Ρεπορτάζ για τεκέδες υπήρξαν πολλά στον Τύπο, καθώς ήταν ένα θέμα που «πούλαγε», ιδίως στα χρόνια 1920-1937. Το παρακάτω ρεπορτάζ (Ιανουάριος 1924) είναι αθησαύριστο και πολύ ενδιαφέρον, νομίζω, καθώς αφενός εισέρχεται με λεπτομέρεια στα άδυτα του περίφημου τεκέ του Σερενάκη/Σειρηνάκη (είναι γνωστό το δίστιχο: «Στου Σερενάκη την αυλή/σκοτώσαν ένα χασικλή») και αφετέρου προσφέρει μια σπάνια περιγραφή της μουσικής επιτέλεσης μέσα στον χώρο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ-ΟΙ ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΑΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ
[…] Βρισκόμαστε στον περίφημο ντεκέ του κυρ Θανάση του Σειρηνάκη. Το εσωτερικό του μαγαζιού φωτίζεται με μια λάμπα πετρελαίου που καπνίζει. Το γυαλί της θολό, φαίνεται ότι ποτέ δεν έχει καθαρισθή. Οι τοίχοι έχουν διακοσμηθή μ’ εφημερίδες και λιθογραφίες όλων των μεγάλων ανδρών της τελευταίας ευκλεούς δράσεως. Στον τοίχο κρέμονται ένας μπαγλαμάς και ένας άλλος υπό κατασκευήν. Το μαγαζί θερμαίνεται μ’ ένα μαγκάλι, που η φωτιά όπως το ιερόν πυρ καίει ημέραν και νύκτα. Τα κάρβουνα είναι καλά χωνεμένα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για το λουλά. Τρία σκαμνιά, ένα μπαούλο κι ένας μπάγκος αποτελούν τα όλα έπιπλα του μαγαζιού. Μέσα στο μισοσκόταδο μόλις κατορθώνουμε ύστερα από προσεκτική εκ του πλησίον παρατήρηση να γνωρίσουμε τα γύρω πρόσωπα. Ο κυρ Θανάσης ο τεκετζής, μελαχρινός, αδύνατος, χωρίς σακάκι, με πυκνά μαύρα μουστάκια και πυκνά μαύρα σγουρά μαλλιά, μας υποδέχεται με κάποιο συγκρατημένο φόβο.
Γύρω, απάνω στα σκαμνιά, κάθουνται μια παρέα από πέντε θαμώνες του ντεκέ. Τα πρόσωπά των βουβά, χωρίς καμμία έκφρασι, με μάτια απλανή, μισοκλεισμένα. Μια ψυχρή αδιαφορία υπάρχει στα πρόσωπά των, σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Μας κοίταξαν με κάποια ανησυχία στην αρχή, μα σαν είδαν το ήσυχο πρόσωπο του κυρ Θανάση ξανάπεσαν στο ρεμβασμό τους. Τα κεφάλια τους γέρνουν στα στήθη τους βαριά, ασήκωτα. Τα παιδιά είναι μαστουρωμένα. Βρίσκονται στην κατάσταση εκείνη που είναι όλη έκσταση. Βρίσκονται στο σημείο που τα πάθη είναι μηκυθμός, κλάμα, παράπονο, αμανές, που μόνο ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι μπορούν να πουν. Το τραγούδι είναι θλιβερό σαν κλάμα κάποιων αδικοσκοτωμένων από τη ζωή, που μια κακή μοίρα τους έσπρωξε εκεί μακριά, στην κοινή περιφρόνηση. Και πίνουν για να λησμονήσουν και πίνουν για να τραγουδήσουν με πόνο που βγαίνει ίσια από την ψυχή τους, με πόνο που κάνει τα πρόσωπά των να παίρνουν μια έκφρασι που μόνο και να την βλέπη κανείς είναι να κλαίη. Πόσαι μεταπτώσεις. Τα τραγούδια των ανθρώπων αυτών που ζουν σε τόση απόστασι από το ταμπλώ της ζωής έχουν θέμα κάτι από την ιστορίαν ηρωϊκών προσώπων που έδρασαν στην εκδίκησι της κοινής περιφρονήσεως. Μιλούν με πάθος για τον έρωτα και άγριο μίσος για την κακή κοινωνία που τους έσπρωξε στο έγκλημα. Και ο «μάπας» (ο λουλάς) φτιάχνεται και περιφέρεται από χέρια σε χέρια και μόνο τη στιγμή εκείνη τα μάτια παίρνουν μια εξαιρετική λάμψι, την λάμψι του πόθου που δεν χορταίνει.
Σ’ αυτήν την κατάστασι βρίσκονταν τα παιδιά όταν μπήκαμε μεσα. Καθίσαμε εδώ κι εκεί, όπως μπορούσαμε. Ο κυρ Θανάσης παρακαλείται να μας φτιάξη το “μάπα”, αλλά με ύφος μισοκακόμοιρο αρνείται ότι έχει στο μαγαζί του τέτοιο πράγμα. Σε τέτοιες στιγμές μπαίνουν εις ενέργειαν τα μεγάλα μέσα. Βγάζω από την τσέπη μου ένα κομμάτι μεγάλο χασίς που είχα προμηθευθή και το βάζω στα χέρια του κυρ Θανάση του ξυπόλυτου (έτσι είναι το παρατσούκλι του, ενθυμίζον παλαιάν του ανυπόδητον δόξαν). Τα μάτια του έλαμψαν, τα μουστάκια του χαμογέλασαν και η διαταγή εδόθη αμέσως στο νεαρώτερο της παρέας να ετοιμάση το «μάπα». Κάποιος από τα παιδιά ρώτησε:
-Τι είναι;
-Προύσα, απαντά ο κυρ Θανάσης, εννοών τον τόπον της προελεύσεως του χασίς.
Ο νεαρώτερος σκύβει κάτω και από μια αφανή τρύπα βγάζει το λουλά. Πώς γίνεται ο λουλάς, φαντάζομαι πως λίγοι θα γνωρίζουν. Είναι ένα μικρό σταμνί από εκείνα που τα παιδάκια παίρνουν στο σχολείο για νερό. Εις το μέρος του στομίου τοποθετείται ο λουλάς. Το χεράκι το σπάζουν με πολλή τέχνη και εις το επάνω μέρος της κοιλιάς του σταμνιού ανοίγουν μια τρύπα, η οποία χωρεί ίσα-ίσα ένα καλάμι. Και απέναντι της τρύπας του καλαμιού ανοίγουν με σουγιά μία άλλη μικρή τρυπούλα. Όταν ο μάπας μεταφέρεται από χέρι σε χέρι, ο καπνός πούναι μέσα, το ντουμάνι δηλαδή, πρέπει να βγη. Φυσούν από το μέρος του καλαμιού και βγαίνει το ντουμάνι από τη μικρή τρυπούλα.
Στο διάστημα της κατασκευής του λουλά ο κυρ Θανάσης, ενθουσιασμένος από το φιλοδώρημα και από την προσδοκία της ευτυχίας, πήρε το μπουζούκι από το χέρι κάποιου αρχάριου και άρχισε με πολλή τέχνη να παίζη. Η τέχνη του κυρ Θανάση είναι κάτι που σπάνια συναντάται. Από τη βαριά πενιά του βγαίνει το κλάμα, η χάρις, ο πόνος, η απογοήτευσις, η διάψευσις των ελπίδων. Κάθε πενιά του είναι και ένα αίσθημα που εξωτερικεύεται με ορμή ανάλογη προς τα ορμητικά αισθήματα των ανθρώπων αυτών.
Ο λουλάς έχει ετοιμασθή. Όλοι οι συνάδελφοί μου αρνούνται να καπνίσουν. Διάβολε. Πρέπει να δοκιμάση κανείς και τη χαρά και τη λύπη που προξενεί το ναρκωτικό αυτό, και τα όνειρα. Πρέπει να συμμερισθή κανείς όλους τους πόνους και τις χαρές των πιστών οπαδών του. Πιστεύω πως, μόνον όταν κανείς τα ζήση όλ’ αυτά, μπορεί και να τα εννοήση βαθιά με τις άπειρες ψυχολογικές τους διακλαδώσεις. Παίρνω πρώτος το λουλά και τραβώ τρεις τέσσερις ρουφηξιές. Εκείνη τη στιγμή δεν πολυκατάλαβα τι δημιουργεί το ναρκωτικό αυτό. Τον έδωσα κατόπιν του κυρ Θανάση και αυτός με τη σειρά του στο «ψάρι», σε κείνον που βαράει το «κόκκινο» (κλεφτοπορτοφολάς του παραλιακού τραμ), στον «τσιμπολόγο» και ένα γέρο έως 70 χρονών που ήταν ξαπλωμένος μέσα σε κάτι κουρέλια.
Τα μάτια που ήσαν πρώτα απλανή και μισοκλεισμένα, τα κεφάλια που ήσαν πεσμένα στα στήθη, τα χέρια που έμεναν παραλυμένα, όλα εκινήθησαν ηλεκτρισμένα από τον πόθο, με τη λεπτή τρεμούλα που απλώνει κανείς για να πιάση μια ευτυχία, μια χίμαιρα. Όλοι τραβούν δυο τρεις ρουφηξιές και τέλος ο λουλάς παραδίδεται στο γέρο που είχε ανασηκωθεί από τα κουρέλια. Άπλωσε τα δύο τρεμουλιάρικα χέρια και άρπαξε το λουλά, ενώ τα σαγόνια του με τα πυκνά γένια σιγότρεμαν. Ρούφηξε με μάτια μισοκλεισμένα απ΄την ηδονή και ξανάπεσε στα κουρέλια του αδιάφορος.
Ο κυρ Θανάσης αφήνει το μπουζούκι και παίρνει τον μπαγλαμά. Μας παίζει του άλλοτε αστυνομικού της καταδιώξεως εις τον Πειραιά Γαλιγάλη το τραγούδι:
Γαλιγάλη, Γαλιγάλη
πούφυγες και ήρθες πάλι
Πρόκειται περί του παραπόνου των ανθρώπων του λουλά, γιατί ο απότακτος Γαλιγάλης είχεν επανέλθει εις την υπηρεσίαν.
Μόνον όσοι έχουν ακούσει μπαγλαμά από χέρια μερακλή χασικλή μπορούν να νιώσουν ποια αισθήματα δημιουργεί το όργανον αυτό με τις τρεις χορδές και μάλιστα όταν παίζεται μέσα σε τέτοιο περιβάλλον. Οι γλυκές νότες του πλανώνται μέσα στο ασφυκτικό από τους καπνούς και τη μυρουδιά του χασίς μαγαζάκι, γίνονται όργιον, όραμα ασύλληπτο, τυλιγμένο σε υπέρωχες πολύχρωμες φανταχτερές φορεσιές από τους γαλάζιους καπνούς του χασίς, γίνεται θρήνος, ενθουσιασμός, αγάπη, ζήλια, δηλητήριο. Σε λίγη ώρα από το τράβηγμα του λουλά αρχίζει μια ελφρά ζάλη που κάνει το κεφάλι βαρύ να πέφτη προς τα κάτω. Η φαντασία οργιάζει. Γίνεσαι πορφυρογέννητος, Ρότσιλδ, Σατανάς, Θεός, εραστής θείων πλασμάτων, Απόλλων και μόνον τα γύρω σου δεν σ’ ενδιαφέρουν. […]
Τιποτε δεν μπορεί να σε αποσπάση εύκολα από την έκστασι αυτή. Η ψυχή σου απλώνεται με ηδονή και αναπαύεται σε όμορφες φαντασιώσεις. Παύει το κάθε τι να έχη και την παραμικρή σημασία για τον χασικλή. Μόνο ο λουλάς είναι το Βατερλώ των ανθρώπων αυτών. Αν τους τον στερήσης, είναι προτιμότερον να τους σκοτώσης. Είναι η ζωή τους, η ύπαρξίς τους, η λησμονιά, η ευτυχία. Μπροστά σ’ αυτή τίποτ’ άλλο, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν παραβάλλεται
Εμείς κι αν το φουμάρουμε
κανέναν δεν πειράζουμε
λέει ο άνθρωπος του λουλά εκφράζοντα το παράπονό του για τις αστυνομικές καταδιώξεις. Εάν διά τον Πυγμαλίωνα ήρκει η Γαλάτεια και μία καλύβη, για τον χασικλή αρκεί μόνον ο λουλάς και τίποτ’ άλλο […]