Α. Κωστής (Κώστας Μπέζος)

Πάντως το ότι υπάρχει συρραφή/προσαρμογή προϋπάρχοντων δίστιχων στην <<Υπόγα>> φαίνεται και στην ασυναρτησία του σεναρίου. Προφανώς νομίζω η πρώτη στροφή ως αδέσποτο δεν αναφερόταν καν σε έφοδο στον τεκέ, αλλά σε κακοποίηση κρατουμένου. Οι τεκέδες ήταν όλοι πέντε, κι έξω από την πόλη για να υπάρχει απόσταση από τους μπάτσους, μάλλον δίπλα στις φυλακές θα ήταν ένα από τα χειρότερα σημεία για να ανοίξει κανείς τέτοιο μαγαζί. Άρα η <<υπόγα>> είναι χώρος των φυλακών. Μετά έχουμε έφοδο σε κλειστό χώρο, πιθανότατο τεκέ, και πυροβολισμούς κατά προσώπων ή καρύδων ή ταβανιών (αν και το τελευταίο είναι το μόνο για το οποίο είμαι προσωπικά βέβαιος, ελλ.αμ. ων, ότι δεν). Μετά οι στροφές με φέσι και Κυριακούλα δεν στέκουν ανεξάρτητα, και θα μπορούσαν να σχετίζονται και πριν βρεθούν <<Υπόγα>> (αν υποθέσουμε ότι προϋπήρχαν, θα μπορούσαν και να αναφέρονται σε ειρηνικές καταστάσεις, όχι στο <<σοβαρό>>). Και βέβαια ο Μήτσος ο στραβοκάνης ως αδέσποτος (που θα πρέπει να ήταν, λόγω τελειότητας) πιθανόν απλά ήταν στον τεκέ μια οποιαδήποτε μέρα, δεν χρειαζότανε έφοδος.

Αυτό, φίλε Zaraz, τί σημαίνει, παρακαλώ;

…και μερικά χρόνια μετά, οι δικοί αποφάσισαν να μου καταστρέψουν την ζωή με τις παλιννοστήσεις τους. Σήμερις με την μουσική στο ίντερνετ, και με το άνοιγμα πλέον αλυσίδας σουβλατζίδικων στις ΗΠΑ εδώ και λίγα χρόνια, δεν θα έχανα πολλά πράγματα.

Επομένως ΕλληνοΑμερικάνος, γεννημένος / μεγαλωμένος εκεί αλλά τώρα Ελλάδα; Ή μόνιμος κάτοικος του “Νέου Κόσμου”; Όχι τίποτα αλλά πάντα είχα τη περιέργεια πως βλέπουν το ρεμπέτικο στην Αμερική σήμερα!

Ο στίχος όμως λέει «…πίσω από τη Στρατώνα…»

Και επίσης ο Κατσαρός μνημονεύει δυο τεκέδες (των Μάνθου και Καρίπη) στους οποίους κατέβαιναν με σκαλάκια (εξ ου και η «Υπόγα» των στίχων).

Ο στίχος λέει “…πίσω στη Στρατώνα”

Σωστά, το άκουσα πιο καθαρά από άλλη ηχογράφηση.

Πάντως, οι στίχοι δεν παραπέμπουν καθόλου σε περιβάλλον φυλακής, αντίθετα θυμίζουν αντίστοιχο του τεκέ.

Μεγαλωμένος κυρίως εδώ, όπου και ξεμεινεμένος, for better and worse… Στην Αμερική <<βλέπουν>> Νταλάρα, Νταλάρα, Νταλάρα, και Πάριο, Πάριο, Πάριο, χειρότερα κι από εδώ… Εννοώ βέβαια γενικά και τυπικά, όχι πως δεν έχει και καθόλου πιο ψαγμένους εδώ κι εκεί.

Ναι αλλά το πρόβλημα δεν είναι να είναι ο τεκές σε υπόγα, αλλά <<στη Στρατώνα>>. Ο Πετρόπουλος γράφει (και θα πρέπει να έχει δίκιο εδώ) ότι προτιμώντουσαν σημεία στα ασαφή όρια δικαιοδοσίας μεταξύ αστυνομίας και χωροφυλακής, για να ψιλοδιστάζουν και οι δύο, και ο Τσιτσάνης λέει <<οι τεκέδες ήταν όλοι/πέντε, κι έξω από την πόλη>>.

Οι στίχοι συνολικά ναι, αλλά αν θεωρήσουμε την πρώτη στροφή ανεξάρτητο δίστιχο, δεν παραπέμπει ειδικά απαραιτήτως σε τεκέ, αναφέρεται όμως ευθέως <<στη Στρατώνα>>.

Αμ’ δεν νομίζω να έχει δίκιο! Αν ήμουν (λέμε τώρα…) μαζί με τους τότε μάγκες, θα προτιμούσα κάποιο σημείο μακρυά απ’ τα «σύνορα» χωροφυλακής και αστυνομίας πόλεων, γιατί στα σύνορα θα με κυνήγαγαν και οι δύο αρχές ασφαλείας, αλλιώς μόνο μία… Και δεν νομίζω αστυνόμος ή χωροφύλακας να ψιλοδίστασε ποτέ σε τέτοια πράματα… (το πολύ πολύ, να έφτιαχναν Μεικτό!)

Χμ δεν ξέρω, μπορεί να δίσταζαν να μπουν στα χωράφια των άλλων (πώς είναι σε αμερικάνικες ασυνομικές σειρές ή ταινίες που ώρες-ώρες υπάρχει μια ένταση μεταξύ ομοσπονδιακών και πολιτειακών αρχών για το ποιός έχει δικαιοδοσία εδωπέρα), ή μπορεί ακόμα και να έβρισκαν ευκαιρία να τεμπελιάζουν για πράγματα που δεν ήταν ρητά δική τους ευθύνη. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι τεκέδες ήταν απόμερα, και επεδιώκετο η απόσταση από τις αστυνομίες.

Για “Στρατώνα” σαν πολλοί δεν ήταν μαζεμένοι;
Και η Κυριακούλα ;
Και ο άλλος, ο στραβοκάνης;
Συνωστισμός, φίλε Zaraz!

Βεβαίως! Αλλά το <<Στρατώνα>> δεν το υποθέτω εγώ, το λέει το τραγούδι. Άρα θα πρέπει ένα αρχικώς ανεξάτητο δίστιχο, που αναφερόταν σε συμβάν στη Στρατώνα, να συγκολλήθηκε έπειτα με άλλα που όντως αναφέρονταν σε τεκέδες.

Ότι δηλαδή δεν είναι συρραφή διστίχων, αλλά συρραφή ενός διστίχου με ένα εκτενέστερο συνεκτικό κείμενο πολλών διστίχων;

Αυτό δεν το 'χαμε σκεφτεί (εγώ τουλάχιστον).

Εγώ, ναι: Έτσι, απαράλλαχτα, δούλευαν (και τμηματικά δουλεύουν και σήμερα) όλοι οι λαϊκοί στιχουργοί της εποχής εκείνης. Αντλούσαν από τη δεξαμενή των υπαρχόντων διστίχων, δεν δημιουργούσαν οι ίδιοι στίχους καινούργιους.

Μα δε λέω αυτό. Λέω σχεδόν το αντίθετο.

Ασχέτως προηγούμενης συνύπαρξης ή όχι των στίχων που σίγουρα αναφέρονται σε τεκέδες (κάποιοι θα έστεκαν και αυτοτελώς, κάποιοι όχι). Και βέβαια η ασυναρτησία του σεναρίου παραμένει μεγάλη ακόμα και αν δεν υπήρχε πρόβλημα να βρίσκεται ο τεκές ρε ν-αποπίσω στη Στρατώνα, και φαίνεται εκ πρώτης να έρχεται σε αντίθεση με την ποιότητα των στίχων, που οι περισσότεροι είναι καλοί έως πολύ καλοί. Νομίζω όμως δεν υπάρχει πρόβλημα άμα θεωρήσουμε την σεναριακή ασυναρτησία ως ταιριαχτή στην παρωδία, όπως θα πρέπει συνειδητά να έκανε και ο Μπέζος, που δεν μπορεί να του είχε ξεφύγει. Και ειδικά για την <<Στρατώνα>>, η εμβληματική αναφορά μπάζει αμέσως στο κλίμα, και άμα δεν ήσουνα κανένα αλάνι να σε έχουν απασχολήσει ζητήματα γεωγραφίας των τεκέδων (και οι περισσότεροι με γραμμόφωνα, και ειδικά στην Αμερική, δεν θα ήταν) ούτε που θα το πρόσεχες. Και το όλο θέμα τραβάει παρωδία, εδώ ένας κανονικός λαϊκός σαν τον Μάρκο παρωδεί την ίδια του την εμπειρία (<<γεια σου πόλισμαν λεβέντη, ας τον αργιλέ να καίει>>).

Προσωπικά, πάντως, το σύνολο ποιητικό κείμενο της “Υπόγας” το βρίσκω ψιλοσυνεκτικό νοηματικά, με στοιχεία σουρεαλισμού/παρωδιακά.

Το πρώτο δίστιχο προοικονομεί/προϊδεάζει για τα επόμενα. Ως προς τη λέξη “Στρατώνα”, θαρρώ πως δεν είναι καθόλου αυτονόητο να την ταυτίσουμε με το κτίριο της φυλακής. Μπορεί να εκληφθεί και ευρύτερα ως η περιοχή όπου κείται η Παλιά Στρατώνα. Εκεί, στην “υπόγα” (=τεκέ) βαρέσαν (=πυροβόλησαν) έναν μάγκα.
Πώς έγινε αυτό; Το δεύτερο δίστιχο εξηγεί (παρωδιακοσουρεαλιστικώ τω τρόπω)
Και τι απέγινε; Το τρίτο δίστιχο εξηγεί (και βγάζει από το πλάνο τον “ρούφο” καθότι μάλλον ξέσκουρα τον πήραν τα μούσμουλα) και επικεντρώνει στο αντικείμενο του πόθου που τούφυγε το καπελάκι.
Κλπ κλπ η αφήγηση ρέει ομαλά κατ’ εμέ

Ας έχουμε επίσης πάντα κατά νου ότι ένα αστικολαϊκό ποιητικό κείμενο είναι μια διανοητική κατασκευή και τα εξ ων συντίθεται εκάστοτε δεν έχουν απαραιτήτως σχέση νοηματικής ομολογίας με την εξωτερική πραγματικότητα.

στο περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι”
( Τετάρτη 5 Νομβρίου 2014),
υπάρχει αυτό το άρθρο.

“Ο ΜΠΕΖΟΣ ΧΛΕΥΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ”.

(αν το έχουμε καπου αλλού, παρακαλώ, να σβηστεί.δεν το εντόπισα κάπου)

Ο ΜΠΕΖΟΣ ΧΛΕΥΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ

Προσπαθώντας να τακτοποιήσω κάτι χαρτιά μου, βρήκα ένα (αχρονολόγητο, δυστυχώς) δημοσίευμα που φέρει την υπογραφή του χρονογράφου, σκιτσογράφου, μουσικού και τραγουδιστή του ελαφρού τραγουδιού Κώστα Μπέζου, που σύμφωνα με διάφορες εικασίες είναι το ίδιο πρόσωπο με τον περίφημο Κωστή που έχει τραγουδήσει την “Υπόγα” και κάποια άλλα ρεμπέτικα ή ρεμπετοειδή τραγούδια.
Δεν νομίζω (ή τουλάχιστον δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου) ότι το κείμενο αυτό έχει αναδημοσιευθεί ως τώρα, γιατί αλλοιώς πιστεύω οτι θα είχε κλονίσειτην πεποίθηση κάποιων ότι ο Μπέζος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Κωστη. Το παραθέτω λοιπόν εδώ για τους ερευνητές του μέλλοντος που ελπίζω να είναι πιο σοβαροί από τους σημερινούς.
Παρακαλώ μόνο να μου επιτραπεί να εκφράσω την εξής απορία μου: πώς ο άνθρωπος αυτός που με την ιδιότητα του δημοσιογράφου (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με τόση επιπολαιότητα κοροϊδεύει τα λαϊκά κέντρα και χλευάζει τον σεβαστό - στη συντεχνία του, έστω - Μάρκο Βαμβακάρη αποκαλώντας τον “σεφ ντ’ ορχέστο”, ενώ ο ίδιος την ίδια εποχή τραγουδάει τραγούδια του “υποκόσμου” και περιγράφει “χαριτωμένα” πώς ένας “αγαπητικός” παίρνει χρήματα από κάποια προστατευόμενή του κοπέλα.
Με άλλα λόγια, η απορία μου είναι πώς είναι δυνατόν ο Μπέζος - ακόμη κι αν υπογράφει με ψευδώνυμο τις ρεμπέτικες ενασχολήσεις του - μπορεί να φτάνει σε τέτοιο βαθμό αμοραλισμού ώστε την ίδια εποχή να τραγουδάει ρεμπέτικα με τέτοιους στίχους.
Γιατί - ας πούμε - κι ο Κώστας Γιαννίδης (ψευδώνυμο του συνθέτη δυτικής συμφωνικής μουσικής Γιάννη Κωνσταντινίδη) έγραψε από ελαφρά μέχρι λαϊκά - όπως “Τα νέα της Αλεξάνδρας” -, αλλά ούτε εχλεύασε, ούτε υποτίμησε τίποτα και κανέναν.

Γιατί σου κάνει εντύπωση; Ο Μπέζος αντιμετωπίζει το ρεμπέτικο σατιρικά. Διακωμωδεί τα τραγούδια που ηχογραφεί παίζοντας με το ύφος και τους στίχους.
Το ίδιο κάνει και σε αυτό το κείμενο.
Εξάλλου δεν ασχολήθηκε πέραν των ηχογραφήσεων που έκανε ξανά με το ρεμπέτικο.
Ένας δανδής ήταν που έκανε την πλάκα του περνώντας από τα στέκια των πληβείων.

2 «Μου αρέσει»

Για όποιον ενδιαφέρεται παραθέτω τη σχετική συζήτηση που έγινε με αφορμή το άρθρο αυτό,
στο ιστολόγιο του Σαραντάκου:

1 «Μου αρέσει»