Αριστερά και ρεμπέτικο (άρθρο)

Πολλή “μηχανική”, και αφελής πρέπει να πω, η “ομόφωνη” ερμηνεία για το απόσπασμα του Αναγνωστάκη στο πρώτο ποστ, ότι η εκτέλεση πρέπει να έγινε επειδή αυτοί ήταν χασικλήδες και όχι επειδή ήταν παρακράτος.
Αλλά δυστυχώς το παρακράτος στρατολογούνταν και από τέτοιους χώρους. Διαχρονικά. Κι αν προπολεμικά οι καταστάσεις δεν ήταν τέτοιες που να φέρνουν το παρακράτος με τον πιο σκληρό τρόπο στο άμεσο προσκήνιο, τα χρόνια της κατοχής του εμφύλιου και τα μετεμφυλιακά (πχ η περίπτωση της δολοφονίας Λαμπράκη) οδήγησαν σε αυτή την ανάδειξη και τη στενή σύνδεσή της με τέτοιους χώρους.
Και, ας σημειωθεί, η τέτοια ανάδειξη του παρακράτους συνδέεται και με την εσωτερική του κυριαρχία στους χώρους προέλευσής του. Έστω κι αν από τέτοιους χώρους προέρχονται και στάσεις «διαμετρικά αντίθετες». Οπότε, και από αυτή την άποψη, λίγη παραπάνω προσοχή δε θα έβλαπτε.

Διότι, αν όπως λένε κάποιοι, ρεμπέτικο είναι ό,τι βρισκόταν εντός ορίων των Βούρλων, τότε μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς ποιες πολιτικές (έστω και “ακομμάτιστες”, πάνω απ’ όλα “ακομμάτιστες”!) δυνάμεις θα είχαν την επιδίωξη να κυριαρχήσουν και να ελέγξουν τις σχέσεις εντός αυτών των ορίων και των κοινωνικών τους προεκτάσεων. Τη στιγμή που για την “αριστερά” το μόνο μέλημα θα ήταν η κατάργηση των κοινωνικών συνθηκών όπου φυτρώνουν “Βούρλα”, και που - πέρα από ατομικές περιπτώσεις - η στάση ζωής της «αριστεράς» σαν συγκροτημένου πολιτικού χώρου θα ήταν ασύμβατη και αντίθετη με τις σχέσεις και τα όρια οποιωνδήποτε Βούρλων.

Επίσης, μού ήταν αδύνατο να πιστέψω, από αυτά που ξέρω και από τα συμπεράσματα που μπορώ να συναγάγω, ότι η μαρτυρία που αναφέρει ο ΣΤΑΥΡΟΣ Κ. αφορούσε την προπολεμική περίοδο.
Και ευτυχώς χάρη στον ίδιο η απορία λύθηκε χωρίς τη βοήθεια των… αρχείων του ΚΚΕ (!!!).
Αλλά παραμένει το εξής ζήτημα:
Μέσα στην κατοχή κι αμέσως μετά ο πολιτικός ανταγωνισμός “δεξιάς” και “αριστεράς” αφορούσε και το ποιες αξίες θα επικρατήσουν, ιδίως στη νεολαία. Η “αριστερά” ήθελε μια πολιτιστική λέσχη σε κάθε γειτονιά κι οι χίτες τη σπάγανε. Αντί για πολιτιστική λέσχη οι χίτες ήθελαν σε κάθε γειτονιά τον “θεσμό” του τεκέ: το μπακάλικο, το χασάπικο, το κουρείο, η εκκλησία και ο τεκές της γειτονιάς.
Στον οποίο τεκέ (και τις δραστηριότητές του, κύριες και παράπλευρες) προφανώς και διεκδικούσαν τον έλεγχο. Ο οποίος στην προέκτασή του δεν ήταν παρά κοινωνικός έλεγχος με συγκεκριμένο περιεχόμενο και χαρακτηριστικά.
Επομένως τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο απλά όσο εμφανίζονται σε κάποια σχόλια.

Αν το γενικεύσουμε, η “αριστερά”, που θέλει να είναι “αριστερά”, έχει στην προμετωπίδα της το τρίπτυχο ψωμί παιδεία ελευθερία (η την τετράπτυχη παραλλαγή: λευτεριά μόρφωση ψωμί δουλειά). Απέναντι κι ενάντια σε αυτή την προμετωπίδα κάποιες δυνάμεις (που δε θα πω εγώ αν μπορεί να είναι “αριστερές” ή “δεξιές”) αντιπαρατάσσουν το τρίπτυχο τσόντα - πρέζα - τζόγος.
Προφανώς, το τρίπτυχο ψωμί παιδεία ελευθερία δεν μπορεί και δεν διεκδικεί τη «φίρμα» του ρεμπέτικου. Ενώ αντίθετα το τρίπτυχο τσόντα-πρέζα-τζόγος έχει το περιθώριο να τη διεκδικεί. Κι όχι μόνο έχει το περιθώριο, αλλά από τη φύση του διεκδικεί και την αποκλειστικότητα στη χρήση του «σήματος». Κι όταν λέω «διεκδικεί», εννοώ όπως διεκδικούσε κι ο Προκρούστης.
Εν πάση περιπτώσει ότι κι αν είναι το ρεμπέτικο, η σχέση ανάμεσα στα δυο τρίπτυχα είναι ανταγωνιστική και δεν γίνεται να είναι διαφορετική. Αλλά εμένα εκατοντάδες τραγούδια κι ιστορίες μού λένε ότι ρεμπέτικο δεν είναι αυτό που θέλουν κάποιοι σαν “σήμα κατατεθέν” του.

ΥΓ «Αγχώδης» και η προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί η άποψη, ότι ο «αληθινός» Βαμβακάρης είναι αυτός που τραγούδησε «καλώς μας ήρθες βασιλιά», ενώ ο Βαμβακάρης που τραγούδησε για το Στάλιν «όλοι οι εργάτες σʼ αγαπούν γιατʼ είσαι παλικάρι», είναι μια συμπτωματική παρεξήγηση. Το ζήτημα είναι πιο απλό: οι λαϊκοί άνθρωποι (και οι τεχνίτες και οι κατεργάρηδες, αν θυμηθούμε το τραγούδι του Β. Παπάζογλου, που καλύτερα απʼ όλα μιλά για τον ρεμπέτικο «κύκλο»), και οι λαϊκοί μουσικοί, βρίσκονταν μες στην επίδραση όλων των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων της εποχής τους, όπως και σήμερα άλλωστε, κι απʼ αυτή την επίδραση γεννιόνταν αντιφατικές στάσεις, αντιφάσεις που μπορούν να χαρακτηρίζουν ένα και το αυτό άτομο. Αλίμονο αν στην αληθινή ζωή η πολιτική στάση των ατόμων ήταν απολιθωμένη… Και μέσα απʼ αυτές τις αντιφάσεις υπάρχει η όποια σχέση του ρεμπέτικου τόσο με την «αριστερά» όσο και με τη «δεξιά».

Αλλά θα επιμείνω λίγο στο αρχικό ποστ και στην ερμηνεία του.
Και θα παραθέσω γι’ αυτό το σκοπό ένα ντοκουμέντο:

Αλλά πρέπει να πω από πού προέρχεται.

Στα χρόνια του εμφύλιου και κατοπινά χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι - εξέτιαν τις ποινές τους (κυρίως για τη δράση τους στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) στη Γιούρα (Γιάρο). Εκτός απ’ αυτούς στο ίδιο μέρος υπήρχαν και απλοί ποινικοί κατάδικοι. Επίσης καταδικασμένοι δοσίλογοι, που χρησίμευαν στη διεύθυνση του στρατοπέδου συγκέντρωσης σαν επιστάτες. Κάποια στιγμή μέσα απ’ όλο το στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζεύτηκαν ατομικά σημειώματα-μαρτυρίες απ’ τους πολιτικούς κρατούμενους, αντιγράφτηκαν με ψιλά-ψιλά γράμματα, ταξινομήθηκαν θεματικά, πήραν μορφή βιβλίου, και το 1952 κρυμμένο στον πάτο μιας βαλίτσας το χειρόγραφο έφτασε στον Πειραιά, άλλαξε χέρια, και βγήκε στο εξωτερικό όπου και εκδόθηκε. Επανεκδόθηκε στην Ελλάδα “φωτοαντιγραφικά” τη δεκαετία 1980 (“ΓΙΟΥΡΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΝΗΣΙ”, εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ)

Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου έχει τίτλο ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ, εννοώντας τους βασανιστές. Από τις εκατοντάδες, λοιπόν, των βασανιστών που αναφέρονται και περιγράφονται με το όνομα τους, παίρνω και παραθέτω (χωρίς το όνομα, μόνο τα αρχικά) ένα απόσπασμα απ’ το μέρος που αφορά μια μόνο περίπτωση, που σχετίζεται (χωρίς καθόλου να είναι η μόνη) με το θέμα:

"Κ. Στρ. Φύλακας. Ο αρχιβασανιστής της Γιούρας. Απαίσια εγκληματική μορφή. Ελάχιστοι είναι οι κρατούμενοι στη Γιούρα που δε φάγαν ξύλο απʼ τα χέρια του. Δεξί χέρι του Γλάστρα (σ.σ. διευθυντής του στρατοπέδου). «Ο Στράτος μου», «είναι ο μόνος που αξίζει» έλεγε. Ενώ ήταν φύλακας, ο Γλάστρας τον έιχε βάλει αρχιφύλακα στον Ε΄ όρμο. Εκεί οργάνωσε χασισοποτείο με τους λουλάδες κρεμασμένους στους τοίχους, με δυο τρία μπουζούκια, με μπαγλαμάδες κλπ. Χασισοπότης και κίναιδος ο ίδιος, γεμάτος αφροδίσια νοσήματα. Περιστοιχιζόταν από μια σειρά χασικλήδες και ανήθικους. Όλοι αυτοί ήταν όργανά του. Στη διανομή του συσσιτίου τους έβαζε σε ξεχωριστή γραμμή για να παίρνουν συσσίτιο περιποιημένο, όλο λάδι, ενώ οι κρατούμενοι παίρναν σκέτο ζεστό νερό. Έκανε παρέα τις νύχτες μαζί τους πίνοντας ούζο και φουμάροντας χασίσι. Κι όταν τους κάπνιζε πήγαιναν και βασάνιζαν τους κρατούμενους μες στις σκηνές τους, χωρίς αιτία. … Ύστερα απʼ τα βασανιστήρια πήγαινε στο χασισοποτείο του, έπαιρνε το μπουζούκι και τραγούδαγε: «θεέ, μεγαλοδύναμε…»
… Ευθύνεται για πολλούς θανάτους από ξύλο κι ακρωτηριασμούς. … Η γλώσσα του δεν άρθρωσε λέξη εκτός από βρισιά και απειλή.
Στην κατοχή δούλευε στα λιπάσματα Κερατσινίου. Αργότερα κατατάχθηκε στα τάγματα Κατσαρέα. Ευθύνεται για πολλούς φόνους. Στην εθνοφυλακής ήταν εθνοφύλακας στο Αμύνταιο. Εκεί σκότωσε έναν πολίτη γιατί πληροφορήθηκε ότι ήταν ΕΑΜίτης …"

Το ηθικό δίδαγμα:
α) Ο Κ. Στρ. θα ήθελε να πιστεύει ότι είναι γενικός εκπρόσωπος του ρεμπέτικου. “Νόμος” του ρεμπέτικου, ο δικός του “νόμος”…
β) Ο υποθετικός τεκές του Κ. Στρ. εκτός στρατοπέδου, δεν θα διέφερε από τον τεκέ του εντός στρατοπέδου.
γ) Αν, και λέω αν, τίποτα κρατούμενοι της Γιάρου μπαίναν μια νύχτα στον τεκέ του Κ. Στρ, και τον καθαρίζανε κι αυτόν κι όλο του το σινάφι, σήμερα θα χύνονταν εδώ πέρα δάκρυα για τους κομμουνιστές που σκότωσαν τους καημένους τους “χασικλήδες”.
δ) Το όλο παράθεμα περιέχει κι αυτό μια πτυχή του θέματος “αριστερά και ρεμπέτικο”, κι ας κρίνει από εκεί και πέρα ο καθένας πώς μπορεί ή πρέπει να βάλει αυτή την πτυχή στο σύνολο του θέματος.