ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΕ ΡΕΜΠΕΤΟΜΑΓΚΙΚΑ ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΑΝΤΛΗΜΕΝΑ ΑΠΟ ΕΝΤΥΠΕΣ ΠΗΓΕΣ
(1895-1936)
Από την πόρτα σου περνώ
Σε βρίσκω αλευρωμένη
Κι’ αμέσως εκατάλαβα
Πως ψάρια τηγανίζεις
………….
Αγάπη μου ξηρόμηλο
Και κρομμυδοσαλάτα
Οι γάτες πήραν το φαΐ
Και σούμειναν τα πιάτα
…………
Να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ;
Εγώ σε κογιονάρω
Σπιρούνια επαρήγγειλα
Τα μάτια να σου βγάλω
……………
Αν η φωτιά μου έβγαινε
Απ’ της καρδιάς τα φύλλα
Ο κόσμος θα μαγείρευε
Χωρίς φωτιά και ξύλα
(1895)
Αυτός ο Ηρακλάκιας παρέα σύναξε
Και στην Καπνικαρέα τον καλησπέρισε
Ο δε Παπαμασούρης τραβάει το σπαθί…
Μια μαγκουριά του δίνει, του κόβει τόνα αυτί(!)
-Καλησπέρα, μάνα, και με σκοτώσανε
Στου Μύτουλη αποκάτω μ’ εθανατώσανε
(1898)
Σαν το μαρκούτσι τ’ αργιλέ
είναι η μέση σου καλέ
σαν καμινάδα του Πυρρή
είναι η γάμπα σου μουρή
(1898)
Σαν το καλάμι τ’ αργιλέ
είναι η γάμπα σου καλέ
Τι σούκανα κυρ’ Διαφθυντά
που μας την φέρνεις τακτικά
Ν’ άρθη ο Γιάννης από πέρα
τράγκα, τρούγκα τα μαχαίρια
[επωδός]:
Και επγιάσαν το Μποχώρι/και του πήραν το ρολόι
(1905)
Εμένα μου το είπανε, ανθρώποι μερακλήδες
Πως την καλλίτερη ζωή, περνάνε οι χασικλήδες!..
Ωπ! Λεβέντη μου!
Τ’ αχώριστα συντρόφια μου, η κάμα και η τζίκα
Τόνα σκοτώνει τον οχτρό, και τ’ άλλο μου την πίκρα!..
Ωπ! Λεβέντη μου!..
(1907)
Και συ σαν δεν με θέλεις
Παντρεύομαι κ’ εγώ
Και παίρνω την Κατίγκω
Και παίζω και γελώ
Στο διά, στο διά, στο διάβολο να πας
Κ’ εσύ και η μαμάκα σου
Κι’ ο μπέμπης π’ αγαπάς
(1924)
Οι καϋμένοι οι ψαράδες
Φάγανε επτά χιλιάδες
Τις εφάγαν στο παιχνίδι
Και κοιμούνται στο σανίδι
…
Μπαγιαντέρα, Μπαγιαντέρα
Δος του μάγκα σου αγέρα
(1926)
Στ’ Ανάπλι στο Γεντί Κουλέ
Εκεί φουμάρω ναργιλέ
Αμάάάάν…
Αμάάάάν…
Πέτρα την πέτρα πορπατώ
Κι’ όλο την γης κοιτάζωωωω
Ωχ! αμάάάάν…
Στον κόσμο εγεννήθηκα
Καρδιές να εξετάζωωωω
-Κακούργα τώφαγες το παιδί
(1927)
Γιαννούσαινα, Γιαννούσαινα
Ψήσε καφέ
Βάλε φωτιά στον αργιλέ
Να φουμάρουνε τ’ αλάνια
Πούν’ απ’ το πρωί χαρμάνια
…………………
Ο λουλάς και το καλάμι
Μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι…
……………….
Τόχα στην Πειραϊκή
Με σχολάσαν από κει…
…………………
Μπαφιάρουμε, μπαφιάρουμε
Κανένα δεν πειράζουμε…
Στράγκα, στρούγκα τα μαχαίρια
Να κι’ ο μπάτσος από πέρα
Έλα μπάτσο να μπαφιάρης
Πούσ’ απ’ το πρωί χαρμάνης
…………………
-Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα
Μας την έσκασες χαμούρα
-Κόκκινό μου πορτοκάλι
Έφυγες και μούρθες πάλι
-Τόνα μήλο, τ’ άλλο ρόιδο
Σου την σκάσαν σαν κορόιδο
……………….
Τούτ’ οι μπάτσοι πούρθαν τώρα
Τι γυρεύουν τέτοια ώρα;
Ήρθανε να μας μπλοκάρουν
Τον λουλά για να μας πάρουν
Εμείς όμως δεν τον δίνουμε
Και το αίμα μας το χύνουμε…
(1929)
Πατηρισμένος βρίσκουμαι
Δεν ξαίρω τι να πράξω
Μέσα σε τάφο να ταφώ
Κι’ εκεί να…ξαποστάσω
……………
Στη Σύρα στον ανήφορο
Κανέλλα και γαρύφαλλο
……………
Εμείς κι’ αν το φουμάρουμε
Κανένα δεν πειράζουμε
(1929)
Πού θα βρούμε, πού θα βρούμε
Ναργιλέ για να την πιούμε
Τέτοιαν ώρα πού θε νάβρω
Ναργιλέ για να φουμάρω
Τη φουμάρουν μάνι μάνι
Και μ’ αφήνουνε χαρμάνι
………………………
Χασίσι, ούζο και σεβντάς
Με κάναν να χτικιάσω
Δεκαοκτώ χρονώ παιδί
Τα νιάτα μου να χάσω
…………………………
Στα Βούρλα με σκοτώνουνε
Και στο «ψηλό» θα γιάνω
Και μέσα εις το «δεύτερο»
Θα πέσω να πεθάνω
………………………
Σαν με δής και κάνω βόλτα
Βάλε το στριφτό στην πόρτα…
…………………………….
-Μπουρδούσαινα ψήσε καφέ
Βάλε φωτιά στον ναργιλέ
-Δε μου λέτε, δε μου λέτε
Το χασίσι πού πουλιέται;
-Από κάτω απ’ το ραδίκι
Κρύβονται δυο πιτσιρίκι
Και φουμάρουνε το μαύρο
Τόνα πόδι πάνω στ’ άλλο
-Μπάρμπα Γιάννη σαν πεθάνης
Το λουλά τι θα τον κάνης;
Θα τον βάλω προσκεφάλι
Να φουμάρω και στον άδη
-Βάρκα μου μπογιατισμένη
Με χασίσι φορτωμένη
Έλα βαρκούλα πάρε με
Και στου Τζελέπη βγάλε με
(1931)
Ώχου γειτόνισσες κακόγλωσσες
Χωρίς να δήτε λέτε
Τον άνθρωπο τον μερακλή
Χασίκλα τόνε λέτε…
[επωδός]
Ένα τσούρμο χασικλήδες
Κάργα δώθε, κάργα κείθε…
………
Ώχου…Ένα σκουλήκι ψόφιο
Να το σκοτώσω δεν μπορώ,
Να φύγω δεν μ’ αφήνει…
(1933)
Φέρνει βόλτα ο «Θανάσης»
Φέρνει βόλτα ο «Θανάσης»
Κυρ δεσμοφύλακα να σκάσης
Φέρνει βόλτα ο «Θανάσης»
Γεια σου «γούργο» μου ν’ αγιάσης!
…………………
Πού να τάβρω, πού να τάβρω
Ναργιλέ, καλάμι, μαύρο
Πούχει δώδεκα το δράμι
Κι’ ένα φράγκο το καλάμι
………………
Σε καινούργια βάρκα μπήκα
Στη σπηλιά του δράκου βγήκα
Βλέπω δυο μαστουρωμένοι
Και στην άμμο ξαπλωμένοι
Βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο
Φτιάξε ‘ν αργιλέ αφράτο
……………
Μες στου Ζαμπίκου τον τεκέ
Φουμάρουν δύο ναργιλέ
……………
Αχ, τα σίδερα της φυλακής
Είναι για τους λεβέντες
Και τα ψηλά παράθυρα
Είνε για τις κοπέλλες
……………
Τράβα βρε τζε μου το σπαθί
Και γω τραβώ την κάμα
Να δούμε από μας τους δυό
Ποιανού θα κλάψη η μάνα!
(1936)