά λάθη. Εγώ προσπάθησα να καταγράψω ότι ακριβώς ακούγεται στον δίσκο, έστω και αν κατά τη γνώμη μου, ο τραγουδιστής λέει λάθος κάποια λέξη. Με βάση αυτόν τον κανόνα κατέγραψα αυτό που ακούγεται και τελικά πιστεύω ότι τα όποια λάθη είναι ελάχιστα και αμελητέα. Μπορώ να πω ότι τα ορθογραφικά λάθη της πρώτης έκδοσης, είναι σαφώς περισσότερα από τα όποια λάθη σε στίχους, αλλά τα ορθογραφικά δεν παίζουν ρόλο στο νόημα των κειμένων και βέβαια σε αυτή τη δεύτερη έκδοση προσπαθούμε να πλησιάσουμε κάπως, το «αλάθητο» του Πάπα.
Οι φίλοι όμως αυτοί που εστίασαν στο όποιο λάθος και στην έλλειψη σπάνιων ηχογραφήσεων, δεν φαίνεται να πρόσεξαν τα διάφορα ανέκδοτα ντοκουμέντα που περιέχει το βιβλίο και γι’αυτό θα αναφέρω εδώ μερικά.
Το βιβλίο περιέχει ανέκδοτες φωτογραφίες των, Μ. Βαμβακάρη, Β. Τσιτσάνη, Δ. Γκόγκου (Μπαγιαντέρα), Ν. Μάθεση (Τρελάκια), «ΠΟΛΙΤΑΚΙΑ» του Σπ. Περιστέρη και των φυλακών Συγγρού.
«Σκαναρισμένη» Διάταξη του 1872, περί απαγορεύσεως τυχερών παιχνιδιών, ασμάτων, φωνασκιών, κραυγών κλπ.
«Σκαναρισμένη» Διάταξη του 1897, περί απαγορεύσεως της χρήσης χασίς.
«Σκαναρισμένη» Διάταξη του 1929, περί απαγορεύσεως δίσκων γραμμοφώνου.
«Σκαναρισμένη» επιστολή του 1940, από τον κρητικό μουσικό Στ. Φουσταλιεράκη, προς τους αδελφούς Λαμπρόπουλου, όπου φαίνονται οι δοσοληψίες που γίνονταν παρασκηνιακά, σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών.
«Σκαναρισμένο» έγγραφο με τη σφραγίδα της λογοκρισίας, που περιέχει τους στίχους του τραγουδιού «ΜΑΧΑΛΟΜΑΓΚΑΣ», του Β. Τσιτσάνη.
Εμπεριστατωμένα και άγνωστα εν πολλοίς, παλαιά κείμενα σχετικά με την αστυνόμευση και τα κουτσαβάκια, όπου αναφέρονται και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.
Όσο για τις σπάνιες ηχογραφήσεις, που να βρεθούν όταν και η «κουτσή Μαρία», ανεβάζει στο διαδίκτυο οτιδήποτε πέσει στα χέρια της και κάποιες φορές με λανθασμένα στοιχεία. Σκέφτηκε κανένας ποτέ ότι όλες αυτές οι χιλιάδες ηχογραφήσεις, που είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο προέρχονται από καμιά δεκαριά συλλέκτες δίσκων, που έχουν αφιερώσει χρόνο, χρήμα και τη ζωή τους εν γένει, για να τους συγκεντρώσουν; Για να μπορεί ο καθένας από τον καναπέ του να ανεβάζει τραγούδια στην ιστοσελίδα του και να γράφει, χωρίς αιδώ, ότι προέρχονται από το ανύπαρκτο προσωπικό του αρχείο. Κατά την άποψή μου, κανένας δεν θα έπρεπε και μάλιστα ανερυθρίαστα, να μιλάει για συλλογή του και αρχείο του, αν δεν έχει στην κατοχή του το πρωτογενές υλικό. Δεν μπορείς φίλε να μιλάς για τα, ή (με τα), αρχεία σου και να παρουσιάζεσαι σαν συλλέκτης, γνώστης και κάποιος, όταν δεν έχεις τον πρωτότυπο δίσκο, την φωτογραφία ή το όποιο ντοκουμέντο στα χέρια σου, όταν δεν έχεις πληρώσει ποτέ για κάτι τέτοιο και θέλεις να εισπράττεις. Θα μπορούσες να βγάλεις τα διάφορα προσωπεία που φορείς και να πεις απλά ότι είσαι ένας παρουσιαστής, ότι ταξινομείς και παρουσιάζεις αρχεία άλλων, με τον δικό σου τρόπο βέβαια και με την δική σου οπτική, δεν θα ήταν κάτι το υποτιμητικό. Επίσης δεν μπορείς να παρουσιάζεσαι σαν ερευνητής συγγραφέας, πατώντας πάνω σε γνώσεις, ιδέες και δημοσιεύματα άλλων, εκτός αν έχεις να πεις κάτι δικό σου και πρωτογενές ή να παρουσιάσεις μια δική σου έρευνα. Οι διάφοροι αναγνώστες-ακροατές πάντως, μπορούν να το ψάξουν και να αντιληφθούν από μόνοι τους, το πόση κενότητα κυκλοφορεί γύρω μας και κάτω από την όποια ασημότητα ή διασημότητα. Στη δική μου περίπτωση το βιβλίο ξεκινάει με προδημοσιευμένα παλιά μου άρθρα, τα οποία δείχνουν ότι, τις απόψεις που αναπτύσσονται εδώ, τις είχα διαμορφώσει πριν από δεκαετίες. Επιπλέον, όσοι αναγνώστες είναι του χώρου, θα καταλάβουν ότι αρκετά από αυτά που έγραφα τότε, πέρασαν αργότερα, παραποιημένα ή αυτούσια σαν ιδέες άλλων.
Επανερχόμενος θα έλεγα πως ακόμα και όταν κάποιες νέες εκδόσεις, περιέχουν σπάνια και ακυκλοφόρητα τραγούδια, εισπράττουν αρνητικές κριτικές για άλλα ζητήματα και για τα ακυκλοφόρητα ούτε λόγος.
Τέλος πάντων, το βιβλίο απευθυνόταν σε ευρύ κοινό και έπρεπε να μπουν αντιπροσωπευτικά και καθαρά τραγούδια, εκτός αυτού μπήκαν και δύο «μη αναρτημένες» ηχογραφήσεις, «Ο ΚΟΥΜΠΟΥΡΑΣ ΑΠ’ΤΗ ΒΑΘΗ» και «Ο ΜΠΟΧΩΡΗΣ». Στην δεύτερη αυτή έκδοση περιλαμβάνονται μερικά ακόμα σπάνια ντοκουμέντα και τα τραγούδια του ψηφιακού δίσκου είναι διαφορετικά, με σκοπό να ικανοποιηθούν και οι πιο «ψαγμένοι».