Γιώργης Κουτσουρέλης 1914-1994 Κρητικό Λαούτο

ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανολάκης, λεει για τον Κουτσουρέλη.
Καθώς έβλεπα και άκουγα τον λαϊκό καλλιτέχνη να παίζει το λαγούτο του καταλάβαινα πως το όργανο αυτό δεν ηχούσε επειδή ο μάστορας απλώς έκρουε τις χορδές του. Ο ήχος του λαγούτου δεν προερχόταν απλώς μέσα από το όργανο. Ολόκληρο το κορμί του Κουτσουρέλη με όλο το βάρος των χρόνων του ηχούσε και δημιουργούσε μουσική. Το λαγούτο ήταν προέκταση της σωματικής υπόστασης του λαουτιέρη." Αυτή λοιπόν η εξαίσια σωματική σχέση κάποιου με την τέχνη του είναι που ορίζει και την γνησιότητα του. Όχι η εγκεφαλικότητα η προσποίηση, όχι η εξωτερική κίνηση και η επιτήδευση. Πουθενά στόμφος η υπερβολή, πουθενά αίσθημα στερημένο από τον παλμό και την γνησιότητα του κορμιού. Και όταν έπαιζε ο δάσκαλος και όταν τραγουδούσε σου έδινε την αίσθηση πως ξόδιαζε σώμα από το σώμα του και αίμα από το αίμα του”.

1 «Μου αρέσει»

Ο Κουτσουρέλης είναι σήμερα γνωστός, πέρα από τις συνθέσεις του που παίζονται ακόμη τακτικότατα απ’ όλους, και για το ότι ήταν ο πρώτος στην Κρήτη που έδωσε στο λαούτο ρόλο σολιστικό, δηλαδή να είναι αυτό πρώτο όργανο (ή και μόνο!), κι όχι να συνοδεύει βιολί ή λύρα.

Να διευκρινίσουμε ότι με την άλλη έννοια του «σολιστικού», δηλαδή να παίζει μονοφωνικές μελωδίες και όχι βούρτσα / συγχορδίες, το κισσαμίτικο λαούτο έτσι παιζόταν ούτως ή άλλως από τότε που ξέρουμε, δεν ήταν του Κουτσουρέλη καινοτομία. Αυτή η μελωδία όμως, περίπου ίδια με του βιολιού και της φωνής αλλά με ετεροφωνικές διαφορές στις λεπτομέρειες και τα στολιδάκια, είχε συνοδευτικό ρόλο. Η βούρτσα αρχικά δεν υπήρχε ολωσδιόλου στο κισσαμίτικο. (Κισσαμίτης ήταν ο Κουτσουρέλης.)

Παρ’ ότι διακρίθηκε μ’ αυτό τον τρόπο ως σολίστας, παρέμεινε παράλληλα κι ένας από τους κορυφαίους λαουτιέρηδες στον παραδοσιακό ρόλο της ως άνω συνοδείας.

Ως σολίστας, αρχικά δεν ξέρω να είχε συνεχιστές. Αρκετά αργότερα βγήκε κι ο Ψαρογιώργης, και μετά τον Ψαρογιώργη αρκετοί με πιο γνωστό τον Γιώργη Μανωλάκη.

Άλλος κομβικός ρόλος του Κουτσουρέλη ήταν ότι στην Αθήνα έσμιξε με Ρεθεμνιώτες λυράρηδες, και άλλους μουσικούς από μακρινά του μέρη της Κρήτης, και συνέβαλε έτσι στη διαμόρφωση του σημερινού παγκρήτιου ύφους. Όσο έμεναν στον τόπο τους, δεν τακίμιαζαν με μουσικούς από μακρινά μέρη, κι έτσι και τα μουσικά ιδιώματα διατηρούσαν περισσότερο τα στεγανά τους (σχετικώς βέβαια).