Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Πράγματι, δεν νομίζω να είχε ξεκινήσει εθνομουσικολογική έρευνα για το μπουζούκι εκείνης της εποχής, οπότε ο Φ. δεν αμέλησε, απλά κανείς δεν θα μπορούσε να τον πληροφορήσει για την πραγματικότητα.

Μπας και εδώ υπονοεί ταξίμι τέλους;

Μία ακόμα μαρτυρία, εδώ από αστό, για το ότι το μπουζούκι / ταμπουράς συνόδευε τα δημοτικά τραγούδια.

καταρρεύσαντας, φαντάζομαι!

Παραθέτω απόσπασμα από κείμενο του Δ. Καμπούρογλου («Οι αντίποδες») που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ (τχ. 287/28-6-1881). Στο σημείο αυτό περιγράφονται οι αλλαγές που άρχισε να επιφέρει στην πατρική οικία η κόρη της κυρα-Κώσταινας, άρτι αφιχθείσα από τις σπουδές της.

«Περιττόν κρίνομεν ν’ αναφέρομεν τας λοιπάς μεταρρυθμίσεις, ας επήνεγκεν ο ατρόμητος ανακαινιστής, εμπιστευόμενοι τούτο εις την φαντασίαν του αναγνώστου· εν τούτοις δεν δυνάμεθα ν’ αποσιωπήσωμεν μικράν τινα μεταβολήν και δια πολλούς μεν ίσως άλλους λόγους, ιδίως όμως διότι κατελύπησε την Κυρα-Κώσταινα… τό κλασικόν δηλαδή του συζύγου της μπουζούκιον, όπερ τιμητικήν άλλοτε κατείχεν εν τη αιθούση θέσιν, εξωρίσθη ήδη εις απομεμακρυσμένον και μονήρες δωμάτιον. Μεθ’ οπόσης χάριτος έπαιζεν αυτό ο μακαρίτης! συνοδεύων δι’ αυτού το άσμα όπερ κατ’ εξοχήν ηγάπα η σύζυγός του…

Για ιδές εκείνο το βουνό πώς άναψε και καίει
κάποιος αγάπη έχασε και κάθεται και κλαίει

και προπάντων ότε εν τη παραφορά του ο αοιδός επεδαψίλευεν αφειδώς δια των δακτύλων του επί του ξυλίνου σώματος του οργάνου ηχηροτάτους σκινθάρους (ήγουν μυτιές)! … τότε δή τότε, η Τρισεύγενη ημιέκλειε τους οφθαλμούς θεσπεσίως, ο Κυρ Κώστας έστριβε τον μύστακα ξηροβήχων, και οι Ερωτιδείς αοράτως περιϊπτάμενοι έτυπτoν ελαφρώς τας παρειάς των διά των μικκύλων πτερυγίων των …»

3 «Μου αρέσει»

Εδώ ένας από τους μπαγλαμάδες που φυλασσόταν στο Εγκληματολογικό Μουσείο, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στο άρθρο του Λ. Κουτσελίνη, “Χασίς -σκευάσματα και τρόποι λήψεως αυτού” (Αστυνομικά Χρονικά, τχ. 432, Μάιος 1972). Να σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι οι μπαγλαμάδες θεωρούνταν παρελκόμενα της χασισικής επιτέλεσης και “συλλαμβάνονταν” και αυτοί…

3 «Μου αρέσει»

Τώρα βέβαια, το τί ακριβώς όψη, αρματωσιά και ήχο είχε το μπουζούκιον του μακαρίτη, καθώς και το κατά πόσον το αγαπημένον άσμα έκλινε περισσότερο προς το δημοτικό ή το μετέπειτα αποκληθέν ρεμπέτικο, ποτέ δεν θα το μάθουμε… Ούτε βεβαίως τις διαφορές μεταξύ κλασσικού και των μη κλασικών μοντέλων.

Το καλοκαίρι του 1938, σε συνέχεια των προληπτικών μέτρων κατά του αμανεδοειδούς και ρεμπέτικου αστικολαϊκού άσματος, προστίθεται και απαγόρευση των «αμανέδων ρεμπέτικων και παρεμφερών ασμάτων» και στα θέατρα.

Εδώ σχετική ανακοίνωση –από την οποία μαθαίνουμε επιπλέον το πολύ ενδιαφέρον που αφορά και τα υπό γραμμοφώνηση δημοτικά τραγούδια: θα περνάνε από σχετικό έλεγχο ώστε να διασφαλίζεται η ακριβής απόδοσή τους! (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 22/6/1938)

Και ατάκα την ίδια μέρα ο γνωστός χρονογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης (=Αριστοφάνης) δεν χάνει την ευκαιρία να τα “ψάλει” στον αμανέ (ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ):

6 «Μου αρέσει»

Κατά τη διάρκεια της χούντας (2/9/1973) έλαβε χώρα μια εντελώς αξιοσημείωτη πρωτοβουλία υπέρ του ρεμπέτικου! Συνεστήθη σωματείο («Εταιρία Διαφυλάξεως και Μελέτης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών») από 25 προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται οι Ελύτης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Κουνάδης κ.ά.

Τις λεπτομέρειες διαβάζουμε σε αναλυτικό ρεπορτάζ του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (14/12/1974). Δυστυχώς, όσο μπόρεσα να εξακριβώσω, το πράγμα μάλλον κάπου «κόλλησε» και αυτό το φιλόδοξο πρότζεκτ δεν φαίνεται να “περπάτησε”…

4 «Μου αρέσει»

Αδιανόητο…

Πανηγυρίζουμε για το οριστικό ( :rofl:) τέλος του αμανέ όχι επειδή είναι κακός, χυδαίος, τούρκικος, απειλητικός, δενξερωτί, αλλά επειδή η εποχή μας τούτη θέλει σαξόφωνον και μπάντζο και λεξιλόγιο Μαντάμ Σουσούς (μον σερ αμάν).

Το ρεμπέτικο πάντως, σώθηκε.

Η Μιμίκα Κρανάκη υπήρξε σημαντική συγγραφέας καθώς και καθηγήτρια φιλοσοφίας. Στα 1950 εκδίδει το δεύτερο βιβλίο της (Τσίρκο), που περιλάμβανε 3 διηγήματα. Ένα από αυτά θα μας απασχολήσει από αστικολαϊκή άποψη, καθώς (με έκπληξη ομολογουμένως) βλέπουμε να επιγράφεται «Όταν καπνίζει ο λουλάς»!
Το διήγημα διαδραματίζεται στην Αγία Μαρίνα στον Μαλλιακό και ο τίτλος οφείλεται στη σκηνή στο μαγαζί του Τσαρμακαλιώτη, όπου μαζεύονται το βράδυ οι πελάτες να πιούνε, να ακούσουν τραγούδια από τον φωνόγραφο και να χορέψουνε.

Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που μνημονεύεται σε λογοτεχνικό κείμενο το χασικλίδικο αυτό τραγούδι του Μητσάκη, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1946 και απαγορεύτηκε με αστυνομική διάταξη τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Οπωσδήποτε εντυπωσιάζει η τόλμη της Κρανάκη να τιτλοφορήσει έτσι το διήγημά της, αλλά και να συμπεριλάβει στίχους του τραγουδιού στη συνέχεια, δεδομένης της συνεχιζόμενης απαγόρευσης του άσματος και κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή της έκδοσης του βιβλίου (1950).

Να σημειώσουμε ότι σε άλλα σημεία του διηγήματος συναντάμε στιχάκι από το «Κομπολογάκι» (πάλι του Μητσάκη), καθώς και από τον «Μπαρμπαγιαννακάκη».

2 «Μου αρέσει»

ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΕ ΡΕΜΠΕΤΟΜΑΓΚΙΚΑ ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΑΝΤΛΗΜΕΝΑ ΑΠΟ ΕΝΤΥΠΕΣ ΠΗΓΕΣ

(1895-1936)

Από την πόρτα σου περνώ

Σε βρίσκω αλευρωμένη

Κι’ αμέσως εκατάλαβα

Πως ψάρια τηγανίζεις

………….

Αγάπη μου ξηρόμηλο

Και κρομμυδοσαλάτα

Οι γάτες πήραν το φαΐ

Και σούμειναν τα πιάτα

…………

Να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ;

Εγώ σε κογιονάρω

Σπιρούνια επαρήγγειλα

Τα μάτια να σου βγάλω

……………

Αν η φωτιά μου έβγαινε

Απ’ της καρδιάς τα φύλλα

Ο κόσμος θα μαγείρευε

Χωρίς φωτιά και ξύλα

(1895)

Αυτός ο Ηρακλάκιας παρέα σύναξε

Και στην Καπνικαρέα τον καλησπέρισε

Ο δε Παπαμασούρης τραβάει το σπαθί…

Μια μαγκουριά του δίνει, του κόβει τόνα αυτί(!)

-Καλησπέρα, μάνα, και με σκοτώσανε

Στου Μύτουλη αποκάτω μ’ εθανατώσανε

(1898)

Σαν το μαρκούτσι τ’ αργιλέ

είναι η μέση σου καλέ

σαν καμινάδα του Πυρρή

είναι η γάμπα σου μουρή

(1898)

Σαν το καλάμι τ’ αργιλέ

είναι η γάμπα σου καλέ

Τι σούκανα κυρ’ Διαφθυντά

που μας την φέρνεις τακτικά

Ν’ άρθη ο Γιάννης από πέρα

τράγκα, τρούγκα τα μαχαίρια

[επωδός]:

Και επγιάσαν το Μποχώρι/και του πήραν το ρολόι

(1905)

Εμένα μου το είπανε, ανθρώποι μερακλήδες

Πως την καλλίτερη ζωή, περνάνε οι χασικλήδες!..

Ωπ! Λεβέντη μου!

Τ’ αχώριστα συντρόφια μου, η κάμα και η τζίκα

Τόνα σκοτώνει τον οχτρό, και τ’ άλλο μου την πίκρα!..

Ωπ! Λεβέντη μου!..

(1907)

Και συ σαν δεν με θέλεις

Παντρεύομαι κ’ εγώ

Και παίρνω την Κατίγκω

Και παίζω και γελώ

Στο διά, στο διά, στο διάβολο να πας

Κ’ εσύ και η μαμάκα σου

Κι’ ο μπέμπης π’ αγαπάς

(1924)

Οι καϋμένοι οι ψαράδες

Φάγανε επτά χιλιάδες

Τις εφάγαν στο παιχνίδι

Και κοιμούνται στο σανίδι

Μπαγιαντέρα, Μπαγιαντέρα

Δος του μάγκα σου αγέρα

(1926)

Στ’ Ανάπλι στο Γεντί Κουλέ

Εκεί φουμάρω ναργιλέ

Αμάάάάν…

Αμάάάάν…

Πέτρα την πέτρα πορπατώ

Κι’ όλο την γης κοιτάζωωωω

Ωχ! αμάάάάν…

Στον κόσμο εγεννήθηκα

Καρδιές να εξετάζωωωω

-Κακούργα τώφαγες το παιδί

(1927)

Γιαννούσαινα, Γιαννούσαινα

Ψήσε καφέ

Βάλε φωτιά στον αργιλέ

Να φουμάρουνε τ’ αλάνια

Πούν’ απ’ το πρωί χαρμάνια

…………………

Ο λουλάς και το καλάμι

Μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι…

……………….

Τόχα στην Πειραϊκή

Με σχολάσαν από κει…

…………………

Μπαφιάρουμε, μπαφιάρουμε

Κανένα δεν πειράζουμε…

Στράγκα, στρούγκα τα μαχαίρια

Να κι’ ο μπάτσος από πέρα

Έλα μπάτσο να μπαφιάρης

Πούσ’ απ’ το πρωί χαρμάνης

…………………

-Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα

Μας την έσκασες χαμούρα

-Κόκκινό μου πορτοκάλι

Έφυγες και μούρθες πάλι

-Τόνα μήλο, τ’ άλλο ρόιδο

Σου την σκάσαν σαν κορόιδο

……………….

Τούτ’ οι μπάτσοι πούρθαν τώρα

Τι γυρεύουν τέτοια ώρα;

Ήρθανε να μας μπλοκάρουν

Τον λουλά για να μας πάρουν

Εμείς όμως δεν τον δίνουμε

Και το αίμα μας το χύνουμε…

(1929)

Πατηρισμένος βρίσκουμαι

Δεν ξαίρω τι να πράξω

Μέσα σε τάφο να ταφώ

Κι’ εκεί να…ξαποστάσω

……………

Στη Σύρα στον ανήφορο

Κανέλλα και γαρύφαλλο

……………

Εμείς κι’ αν το φουμάρουμε

Κανένα δεν πειράζουμε

(1929)

Πού θα βρούμε, πού θα βρούμε

Ναργιλέ για να την πιούμε

Τέτοιαν ώρα πού θε νάβρω

Ναργιλέ για να φουμάρω

Τη φουμάρουν μάνι μάνι

Και μ’ αφήνουνε χαρμάνι

………………………

Χασίσι, ούζο και σεβντάς

Με κάναν να χτικιάσω

Δεκαοκτώ χρονώ παιδί

Τα νιάτα μου να χάσω

…………………………

Στα Βούρλα με σκοτώνουνε

Και στο «ψηλό» θα γιάνω

Και μέσα εις το «δεύτερο»

Θα πέσω να πεθάνω

………………………

Σαν με δής και κάνω βόλτα

Βάλε το στριφτό στην πόρτα…

…………………………….

-Μπουρδούσαινα ψήσε καφέ

Βάλε φωτιά στον ναργιλέ

-Δε μου λέτε, δε μου λέτε

Το χασίσι πού πουλιέται;

-Από κάτω απ’ το ραδίκι

Κρύβονται δυο πιτσιρίκι

Και φουμάρουνε το μαύρο

Τόνα πόδι πάνω στ’ άλλο

-Μπάρμπα Γιάννη σαν πεθάνης

Το λουλά τι θα τον κάνης;

Θα τον βάλω προσκεφάλι

Να φουμάρω και στον άδη

-Βάρκα μου μπογιατισμένη

Με χασίσι φορτωμένη

Έλα βαρκούλα πάρε με

Και στου Τζελέπη βγάλε με

(1931)

Ώχου γειτόνισσες κακόγλωσσες

Χωρίς να δήτε λέτε

Τον άνθρωπο τον μερακλή

Χασίκλα τόνε λέτε…

[επωδός]

Ένα τσούρμο χασικλήδες

Κάργα δώθε, κάργα κείθε…

………

Ώχου…Ένα σκουλήκι ψόφιο

Να το σκοτώσω δεν μπορώ,

Να φύγω δεν μ’ αφήνει…

(1933)

Φέρνει βόλτα ο «Θανάσης»

Φέρνει βόλτα ο «Θανάσης»

Κυρ δεσμοφύλακα να σκάσης

Φέρνει βόλτα ο «Θανάσης»

Γεια σου «γούργο» μου ν’ αγιάσης!

…………………

Πού να τάβρω, πού να τάβρω

Ναργιλέ, καλάμι, μαύρο

Πούχει δώδεκα το δράμι

Κι’ ένα φράγκο το καλάμι

………………

Σε καινούργια βάρκα μπήκα

Στη σπηλιά του δράκου βγήκα

Βλέπω δυο μαστουρωμένοι

Και στην άμμο ξαπλωμένοι

Βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο

Φτιάξε ‘ν αργιλέ αφράτο

……………

Μες στου Ζαμπίκου τον τεκέ

Φουμάρουν δύο ναργιλέ

……………

Αχ, τα σίδερα της φυλακής

Είναι για τους λεβέντες

Και τα ψηλά παράθυρα

Είνε για τις κοπέλλες

……………

Τράβα βρε τζε μου το σπαθί

Και γω τραβώ την κάμα

Να δούμε από μας τους δυό

Ποιανού θα κλάψη η μάνα!

(1936)

2 «Μου αρέσει»

ευγε Άνθιμε ετσι για να μη ξανα ρωτήσουν, πως βγηκε το ρεμπέτικο…

Λες και δεν το ξέραμε, Σπύρο μου…

1 «Μου αρέσει»

Σε μερικά που τα ξέρουμε και από δισκογραφημένα τραγούδια, είτε ολόιδια είτε παρόμοια, θα είχε ενδιαφέρον να παραβληθούν οι χρονολογίες.

Για παράδειγμα, το « Ν’ άρθη ο Γιάννης από πέρα / τράγκα, τρούγκα τα μαχαίρια» (1898) είναι σίγουρα παλιότερο από τον Γιάνναρο (που έρχεται από πέρα με κουσαντιανή μαχαίρα), δε χρειάζεται να ψάξουμε πότε βγήκε ο Γιάνναρος όταν εδώ έχουμε 19ο αιώνα, αλλά ο στίχος υπάρχει και στο αποκριάτικο με τη θεια μου την Κοντύλω / Θοδώρα / Ερήνη: «να κι ο μπάρμπας από πέρα / με την κουτσουλή μαχαίρα», σε μια παραλλαγή που θυμάμαι. Το αποκριάτικο είναι δημοτικό και άρα αχρονολόγητο, και λογικά δεν ανήκει μεν στα παμπάλαια βυζαντινά δημοτικά, ούτε όμως και πολύ πρόσφατο πρέπει να είναι, κρίνοντας από το πόσες τοπικές παραλλαγές έχει, καθεμία πλήρως ενσωματωμένη στο αντίστοιχο τοπικό μουσικό ιδίωμα.

Άλλη παραλλαγή και παρακάτω, 1927: « Στράγκα, στρούγκα τα μαχαίρια / Να κι’ ο μπάτσος από πέρα»


Άλλα σχόλια:

Δε θυμάμαι πού είχα διαβάσει ότι το στριφτό είναι το κλειδί.

Αυτό από καραγκιόζη δεν είναι;

Ο δε;!! Καλά η μαγκουριά που κόβει το αφτί, αλλά ο δε;

Λοιπόν, όχι πως θα αλλάξει τίποτα, αλλά έχει πλάκα ότι πάντοτε άκουγα «Στης Σύρας τον ανήφορο». Είναι απολύτως ομόηχα! (Και επίσης λένε «στης Πάργας τον ανήφορο» και «στ’ Άη Γιωργιού τ’ ανήφορο», αλλά αυτό δεν είναι δεσμευτικό, θα μπορούσαν να λένε και «στην Πάργα στον ανήφορο» αφού δε χαλάει το μέτρο.)

Επί τη ευκαιρία, έχω από τα 7 μου χρόνια στη μνήμη μου (ανανεωμένη και στις επόμενες δεκαετίες), μια σειρά από ερασιτεχνικές φιγούρες Καραγκιόζη - χειροτεχνήματα εξόριστου της περιόδου 1967-1971 (1971 = έτος αποφυλάκισης) - όπου η φιγούρα του Σταύρακα (αν δεν κάνω λάθος, ή ίσως του Μορφονιού, πάντως κάποια) συνοδεύεται από το στιχάκι: “από την πόρτα σου περνώ / σε βλέπω αλευρωμένη / αμέσως το κατάλαβα / πως τηγανίζεις ψάρια”.
Δεν φανταζόμουν μέχρι τώρα ότι τα στιχάκια προϋπήρχαν:

Αν καποτε βρεθεί το “άλμπουμ” στα χέρια μου ενδεχομένως ανεβάσω φωτο…

Βέβαια, αλλά δε νομίζω πως το ρεμπέτικο βγήκε “λιγότερο” κι από αυτά που έπαιζε το μπουζούκι στην Αθήνα του 1881:

Ή στην Καλαμάτα του 1889:

Βάζω κι αυτό (που αν θυμάμαι καλά το είχα προ ετών βάλει και σε ξεχωριστό νήμα) από τα απομνημονεύματα του παπού (ΘΟΔΩΡΟΥ Ι. ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ “Η ΖΩΗ ΜΟΥ” (1885-1976) αυτοέκδοση Αθήνα 2001), σαν ένα ακόμα “αστικολαϊκό παραλειπόμενο”, που κατά τη γνώμη περιέχει επίσης “κάτι” από την προέλευση του ρεμπέτικου:

Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1896 και ο παπούς, 11 χρονών, δουλεύει στο Ελληνικό Πυριτιδοποιείο, ή αλλιώς στο Μπαρουτάδικο, κοντά στο Δαφνί. Και αναφέρει:

"Κάποια μέρα έγινε έκρηξη στους μύλους, που άλεθαν το μπαρούτι κι όλοι οι εργάτες πετάχτηκαν πανικόβλητοι έξω από τα τμήματά τους. Το μόνο θύμα της έκρηξης ήταν ο εργάτης των μύλων, Βεντίκος. Τα κορίτσια του σκάρωσαν ένα τραγουδάκι και το τραγουδούσαν λυπητερά μέσα στ’ αμάξια:

"Στα χίλια οχτακόσια και στα ενεννήντα έξι. Δευτέρα στις 7,
καήκαν τα μπαρούτια κάει κι η φάμπρικα.
Δε κλαίω τα μπαρούτια ούτε τη φάμπρικα,
μον’ κλαίω το Βεντίκο, που κάηκε άδικα". …"

2 «Μου αρέσει»

Στα Βούρλα με σκοτώνουνε

Και στο «ψηλό» θα γιάνω

Και μέσα εις το «δεύτερο»

Θα πέσω να πεθάνω

Αυτό το σπαρακτικό τετράστιχο φέρεται να το τραγουδούσαν τα έγκλειστα κορίτσια στο διαβόητο πορνείο των Βούρλων Δραπετσώνας. Ίσως χρειάζεται να διευκρινιστούν δύο λέξεις που μπορεί να δυσκολεύουν την κατανόηση.

Τα «Βούρλα» (1875-1941) αποτελούνταν από τέσσερα κτιριακά συγκροτήματα. Τα τρία ήταν ισόγεια κτίσματα δομημένα σε παράλληλες σειρές. Κάθε κτίσμα αποτελούνταν από 24 κάμαρες. Στην πρώτη σειρά ήταν εγκατεστημένες οι πολύ νέες και περιζήτητες κοπέλες. Στη δεύτερη σειρά ήταν οι πιο «δεύτερες» και στην τρίτη οι ηλικιωμένες.

Το τραγούδι λοιπόν, όταν αναφέρεται στο «δεύτερο», αναφέρεται στη δεύτερη σειρά/πτέρυγα.

Το τέταρτο κτίσμα ήταν ένα νεοκλασικής τεχνοτροπίας δίπατο κτίριο, όπου εκεί έμεναν πρώτης «διαλογής» κοπέλες… Αυτό ήταν το λεγόμενο «ψηλό», στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι

Αυτή η περίπτωση είναι μάλλον ρίμα. Οι ρίμες είναι ξεχωριστό είδος, όχι ρεμπέτικο (ωστόσο διασταυρώνεται πολλές φορές και με το ρεμπέτικο) αλλά ούτε και δημοτικό, παραδοσιακό πάντως, για το οποίο έχουμε συζητήσει εδώ (όπου και περαιτέρω παραπομπές).

Μάλιστα το μοτίβο «δεν κλαίω το ένα, μήτε το άλλο, μόν’ κλαίω τους ανθρώπους» υπάρχει και σε άλλα παραδοσιακά και ρίμες αλλά μέχρι και στην Ξανθούλα του Σολωμού.

Δεν ξέρω αν είναι απαραίτητο να το σημειώσω, πάντως κι εγώ δεν το παρέθεσα σαν “ρεμπέτικο” αλλά σαν δείγμα

Ή με άλλα λόγια, σαν δείγμα της λαϊκής, αστικής πια (δηλ. του χώρου της πόλης, και εν προκειμένω: εργατικής) προφορικής δημιουργίας, το οποίο δείγμα ανήκει σε μια από τις πηγές του ρεμπέτικου τραγουδιού όπως το γνωρίσαμε από τη δισκογραφία.
Εδώ, ανάμεσα σε άλλα, υπάρχει το χαρακτηριστικό της προφορικής δημιουργίας που έρχεται άμεσα να καταγράψει και να σχολιάσει την επικαιρότητα, χαρακτηριστικό που μάλλον φθίνει στην τέχνη (αν και ίσως όχι “αναγκαία”), ή τουλάχιστον τροποποιείται δραστικά, μαζί με την υποχώρηση του προφορικού πολιτισμού.
Αυτό όμως το χαρακτηριστικό υπάρχει ακόμα στο ρεμπέτικο της δισκογραφίας, είτε με τους κατόπιν απαγορευμένους “αδικοπνιγμένους” του Ρούκουνα, είτε με τον “Μάρκο υπουργό” που σχολιάζει τους απανωτούς θανάτους πρωθυπουργών το 1935 (κι αυτό με λογοκριμένους ή αυτολογοκριμένους στίχους), την “πλημμύρα” επίσης του Μάρκου και άλλα.
Το ότι στα δυο από τα τρία παραπάνω παραδείγματα υπάρχει είτε απαγόρευση είτε κάποια λογοκρισία ή αυτολογοκρισία είναι ίσως ενδεικτικό και της δυσκολίας που αντιμετωπίζει αυτή η συγκεκριμένη λειτουργία του λαϊκού τραγουδιού σε συνθήκες όπου πλέον απαιτείται σειρά “εγκρίσεων” προκειμένου να βρει το δρόμο του στη δισκογραφία και στο κοινό του. Φυσικά θα υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, απλώς αυτά ήταν τα πρώτα που μου ήρθαν στο μυαλό.
Ποιος ξέρει, ίσως τα νέα μέσα επικοινωνίας δίνουν και νέες δυνατότητες.

Μα ναι, το είπες ξεκάθαρα Άγη: «…ένα ακόμα “αστικολαϊκό παραλειπόμενο”, που κατά τη γνώμη περιέχει επίσης “κάτι” από την προέλευση του ρεμπέτικου». Απλώς θεωρώ τον συσχετισμό κάπως διασταλτικό. Ναι, έχει το στοιχείο της προφορικότητας όπως -μεταξύ τόσων άλλων- το πρώιμο ρεμπέτικο, και της σύνδεσης με την άμεση επικαιρότητα που τη βρίσκουμε και σε αρκετά ρεμπέτικα… μέχρις εκεί.

Για την ιστορία, να πούμε ότι η έκρηξη έγινε στις 8 Ιουλίου 1896 και το όνομα του Βεντίκου ήταν Δημήτρης. Τότε το “Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον” αναφερόταν και ως “Πυριτιδοποιείον Μωραϊτίνη” από το όνομα του ιδρυτή του.

2 «Μου αρέσει»