Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Λες και δεν το ξέραμε, Σπύρο μου…

1 «Μου αρέσει»

Σε μερικά που τα ξέρουμε και από δισκογραφημένα τραγούδια, είτε ολόιδια είτε παρόμοια, θα είχε ενδιαφέρον να παραβληθούν οι χρονολογίες.

Για παράδειγμα, το « Ν’ άρθη ο Γιάννης από πέρα / τράγκα, τρούγκα τα μαχαίρια» (1898) είναι σίγουρα παλιότερο από τον Γιάνναρο (που έρχεται από πέρα με κουσαντιανή μαχαίρα), δε χρειάζεται να ψάξουμε πότε βγήκε ο Γιάνναρος όταν εδώ έχουμε 19ο αιώνα, αλλά ο στίχος υπάρχει και στο αποκριάτικο με τη θεια μου την Κοντύλω / Θοδώρα / Ερήνη: «να κι ο μπάρμπας από πέρα / με την κουτσουλή μαχαίρα», σε μια παραλλαγή που θυμάμαι. Το αποκριάτικο είναι δημοτικό και άρα αχρονολόγητο, και λογικά δεν ανήκει μεν στα παμπάλαια βυζαντινά δημοτικά, ούτε όμως και πολύ πρόσφατο πρέπει να είναι, κρίνοντας από το πόσες τοπικές παραλλαγές έχει, καθεμία πλήρως ενσωματωμένη στο αντίστοιχο τοπικό μουσικό ιδίωμα.

Άλλη παραλλαγή και παρακάτω, 1927: « Στράγκα, στρούγκα τα μαχαίρια / Να κι’ ο μπάτσος από πέρα»


Άλλα σχόλια:

Δε θυμάμαι πού είχα διαβάσει ότι το στριφτό είναι το κλειδί.

Αυτό από καραγκιόζη δεν είναι;

Ο δε;!! Καλά η μαγκουριά που κόβει το αφτί, αλλά ο δε;

Λοιπόν, όχι πως θα αλλάξει τίποτα, αλλά έχει πλάκα ότι πάντοτε άκουγα «Στης Σύρας τον ανήφορο». Είναι απολύτως ομόηχα! (Και επίσης λένε «στης Πάργας τον ανήφορο» και «στ’ Άη Γιωργιού τ’ ανήφορο», αλλά αυτό δεν είναι δεσμευτικό, θα μπορούσαν να λένε και «στην Πάργα στον ανήφορο» αφού δε χαλάει το μέτρο.)

Επί τη ευκαιρία, έχω από τα 7 μου χρόνια στη μνήμη μου (ανανεωμένη και στις επόμενες δεκαετίες), μια σειρά από ερασιτεχνικές φιγούρες Καραγκιόζη - χειροτεχνήματα εξόριστου της περιόδου 1967-1971 (1971 = έτος αποφυλάκισης) - όπου η φιγούρα του Σταύρακα (αν δεν κάνω λάθος, ή ίσως του Μορφονιού, πάντως κάποια) συνοδεύεται από το στιχάκι: “από την πόρτα σου περνώ / σε βλέπω αλευρωμένη / αμέσως το κατάλαβα / πως τηγανίζεις ψάρια”.
Δεν φανταζόμουν μέχρι τώρα ότι τα στιχάκια προϋπήρχαν:

Αν καποτε βρεθεί το “άλμπουμ” στα χέρια μου ενδεχομένως ανεβάσω φωτο…

Βέβαια, αλλά δε νομίζω πως το ρεμπέτικο βγήκε “λιγότερο” κι από αυτά που έπαιζε το μπουζούκι στην Αθήνα του 1881:

Ή στην Καλαμάτα του 1889:

Βάζω κι αυτό (που αν θυμάμαι καλά το είχα προ ετών βάλει και σε ξεχωριστό νήμα) από τα απομνημονεύματα του παπού (ΘΟΔΩΡΟΥ Ι. ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ “Η ΖΩΗ ΜΟΥ” (1885-1976) αυτοέκδοση Αθήνα 2001), σαν ένα ακόμα “αστικολαϊκό παραλειπόμενο”, που κατά τη γνώμη περιέχει επίσης “κάτι” από την προέλευση του ρεμπέτικου:

Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1896 και ο παπούς, 11 χρονών, δουλεύει στο Ελληνικό Πυριτιδοποιείο, ή αλλιώς στο Μπαρουτάδικο, κοντά στο Δαφνί. Και αναφέρει:

"Κάποια μέρα έγινε έκρηξη στους μύλους, που άλεθαν το μπαρούτι κι όλοι οι εργάτες πετάχτηκαν πανικόβλητοι έξω από τα τμήματά τους. Το μόνο θύμα της έκρηξης ήταν ο εργάτης των μύλων, Βεντίκος. Τα κορίτσια του σκάρωσαν ένα τραγουδάκι και το τραγουδούσαν λυπητερά μέσα στ’ αμάξια:

"Στα χίλια οχτακόσια και στα ενεννήντα έξι. Δευτέρα στις 7,
καήκαν τα μπαρούτια κάει κι η φάμπρικα.
Δε κλαίω τα μπαρούτια ούτε τη φάμπρικα,
μον’ κλαίω το Βεντίκο, που κάηκε άδικα". …"

2 «Μου αρέσει»

Στα Βούρλα με σκοτώνουνε

Και στο «ψηλό» θα γιάνω

Και μέσα εις το «δεύτερο»

Θα πέσω να πεθάνω

Αυτό το σπαρακτικό τετράστιχο φέρεται να το τραγουδούσαν τα έγκλειστα κορίτσια στο διαβόητο πορνείο των Βούρλων Δραπετσώνας. Ίσως χρειάζεται να διευκρινιστούν δύο λέξεις που μπορεί να δυσκολεύουν την κατανόηση.

Τα «Βούρλα» (1875-1941) αποτελούνταν από τέσσερα κτιριακά συγκροτήματα. Τα τρία ήταν ισόγεια κτίσματα δομημένα σε παράλληλες σειρές. Κάθε κτίσμα αποτελούνταν από 24 κάμαρες. Στην πρώτη σειρά ήταν εγκατεστημένες οι πολύ νέες και περιζήτητες κοπέλες. Στη δεύτερη σειρά ήταν οι πιο «δεύτερες» και στην τρίτη οι ηλικιωμένες.

Το τραγούδι λοιπόν, όταν αναφέρεται στο «δεύτερο», αναφέρεται στη δεύτερη σειρά/πτέρυγα.

Το τέταρτο κτίσμα ήταν ένα νεοκλασικής τεχνοτροπίας δίπατο κτίριο, όπου εκεί έμεναν πρώτης «διαλογής» κοπέλες… Αυτό ήταν το λεγόμενο «ψηλό», στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι

Αυτή η περίπτωση είναι μάλλον ρίμα. Οι ρίμες είναι ξεχωριστό είδος, όχι ρεμπέτικο (ωστόσο διασταυρώνεται πολλές φορές και με το ρεμπέτικο) αλλά ούτε και δημοτικό, παραδοσιακό πάντως, για το οποίο έχουμε συζητήσει εδώ (όπου και περαιτέρω παραπομπές).

Μάλιστα το μοτίβο «δεν κλαίω το ένα, μήτε το άλλο, μόν’ κλαίω τους ανθρώπους» υπάρχει και σε άλλα παραδοσιακά και ρίμες αλλά μέχρι και στην Ξανθούλα του Σολωμού.

Δεν ξέρω αν είναι απαραίτητο να το σημειώσω, πάντως κι εγώ δεν το παρέθεσα σαν “ρεμπέτικο” αλλά σαν δείγμα

Ή με άλλα λόγια, σαν δείγμα της λαϊκής, αστικής πια (δηλ. του χώρου της πόλης, και εν προκειμένω: εργατικής) προφορικής δημιουργίας, το οποίο δείγμα ανήκει σε μια από τις πηγές του ρεμπέτικου τραγουδιού όπως το γνωρίσαμε από τη δισκογραφία.
Εδώ, ανάμεσα σε άλλα, υπάρχει το χαρακτηριστικό της προφορικής δημιουργίας που έρχεται άμεσα να καταγράψει και να σχολιάσει την επικαιρότητα, χαρακτηριστικό που μάλλον φθίνει στην τέχνη (αν και ίσως όχι “αναγκαία”), ή τουλάχιστον τροποποιείται δραστικά, μαζί με την υποχώρηση του προφορικού πολιτισμού.
Αυτό όμως το χαρακτηριστικό υπάρχει ακόμα στο ρεμπέτικο της δισκογραφίας, είτε με τους κατόπιν απαγορευμένους “αδικοπνιγμένους” του Ρούκουνα, είτε με τον “Μάρκο υπουργό” που σχολιάζει τους απανωτούς θανάτους πρωθυπουργών το 1935 (κι αυτό με λογοκριμένους ή αυτολογοκριμένους στίχους), την “πλημμύρα” επίσης του Μάρκου και άλλα.
Το ότι στα δυο από τα τρία παραπάνω παραδείγματα υπάρχει είτε απαγόρευση είτε κάποια λογοκρισία ή αυτολογοκρισία είναι ίσως ενδεικτικό και της δυσκολίας που αντιμετωπίζει αυτή η συγκεκριμένη λειτουργία του λαϊκού τραγουδιού σε συνθήκες όπου πλέον απαιτείται σειρά “εγκρίσεων” προκειμένου να βρει το δρόμο του στη δισκογραφία και στο κοινό του. Φυσικά θα υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, απλώς αυτά ήταν τα πρώτα που μου ήρθαν στο μυαλό.
Ποιος ξέρει, ίσως τα νέα μέσα επικοινωνίας δίνουν και νέες δυνατότητες.

Μα ναι, το είπες ξεκάθαρα Άγη: «…ένα ακόμα “αστικολαϊκό παραλειπόμενο”, που κατά τη γνώμη περιέχει επίσης “κάτι” από την προέλευση του ρεμπέτικου». Απλώς θεωρώ τον συσχετισμό κάπως διασταλτικό. Ναι, έχει το στοιχείο της προφορικότητας όπως -μεταξύ τόσων άλλων- το πρώιμο ρεμπέτικο, και της σύνδεσης με την άμεση επικαιρότητα που τη βρίσκουμε και σε αρκετά ρεμπέτικα… μέχρις εκεί.

Για την ιστορία, να πούμε ότι η έκρηξη έγινε στις 8 Ιουλίου 1896 και το όνομα του Βεντίκου ήταν Δημήτρης. Τότε το “Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον” αναφερόταν και ως “Πυριτιδοποιείον Μωραϊτίνη” από το όνομα του ιδρυτή του.

2 «Μου αρέσει»

Όντως -και καλό θα ήταν να μπει λήμμα στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι

Σε ενδιαφέρον “ουσιολογικό” ρεπορτάζ από τον Νοέμβριο του 1925

συναντάμε το παρακάτω σκίτσο με λεζάντα τον γνωστό στίχο:

3 «Μου αρέσει»

Σε ρεπορτάζ περί του πώς γλεντάει ο κοσμάκης τον Νοέμβριο 1926


συναντάμε ωραία φάση με τον Μήτσο/Μήστο με τον μπαγλαμά του, ο οποίος και σκιτσάρεται καταλλήλως:

4 «Μου αρέσει»

Σε αυτό το ρεπορτάζ (Ιούνιος 1928) από επίσκεψη στον τεκέ της Καλλιοπάρας («Μια νύχτα με τα παιδιά της…Καλλιοπάρας»), στην αρχή παρατίθενται οι παρακάτω στίχοι:

Τρίζουν τα βραχιολάκια σου

στα παχουλά χεράκια σου

Μπουρδούσαινα, Μπουρδούσαινα

έλα στο νου σου πούσαινα

για να ακολουθήσει το εξής σχόλιο:

«Περνώντας στην Παληά στρατώνα, στη Λαχαναγορά, στα περί την περιοχήν του Βαρβακείου ταβερνεία, θάχετε ακούσει χίλιες φορές ως τώρα, στο γνωστό λικνιστικό τόνο, την επωδό αυτή, των ιδιορρύθμων τραγουδιών, των αδερφακίστικων τύπων, των βλάμηδων, που παρά την πρόοδο, που καλπάζουσα περνά από τον τόπο μας, δεν έχουν εκλείψει, ούτε φαίνεται να εκλείψουν ποτέ, γιατί αποτελούν φαίνεται παράδοσι σ’ αυτό τον τόπο, που όλοι έχουμε τον αδερφακισμό μέσα μας»

Ακολούθως σχολιάζεται πως όσοι αρέσκονται στα χασικλίδικα άσματα τους τραβάει και η ανάλογη ζωή:

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη επίσκεψη στον τεκέ, η υποδοχή γίνεται στιχουργημένη:

Κι εδώ σκιτσαρισμένη η είσοδος στον τεκέ της Καλλιοπάρας:

4 «Μου αρέσει»

Σε χρονογράφημα από το 1936 («Κατηγορούμενε, εγέρθητι!») ο σύζυγος φέρνει στο σπίτι ένα γραμμόφωνο προς διασκέδαση και ξεκινάει να βάζει πλάκες:

«Και τι πλάκες, ω Αλλάχ! Ανωτάτη μουσική! Τύφλα να έχη ο Μπετόβεν! Ήρχισεν λοιπόν ο αλιτήριος Έδισον να βρυχάται ανά την συνοικίαν την αιθερίαν και υπερλυρικήν μελωδίαν του:
Κυρ διοικητά!/τι με βαράααααααας/αφού εσύ το ξέρεις,
ή ακόμα –ψόφα Μόζαρτ:
Χάιντε του καημένου/του Μποχώρη,
ή επίσης –αυτοκτόνησε Βάγνερ:
Μπάρμπα Στράτο, μπάρμπα Στράτο/βάλε ναργιλέ αφράτο.
Δηλαδή: Όπερα! Όπερα! Όπερα!»

Στο πάνω πάτωμα όμως καθόταν ένας παλαιός δάσκαλος κιθάρας, «ο οποίος κάτι τέλος πάντων ένιωθε από μούζικαν. Μόλις ήκουσε την θείαν αρμονίαν των ντουζενίων, εξηγριώθη ο τάλας. Επήγε και έκαμε τα δέοντα παράπονα προς τον ιδιοκτήτην του φωνογράφου:

-Κύριε…

-Πες τον πόνο σου!

-Δε βάζεις, ευλογημένε, στο γραμμόφωνό σου και κανένα άλλο κομμάτι;

-Άλλο; Σαν τι;

-Ξέρω κι εγώ; Άλλο! Όλο μόρτικα βάζεις!

-Μόρτικα; Μόρτικα είναι αυτά;

-Αμ τι είναι;

-Το μυαλό σου και μια λίρα! Και του μπογιατζή ο κόπανος!»

1 «Μου αρέσει»

Όχι πως κατέχω εξαντλητικά όλη τη δισκογραφία μέχρι το 1936, αλλά απ’ όσα ξέρει ο κάθε στοιχειωδώς ασχολούμενος, παρατηρώ:

  • Κυρ διοικητά!/τι με βαράααααααας/αφού εσύ το ξέρεις, = κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις
  • Μπάρμπα Στράτο, μπάρμπα Στράτο/βάλε ναργιλέ αφράτο = βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο / φτιάξε ναργιλέ αφράτο
  • ντουζενίων = ?

Τα έχουμε ξανασυζητήσει περί “ντουζενίων”=σκοπών/μελωδιών/χαβάδων/τραγουδιών κλπ

Πώς λέγεται εκείνο το παιχνίδι με την λέξη που ο πρώτος ψιθυρίζει στο αφτί του διπλανού του και ο τελευταίος λέει κάποια λέξη εντελώς διαφορετική;

Μα το θυμάμαι. Γι’ αυτό δεν το μπόλνταρες;

Και σχολίασα ότι ο συντάκτης δεν το έχει ψάξει εξαντλητικά.

Και με το δίκιο του από μια πλευρά. Ούτε εγώ θα έψαχνα πώς ακριβώς πάνε οι στίχοι ενός τραγουδιού που απεχθάνομαι, ιδίως αν ζούσα στην εποχή των 78 στροφών. Αν δε, για να βρω τι ακριβώς είναι το ντουζένι, έπρεπε να κάνω έρευνα πεδίου στους ρεμπετομουσικούς, ανθρώπους που περιφρονούσα όσο και τη μουσική τους, πάλι θα το απέφευγα.

Βέβαια, αυτό θα αφαιρούσε λεπτολογική ακρίβεια από το γραπτό μου. Μα ποια λεπτολογική ακρίβεια, μια καρικατούρα δεν κάνω; Σάμπως ο Χ πολιτικός είναι ακριβώς όπως τον δείχνουν οι σκιτσογράφοι (εννοώ τόσο «ακριβώς» να μην ξέρεις αν βλέπεις γελοιογραφία ή φωτογραφία); Όχι βέβαια, υπάρχουν και οι φωτογράφοι, και τους θέλουμε για άλλη δουλειά.

σπασμένο γραμμόφωνο (μηδέποτε επισκευασθέν)

Εδώ βέβαια είναι εκούσια προσαρμογή. Μετάλλαξη μέσω ανασύνθεσης από κακής μνήμης πρέπει να υπάρχει εδώ

Το ήξερα, δεν θυμάμαι από που,

Αχώριστα συντρόφια μας η κάμα και η τσίκα
Τό ‘να σκοτώνει τον εχθρό και τ’ άλλο καίει την πίκρα

που θα πρέπει να είναι και η οριτζινάλε μορφή, εκτός αν αποτελεί διασκευή/διόρθωση του παραπάνω. Διαισθητικά, δεν σας κάνει όμως για «σπασμένο γραμμόφωνο» η πρώτη στροφή του «Αδυνάτισα ο καημένος»; Ή μόνο εμένα μου κάνει ότι το αρχικό αδέσποτο δίστιχο θα πρέπει να έλεγε «στα» ή «το» αντί «στο δεκαδύο», δηλαδή ότι η αναφορά ήταν σε χρονολογία και όχι κάποιο διοικητικό τοπωνύμιο, και έφτασε στον Κωστή μεταλλαγμένο; (θέλω να πιστεύω ότι ο ίδιος θα είχε το ούμωρ να το κρατήσει)

Εδώ το «σκουλίκι» είναι αλυσίδα;