Αριστερά και ρεμπέτικο (άρθρο)

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα anarchypress.wordpress.com.

Στο φόρουμ σε παλαιότερες συζητήσεις όπως εδώ: Αριστερά και Ρεμπέτικο πολλά μέλη έχουν εκθέσει τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα και έχει γίνει εκτενής συζήτηση.

Αριστερά και ρεμπέτικο

«Φυλάγαμε τσίλιες οι τρεις μας, γωνία Αρριανού-Ολύμπου. Κρατούσαμε σφιχτά το περίστροφο, με το χέρι στη φαρδιά τσέπη του σακακιού που φούσκωνε, όπως στην τελευταία ταινία του Τζώρτζ Ραφτ. Στις οχτώ ακριβώς ακούστηκε μια ριπή από πολυβόλο και σε λίγο σκόρπιοι πυροβολισμοί. Στις οχτώ και πέντε έφτασε ο Γαλάνης να μας πει να διαλυθούμε. Εγώ κατέβαινα μαζί του μέχρι την Εγνατία. «Απλή δουλειά» είπε. «Μόλις μπήκαμε μέσα στον τεκέ τούς βρήκαμε όλους ξαπλωμένους στην κουρελού, ακίνητους, σα να μην άκουσαν που μπήκαμε. Τους φωνάξαμε να σηκωθούν. Δε σηκωθήκανε, ήτανε βαριά μαστουρωμένοι. Τους ρίξαμε με την ησυχία μας μια και καλή. Δε σάλεψε κανείς τους, ούτε κιχ, οχτώ άτομα. Θʼ ανασάνει τώρα η γειτονιά από την αλητεία του Κιορπέ». «Πάρε το περίστροφο» είπα «δεν έχω που να το ακουμπήσω απόψε». Πρόσεξα τη φωνή μου. Την πρόσεξε και ο Γαλάνης. «Σε καταλαβαίνω» είπε. «Δεν έχεις συνηθίσει ακόμα». «Είναι κι αυτό» είπα.» (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Το Περιθώριο ʼ68-ʼ69»).

Μαρτυρία του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, από την έφοδο της ΟΠΛΑ σε τεκέ της Θεσσαλονίκης και την εκτέλεση των θαμώνων την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

image

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι απότοκο των ραγδαίων και βίαιων κυριαρχικών εξελίξεων, που έλαβαν χώρα στον ελλαδικό χώρο από τον 19ο αιώνα, με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους. Το γεγονός της απομάκρυνσης μεγάλων πληθυσμών από την ύπαιθρο και τις κοινότητες και η εγκατάστασή τους στις μεγάλες πόλεις, υπήρξε καθοριστικό για την γέννηση και την σχηματοποίηση ενός τραγουδιού, που τουλάχιστον στην αρχή της δημιουργίας του, ήταν έκφραση όλων αυτών που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν στις νέες κυριαρχικές συνθήκες. Υπήρξε έκφραση όλων αυτών που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και την κοινότητα και ξεβράστηκαν στα λιμάνια και στις σκιές των απρόσωπων πόλεων, που όλο και μεγάλωναν. Η αμηχανία μπροστά στα νέα δεδομένα των ανθρώπων που το δημιούργησαν, ο τρόπος έκφρασης μιας συγκεκριμένης κοινότητας ανθρώπων, τα πάθη της, οι έρωτες της και ο τρόπος επικοινωνίας όσων είτε δεν μπορούσαν, είτε δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην κανονικότητα της κοινωνίας. Στην πορεία και ειδικότερα με την εδραίωση της δισκογραφίας στα μέσα του 20ου αιώνα, το ρεμπέτικο τραγούδι στρογγυλοποιήθηκε, κόπηκε και ράφτηκε ώστε να χωρέσει σε δίσκους γραμμοφώνου, έγινε εμπορικό προϊόν και βαφτίστηκε, ανάλογα με τους καιρούς και την πολιτική εξουσία που κυριαρχούσε, περιθωριακό, χασικλίδικο, αυθεντικό, λαϊκό κλπ. Κυνηγήθηκε από πολλούς σε όλη την διαδρομή του, αλλά, από την μεταπολίτευση και μετά βαπτίστηκε ως γνήσια «λαϊκή έκφραση» και θεοποιήθηκε, από τον ίδιο πολιτικό χώρο που κάποτε το κυνήγησε λυσσασμένα, την αριστερά. Τέτοιες πρακτικές αφομοίωσης, αφού πρώτα παρέλθει το στάδιο των καταγγελιών και των διώξεων, είναι γνωστές στον εν λόγω πολιτικό χώρο.

Οι πανταχόθεν διώξεις

image

Η αδιαφορία του ρεμπέτικου τραγουδιού προς την λέξη «πολιτική» ήταν τελικά και ο βασικός λόγος των διώξεων του. Οι προβαλλόμενες αιτίες των διώξεων, όπως η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και η λογοκρισία του τραγουδιού, λόγω θεματολογίας, ήταν ουσιαστικά οι αφορμές. Η πραγματική αιτία υπήρξε ο αδέσποτος χαρακτήρας μιας κοινότητας που αγνοούσε τις αρχές και ουσιαστικά υπογράμμιζε μέσα από τα τραγούδια και την καθημερινή συμπεριφορά της, την υποκρισία και την βαθιά σήψη της κοινωνικής κανονικότητας που ήθελαν τα κατά καιρούς καθεστώτα. Το ρεμπέτικο και οι εκφραστές του κυνηγήθηκαν όπως είναι γνωστό από την αστυνομία, τον Μεταξά, τις δεξιές κυβερνήσεις και την Χούντα. Παρʼ όλα αυτά, ένας ακόμα διώκτης του συγκεκριμένου τραγουδιού υπήρξε και η αριστερά. Η αριστερά ουσιαστικά συντάχθηκε με το καθεστώς του Μεταξά στο ζήτημα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γιʼ αυτήν, το ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν και εκφράζονταν, ήταν αγκίδα στην φτέρνα της δικιάς της κοινωνικής κανονικότητας και έπρεπε να ξεριζωθεί. Ήταν ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να ελεγχθεί και αυτό ενοχλούσε. Προπολεμικά, αλλά και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, οι αριστεροί έκαναν εφόδους σε τεκέδες και μαγαζιά και τα έκαναν λαμπόγυαλο. Μάλιστα, στις πιο ήπιες περιπτώσεις, οι αριστεροί απειλούσαν τους ρεμπέτες να μην παίζουν «μάγκικα» και «χασικλίδικα» τραγούδια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, στην αυτοβιογραφία του, μας παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Από την μια μεριά ο φόβος των κομμουνιστών για τα τραγούδια που έπαιζε και από την άλλη ο φόβος των Χιτών που προσπαθούσαν να τον καλοπιάσουν με ανταλλάγματα να τους καταδώσει αριστερούς και στην μέση ο ρεμπέτης Βαμβακάρης αμήχανος μπροστά στο παραλογισμό της εξουσίας. «Ερχόντουσαν λοιπόν εκεί οι κομμουνιστές, και μου λέγανε. Ά, αυτά τα τραγούδια που λες τα χασικλήδικα, να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απʼ αυτόν τον κόσμο όλο, κι αυτοί θέλανε για να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλίδικα! Δεν τα θέλανε με κανένα τρόπο. Θα σε κάνουμε εξορία. Θα σε διώξουμε. Δεν θέλουμε. Να μην τα λες αυτά τα τραγούδια. Τι να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο».[1] Και παρακάτω αναφέρει μια συνάντηση με τους Χίτες: «–Αυτό θα μας κάνεις. Θα μας τα λες όλα, θα σου δίνουμε ό,τι γουστάρεις να τρως στο σπίτι σου. Ψωμιά, φαγιά, μυστήρια και θα σε πληρώνουμε. – Τι να πω; Ό, τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Μέχρι να τελειώσω να καθαρίσω να φύγω».[2]

Έχει ειπωθεί ότι η επιθετική γραμμή του ΚΚΕ κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού είχε εντολή από ψηλά. «Σε μια ολομέλεια της εποχής, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, αποκάλεσε το ρεμπέτικο τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας και κάλεσε τα μέλη να σπάνε τους τεκέδες».[3] Η ίδια γραμμή επικρατεί και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, όπου η οργάνωση ΕΠΟΝ, μέσα από άρθρα της στην εφημερίδα «Νέα Γενιά», προτρέπει τους γνήσιους αγωνιστές και τα μέλη της, να σπάνε τους τεκέδες, όπου τους βρίσκουν. Βέβαια, η παραπάνω πράξη μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι είναι ενάντια της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Εάν η σκέψη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, όμως, θα διαπιστωθεί, ότι η βία που ασκήθηκε ιστορικά από μέλη του ΚΚΕ και των παρακείμενων οργανώσεων σε χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες, απέβλεπε στην επιβολή της δικής του δύναμης. Η λογική τού όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, στο μεγαλείο της. Το αρχικό απόσπασμα του Μανώλη Αναγνωστάκη είναι ενδεικτικό του είδους αγώνα του ΚΚΕ ενάντια στα ναρκωτικά σε καιρό εμφυλίου πολέμου. Άνθρωποι εξαρτημένοι που δεν χωρούσαν στον ιδανικό κόσμο του κόμματος θα έπρεπε να θανατώνονται. Στην θέση των χασικλήδων άνετα θα μπορούσαν να μπουν (και έμπαιναν) οποιοιδήποτε διαφωνούντες.

Ο λόγος των αριστερών κατά του ρεμπέτικου

image

Η αριστερή αρθογραφία βρίθει από λίβελους κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στο βιβλίο του Κώστα Βλησίδη, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, καθώς και σε αυτό του Παναγιώτη Κουνάδη Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, παρουσιάζονται πολλά κείμενα που αφορούν το ρεμπέτικο από το 1929 έως το 1970. Τα κείμενα που σχετίζονται με την αριστερά παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια ως προς τον καταγγελτικό τους λόγο. Ακόμα και οι ελάχιστοι συμπαθούντες των ρεμπέτικων δεν μπορούν να ανεχτούν τα «μάγκικα και τα χασικλίδικα». Εξαίρεση, βέβαια, από όλους τους αρθογράφους που δέχεται το ρεμπέτικο ως έχει είναι μόνο ο Πάνος Τζαβέλας. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, ότι ο καταγγελτικός λόγος των αριστερών για το ρεμπέτικο δεν διαφέρει σε καμμία περίπτωση από αυτόν των λεγόμενων δεξιών.

Το πρώτο κείμενο σχετικά με το ρεμπέτικο είναι του Γ. Σταύρου και δημοσιεύεται στις 27-11-1946 στην Ελεύθερη Ελλάδα. Το κείμενο χαρακτηρίζει το ρεμπέτικο ως υποκινούμενο και το κατατάσει στην υπηρεσία των αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της ψυχοτρόπας θεματολογίας του. «Γιατί ο ύμνος της «μαύρης», του «τουμπεκί» και των άλλων… αποικιακών προϊόντων, γίνεται ανοικτά και μερακλίδικα με όλη την ελευθερία του δυτικού τύπου».[4] «Ωστόσο, όπως δεν λυγίζουν το λαό τα διάφορα «μέτρα τάξεως», οι εκτοπισμοί, οι εκτελέσεις […] η νόμιμη και… παράνομη εισαγωγή του χασίς- έτσι δεν καταφέρνουν να τον εμποτίσουν με τη μουσική του τεκέ τα ρεμπέτικα τραγούδια και να τον θέσουν εκτός μάχης».[5]

Στη συνέχεια, σε δύο άρθρα του Ριζοσπάστη(15-12-1946/ 15-8-1947), η επίθεση εναντίον του χασίς και των χασικλίδικων συνεχίζεται. Στο πρώτο, ο Δ. Μύστης ισχυρίζεται ότι οι τοξικομανείς δημιουργούνται βάσει σχεδίου για την εξόντωση του λαού. Και στο δεύτερο ο Λ.Σ. κατονομάζει τους ύμνους του χασίς «Όταν καπνίσει ο λουλάς» και το «Πρωί πρωί με τη δροσούλα» που έχουν κατακλύσει ταβέρνες και πλατείες.[6]

Το κείμενο του Νίκου Παγκαλή στην Αυγή (14-2-1953) τάσσεται κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού, γιατί, σε αντίθεση με το λαϊκό τραγούδι, είναι «μακριά από την κοινωνική διαπάλη» και το «φως της ζωής». Σύμφωνα με τον αρθογράφο, το ρεμπέτικο δεν γίνεται να εκφράζει τον λαό γιατί τα τραγούδια που υμνούν το χασίς και το μαυραγορίτη δεν έχουν καμία σχέση με την κοινωνική πάλη. «Από τα γεννησιμιά του το «Ρεμπέτικο» διαδίδει υμνώντας το χασίς, το λουλά, το κομπολογάκι, την ταμπακιέρα […]Είναι λοιπόν αυτό το «λαϊκό τραγούδι», όπως θέλουν να το αποκαλούν, που συνεχίζει την παράδοση και εκφράζει τους λαϊκούς πόθους;».[7]

Από τους εκφραστές του αριστερού λόγου που τάσσεται φιλικά προς το ρεμπέτικο, χωρίς όμως να είναι και υπέρ των χασικλίδικων, ξεχωρίζει ο Ανωγειανάκης ο οποίος (Ριζοσπάστης 28-1-1947) αναφέρει σχετικά με τα χασικλίδικα: «Ασφαλώς είμαστε και μεις σύμφωνοι πως μια τέτοια μουσική και ποίηση δε μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κιʼ ακόμα συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, που την καταδικάζουμε».[8]

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο περιοδικό Δρόμοι της Ειρήνης, (Οκτώβριος 1960), τάσσεται κατά των χασικλίδικων, υποβαθμίζοντάς τα κατά πολύ στον αριθμό τους.[9] Και στη συνέχεια στο περιοδικό Πρώτο «διευκρινίζει ότι στο ʽʽαληθινό λαϊκό τραγούδι”, όπως το αντιλαμβάνεται δεν έχουν θέση τραγούδια του τύπου Όταν καπνίσει ο λουλάς».[10]

Ο Γιάννης Σκουριώτης (μαρξιστής δια*νοητής και μεταφραστής του Κεφαλαίου του Μαρξ) υποστηρίζει ότι τα χασικλίδικα πρέπει να περιορίζονται στις ταβέρνες και όχι στην οικογένεια. «(…) δεν ταιριάζει να ακούγονται σε τίμια σπίτια τα τραγούδια των ʽʼχασικλήδωνʼʼ και των ʽʽπρεζάκηδωνʼʼ».[11]

Ο Κώστας Μαραβέας (Ιούνιος 1970), θεωρεί λογική την ύπαρξη τραγουδιών με θέμα τις ψυχοτρόπες ουσίες, αφού η εξαθλίωση επηρέασε και το τραγούδι που περιγράφει το κοινωνικό γίγνεσθαι: «Το βάσανο της προσφυγιάς οδηγούσε σε μια φυγή και το χασίς σʼ ένα σκοπό. Ήταν δυνατό μέσα σε τέτοιες άθλιες συνθήκες (δεν θα κάνω ιστορία) να μείνει ανεπηρέαστο το λαϊκό τραγούδι; Δεν νομίζω! (…) Όταν τραγουδάει μια κατάσταση περιγράφοντάς τη δεν νομίζω πως την υμνεί συγχρόνως».[12] Στην συνέχεια κάνει μια αυτοκριτική του αριστερού χώρου για την πολεμική που άσκησε ενάντια στο ρεμπέτικο. Ο Μαραβέας παρʼ όλες τις ενδιαφέρουσες απόψεις του, στο κλείσιμο του κειμένου αναφέρει ότι τα κομμάτια αυτά δεν πρέπει να τραγουδιούνται και απλώς αναφέρει ότι είναι ένας κρίκος στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Άρα ακόμα και εδώ παρατηρείται ότι ο επικριτικός λόγος υπάρχει αλλά σε άλλη μορφή.

Το μοναδικό κείμενο που τελικά μοιάζει να διαφοροποιείται συνολικά στους κόλπους της αριστεράς, είναι του Πάνου Τζαβέλλα και δημοσιεύεται στο ίδιο περιοδικό τον Ιούλιο του 1970. Ο Τζαβέλλας κατακρίνει το χώρο ότι χειραγωγεί την τέχνη και μεταθέτει το ερώτημα «εάν τα χασικλίδικα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος», στον προβληματισμό σχετικά με το αν βοήθησαν το λαϊκό κίνημα τραγούδια όπως η Ιτιά, είδη τραγουδιού και μουσικής όπως το Μανιάτικο μοιρολόι, η Βυζαντινή μουσική και καλλιτεχνήματα όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου κλπ. «Δεν πρέπει να απλοποιούμε τα πράγματα και να κάνουμε με το ζόρι την τέχνη υπηρέτρια και προπαγανδιστή των άμεσων πολιτικών επιδιώξεών μας. (…) Είναι απλοϊκή η ερώτηση, εάν τα χασικλίδικα συμβάλανε στην ανάπτυξη του κινήματος, όταν ο λαός έκανε αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία, γιατί θα πρέπει να ρωτήσουμε αν προς την ίδια κατεύθυνση βοήθησαν η Ιτιά, ο Ερμής του Πραξιτέλους (…). Αν αδιαφορήσαμε για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των έργων και κρίνουμε την καλλιτεχνική τους αξία μόνο απʼ τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη και την εξυπηρέτηση της πολιτικής μας γραφής, σημαίνει ότι κακοποιούμε την τέχνη, διαστρέφουμε το νόημά της (…)».[13] Συνεχίζοντας, ο Τζαβέλλας τοποθετείται σε σχέση με το ρόλο αυτών των τραγουδιών. «Δεν καλούν τον κόσμο στον τεκέ. Εκφράζουν καλλιτεχνικά μια κοινωνική πραγματικότητα. Είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία κι ένα ντοκουμέντο μιας εποχής».[14]

Είναι ενδιαφέρον να αναζητήσει κάποιος τους λόγους της λεγόμενης αναβίωσης του ρεμπέτικου, από την μεταπολίτευση και μετά, από τους κόλπους της αριστεράς. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από έντονες και εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις νεολαίων με τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ο αντιελιτισμός της εποχής δεν πέρασε απαρατήρητος από την αριστερά ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας μια απωθημένη μορφή κουλτούρας του παρελθόντος. Το ρεμπέτικο επανανοηματοδοτήθηκε. Σε αυτό το γεγονός, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η φυλάκιση του Ηλία Πετρόπουλου από την χούντα, εξαιτίας της έκδοσης του βιβλίου «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η φυλακή ήταν ευκαιρία γιʼ αυτόν, ώστε να βρεθεί και να καταγράψει τους αγαπημένους του μάγκες, νταήδες και να τους γνωρίσει από κοντά. Συγχρόνως, όμως, έδωσε ένα τόνο αμφισβήτησης με σύμβολο το ρεμπέτικο. Την περίοδο αυτή αναζητούνται οι βετεράνοι ρεμπέτες, εκδίδονται πολλές βιογραφίες (κάποιες αμφιβόλου ποιότητας) και οργανώνονται συναυλίες. Όλα αυτά είχαν μεγάλη απήχηση σε πολλές νεολαιίστικες ομάδες και φοιτητές. Παρʼ όλα αυτά, ακόμα και τότε, υπάρχουν πολλοί αριστεροί που τάσσονται κατά του ρεμπέτικου γιατί η μαζικοποίηση του «εξυπηρετεί την αστική τάξη».[15]

Ο μύθος

image

Κλείνοντας ας διευκρινιστεί ότι η πλήρης συσχέτιση του ρεμπέτικου τραγουδιού με τις ψυχοτρόπες ουσίες είναι άτοπη. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφέρουμε, ότι από το σύνολο 1400 κομματιών που βρίσκονται στην ανθολογία ρεμπέτικων τραγουδιών του Πετρόπουλου, μόνο 106 χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Πετρόπουλος ως χασικλίδικα και από αυτά μόνο τα 67 έχουν περάσει στην δισκογραφία. Το ίδιο ισχύει και στην ανθολογία του Παναγιώτη Κουνάδη, όπου σε σύνολο 623 τραγουδιών, τα 235 έχουν αναφορές σε ψυχοτρόπες ουσίες. Έτσι, εύκολα διαπιστώνεται, ότι ο αριθμός εν τέλει είναι πολύ λίγος σε αναλογία με τα υπόλοιπα κομμάτια.

Επίσης, ένα άλλο γεγονός είναι ότι οι καλλιτέχνες που δεν είχαν άμεση σχέση με την χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και διοχέτευσαν στην αγορά τραγούδια με ψυχοτρόπα θεματολογία, ήταν σαφώς περισσότεροι από αυτούς που είχαν άμεση σχέση με ψυχοτρόπες ουσίες και ιδιαίτερα με το χασίς. Σε αυτό το γεγονός έπαιξε μεγάλο ρόλο η δισκογραφία. Ένας δημιουργός του ρεμπέτικου, ο Κώστας Ρούκουνας αναφέρει σχετικά: «Και τόνε βλέπω ένα απόγευμα τον Μάρκο με μια τραγιάσκα, ένα ζωνάρι και παραμάσχαλα το μπουζούκι του και μπαίνει μέσα (…) και τότες τον ρωτήξανε τι πραγματάκια έχεις; Και τους είπε πολλά όμορφα. Αυτοί όμως διάλεξαν το χασικλίδικο».[16] Επίσης και ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), σε συνέντευξή του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αναδεικνύει τον ρόλο των δισκογραφικών εταιρειών: « – Γιατί γράφατε για τεκέδες; Ήταν της μόδας; – Ήτανε η εποχή τέτοια. Που έπρεπε… Ήτανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μʼ αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σʼ αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε. Γιατί αυτοί γυρεύανε τα τραγούδια μας κι αυτοί θα γυρεύανε από τις εταιρίες και κάτω από τα πρατήρια κανά δίσκο ντερβίσικο».[17] Η μαρτυρία της Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του δημιουργού Βαγγέλη Παπάζογλου, αναφέρει, επίσης, για το θέμα: «Και οι εταιρίες περνούσανε μόνο τα χασικλίδικα σε δίσκους. Πώς να παλέψεις;…»[18] Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει αυτή την άποψη, είναι ότι πολλοί καλλιτέχνες που δεν έκαναν χρήση χασίς διατέλεσαν διοικητικά-καλλιτεχνικά στελέχη διαφόρων δισκογραφικών εταιριών γράφοντας, παρʼ όλα αυτά, πολλά χασικλίδικα κομμάτια (Τούντας, Σκαρβέλης, Δραγάτσης, Περιστέρης).

Από τα παραπάνω φαίνεται, λοιπόν, ότι η στερεότυπη ταύτιση του ρεμπέτικου με ψυχοτρόπες ουσίες δεν είναι τόσο στιβαρή και συντελέστηκε κυρίως από τις διώξεις αριστερών, δεξιών, χούντας και Μεταξά για πολιτικά ωφέλη και μετέπειτα από την δισκογραφία.

Το ρεμπέτικο ποτέ δεν υπήρξε επαναστατικό τραγούδι με την στενή χρωματισμένη έννοια του όρου επανάσταση. Φύτρωσε σαν ζιζάνιο στην ρωγμή του «τσιμέντου» που έπεφτε βίαια και μεθοδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα στον ελλαδικό χώρο. Πολλοί θέλησαν να το ξεριζώσουν, αλλά το ζιζάνιο δεν έχει συγκεκριμένο χώρο, δεν μένει σε ένα σημείο, θα βγαίνει στο φως ανοίγοντας δρόμο στα τσιμέντα. Πως θα ξεριζώσεις κάτι όταν δεν ανήκει πουθενά; Οι ίδιοι διώκτες του, από την μεταπολίτευση και μετά το ξαναθυμήθηκαν προσπαθώντας να το κάνουν δικό τους. Προσπάθησαν να του δώσουν χώρο και χρώμα. Οργάνωσαν συναυλίες, τίμησαν τους ζωντανούς ρεμπέτες απαγγέλλοντας ωραία λόγια. Τους είπαν ότι το τραγούδι τους είναι της εργατικής τάξης και ότι είχαν εργατική συνείδηση. Τους τοποθέτησαν ψηλά, λουσμένους από φώτα και εκείνοι ήταν εκεί, γέροι και κουρασμένοι, τους κοιτούσαν με την ίδια αμηχανία, όπως τους κοιτούσαν και άλλοτε… ζούλα από τον έναν ζούλα από τον άλλον.

Ελευθερόκοκκος

Βιβλιογραφία:

Βαμβακάρης Μάρκος, Αυτοβιογραφία (επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978.
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004.
Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959), εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2006.
Γκαίηλ Χολστ, Ο Δρόμος για το Ρεμπέτικο, εκδ. Ντένιζ Χάρβευ, Λίμνη Ευβοίας 1995, (Α΄ έκδοση 1977).
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2001.
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις Ανάμνησιν Στιγμών Ελκυστικών, Β΄ τόμος, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2003.
Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004.
Παπάζογλου Αγγέλα, Τα Χαΐρια μας εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, (επιμ. Γιώργης Παπάζογλου), εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003.
Πετρόπουλος Ηλίας, Ρεμπέτικα Τραγούδια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1991.
Σχορέλης Τάσος, Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «σαμιωτάκι», διανομή: αποκλειστικότης Τάσος Σχορέλης- Μίμης Οικονομίδης, Αθήνα 1974.
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην Επιστημονική του Προσέγγιση, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001.

[1] Βαμβακάρης Μάρκος, Αυτοβιογραφία, σελ 208-209.
[2] Όπ. Σελ 206.
[3] Κουνάδης Παναγιώτης, στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» τεύχος πρώτο.
[4] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 109.
[5] ό.π, σελ. 110.
[6] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, σελ. 70-71.
[7] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 182-183.
[8] Γκαίηλ Χολστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο, σελ. 140.
[9] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, σελ. 96.
[10] ό.π, σελ. 97.
[11] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 237.
[12] Κουνάδης Παναγιώτης, Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, Τόμος Βʼ, σελ 501.
[13] ό.π, σελ 504.
[14] ό.π, σελ 506.
[15] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, βλέπε κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο.
[16] Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «Σαμιωτάκι», διανομή: αποκλειστικότης Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Αθήνα 1974, σελ. 30.
[17] Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 125.
[18] Παπάζογλου Αγγέλα, Τα Χαίρια μας Εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003, σελ. 50.

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 157, Φεβρουάριος 2016

πολύ ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του μανώλη αναγνωστάκη, καθώς και η θέση του πάνου τζαβέλλα! σε γενικές γραμμές το κείμενο με βρίσκει σύμφωνο.

αν δεν κάνω λάθος, το θέμα που αναφέρεις στην αρχή ήταν η αφορμή για να περιορίσουμε τις πολιτικές συζητήσεις στο φόρουμ, χωρίς όμως να χαθεί ένας προοδευτικός προσανατολισμός στην παρέα μας (αποκλείοντας εθνικιστικές-ρατσιστικές-κλπ απόψεις, τηρώντας τους σχετικούς κανονισμούς του φόρουμ). χαίρομαι που έχουμε κρατήσει ένα επίπεδο στις συζητήσεις μας, και ως απόψεις και ως σεβασμό -σε αντίθεση με άλλα φόρουμ (άσχετα με το ρεμπέτικο).
αυτήν την άσχετη παρέμβαση την κάνω για να δικαιολογηθώ που δεν τοποθετούμαι πιο αναλυτικά (εξάλλου έχω καταθέσει τις απόψεις μου στο παλαιότερο θέμα και αλλού). μιλάω ως νίκος, τίποτα παραπάνω.

1 «Μου αρέσει»

Eίμαι αρκετά νέος για να δώσω μαρτυρίες αλλά και ούτε θέλω να υπερασπιστώ κανένα κόμμα ή παράταξη. Θέλω ,όμως, να πω ότι δεν πρέπει να συγχέεται η αριστερά ως ιδεολογία και η αριστερά ως σύνολο παρατάξεων και κομμάτων. Να δώσω ένα παράδειγμα. Προπολεμικά ας πούμε το να μιλάς με καλά λόγια για την πατρίδα σου ή να είσαι παραπάνω μορφωμένος εθεωρείτω απο το ΚΚ ύποπτο (και αυτό είναι καταγεγραμμένο).Στην πορεία,βέβαια, η πατριδολατρεία (κατ εμε) φάνηκε και με το παραπάνω. Θέλω να πω ότι οποιαδήποτε απαγόρευση/αποκύρηξη θεωρώ ότι έμενε κυρίως εντός του κόμματος για να μην πω της ηγεσίας αυτού λόγω των δυσκολιών της εποχής. Κάτι τέτοια κολλήματα νομίζω ότι έλειπαν απο το Βελουχιώτη γιαυτό και πέτυχε ότι πέτυχε. Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι δεν είναι στην ιδεολογία κατ ανάγκη να κατηγορείται το ρεμπέτικο (τώρα για σκληρές μαστούρες κτλ άλλη υπόθεση), απλά άνηκε και αυτό σε ένα από τα της ηγεσίας του κκε. Φωτεινό παράδειγμα ο μέγας Πάνος Τζαβέλας ,'οπως σωστά αναφέρθηκε, που δε νομίζω να είχε θέμα με το ρεμπέτικο αλλά αντίθετα πρέπει να το αγαπούσε και πολύ. Μην ξεχνάμε και το τραγουδάκι που είπε ο Μ.Γενίτσαρης https://www.youtube.com/watch?v=06O5tdN4H6I ή ας πούμε τη Σ.Μπέλλου που δραστηριοποιήθηκε (αν ξέρω σωστά) και με οργάνωση του ΚΚ (ΕΑΜ).
Φιλικά, Γιώργος Μανιατάκος

Το γνωστό παραμύθι επαναλμβάνεται για να “αποδειχθεί” ότι η αριστερά, ή μαλλον να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους το ΚΚΕ κυνήγησε το ρεμπέτικο. ΌΧι κύριοι το ΚΚΕ δεν κυνήγησε το ρεμπέτικο, τους τεκέδες και τους χασικλίδες κυνηγούσε και τον ρόλο που παιζανε. Όταν ο κόσμος αγωνιζότανε η προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιβιώσει στην κατοχή και τον εμφύλιο΄, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να βρουν την χάχα και να φτιαχτούνε.
Το ΚΚΕ πάντα είχε μέτωπο με τα ναρκωτικά και για μένα σωστά έκανε και κάνει. Το να βάζει ο συγγραφέας του άρθρου στο ίδιο καζάνι τον Μεταξά και στην κουστωδία του, τους συνεργάτες μετέπειτα των γερμανών την περίοδο της κατοχής, και των εγγλέζων στην διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και του μετέπειτα κράτους, με το ΚΚΕ που ήταν μπροστάρης στον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στους ναζιστές, μόνο ένα πράγμα εξυπηρετεί. Την θεωρία των δύο άκρων. Ο χώρος που ανεβαίνει το άρθρο είναι γνωστός για τις απόψεις τους και τον ρόλο τους. Τα “παιδιά” εξυπηρετούν τις επιταγές του συστήματος σε αγαστή συνεργασία με την ασφάλεια. Τι πιο φυσικό λοιπόν από το να θέλουνε να παρουσιάσουν τους θύτες και τα θύματα ακριβώς το ίδιο.
Όσο για το πόσο κυνήγησε το ΚΚΕ το ρεμπέτικο ας πάνε να το πούνε στους,Σωφρονίου, Μπαγιαντέρα, Γενίτσαρη, Μπέλλου, Καλδάρα, Μάθεση και άλλους.

1 «Μου αρέσει»

εντάξει ρε λουκά, μην αρχίζουμε πάλι για ασφαλίτες κλπ, αυτά ούτε για εσωτερική κατανάλωση δεν κάνουν πια… δεν θα κάτσω να τσακωθώ εδώ μέσα για χάρη κανενός κόμματος.

Νίκο ούτε εγώ θέλω να τσακωθούμε αλλά το άρθρο κάνει πολλά λογικά “άλματα” για να υποστηρίξει την θέση του. Η κουβέντα έχει ξαναγίνει και αυτά τα θέματα που βάζει έχουν ξεκαθαρίσει και απαντηθεί. Η επανάληψη του θέματος “Αριστερά και Ρεμπέτικο” με πηγή τον συγκεκριμένο χώρο τι εξυπηρετεί εκτός από αυτό που λέω την θεωρία των δύο άκρων?

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 23:32 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 23:17 —

Και κάτι ακόμα από τον ίδιο ιστότοπο. Στο άρθρο για τα Δεκεμβριανά αναφέρει το εξής.


“Οι ίδιοι που γέμιζαν την «Πηγάδα» στο Μελιγαλά, ήξεραν πολύ καλά τον ποταμό αίματος που θα ακολουθούσε. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, εξαπολύθηκε μια τεράστιας έκτασης εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πελοπόννησο εναντίον των ταγμάτων ασφαλείας, όπου ο ΕΛΑΣ υφίσταται τόσες απώλειες, όσες δεν είχε υποστεί σʼ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Ανοίχτηκε, έτσι, ένας νέος κύκλος μίσους, αίματος, αλληλοσφαγών, βασανιστηρίων και λεηλασιών και από τις δύο πλευρές. Έναν κύκλο που συντηρούσαν αμφότεροι σʼ όλη τη διάρκεια της κατοχής.”
Δηλαδή τι μας λένε ρε Νίκο? Ότι ο ΕΛΑΣ στην διάρκεια της κατοχής, (θυμίζω ότι ο Μελιγαλάς συνέβη πριν τα Δεκεμβριανά), συντηρούσε τον κύκλο του μίσους πολεμώντας ταγματασφαλήτες? Σοβαρά τώρα? Ούτε σε εγχειρίδιο της σχολής των αξιωματικών επί χούντας δεν τα έγραφαν αυτά.

1 «Μου αρέσει»

στο κείμενο δεν βλέπω καμιά σχέση με την θεωρία των δύο άκρων, αφού δεν προκρίνει την δήθεν “μέση λύση” του συστήματος.
για τα υπόλοιπα κείμενα, ζήτα τον λόγο από τους ίδιους.

Ποιος ήταν ο Κιορπές;

“Το ρεμπέτικο και οι εκφραστές του κυνηγήθηκαν όπως είναι γνωστό από την αστυνομία, τον Μεταξά, τις δεξιές κυβερνήσεις και την Χούντα. Παρʼ όλα αυτά, ένας ακόμα διώκτης του συγκεκριμένου τραγουδιού υπήρξε και η αριστερά. Η αριστερά ουσιαστικά συντάχθηκε με το καθεστώς του Μεταξά στο ζήτημα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γιʼ αυτήν, το ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν και εκφράζονταν, ήταν αγκίδα στην φτέρνα της δικιάς της κοινωνικής κανονικότητας και έπρεπε να ξεριζωθεί. Ήταν ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να ελεγχθεί και αυτό ενοχλούσε.”
Και πραγματικά δεν θέλω να καταλήξουμε σε καυγά. Τα βάζει όλα στο ίδιο τσουβάλι με λίγο πσσπάλισμα.

για μένα σωστά επικρίνει τον συντηρητισμό της αριστεράς. η θεωρία των δύο άκρων είναι άλλο πράγμα, δηλαδή η εξίσωση της παρακρατικής βίας με την κινηματική αντι-βία, με στόχο να φέρει ως σωτήρα το “καλό κράτος”. ε λοιπόν, μόνο υπεράσπιση του κράτους δεν βλέπω στο κείμενο.

Ε τι να κάνουμε τώρα. Εγώ το βλέπω και εσύ δεν το βλέπεις. Φαίνεται ότι είναι ο τρόπος που κοιτάει ο καθένας μας.
Αλλά δεν μπορεί να γίνει αυτή η κουβέντα από εδώ, δεν θα το κάνουμε τσατ, καλύτερα να τα πούμε από κοντά.

Δεν χρειάζεται πάντα υπεράσπιση Νίκο, φτάνει και η εξίσωση για το ξέπλυμα. Δεν είναι δα και χαζοί.

Παιδιά καλησπέρα κι από μένα. Είναι περιττό να αναφέρω ότι το κείμενο είναι δημοσιευμένο σε σελίδα γνωστή για τις θέσεις της (δηλαδή χρωματισμένη αν προτιμάτε). Ακριβώς επειδή δεν θέλω ούτε να τσακωθώ, ούτε να γράψω κάτι το οποίο θα “διαγραφεί” θα προσπαθήσω ήρεμα και καπλά να πω κάποια πράγματα πάνω στο κείμενο.

Καταρχάς όταν γράφουμε κάτι, όταν αναφερόμαστε π.χ στο Ρεμπετικο ή π.χ στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο δεν πρέπει να ξεχνάμε το πλαίσιο, το ιστορικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπολογίζουμε τις συνθήκες, οικονομικές πολιτικές και κοινωνικές μέσα στις οποίες το οποιδήποτε γεγονός συνέβη, το κάθε κείμενο γράφτηκε, η όποια δήλωση έγινε. Πέραν ότι τέτοια ανάλυση δεν γίνεται στο κείμενο, πέραν ότι προφανώς στον συγγραφέα δεν είναι γνωστές οι επιδιώξεις και ο χαρακτήρας του ΚΚΕ ακόμα και σε κείνη την περίοδο που θα βοηθούσαν να αποφευκτούν αρκετά “λάθη” που γίνονται στην ανάλυσή του, εγώ θα προσπαθήσω να βάλω κάποια πράγματα σε κάποια σειρά.

Αναφέρεται στην αρχή του κειμένου ότι οι ρεμπέτες δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αφομοιωθούν στην “κανονικότητα της κοινωνίας”. Έρχομαι λοιπόν να ρωτήσω: τι είναι η κανονικότητα της κοινωνίας; Πως ορίζεται αυτή; Υπάρχει βασικά; Αλήθεια θα ήθελα μια απάντηση πάρα πολύ. Γιατί αν κανονικότητα ήταν το να δουλεύεις κανονικότατα σαν χαμάλης (όπως στην περίπτωση του Μάρκου αλλά και με την ευρύτερη έννοια του όρου), να μην κάνεις τίποτα για την οποιαδήποτε εκμετάλλευση που υφίστασαι, να μην συνειδητοποιείς την θέση σου στην κοινωνία άρα και το αντικειμενικό σου συμφέρον, τότε μάλλον οι ρεμπέτες ήταν…κανονικοί! Το ότι μπορεί να μαζεύονταν σε υπόγες να παίζαν μπουζούκι και να φουμέρναν χασίς δεν τους κάνει αντισυμβατικούς. Ούτε το να αλληλομαχαιρώνονται για γκόμενες. Γιατί και σήμερα γίνεται αλλά δεν σημαίνει ότι όποιος το κάνει δεν ανέχεται την κανονικότητα της κοινωνίας. Επίσης ξέρω πολλούς που μπορεί να φουμέρνουν αλλά σίγουρα δεν τους λες αντισυμβατικούς. Μάλλον ενσωματωμένους τους λες. Αρκετοί το κάνουν για να ξεφύγουν κι αρκετοί γιατί τους αρέσει να καπνίζουν με την παρέα τους. Πολύ αντισυμβατικό. Μάλλον λοιπόν οι ρεμπέτες απλά δεν πειράζαν κανένα. Ναι φουμέρναν, ναι παίζαν μπουζούκι, ναι τους κυνηγούσε η αστυνομία και για αυτό δεν την πήγαιναν. Δεν έχω ακούσει δήλωση ρεμπέτη βέβαια κατά του κράτους ούτε είδα να κάνουν άλλες πράξεις που θα αμφισβητούσαν το ισχύον (τότε) σύστημα. Μάλλον δεν ασχολιόντουσαν με τίποτα παρά μόνο με το να είναι ήρεμοι και να ακούνε μπουζούκι καπνίζοντας ή εν πάσει περιπτώσει ζώντας με τον δικό τους τρόπο. Τώρα πως το να καπνίζεις χασίς είναι αντίδραση ενάντια στην “σήψη της κοινωνικής κανονικότητας που προσπαθούσε να επιβληθεί από την εξουσία” δεν μπορώ να το καταλάβω. Πως δηλαδή το να ψάχνεις την φυγή στα ναρκωτικά, πιστεύοντας ότι το χασίς θα λύσει αυτα τα προβλήματα είναι επικίνδυνο από το σύστημα αλήθεια δεν το πιάνω. Μάλλον με το να καπνίζεις χασίς και να απομονώνεσαι σε υπόγες γίνεσαι προϊόν της σήψης της κοινωνικής κανονικότητας (τι απαράδεκτος όρος!).

" Η αριστερά ουσιαστικά συντάχθηκε με το καθεστώς του Μεταξά στο ζήτημα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γιʼ αυτήν, το ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν και εκφράζονταν, ήταν αγκίδα στην φτέρνα της δικιάς της κοινωνικής κανονικότητας και έπρεπε να ξεριζωθεί. Ήταν ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να ελεγχθεί και αυτό ενοχλούσε." Όμως η “δικιά της κοινωνική πραγματικότητα” (της “αριστεράς”) ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ! Δεν ήταν στην ζωή, τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα! Όπως προείπα το να κάνεις ναρκωτικά σε υπόγες και να μην δίνεις σημασία στην “πολιτική” (εγώ θα το πω να μην αντιλαμβάνεσαι την αντικειμενική σου θέση στην κοινωνία και να κάνεις χρήση χασίς νομίζοντας ότι έτσι θα βρεις τη λύση ή θα ξεχαστείς) δεν σε κάνει επικύνδυνο για κανέναν. Ειδικά για το κράτος ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ.

Όπως έγραψε κι ο Παπάζογλου: “Φυγ’ από εμέ κουτόχορτο, χάσου και συ τσιμπούκι, να ανοίξουν τα ματάκια μου από το μαστουρλούκι”. Ακριβώς επειδή καπνίζαν δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατανοήσουν και την πραγματικότητα, το που ανήκουν το τι θα έπρεπε να κάνουν αντί να ψάχνουν την φυγή στο χασίς. Για την “αριστερά” λοιπόν, θα έπρεπε να αγωνιστούν και να ανατρέψουν το ισχύον κοινωνικοοικονωμικό σύστημα, να χτίσουν το δικό τους μαζί με όλη την φτωχολογιά. Να φτιάξουν την δική τους “κοινωνική κανονικότητα” αν το προτιμάτε έτσι (λόγο της χρήσης του όρου) όπου δεν θα ζούσαν στα χάλια που ζούσαν εκείνη την εποχή. Από εδώ προκύπτει η στάση του ΚΚΕ οχι στα Ρεμπέτικα γενικά, αλλά στα χασικλίδικα ρεμπέτικα. (Θα μου πεις σε αυτό το φόρουμ κάποιοι θεωρούν ότι ρεμπέτικα είναι μόνο τα χασικλίδικα της εποχής 31-37. Σωστό κι αυτό αλλά δεν το λαμβάνουμε τώρα υπόψη). Πιο μετά στην κατοχή, ειδικά στον Πειραιά, που οι τεκέδες και κυρίως αυτοί που τους είχανε συνεργάζοντουσαν με τους ναζί τότε η ΕΠΟΝ γκρέμιζε τους τεκέδες. Για τον ίδιο λόγο. Γιατί μαστουρωμένος δεν πολεμάς ενάντια στον κατακτητή. Θα μου πείτε: “γνώμη σου…”

Όσον αφορά την στάση του Μάρκου Βαμβακάρη. Δεν θα την κατακρίνω προφανώς, γιατί ήταν κατοχή και έτρεμες την ζωή σου. Ο Μάρκος έιπε όντως “ναι ναι ναι” με το κεφάλι. Τελικά δεν κατέδωσε ποτέ, γιατί οι Γερμανοί φύγαν από την Αθήνα. Δεν θα κατέδιδε (ήθελε να φύγει από την Αθήνα ακριβώς για να μην αναγκαστεί να το κάνει). Όμως μπορούμε να συγκρίνουμε την στάση του με αυτή του Μπαγιαντέρα, (ήταν και μέλος του ΚΚΕ) ο οποίος έγραφε τραγούδια για την αντίσταση,τα έπαιζε ακόμα και στο πάλκο, έτρωγε ξύλο, πολύ ξύλο (τυφλός κιόλας) αλλά δεν σταμάταγε να τα παίζει.

" Εάν η σκέψη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, όμως, θα διαπιστωθεί, ότι η βία που ασκήθηκε ιστορικά από μέλη του ΚΚΕ και των παρακείμενων οργανώσεων σε χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες, απέβλεπε στην επιβολή της δικής του δύναμης. Η λογική τού όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, στο μεγαλείο της." Εντάξει αυτό το κομμάτι δυσκολεύομαι να μην το χαρακτηρίσω απλή ανοησία. Δεν λέω όχι, τεκέδες γκρεμιστήκαν. Αλλά ας μου πει κάποιος, ποιός χτυπάει ηρωϊνομανή (εκτός από τους ίδιους τους ρεμπέτες όταν κάποιος κοντινός τους έμπλεκε), σε ποιόν είναι εμπόδιο ο ηρωϊνομανής, που είναι καταγεγραμμένη τέτοια πράξη από το ΚΚΕ και ποιόν Ρεμπέτη χτύπησε το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ συσπείρωνε στις ΕΑΜικές οργανώσεις το 70% του λαού εκείνη την περίοδο. Ο Γ. Παπανδρέου είχε πει (όπως κι άλλοι πολιτικοί της εποχής) ότι στις 12 Οκτώβρη του 1944 με την απελευθέρωση το ΚΚΕ μπορούσε να αναλάβει την εξουσία ελεύθερα αν ήθελε. Αν τα πράγματα ήταν έτσι τότε σε τι να του χρησιμεύσει η βία στους τοξικομανείς και τους χασικλήδες; Πως θα μπαίναν αυτοί εμπόδιο;

Τέλος να πω έτσι για την ιστορία, ότι αρκετοι χασικλήδες και τοξικομανείς (μικρή μειοψηφία και κανένας ρεμπέτης) χρησιμοποιήθηκαν στην Μακρόνησο ως βασανιστές και απλοί εκτελεστές την περίοδο του εμφυλίου. Τους δίναν λεφτά και ναρκωτικά, τους έβγαζαν από την φυλακή που εκτίαν ποινές και τους χρησιμοποιούσαν με αυτό τον τρόπο εναντίων αγωνιστών. Αν αυτό δεν είναι συστημικό δεν ξέρω τι είναι.

Συγγνώμη για το μεγάλο κείμενο που μάλλον κουράζει αλλά στο ποστ αναφέρονται πολλά πράγματα αναληθή και που προβάλλονται (μάλλον σκόπιμα) υπό λάθος πρίσμα ή χωρίς να δίνεται το πλαίσιο της εποχής. Οκ, όλοι έχουμε μια άποψη, το θέμα είναι να μην αναμασάμε οτιδήποτε βρίσκουμε χωρις έλεγχο (έχοντας μάλιστα και ύφος).

Υ.Γ: Όσον αφορά το αν το ρεμπέτικο αποθεώθηκε. Αυτό πάλι δεν ισχύει. Το ρεμπέτικο είναι λαϊκή μουσική, άγγιξε πολύ λαϊκό κόσμο και δίνει με απίστευτο τρόπο την εικόνα της κοινωνικής ζωής του τότε. Αυτό σημαίνει όμως ότι η κοινωνική ζωή του τότε (βασικά η καθημερινότητα και η ζωή του λαού)ήταν κάτι το οποίο δεν σηκώνει κριτική;

λουκά, δεν είναι ξέπλυμα μιας εξουσίας το να μην χαρίζεσαι σε κάποια άλλη εξουσία, ανταγωνιστική της. εξάλλου μίλησε για εξίσωση συγκεκριμένα στο θέμα του ρεμπέτικου, όπου η πολεμική είναι καταγεγραμμένη σε αρκετά κείμενα πέραν των μαρτυριών.
τζίτζη, δε γίνεται να σε ενοχλεί το γεγονός ότι είναι χρωματισμένη η σελίδα, αφού κι εσύ είσαι χρωματισμένος και ο λουκάς (κι εγώ άλλωστε, δεν το κρύβω από όσους με ξέρουνε). το πολύ-πολύ να κουβεντιάσουμε το χρώμα, αν μπορούν να καταλήξουν κάπου οι παράλληλοι μονόλογοι.
δεν υπερασπίστηκε κανείς τους χασικλήδες, πόσο μάλλον τους πρεζάκηδες. υπάρχουν όμως και οι μπεκρήδες, οι τζογαδόροι, μόνο που αυτά είναι νόμιμα (κατά περιόδους) και δεν τα ακουμπάει η κριτική. το ήθος και οι πράξεις των ανθρώπων καμιά φορά αναμετρώνται με τα πάθη τους, και πολλές φορές τα ξεπερνούν. επομένως όταν αναφέρονται διάφοροι ρεμπέτες, καλό είναι να αναγνωρίζονται οι αντιφάσεις τους αλλά και οι δικές μας.
νομίζω η καλύτερη απάντηση είναι η αυτοκριτική (αφού σας αρέσει το ρεμπέτικο), και όχι η πάση θυσία υπεράσπιση παλιών επιλογών. οι εποχές μοιάζουν όλο και περισσότερο, και νομίζω μαζί με την γνώση της ιστορίας είναι ό,τι καλύτερο έχουμε να κάνουμε για τις επιλογές μας στο σήμερα.

Μερικά σύντομα σχόλια:

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι μέχρι τη δεκαετία του '30 η χασισοποτεία δεν απαγορευόταν ουσιαστικά.

Μια απόπειρα κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου πρέπει να εξετάζει όλες τις πτυχές. Η μουσική αυτή, εντασσόμενη στη συγκεκριμένη εποχή και τα κοινωνικά στρώματα από τα οποία προήλθε και στα οποία απευθύνθηκε, χαρακτηρίζεται (όπως και ο τρόπος ζωής των στρωμάτων αυτών) από τη γιγάντωση των οικονομικά ασθενέστερων, την ώσμωση τους με το ήδη υπάρχον περιθώριο και τη διεύρυνση του τελευταίου. Δε χρειάζεται να μακρυγορήσω σχετικά με τις ιστορικές συγκυρίες (Μικρασιατική καταστροφή, Κραχ κλπ). Δε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι κουτσαβάκηδες, οι νταήδες, οι “αγαπητικοί” και οι μικροεγκληματίες -έως και κανονικοί εγκληματίες- της εποχής αποτελούν σημαντικό κομμάτι αυτού που θα χαρακτηρίζαμε ως “βάση του ρεμπέτικου”. Δεν ήταν λοιπόν μόνο η φτωχολογιά και η προσφυγιά των λιμανιών που θα χαρακτηρίζαμε “ρεμπέτες”, αλλά και όλοι οι παραπάνω. Μάλιστα, δεδομένων των έντονων εργατικών αγώνων στη δεκαετία του '30, το “περιθώριο” θα μπορούσε να είναι είναι περισσότερο συνυφασμένο με το “ρεμπέτικο τρόπο ζωής” στη γλώσσα της εποχής.

Ένα “περιθώριο” που έχει πάρει αρκετά μαζικές διαστάσεις ενώ ταυτόχρονα αγνοεί επιδεικτικά το κράτος και τα “χρηστά ήθη” σε πάμπολλους τομείς, καθώς χρησιμοποιεί τα δικά του συστήματα και τους δικούς του κώδικες είναι από μόνο του αρκετά “αντισυστημικό” για το κράτος (που μπορεί να διαχειριστεί και πολύ πιθανό να χρειάζεται μια χούφτα νταήδες, αλλά δε μπορεί να κουμαντάρει την κατάσταση όταν το “περιθώριο” ολοένα και μαζικοποιείται και η διάκριση του “χαμάλη” από τον “περιθωριακό” γίνεται θολή).

Ναι μεν εμείς στο εδώ και το τώρα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μουσική και τους μουσικούς, αλλά στο τότε η μουσική αυτή ήταν μια πτυχή ενός ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου.

Όσο κι αν οι εναπομείναντες αυθεντικοί ρεμπέτες προσπάθησαν πολύ αργότερα να εξωραΐσουν το κλίμα της εποχής, κάποιες δηλώσεις τύπου “στις μπύρες πήγαιναν οικογένειες να διασκεδάσουν”, θα πρέπει να τις εξετάζουμε με πολλή επιφύλαξη.

Λοιπόν αφού προσπάθησα και δεν με πιάνει ο ύπνος ας τα πάρουμε ένα ένα.
Το άρθρο παραθέτει το αποσπασμα του Αναγνωστάκη και παρακάτω καταλήγει:
“Το αρχικό απόσπασμα του Μανώλη Αναγνωστάκη είναι ενδεικτικό του είδους αγώνα του ΚΚΕ ενάντια στα ναρκωτικά σε καιρό εμφυλίου πολέμου. Άνθρωποι εξαρτημένοι που δεν χωρούσαν στον ιδανικό κόσμο του κόμματος θα έπρεπε να θανατώνονται. Στην θέση των χασικλήδων άνετα θα μπορούσαν να μπουν (και έμπαιναν) οποιοιδήποτε διαφωνούντες.”
Αυτό που περιγράφει ο Αναγνωστάκης είναι μια επιχείρηση της ΟΠΛΑ σε έναν τεκέ. Το ποιοί είναι αυτοί που σκότωσε μέσα στον τεκέ μας τους περιγράφει ο ίδιος ο Αναγνωστάκης “Θʼ ανασάνει τώρα η γειτονιά από την αλητεία του Κιορπέ».
Από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ θα σκότωνε ΄"όσους δεν χωρούσαν στον ιδανικό κόσμο του κόμματος”?
Για μένα θα μπορούσαν να είναι μια από τις παρακρατικές ομάδες που λυμαίνονταν την Θεσσαλονίκη εκείνα τα χρόνια, χίτες ή μάυδες, ή ακόμη και ταγματασφαλίτες.

Αναφέρει ότι:
“Έχει ειπωθεί ότι η επιθετική γραμμή του ΚΚΕ κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού είχε εντολή από ψηλά. «Σε μια ολομέλεια της εποχής, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, αποκάλεσε το ρεμπέτικο τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας και κάλεσε τα μέλη να σπάνε τους τεκέδες».[3]”
Στη προηγούμενη συζήτηση με τον ίδιο τίτλο έχουμε:
Ελένη μηνυμα #57
ΑΓΗΣ μήνυμα #61
Αλκιβιάδης Μαύρος μήνυμα #69
Πάνος Καραγιώργος μήνυμα #70
Νίκος Πολίτης μηνυμα #75
Ότι τέτοια δήλωση Ζαχαριάδη ή κάποιο κείμενο ή απόφαση του ΚΚΕ δεν υπάρχει. Διαλέγετε και παίρνετε λοιπόν. Διαβάζουμε και ενστερνιζόμαστε την όποια φαντασίωση ή στεκόμαστε στα δεδομένα και στα γεγονότα?
Ο συντάκτης συνεχίζει:
"Η ίδια γραμμή επικρατεί και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, όπου η οργάνωση ΕΠΟΝ, μέσα από άρθρα της στην εφημερίδα «Νέα Γενιά», προτρέπει τους γνήσιους αγωνιστές και τα μέλη της, να σπάνε τους τεκέδες, όπου τους βρίσκουν. Βέβαια, η παραπάνω πράξη μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι είναι ενάντια της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Εάν η σκέψη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, όμως, θα διαπιστωθεί, ότι η βία που ασκήθηκε ιστορικά από μέλη του ΚΚΕ και των παρακείμενων οργανώσεων σε χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες, απέβλεπε στην επιβολή της δικής του δύναμης."
Εδώ προσπερνάει τα “εύκολα” για να μπει βαθειά στο “μυαλό” του ΚΚΕ και σε τι απέβλεπε αυτό. Η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά. Κατά τον συντάκτη του άρθρου το ΚΚΕ άσκησε ιστορικά βία σε χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες.

Παραθέτει το απόσπασμα του Μάρκου απο την αυτοβιογραφία του. αλλά δεν παραθέτει και την συνέχεια:
"Οι αντάρτες θέλανε να παίζω δικά μου κομμάτια και να μην είναι χασικλήδικα για να μη μαθαίνει ο λαός τέτοια πράματα. Ήταν από τότε σοβαροί αυτοί. Όχι δικά τους αντάρτικα δηλαδή, γιατί πού να τα ξέρω γω τα δικά τους. Ενώ οι χίτες λέγανε. Παίξε ότι γουστάρεις και δεν μπορεί να σ’ εμποδίσει κανένας. "
Δηλαδή εδώ ο Μάρκος λέει ότι δεν είχανε πρόβλημα με τα άλλα τραγούδια του, που και αυτά ρεμπέτικα ήταν, αλλά μόνο με τα χασικλίδικα.
Πραγματικά θα μπορούσα να συνεχίσω για τα “ζιζάνια” και πως “οι διώκτες του θέλησαν να το κάνουν δικό τους” και άλλες π@π@ριές που λέει το άρθρο προσπαθώντας να εξομοιώσει τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε στο ρεμπέτικο η εξουσία με την αντιμετώπιση της “αριστεράς”.
Νίκο το ΚΚΕ δεν είχε ποτέ την εξουσία για να ανταγωνιστεί την εξουσία που πραγματικά υπήρχε. Και εκεί είναι η κουτοπονηριά του άρθρου που προσπαθεί να τα εξισώσει όλα. Προκαταβάλει την στάση του ΚΚΕ αν είχε την εξουσία με τις δικές του φαντασιώσεις.
Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ρεμπέτικο ήταν απόλυτα ξεκάθαρη. Όσο είχε να κάνει με χασίσια και τεκέδες ήταν απέναντι. Όλα τα υπόλοιπα είναι φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Το ΚΚΕ ποτέ δεν καπέλωσε το ρεμπέτικο, ούτε το χαρακτήρισε επαναστατικό τραγούδι. Το ρεμπέτικο είναι λαικό τραγούδι με όλες τους τις εκφάνσεις.
Και το βασικό που λέει ο Tzitzis και ο Antouan, το ρεμπέτικο πρέπει να το βλέπουμε κάτω από το πρίσμα της εποχής του. Αν το ξεκόψουμε και το απομονώσουμε τότε το απονεκρώνουμε.

Το κείμενο αναφέρεται σε συγκεκριμένες γραπτές πηγές όπου φαίνεται η στάση των αριστερών απέναντι στο ρεμπέτικο τραγούδι. Εγώ θα αναφερθώ μόνο στην άποψη του Πανου Τζαβέλα που πιστεύω ότι είναι και η ουσία του κειμένου και εν μέρη το νόημά του. Το φοβερό είναι ότι η συνολικά θετική άποψη του Πάνου Τζαβέλα από μόνη της είναι ένα τεκμήριο που φανερώνει το μέγεθος της ιστορικής πολεμικής που υπήρχε. Δηλαδή ακόμα και η μοναδική θετική στάση απέναντι στο ρεμπέτικο, από μόνη της είναι τεκμήριο για την πολεμική που άσκησε η αριστερά. Επίσης φανερώνει και μια τάση στο χώρο της αριστεράς όπου ήταν αντίθετη με την στάση της απέναντι στο ρεμπέτικο και που το αγαπούσε συνολικά. Μια τάση που έβλεπε την τέχνη απαλλαγμένη από πολιτικά εξουσιαστικά μοντέλα :
«Δεν πρέπει να απλοποιούμε τα πράγματα και να κάνουμε με το ζόρι την τέχνη υπηρέτρια και προπαγανδιστή των άμεσων πολιτικών επιδιώξεών μας. (…) Είναι απλοϊκή η ερώτηση, εάν τα χασικλίδικα συμβάλανε στην ανάπτυξη του κινήματος, όταν ο λαός έκανε αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία, γιατί θα πρέπει να ρωτήσουμε αν προς την ίδια κατεύθυνση βοήθησαν η Ιτιά, ο Ερμής του Πραξιτέλους (…). Αν αδιαφορήσαμε για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των έργων και κρίνουμε την καλλιτεχνική τους αξία μόνο απʼ τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη και την εξυπηρέτηση της πολιτικής μας γραφής, σημαίνει ότι κακοποιούμε την τέχνη, διαστρέφουμε το νόημά της (…)».

Βλαδίμηρε, (φιλικά πάντα,) μια απλή ερώτηση για να ξεκαθαρίζουνε τα πράγματα, (όσο μπορούνε). Ακόμα και ο Τζαβέλλας στα χασικλίδικα αναφέρεται. Γιατί ανάγεις την αντιμετώπιση προς τα χασικλίδικα σε όλο το ρεμπέτικο? Τελικά το ρεμπέτικο είναι μόνο τα χασικλίδικα?

Προφανώς και όχι και αναφέρεται και στο κείμενο. Μάλιστα στο τέλος του κειμένου υπάρχει και αναφορά για τον ρόλο της δισκογραφίας πάνω στα χασικλίδικα. Η διαμόρφωση όμως των εντυπώσεων και η στερεοτυπική ταύτιση του με τις ψυχοτρόπες ουσίες συντελέστηκε και από τις διώξεις και την ρητορική (αριστερών, δεξιών, χούντας και Μεταξά και μετέπειτα από τον ρόλο της δισκογραφίας)που είχε ως βάση τα χασικλίδικα και κατ’ επέκταση τα ‘‘μάγκικα.’’ Όλα τα παραπάνω επίσης αναφέρονται στο κείμενο.
Όταν δεν εκτιμας κάτι στο σύνολό του αφήνοντας έξω κομμάτια του (τεκές, χώροι δημιουργίας και έκφρασης, χασικλίδικα και γενικώς τραγούδια με ψυχοτρόπα θεματολογία) τότε το δέχεσαι ακρωτηριασμένο και εν τέλη φτιαγμένο όπως ταιριάζει στον καθένα.Στην πορεία βέβαια, αναλόγος με τους συσχετισμούς το δέχεσαι και το επανανοηματοδοτείς (εδω μπαίνει η πολιτική).
Έτσι έχουμε τους αριστερούς που δεν εκτιμάνε ένα κομμάτι του ρεμπέτικου, τους υπόλοιπους που δεν εκτιμάνε το σύνολό του ή ένα μέρος του.

Εξακολουθούμε να ακούμε για διώξεις, κάτι που ποτέ δεν συνέβηκε. Από την άλλη η κριτική αντιμετώπιση ενός φαινομένου όπως το ρεμπέτικο συγχέεται με την πολεμική. Δηλαδή σύμφωνα με την λογική σου ότι μουσική ακούμε πρέπει να την δεχόμαστε στο συνολό της αλλιώς την ακρωτηριάζουμε.
Δυσκολεύομαι πολύ να παρακολουθήσω τον συλλογισμό σου.
Η ίδια η ζωή έδειξε ότι μέσα από της σελίδες του Ριζοσπάστη και ειδικά την περίοδο που θα το θεωρούσε κανείς πολυτέλεια να ασχοληθεί με αυτό, (μέσα στον εμφύλιο), άρχισε μια κριτική συζήτηση για το ρεμπέτικο. Αυτό απέχει πολύ από την “πολεμική” και τις “διώξεις” που θεωρείς εσύ και ο συντάκτης ότι γίνανε.

Είναι περιττό να αναφέρω ότι το κείμενο είναι δημοσιευμένο σε σελίδα γνωστή για τις θέσεις της (δηλαδή χρωματισμένη αν προτιμάτε).

Δεν καταλαβαίνω αυτή την εισαγωγή; Δηλαδή εαν ήταν στην Real δεν θα ήταν χρωματισμένη και δεν θα ήταν ανάγκη αυτή η εισαγωγη… Δεν θέλω να ξεφύγω απο το θέμα αλλα δυστυχώς υπάρχουν πολλές ευκαιρίες…

Αναφέρεται στην αρχή του κειμένου ότι οι ρεμπέτες δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αφομοιωθούν στην “κανονικότητα της κοινωνίας”. Έρχομαι λοιπόν να ρωτήσω: τι είναι η κανονικότητα της κοινωνίας; Πως ορίζεται αυτή; Υπάρχει βασικά; Αλήθεια θα ήθελα μια απάντηση πάρα πολύ. Γιατί αν κανονικότητα ήταν το να δουλεύεις κανονικότατα σαν χαμάλης (όπως στην περίπτωση του Μάρκου αλλά και με την ευρύτερη έννοια του όρου), να μην κάνεις τίποτα για την οποιαδήποτε εκμετάλλευση που υφίστασαι, να μην συνειδητοποιείς την θέση σου στην κοινωνία άρα και το αντικειμενικό σου συμφέρον, τότε μάλλον οι ρεμπέτες ήταν…κανονικοί!

Το κείμενο αναφέρεται στον μετασχηματισμό απο κοινωνία υπαίθρου σε αυτή του αστικού κέντρου, η κανονικότητα είναι τα νέα δεδομένα σε αυτή την αλλαγή. Το άτομο έχει να αντιμετωπίσει χιλιάδες νέα ερεθίσματα και συνήθειες που πρώτη φορά αντιμετωπίζει με την ζωή του στην πόλη. Ύπαιθρος- πόλη, αγρότης - εργάτης, αλλαγές στην κοινωνική ζωή του ατόμου λόγω των συγκεκριμένων αλλαγών. Εκτός και αν όλα τα παραπάνω είναι ίδια…

Όμως η “δικιά της κοινωνική πραγματικότητα” (της “αριστεράς”) ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ! Δεν ήταν στην ζωή, τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα!

Όπως λες παρακάτω το ΕΑΜ συσπείρωνε το 70% του λαού, οπότε μήπως υπήρχε μια πολλή ισχυρή πραγματικότητα και μάλιστα να είναι και φόβητρο σε όποιους …διαφωνούντες;

Εντάξει αυτό το κομμάτι δυσκολεύομαι να μην το χαρακτηρίσω απλή ανοησία. Δεν λέω όχι, τεκέδες γκρεμιστήκαν. Αλλά ας μου πει κάποιος, ποιός χτυπάει ηρωϊνομανή (εκτός από τους ίδιους τους ρεμπέτες όταν κάποιος κοντινός τους έμπλεκε), σε ποιόν είναι εμπόδιο ο ηρωϊνομανής, που είναι καταγεγραμμένη τέτοια πράξη από το ΚΚΕ και ποιόν Ρεμπέτη χτύπησε το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ συσπείρωνε στις ΕΑΜικές οργανώσεις το 70% του λαού εκείνη την περίοδο. Ο Γ. Παπανδρέου είχε πει (όπως κι άλλοι πολιτικοί της εποχής) ότι στις 12 Οκτώβρη του 1944 με την απελευθέρωση το ΚΚΕ μπορούσε να αναλάβει την εξουσία ελεύθερα αν ήθελε. Αν τα πράγματα ήταν έτσι τότε σε τι να του χρησιμεύσει η βία στους τοξικομανείς και τους χασικλήδες; Πως θα μπαίναν αυτοί εμπόδιο;

Θα σου απαντήσω με ανοησία μέσα από το κείμενο: Η πραγματική αιτία υπήρξε ο αδέσποτος χαρακτήρας μιας κοινότητας που αγνοούσε τις αρχές και ουσιαστικά υπογράμμιζε μέσα από τα τραγούδια και την καθημερινή συμπεριφορά της, την υποκρισία και την βαθιά σήψη της κοινωνικής κανονικότητας που ήθελαν τα κατά καιρούς καθεστώτα.

(έχοντας μάλιστα και ύφος).

ούτε αυτό καταλαβαίνω απο που προκύπτει. Εαν κάτι που ακούμε δεν μας αρέσει δεν σημαίνει ότι έχει και …ύφος.

Όσον αφορά το αν το ρεμπέτικο αποθεώθηκε. Αυτό πάλι δεν ισχύει.

Εδώ μάλλον θα διαφωνήσουν ακόμα και αριστεροί. Δες αναβίωση κλπ κλπ…