Μιάς και μπήκαμε στην κουβέντα, ας παραθέσω ένα κομμάτι από μία παλιά μου διάλεξη (συγνώμη για το μακρύ σεντόνι, αλλά δεν γινόταν αλλοιώς):
Ας δούμε τώρα, με ποιόν τρόπο “κατασκευάστηκαν” τα κομμάτια, γιατί περί κατασκευής πρόκειται. Σε ό τι αφορά τους στίχους, είναι σίγουρο ότι ο Μπέζος βασίστηκε σε δίστιχα που κυκλοφορούσαν ήδη στην “πιάτσα” των μόρτηδων της Αθήνας, που τους γνώριζε μάλλον αρκετά. Δεν άφησε, όμως, το μυαλό του απέξω απ’ τη διαδικασία: κάποiοι στίχοι φωνάζουν ότι δεν είναι λαϊκό δημιούργημα, ότι κάποιος γραμματιζούμενος έχει βάλει το χεράκι του εδώ. Έτσι, λοιπόν, για την παραγωγή του πακέτου μαζεύτηκαν στιχάκια, γράφτηκαν επιπλέον στίχοι όπου χρειαζόταν, βρέθηκαν μουσικές να ταιριάζουν και κατάληξη ήταν, βέβαια, το στούντιο του Περισσού όπου όλα αυτά ηχογραφήθηκαν και οι μήτρες φορτώθηκαν στο καράβι για Νέα Υόρκη.
Για την επιλογή της μουσικής ισχύουν περίπου τα ίδια. Γνωστές αδέσποτες μελωδίες, που κυκλοφορούσαν στην πιάτσα και, σε κάποιες περιπτώσεις, μουσική που, αν και αυτό δεν μπορεί να αποδειχτεί, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι γράφτηκε επί τούτου για την παραγγελία Δημητριάδη.
Οι στίχοι:
(Απ’ την πόρτα σου περνώ)
Απ’ την πόρτα σου περνώ, στέκω και κυττάζω, κι από την αγάπη μου αρχίζω και νυστάζω
Απ’ την πόρτα σου περνώ, στέκω και μπανίζω, κι από τις χαραματιές πάντα σε μπανίζω
στάσου λίγο, κύτταζέ με και στο στόμα σβέλτα μην αργείς και φίλησέ με
στάσου λίγο κύτταζέ με, πάρ’ ένα σκουπόξυλο και κυνήγησέ με
Απ’ την πόρτα σου περνώ κι έριξα τα ζάρια, ένα φιλί σου ζήτησα και μου κανες παζάρια
απ’ την πόρτα σου περνώ, μιλάς μ’ ένα κορτάκια, τα ζάρια μου ξανάριξα και μου ρθανε ντορτάκια
Απ’ την πόρτα σου περνώ μανάρα μου τσακίστρα, τα μαλλιά σου χτένισες και τά κανες χωρίστρα
Απ’ την πόρτα σου περνώ μου κάνεις την κορόϊδα, κι αμέσως το ανθίστηκα πως έχεις φάει σκόρδα*
Όποιος νομίζει ότι αυτοί οι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί για αδέσποτο λαϊκό μουρμούρικο, έχει όλο το δικαίωμα να το κάνει, εμένα όμως δεν μου φαίνεται πως είναι έτσι. Ούτε σκουπόξυλα προέτρεπαν οι λαϊκοί ριμαδόροι τις κοπέλες να πάρουν, να τους κυνηγήσουν, ούτε τους ενοχλούσε η μυρωδιά του σκόρδου όσο κάποιον αστό και αν, τότε δεν το έλεγαν. Και πέρα από τη γνησιότητα του στίχου, έλειψε εξόφθαλμα (και εδώ, αλλά και σε όλα τα κομμάτια) ο χρόνος, για να χτενιστεί λιγάκι το στιχούργημα, να αποφευχθούν επαναλήψεις (μπανίζω / μπανίζω) και άστοχα ταιριάγματα ομοιοκαταληξίας όπως κυττάζω – νυστάζω, ζάρια – παζάρια, κορόϊδα – σκόρδα. Εμφανέστατη είναι και η πρόθεση, και εδώ και σε όλα τα κομμάτια, εντυπωσιασμού με συσσώρευση ιδιωματισμών της μάγκικης γλώσσας που, σίγουρα, ο Μπέζος την ήξερε καλά. Και κάτι ακόμα, πάρα πολύ σημαντικό: Υπάρχει ρεφραίν, που επαναλαμβάνεται μετά από κάθε δίστιχο. Αυτό είναι κάτι παντελώς άγνωστο για τους λαϊκούς στιχοπλόκους / οργανοπαίκτες της εποχής, τα λαϊκά τραγουδάκια τότε δεν είχαν ρεφρέν, που μας ήρθε από τη Δύση και πέρασε από τους λόγιους τραγουδοποιούς πρώτα.
- (“Η φυλακή είναι σχολείο”):
Έχουνε κι όμορφους λουλάδες, που τους φουμάρουν ντερβισάδες. Ο λαϊκός στιχοπλόκος δεν θα φύγει εύκολα από το περιβάλλον που περιγράφει, να πάει κάπου αλλού και έτσι, η παρουσία των ντερβισάδων στη φυλακή “ελέγχεται ως αναληθής”.*
Στο “Ήσουνα ξυπόλυτη”, βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πρώτον, δεν υπάρχει ρεφρέν. Δεύτερον, η δομή και η στιχουργική του θυμίζουν πράγματι αδέσποτο λαϊκό στιχούργημα. Κάποια περίεργα για λαϊκό τραγούδι “ένθετα” όπως τους ιπποκόμους ή τους αεροπόρους, θα μπορούσαμε να τα δεχτούμε, δεδομένης της εποχής, αλλά σίγουρα η επιλογή να ταΐζονται κοκόροι αντί για κότες, οφείλεται στην (προϋπάρξασα) επιλογή για αεροπόρους… Παρεμφερή ισχύουν και για το “Κάηκε ένα σχολείο” , ίσως και για το “καλοκαιράκι” αλλά όχι για το τουμπελέκι, όπου ισχύουν περίπου αυτά του “από την πόρτα σου περνώ”.
(Τουμπελέκι – τουμπελέκι
Η τύχη μου το έριξε, να κλέψω ένα σακάκι. Το βάσταγα και πήγαινα για το Μοναστηράκι.
Κατά διαβόλου σύμπτωση, να και τ’ αφεντικό του. Με τράβαγε και μου ΄λεγε πώς ήτανε δικό του.
Τούμπα τούμπα το λεγένι, κείνο που ΄παμε θα γένει.
Αχ, η ζωή των Γιάννηδων μεσ’ στην απελπισία. Πότε στα κρατητήρια και πότε σε ψυγεία.
Βρε ποιά κυρία, ποιά κουρέλω, ποιά κασσόμπρα του συρμού, ένα κόμητα τοιούτο, να τον περάσει γι αλεπού.
Το κουστούμι που φοράω, σ’ ένα φίλο το χρωστάω. Δεν το δίνω δεν το δίνω, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο).
Τι έγινε, τώρα, εδώ; Έκλεψ΄ ο Μπέζος τον Δεληά, ή ο Δεληάς τον Μπέζο; Η απάντηση είναι “Άντλησαν και ο Μπέζος και ο Δεληάς από την παράδοση”. Πάντως, ο στίχος “ποιά κυρία… “ δεν γίνεται να είναι λαϊκός, και εδώ το χέρι του έβαλε σίγουρα ο Μπέζος.
Είναι επίσης πολύ πιθανό να έβαλαν το χέρι τους, για τους στίχους, και άλλοι από την παρέα, ίσως ο Καμβύσης, ή ο Κυριακός, ηθοποιοί της επιθεώρησης που συχνά υποδύονταν τους “βαρύμαγκες, σίγουρα ο “Αμερικάνος” Τέντ με το “ρούφο” στην υπόγα, αφού φαίνεται ότι δεν βρισκόταν πρόχειρη κάποια λέξη να ομοιοκαταληκτεί με το κούφιο. (Θυμίζω το στίχο: Μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο (μούσμουλα είναι οι σφαίρες περιστρόφου, που πράγματι έμοιαζαν τότε με κουκούτσια μούσμουλου). Ή, μήπως, έχει κανείς να μας παραθέσει έστω μία περίπτωση, όπου το ταβάνι ενός χώρου καταγράφεται ως “Ρούφο”, στις αρχές του 20ού ή τέλος 19ου;
Στο θέμα της μουσικής, γενικά, κάποια κομμάτια έχουν μουσική που θυμίζει παρόμοιους σκοπούς σε αδέσποτα δίστιχα. Για παράδειγμα, το “Ήσουνα ξυπόλυτη”. Σε σαμπά, όπως πάρα πολλά κομμάτια της εποχής θυμίζει, όπως και το “Στην υπόγα” ( πίσω απ’ τη στρατώνα), κάποια σαμπά του Μάρκου, όπως “Μάρκος πολυτεχνίτης”, “δεν με κόβεις μάγκα μου” που και αυτά είναι παρμένα από τη λαϊκή παράδοση της εποχής. Άλλο, όπως το “κάηκε ένα σχολείο”, έχει κρατήσει τη δική του μουσική, που αποδεδειγμένα είναι παλαιότερη. Μία από τις δύο πολύ διαδεδομένες μελωδίες των ψαράδων (έχετε ψαράδες) είναι ουσιαστικά η ίδια. Αλλά και σε δίσκο βυνιλίου που είχε φέρει ο Κουνάδης από την Ουγγαρία, με μεσαιωνικά ουγγαρέζικα τραγούδια, ένα τραγούδι είχε αυτή τη μουσική.