Ανάλυση: Αριστερά και Ρεμπέτικο (άρθρο)

1365040

«Φυλάγαμε τσίλιες οι τρεις μας, γωνία Αρριανού-Ολύμπου. Κρατούσαμε σφιχτά το περίστροφο, με το χέρι στη φαρδιά τσέπη του σακακιού που φούσκωνε, όπως στην τελευταία ταινία του Τζώρτζ Ραφτ. Στις οχτώ ακριβώς ακούστηκε μια ριπή από πολυβόλο και σε λίγο σκόρπιοι πυροβολισμοί. Στις οχτώ και πέντε έφτασε ο Γαλάνης να μας πει να διαλυθούμε. Εγώ κατέβαινα μαζί του μέχρι την Εγνατία. «Απλή δουλειά» είπε. «Μόλις μπήκαμε μέσα στον τεκέ τούς βρήκαμε όλους ξαπλωμένους στην κουρελού, ακίνητους, σα να μην άκουσαν που μπήκαμε. Τους φωνάξαμε να σηκωθούν. Δε σηκωθήκανε, ήτανε βαριά μαστουρωμένοι. Τους ρίξαμε με την ησυχία μας μια και καλή. Δε σάλεψε κανείς τους, ούτε κιχ, οχτώ άτομα. Θ’ ανασάνει τώρα η γειτονιά από την αλητεία του Κιορπέ». «Πάρε το περίστροφο» είπα «δεν έχω που να το ακουμπήσω απόψε». Πρόσεξα τη φωνή μου. Την πρόσεξε και ο Γαλάνης. «Σε καταλαβαίνω» είπε. «Δεν έχεις συνηθίσει ακόμα». «Είναι κι αυτό» είπα.» (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Το Περιθώριο ’68-’69»). Μαρτυρία του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, από την έφοδο της ΟΠΛΑ σε τεκέ της Θεσσαλονίκης και την εκτέλεση των θαμώνων την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι απότοκο των ραγ­δαίων και βίαιων κυριαρχικών εξελίξεων, που έλαβαν χώρα στον ελλαδικό χώρο από τον 19ο αιώνα, με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους. Το γεγονός της απομάκρυνσης μεγάλων πληθυσμών από την ύπαιθρο και τις κοινότητες και η εγκατάστασή τους στις μεγάλες πόλεις, υπήρξε καθοριστικό για την γέννηση και την σχηματοποίηση ενός τραγουδιού, που τουλάχιστον στην αρχή της δημιουργίας του, ήταν έκφραση όλων αυτών που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν στις νέες κυριαρχικές συνθήκες.
Υπήρξε έκφραση όλων αυτών που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και την κοινότητα και ξεβράστηκαν στα λιμάνια και στις σκιές των απρόσωπων πόλεων, που όλο και μεγάλωναν.
Η αμηχανία μπροστά στα νέα δεδομένα των ανθρώπων που το δημιούργησαν, ο τρόπος έκφρασης μιας συγκεκριμένης κοινότητας ανθρώπων, τα πάθη της, οι έρωτες της και ο τρόπος επικοινωνίας όσων είτε δεν μπορούσαν, είτε δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην κανονικότητα της κοινωνίας. Στην πορεία και ειδικότερα με την εδραίωση της δισκογραφίας στα μέσα του 20ου αιώνα, το ρεμπέτικο τραγούδι στρογγυλοποιήθηκε, κόπηκε και ράφτηκε ώστε να χωρέσει σε δίσκους γραμμοφώνου, έγινε εμπορικό προϊόν και βαφτίστηκε, ανάλογα με τους καιρούς και την πολιτική εξουσία που κυριαρχούσε, περιθωριακό, χασικλίδικο, αυθεντικό, λαϊκό κλπ. Κυνηγήθηκε από πολλούς σε όλη την διαδρομή του, αλλά, από την μεταπολίτευση και μετά βαπτίστηκε ως γνήσια «λαϊκή έκφραση» και θεοποιήθηκε, από τον ίδιο πολιτικό χώρο που κάποτε το κυνήγησε λυσσασμένα, την αριστερά. Τέτοιες πρακτικές αφομοίωσης, αφού πρώτα παρέλθει το στάδιο των καταγγελιών και των διώξεων, είναι γνωστές στον εν λόγω πολιτικό χώρο.

Οι πανταχόθεν διώξεις

Η αδιαφορία του ρεμπέτικου τραγουδιού προς την λέξη «πολιτική» ήταν τελικά και ο βασικός λόγος των διώξεων του. Οι προβαλλόμενες αιτίες των διώξεων, όπως η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και η λογοκρισία του τραγουδιού, λόγω θεματολογίας, ήταν ουσιαστικά οι αφορμές. Η πραγματική αιτία υπήρξε ο αδέσποτος χαρακτήρας μιας κοινότητας που αγνοούσε τις αρχές και ουσιαστικά υπογράμμιζε μέσα από τα τραγούδια και την καθημερινή συμπεριφορά της, την υποκρισία και την βαθιά σήψη της κοινωνικής κανονικότητας που ήθελαν τα κατά καιρούς καθεστώτα. Το ρεμπέτικο και οι εκφραστές του κυνηγήθηκαν όπως είναι γνωστό από την αστυνομία, τον Μεταξά, τις δεξιές κυβερνήσεις και την Χούντα. Παρ’ όλα αυτά, ένας ακόμα διώκτης του συγκεκριμένου τραγουδιού υπήρξε και η αριστερά. Η αριστερά ουσιαστικά συντάχθηκε με το καθεστώς του Μεταξά στο ζήτημα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γι’ αυτήν, το ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν και εκφράζονταν, ήταν αγκίδα στην φτέρνα της δικιάς της κοινωνικής κανονικότητας και έπρεπε να ξεριζωθεί. Ήταν ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να ελεγχθεί και αυτό ενοχλούσε. Προπολεμικά, αλλά και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, οι αριστεροί έκαναν εφόδους σε τεκέδες και μαγαζιά και τα έκαναν λαμπόγυαλο. Μάλιστα, στις πιο ήπιες περιπτώσεις, οι αριστεροί απειλούσαν τους ρεμπέτες να μην παίζουν «μάγκικα» και «χασικλίδικα» τραγούδια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, στην αυτοβιογραφία του, μας παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Από την μια μεριά ο φόβος των κομμουνιστών για τα τραγούδια που έπαιζε και από την άλλη ο φόβος των Χιτών που προσπαθούσαν να τον καλοπιάσουν με ανταλλάγματα να τους καταδώσει αριστερούς και στην μέση ο ρεμπέτης Βαμβακάρης αμήχανος μπροστά στο παραλογισμό της εξουσίας. «Ερχόντουσαν λοιπόν εκεί οι κομμουνιστές, και μου λέγανε. Ά, αυτά τα τραγούδια που λες τα χασικλήδικα, να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απ’ αυτόν τον κόσμο όλο, κι αυτοί θέλανε για να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλίδικα! Δεν τα θέλανε με κανένα τρόπο. Θα σε κάνουμε εξορία. Θα σε διώξουμε. Δεν θέλουμε. Να μην τα λες αυτά τα τραγούδια. Τι να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο».
Και παρακάτω αναφέρει μια συνάντηση με τους Χίτες: «–Αυτό θα μας κάνεις. Θα μας τα λες όλα, θα σου δίνουμε ό,τι γουστάρεις να τρως στο σπίτι σου. Ψωμιά, φαγιά, μυστήρια και θα σε πληρώνουμε. – Τι να πω; Ό, τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Μέχρι να τελειώσω να καθαρίσω να φύγω».

Έχει ειπωθεί ότι η επιθετική γραμμή του ΚΚΕ κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού είχε εντολή από ψηλά.
«Σε μια ολομέλεια της εποχής, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, αποκάλεσε το ρεμπέτικο τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας και κάλεσε τα μέλη να σπάνε τους τεκέδες».

Η ίδια γραμμή επικρατεί και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, όπου η οργάνωση ΕΠΟΝ, μέσα από άρθρα της στην εφημερίδα «Νέα Γενιά», προτρέπει τους γνήσιους αγωνιστές και τα μέλη της, να σπάνε τους τεκέδες, όπου τους βρίσκουν. Βέβαια, η παραπάνω πράξη μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι είναι ενάντια της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Εάν η σκέψη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, όμως, θα διαπιστωθεί, ότι η βία που ασκήθηκε ιστορικά από μέλη του ΚΚΕ και των παρακείμενων οργανώσεων σε χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες, απέβλεπε στην επιβολή της δικής του δύναμης. Η λογική τού όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, στο μεγαλείο της. Το αρχικό απόσπασμα του Μανώλη Αναγνωστάκη είναι ενδεικτικό του είδους αγώνα του ΚΚΕ ενάντια στα ναρκωτικά σε καιρό εμφυλίου πολέμου. Άνθρωποι εξαρτημένοι που δεν χωρούσαν στον ιδανικό κόσμο του κόμματος θα έπρεπε να θανατώνονται. Στην θέση των χασικλήδων άνετα θα μπορούσαν να μπουν (και έμπαιναν) οποιοιδήποτε διαφωνούντες.

Ο λόγος των αριστερών κατά του ρεμπέτικου

Η αριστερή αρθογραφία βρίθει από λίβελους κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στο βιβλίο του Κώστα Βλησίδη, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, καθώς και σε αυτό του Παναγιώτη Κουνάδη Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, παρουσιάζονται πολλά κείμενα που αφορούν το ρεμπέτικο από το 1929 έως το 1970. Τα κείμενα που σχετίζονται με την αριστερά παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια ως προς τον καταγγελτικό τους λόγο. Ακόμα και οι ελάχιστοι συμπαθούντες των ρεμπέτικων δεν μπορούν να ανεχτούν τα «μάγκικα και τα χασικλίδικα». Εξαίρεση, βέβαια, από όλους τους αρθογράφους που δέχεται το ρεμπέτικο ως έχει είναι μόνο ο Πάνος Τζαβέλας. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, ότι ο καταγγελτικός λόγος των αριστερών για το ρεμπέτικο δεν διαφέρει σε καμμία περίπτωση από αυτόν των λεγόμενων δεξιών.

Το πρώτο κείμενο σχετικά με το ρεμπέτικο είναι του Γ. Σταύρου και δημοσιεύεται στις 27-11-1946 στην Ελεύθερη Ελλάδα. Το κείμενο χαρακτηρίζει το ρεμπέτικο ως υποκινούμενο και το κατατάσει στην υπηρεσία των αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της ψυχοτρόπας θεματολογίας του. «Γιατί ο ύμνος της «μαύρης», του «τουμπεκί» και των άλλων… αποικιακών προϊόντων, γίνεται ανοικτά και μερακλίδικα με όλη την ελευθερία του δυτικού τύπου».
«Ωστόσο, όπως δεν λυγίζουν το λαό τα διάφορα «μέτρα τάξεως», οι εκτοπισμοί, οι εκτελέσεις […] η νόμιμη και… παράνομη εισαγωγή του χασίς- έτσι δεν καταφέρνουν να τον εμποτίσουν με τη μουσική του τεκέ τα ρεμπέτικα τραγούδια και να τον θέσουν εκτός μάχης».

Στη συνέχεια, σε δύο άρθρα του Ριζοσπάστη (15-12-1946/ 15-8-1947), η επίθεση εναντίον του χασίς και των χασικλίδικων συνεχίζεται. Στο πρώτο, ο Δ. Μύστης ισχυρίζεται ότι οι τοξικομανείς δημιουργούνται βάσει σχεδίου για την εξόντωση του λαού. Και στο δεύτερο ο Λ.Σ. κατονομάζει τους ύμνους του χασίς «Όταν καπνίσει ο λουλάς» και το «Πρωί πρωί με τη δροσούλα» που έχουν κατακλύσει ταβέρνες και πλατείες.

Το κείμενο του Νίκου Παγκαλή στην Αυγή (14-2-1953) τάσσεται κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού, γιατί, σε αντίθεση με το λαϊκό τραγούδι, είναι «μακριά από την κοινωνική διαπάλη» και το «φως της ζωής». Σύμφωνα με τον αρθογράφο, το ρεμπέτικο δεν γίνεται να εκφράζει τον λαό γιατί τα τραγούδια που υμνούν το χασίς και το μαυραγορίτη δεν έχουν καμία σχέση με την κοινωνική πάλη. «Από τα γεννησιμιά του το «Ρεμπέτικο» διαδίδει υμνώντας το χασίς, το λουλά, το κομπολογάκι, την ταμπακιέρα […]Είναι λοιπόν αυτό το «λαϊκό τραγούδι», όπως θέλουν να το αποκαλούν, που συνεχίζει την παράδοση και εκφράζει τους λαϊκούς πόθους;».

Από τους εκφραστές του αριστερού λόγου που τάσσεται φιλικά προς το ρεμπέτικο, χωρίς όμως να είναι και υπέρ των χασικλίδικων, ξεχωρίζει ο Ανωγειανάκης ο οποίος ( Ριζοσπάστης 28-1-1947) αναφέρει σχετικά με τα χασικλίδικα: «Ασφαλώς είμαστε και μεις σύμφωνοι πως μια τέτοια μουσική και ποίηση δε μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κι’ ακόμα συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, που την καταδικάζουμε».

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο περιοδικό Δρόμοι της Ειρήνης, (Οκτώβριος 1960) , τάσσεται κατά των χασικλίδικων, υποβαθμίζοντάς τα κατά πολύ στον αριθμό τους.

Και στη συνέχεια στο περιοδικό Πρώτο «διευκρινίζει ότι στο ‘‘αληθινό λαϊκό τραγούδι”, όπως το αντιλαμβάνεται δεν έχουν θέση τραγούδια του τύπου Όταν καπνίσει ο λουλάς».

Ο Γιάννης Σκουριώτης (μαρξιστής δια­νοητής και μεταφραστής του Κεφαλαίου του Μαρξ) υποστηρίζει ότι τα χασικλίδικα πρέπει να περιορίζονται στις ταβέρνες και όχι στην οικογένεια. «(…) δεν ταιριάζει να ακούγονται σε τίμια σπίτια τα τραγούδια των ‘’χασικλήδων’’ και των ‘‘πρεζάκηδων’’».

Ο Κώστας Μαραβέας (Ιούνιος 1970), θεωρεί λογική την ύπαρξη τραγουδιών με θέμα τις ψυχοτρόπες ουσίες, αφού η εξαθλίωση επηρέασε και το τραγούδι που περιγράφει το κοινωνικό γίγνεσθαι: «Το βάσανο της προσφυγιάς οδηγούσε σε μια φυγή και το χασίς σ’ ένα σκοπό. Ήταν δυνατό μέσα σε τέτοιες άθλιες συνθήκες (δεν θα κάνω ιστορία) να μείνει ανεπηρέαστο το λαϊκό τραγούδι; Δεν νομίζω! (…) Όταν τραγουδάει μια κατάσταση περιγράφοντάς τη δεν νομίζω πως την υμνεί συγχρόνως».

Στην συνέχεια κάνει μια αυτοκριτική του αριστερού χώρου για την πολεμική που άσκησε ενάντια στο ρεμπέτικο. Ο Μαραβέας παρ’ όλες τις ενδιαφέρουσες απόψεις του, στο κλείσιμο του κειμένου αναφέρει ότι τα κομμάτια αυτά δεν πρέπει να τραγουδιούνται και απλώς αναφέρει ότι είναι ένας κρίκος στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Άρα ακόμα και εδώ παρατηρείται ότι ο επικριτικός λόγος υπάρχει αλλά σε άλλη μορφή.

Το μοναδικό κείμενο που τελικά μοιάζει να διαφοροποιείται συνολικά στους κόλπους της αριστεράς, είναι του Πάνου Τζαβέλλα και δημοσιεύεται στο ίδιο περιοδικό τον Ιούλιο του 1970. Ο Τζαβέλλας κατακρίνει το χώρο ότι χειραγωγεί την τέχνη και μεταθέτει το ερώτημα «εάν τα χασικλίδικα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος», στον προβληματισμό σχετικά με το αν βοήθησαν το λαϊκό κίνημα τραγούδια όπως η Ιτιά, είδη τραγουδιού και μουσικής όπως το Μανιάτικο μοιρολόι, η Βυζαντινή μουσική και καλλιτεχνήματα όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου κλπ. «Δεν πρέπει να απλοποιούμε τα πράγματα και να κάνουμε με το ζόρι την τέχνη υπηρέτρια και προπαγανδιστή των άμεσων πολιτικών επιδιώξεών μας. (…) Είναι απλοϊκή η ερώτηση, εάν τα χασικλίδικα συμβάλανε στην ανάπτυξη του κινήματος, όταν ο λαός έκανε αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία, γιατί θα πρέπει να ρωτήσουμε αν προς την ίδια κατεύθυνση βοήθησαν η Ιτιά, ο Ερμής του Πραξιτέλους (…). Αν αδιαφορήσαμε για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των έργων και κρίνουμε την καλλιτεχνική τους αξία μόνο απ’ τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη και την εξυπηρέτηση της πολιτικής μας γραφής, σημαίνει ότι κακοποιούμε την τέχνη, διαστρέφουμε το νόημά της (…)».

Συνεχίζοντας, ο Τζαβέλλας τοποθετείται σε σχέση με το ρόλο αυτών των τραγουδιών. «Δεν καλούν τον κόσμο στον τεκέ. Εκφράζουν καλλιτεχνικά μια κοινωνική πραγματικότητα. Είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία κι ένα ντοκουμέντο μιας εποχής».

Είναι ενδιαφέρον να αναζητήσει κάποιος τους λόγους της λεγόμενης αναβίωσης του ρεμπέτικου, από την μεταπολίτευση και μετά, από τους κόλπους της αριστεράς. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από έντονες και εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις νεολαίων με τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ο αντιελιτισμός της εποχής δεν πέρασε απαρατήρητος από την αριστερά ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας μια απωθημένη μορφή κουλτούρας του παρελθόντος. Το ρεμπέτικο επανανοηματοδοτήθηκε. Σε αυτό το γεγονός, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η φυλάκιση του Ηλία Πετρόπουλου από την χούντα, εξαιτίας της έκδοσης του βιβλίου «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η φυλακή ήταν ευκαιρία γι’ αυτόν, ώστε να βρεθεί και να καταγράψει τους αγαπημένους του μάγκες, νταήδες και να τους γνωρίσει από κοντά. Συγχρόνως, όμως, έδωσε ένα τόνο αμφισβήτησης με σύμβολο το ρεμπέτικο. Την περίοδο αυτή αναζητούνται οι βετεράνοι ρεμπέτες, εκδίδονται πολλές βιογραφίες (κάποιες αμφιβόλου ποιότητας) και οργανώνονται συναυλίες. Όλα αυτά είχαν μεγάλη απήχηση σε πολλές νεολαιίστικες ομάδες και φοιτητές. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τότε, υπάρχουν πολλοί αριστεροί που τάσσονται κατά του ρεμπέτικου γιατί η μαζικοποίηση του «εξυπηρετεί την αστική τάξη»

Κλείνοντας ας διευκρινιστεί ότι η πλήρης συσχέτιση του ρεμπέτικου τραγουδιού με τις ψυχοτρόπες ουσίες είναι άτοπη. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφέρουμε, ότι από το σύνολο 1400 κομματιών που βρίσκονται στην ανθολογία ρεμπέτικων τραγουδιών του Πετρόπουλου, μόνο 106 χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Πετρόπουλος ως χασικλίδικα και από αυτά μόνο τα 67 έχουν περάσει στην δισκογραφία. Το ίδιο ισχύει και στην ανθολογία του Παναγιώτη Κουνάδη, όπου σε σύνολο 623 τραγουδιών, τα 235 έχουν αναφορές σε ψυχοτρόπες ουσίες. Έτσι, εύκολα διαπιστώνεται, ότι ο αριθμός εν τέλει είναι πολύ λίγος σε αναλογία με τα υπόλοιπα κομμάτια.

Επίσης, ένα άλλο γεγονός είναι ότι οι καλλιτέχνες που δεν είχαν άμεση σχέση με την χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και διοχέτευσαν στην αγορά τραγούδια με ψυχοτρόπα θεματολογία, ήταν σαφώς περισσότεροι από αυτούς που είχαν άμεση σχέση με ψυχοτρόπες ουσίες και ιδιαίτερα με το χασίς. Σε αυτό το γεγονός έπαιξε μεγάλο ρόλο η δισκογραφία. Ένας δημιουργός του ρεμπέτικου, ο Κώστας Ρούκουνας αναφέρει σχετικά: «Και τόνε βλέπω ένα απόγευμα τον Μάρκο με μια τραγιάσκα, ένα ζωνάρι και παραμάσχαλα το μπουζούκι του και μπαίνει μέσα (…) και τότες τον ρωτήξανε τι πραγματάκια έχεις; Και τους είπε πολλά όμορφα. Αυτοί όμως διάλεξαν το χασικλίδικο».

Επίσης και ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), σε συνέντευξή του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αναδεικνύει τον ρόλο των δισκογραφικών εταιρειών: « – Γιατί γράφατε για τεκέδες; Ήταν της μόδας; – Ήτανε η εποχή τέτοια. Που έπρεπε… Ήτανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ’ αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σ’ αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε. Γιατί αυτοί γυρεύανε τα τραγούδια μας κι αυτοί θα γυρεύανε από τις εταιρίες και κάτω από τα πρατήρια κανά δίσκο ντερβίσικο».

Η μαρτυρία της Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του δημιουργού Βαγγέλη Παπάζογλου, αναφέρει, επίσης, για το θέμα: «Και οι εταιρίες περνούσανε μόνο τα χασικλίδικα σε δίσκους. Πώς να παλέψεις;…»

Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει αυτή την άποψη, είναι ότι πολλοί καλλιτέχνες που δεν έκαναν χρήση χασίς διατέλεσαν διοικητικά-καλλιτεχνικά στελέχη διαφόρων δισκογραφικών εταιριών γράφοντας, παρ’ όλα αυτά, πολλά χασικλίδικα κομμάτια (Τούντας, Σκαρβέλης, Δραγάτσης, Περιστέρης).

Από τα παραπάνω φαίνεται, λοιπόν, ότι η στερεότυπη ταύτιση του ρεμπέτικου με ψυχοτρόπες ουσίες δεν είναι τόσο στιβαρή και συντελέστηκε κυρίως από τις διώξεις αριστερών, δεξιών, χούντας και Μεταξά για πολιτικά ωφέλη και μετέπειτα από την δισκογραφία.

Το ρεμπέτικο ποτέ δεν υπήρξε επαναστατικό τραγούδι με την στενή χρωματισμένη έννοια του όρου επανάσταση. Φύτρωσε σαν ζιζάνιο στην ρωγμή του «τσιμέντου» που έπεφτε βίαια και μεθοδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα στον ελλαδικό χώρο. Πολλοί θέλησαν να το ξεριζώσουν, αλλά το ζιζάνιο δεν έχει συγκεκριμένο χώρο, δεν μένει σε ένα σημείο, θα βγαίνει στο φως ανοίγοντας δρόμο στα τσιμέντα. Πως θα ξεριζώσεις κάτι όταν δεν ανήκει πουθενά; Οι ίδιοι διώκτες του, από την μεταπολίτευση και μετά το ξαναθυμήθηκαν προσπαθώντας να το κάνουν δικό τους. Προσπάθησαν να του δώσουν χώρο και χρώμα. Οργάνωσαν συναυλίες, τίμησαν τους ζωντανούς ρεμπέτες απαγγέλλοντας ωραία λόγια. Τους είπαν ότι το τραγούδι τους είναι της εργατικής τάξης και ότι είχαν εργατική συνείδηση. Τους τοποθέτησαν ψηλά, λουσμένους από φώτα και εκείνοι ήταν εκεί, γέροι και κουρασμένοι, τους κοιτούσαν με την ίδια αμηχανία, όπως τους κοιτούσαν και άλλοτε… ζούλα από τον έναν ζούλα από τον άλλον

Ελευθερόκοκκος

Βιβλιογραφία:

Βαμβακάρης Μάρκος, Αυτοβιογραφία (επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978.

Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004.

Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959), εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2006.

Γκαίηλ Χολστ, Ο Δρόμος για το Ρεμπέτικο, εκδ. Ντένιζ Χάρβευ, Λίμνη Ευβοίας 1995, (Α΄ έκδοση 1977).

Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2001.

Κουνάδης Παναγιώτης, Εις Ανάμνησιν Στιγμών Ελκυστικών, Β΄ τόμος, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2003.

Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004.

Παπάζογλου Αγγέλα, Τα Χαΐρια μας εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, (επιμ. Γιώργης Παπάζογλου), εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003.

Πετρόπουλος Ηλίας, Ρεμπέτικα Τραγούδια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1991.

Σχορέλης Τάσος, Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης:
Κώστας Ρούκουνας «σαμιωτάκι», διανομή: αποκλειστικότης Τάσος Σχορέλης- Μίμης Οικονομίδης, Αθήνα 1974.

Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην Επιστημονική του Προσέγγιση, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001.

[1] Βαμβακάρης Μάρκος, Αυτοβιογραφία, σελ 208-209.
[2] Όπ. Σελ 206.
[3] Κουνάδης Παναγιώτης, στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» τεύχος πρώτο.
[4] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 109.
[5] ό.π, σελ. 110.
[6] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, σελ. 70-71.
[7] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 182-183.
[8] Γκαίηλ Χολστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο, σελ. 140.
[9] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, σελ. 96.
[10] ό.π, σελ. 97.
[11] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 237.
[12] Κουνάδης Παναγιώτης, Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, Τόμος Β’, σελ 501.
[13] ό.π, σελ 504.
[14] ό.π, σελ 506.
[15] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, βλέπε κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο.
[16] Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «Σαμιωτάκι», διανομή: αποκλειστικότης Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Αθήνα 1974, σελ. 30.
[17] Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 125.
[18] Παπάζογλου Αγγέλα, Τα Χαίρια μας Εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003, σελ. 50.

ΠΗΓΗ: Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 157, Φεβρουάριος 2016

2 «Μου αρέσει»

Ευχαριστούμε Παντελή.
Ενδιαφέρον, αν και κατ’ εμέ ασαφές σε πολλά σημεία.
Θα επανέλθω με αναλυτικές σκέψεις μόλις προλάβω.

2 «Μου αρέσει»

Θα συμφωνήσω ως προς την ασάφεια και θέλω να συμπληρώσω καθαρά υποκειμενικά ότι ως απόρροια μου έμεινε σαν ερώτημα η σκοπιμότητα του γράφοντα…

Παρόλα αυτά ανάρτησα εδώ το άρθρο γιατί αφενός το βρήκα ενδιαφέρον και αφετέρου το θεώρησα ως έναυσμα για μια αρκετά ενδιαφέρουσα συζήτηση.

1 «Μου αρέσει»

Ενδιαφέρον είναι το άρθρο, ναι, γιατί αναφέρει τις απόψεις αρκετών που δεν ήξερα (Γ. Σταύρου, Δ. Μύστης, Λ. Σ. (;), Ν. Παγκαλής, Ι. Σκουριώτης, Κ. Μαραβέας, Π. Τζαβέλας). Ασάφειες δεν εντόπισα πολλές, σαφώς βέβαια την παράγραφο όπου ο συντάκτης εξηγεί τίνων εξελίξεων απότοκο είναι το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και εκείνη όπου αναζητούνται οι λόγοι της αναβίωσης μετά τη μεταπολίτευση.

Εντόπισα όμως και ένα λάθος: Παραθέτει ο συντάκτης στοιχεία από μία συνάντηση του Μάρκου “με τους Χίτες”, όπως τους προσδιορίζει, όπου του ζήτησαν “να τους τα λέει όλα” έναντι, βεβαίως, υλικών ανταλλαγμάτων. Η συνάντηση δεν ήταν με τους χίτες, αλλά με την Γκεστάπο, στη βάση της στην οδό Μέρλιν, όπου ένας (μάλλον) Χίτης είχε αναλάβει να “ενημερώσει” τον Μάρκο, για λογαριασμό της Γκεστάπο, εκπροσωπουμένης από κάποιον Γερμανό αξιωματικό. Επίσης ο συντάκτης, στην προσπάθειά του να καταδείξει ότι πλήρης συσχέτιση ρεμπέτικου και ψυχοτρόπων ουσιών είναι άτοπη, αφού πρώτα διαπιστώσει ότι στην Ανθολογία του Πετρόπουλου τα “χασικλήδικα” είναι μόνο 106 στα 1400, παραθέτει εις επίρρωσιν και ανάλογα στοιχεία από την “ανθολογία του Παναγιώτη Κουνάδη”, την ύπαρξη της οποίας αγνοώ.

Κλείνοντας, να επισημάνω το πόσο πολύ συμφωνώ με τα λεγόμενα του Πάνου Τζαβέλλα και να συμφωνήσω και με τον pantelinoux ότι ούτε και σε μένα διασαφηνίστηκε η σκοπιμότητα του συντάκτη, όταν έγραφε το άρθρο.

5 «Μου αρέσει»

Σχετικά με το τι σκοπούς εξηπηρετεί το συγκεκριμένο άρθρο, για μένα είναι ξεκάθαρο. Προσπαθεί να εξομοιώσει την συμπεριφορά της επίσημης εξουσίας, με την συμπεριφορά της “επίσημης αριστεράς”, εν γένει. Για μένα όλο αυτό πατάει στο ιδεολόγημα περί “μαύρου” και “κόκκινου” φασισμού, που δεν είναι παρά ένα εφεύρημα, (για την ακρίβεια είναι ολόκληρη ιδεολογική σχολή εδώ και πολλά χρόνια,) για να δικαιολογηθεί η στάση του συντάκτη και του χώρου του απέναντι στο λαικό κίνημα.
Θα είναι όντως μια ενδιαφέρουσα κουβέντα. Για παράδειγμα μέτά από επίσκεψή μου στο “Σπίτι του Αγωνιστή”, θα αναφέρω μια άποψη που μου μεταφέρθηκε προσωπικά ότι το “χασικλίδικο ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι των ταγματασφαλητών κατά της διάρκεια της κατοχής.”
Δεν είναι κάτι που μπορώ να το στηρίξω πέρα από το ότι είναι προσωπική μαρτυρία. Αλλά εφόσον μπορέσουμε, αν ισχύει, να το διασταυρώσουμε με τις ενδέιξεις αλλά και με άλλες μαρτυρίες, τότε αν θέλετε δικαιολογείται η στάση της “αριστεράς” απέναντι σε αυτό ακριβώς. Το χασικλίδικο ρεμπέτικο.

4 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία, παραθέτω επίσης το παρακάτω σε συνδυασμό - αντιπαραβολή με την παραπάνω άποψη που εξέφρασαν στον Λουκά ως πραγματικό γεγονός και σε καμία περίπτωση αμφισβητώντας ή υποστηρίζοντας την άποψη αυτή ότι “το χασικλίδικο ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι των ταγματασφαλητών κατά της διάρκεια της κατοχής.”

"Στα χρόνια της Αντίστασης το ρεμπέτικο τραγούδι, πατώντας πάνω στο αντάρτικο, συντάσσεται με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ακολουθώντας την πολιτική τους ιδεολογία και εμψυχώνοντας αγωνιστές και λαό. Το φιλότιμο και η παλληκαριά του ρεμπέτη, αποκτούν νέο σχήμα και περιεχόμενο. Με πρωτοστάτη τον τυφλό ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκο - «Μπαγιαντέρα», πλουτίζει το ρεπερτόριο του ως «ρεμπέτικου του αγώνα» με εμβληματικά τραγούδια, όπως τα «ΕΛΑΣ να ζεις αιώνια», «Αρχηγό μου έχω τον Άρη», «Βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιώνα» και άλλα πολλά.

Ο Απόστολος Καλδάρας, γράφει το «Πάνω στης Πίνδου τα όρη», ο Γαβριήλ Μαρινάκης το «ΕΑΜ - ΕΛΑΣ» ο Οδυσσέας Μοσχονάς το «Άρης Βελουχιώτης», ο Μανώλης Χιώτης το «Δίχως τανκς κι αεροπλάνα». Κυκλοφορούσαν και πολλά «αδέσποτα» - άγνωστων δημιουργών τραγούδια. Υπήρχε βεβαίως και πολιτική αντίδραση γι’ αυτά τα τραγούδια. Ο Χιώτης, έπαιζε κρυφά το τραγούδι που προαναφέραμε σε φίλους του αντιστασιακούς. Δεν «χτυπήθηκε» ποτέ σε δίσκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής και του αγώνα, το πολιτικό τελικά ρεμπέτικο, τραγουδιόταν κρυφά, μακριά από τα αυτιά και τα μάτια των κατακτητών και των χαφιέδων συνεργατών τους.

Το ρεμπέτικο της Αντίστασης πάτησε όπως είπαμε στο αντάρτικο. Είχε όμως και άλλη μια δεξαμενή έμπνευσης. Τα ρεμπέτικα - λαϊκά που γράφτηκαν για τον πόλεμο του 1940. Ο Στέλιος Κερομύτης γράφει το «Θα πάρω το τουφέκι μου», ο Μάρκος το «Ο Μάρκος φαντάρος» και ακόμα τα «Ας φύγουμε στον πόλεμο», «Μουσολίνι άλλαξε γνώμη» και άλλα. Ο Τούντας γράφει το «Άκου Ντούτσε μου τα νέα», οι Μάτσας και Περιστέρης το «Την Αλβανία ξέγραψε».

Επιστρέφοντας όμως στους ρεμπέτες της αντίστασης να σημειώσουμε πως πολλοί από αυτούς χάθηκαν στον αγώνα και εξ αιτίας των διωγμών που υπέστησαν ως αγωνιστές της Αντίστασης, από τους νικητές του εμφύλιου που ακολούθησε."

Πηγή: Πάνος Σκουρολιάκος, Εφημερίδα Αυγή 12.05.2018

Ερώτημα (FFT - τροφή για σκέψη) :

Αφού παρατηρούμε πως η Αντίσταση υποστηρίχθηκε έμπρακτα μέσα από τους μουσικούς του Ρεμπέτικου, και ότι οι αντιστασιακοί του ΕΑΜ και οι αριστεροί “αντιτάχθηκαν” μόνο στα ρεμπέτικα τα οποία αναφέρονταν σε ψυχοτρόπες ουσίες γιατί από την άλλη πλευρά θεωρήθηκε ότι “το χασικλίδικο ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι των ταγματασφαλητών κατά της διάρκεια της κατοχής.” ;;;

Ο Μάρκος μας αναφέρει πως οι άνθρωποι της Αριστεράς ήταν σοβαροί και δεν ήθελαν να ακούσουν χασικλίδικα, ωστόσο μας αφήνει να εννοηθεί ότι τους είχε σε μια εκτίμηση παρόλη την απολιτικ στάση του μέσα από τον τρόπο που μιλάει για αυτούς.

Πως οι ρεμπέτες σχετίζονταν με τους ταγματασφαλίτες πέρα από τις “διερευνητικές” επισκέψεις των δεύτερων σε στέκια που έπαιζαν ρεμπέτες και πέρα από την μαρτυρία του Μαρκου σχετικά με την επίσκεψή του στη Μέρλιν;;;

Λουκά θα συμφωνήσω μαζί σου και θα ήθελα να αναζητήσουμε περισσότερα σχετικά με την απορία που προκάλεσε η άποψη που μας μετέφερες παραπάνω.

Καλημέρα σε όλους

3 «Μου αρέσει»

Αφού πρώτα ευχαριστήσουμε το φίλο Παντελή για το κείμενο αυτό, μερικές πρώτες σκέψεις:

  • Κατ’ αρχήν, για ποιο λόγο προτάσσεται αυτό το περιστατικό σε συζήτηση περί αριστεράς και ρεμπέτικου; Ποια συσχέτιση υπάρχει στην αφήγηση αυτή του Μαν. Αναγνωστάκη και στο ρεμπέτικο τραγούδι;
    Το περιστατικό εντάσσεται στην αποστροφή του αριστερού λόγου προς τις ουσίες, αποστροφή που έχει την εξήγησή της
    α) στο γεγονός της συνύπαρξης αριστερών και χρηστών ουσιών στις φυλακές και τις εξορίες και στο φόβο επομένως ταύτισης αριστερών και χρηστών, στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
    [θυμίζω το ποίημα «Της εξορίας», του Βάρναλη, 1935 ή 1936:
    «….Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
    πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
    Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
    λογιούνται η λευτεριά και τα χασίσια…»]

και β) στο φόβο αποχαύνωσης του κόσμου, λόγω χρήσης ουσιών, επομένως έλλειψης αντίδρασης…
[_«…στης Χούντας το αλισβερίσι λεύτερο ήταν το χασίσι, _
ποτέ ο λαός να μη ξυπνήσει…», Πάνος Τζαβέλλας και
«…σε θέλουν σκλάβα να χτυπάς το κούτελο στο χώμα!
Χασίσι αν θες, μετά χαράς, αλλ’ όχι ελεφτερία!…» και πάλι του Βάρναλη]

Το περιστατικό αυτό, με την αναφορά στην «αλητεία του Κιορπέ» δείχνει πως η αιτία της βίαιης αυτής πράξης δεν φαίνεται να είναι αποκλειστικά και μόνο η μαστούρα των θαμώνων, αλλά πιθανότατα ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών και πολιτικής αντιπαράθεσης.

Επίσης, πρέπει να το δούμε στο πλαίσιο της εμφυλιακής διαμάχης της εποχής, στα πλαίσια της οποίας αρκετά περιστατικά μπορούμε να μνημονεύσουμε, όπως π.χ. τον ξυλοδαρμό της Σωτηρίας Μπέλλου στο πάλκο από Χίτες, το 1948, επειδή αρνήθηκε να πει το τραγούδι «Του αητού ο γιος»…

  • Δεν επιβεβαιώνεται πουθενά, μα πουθενά, η ρήση του Ν. Ζαχαριάδη περί «κάμας και ντεκαντέντσιας».

  • Θυμάμαι αμυδρά παλιότερη συζήτηση που είχε γίνει στο φόρουμ, για το λόγο της πρώτης φυλάκισης του Ηλ. Πετρόπουλου και ότι δεν ήταν η έκδοση του βιβλίου του «Το Ρεμπέτικο τραγούδι».
    Αν κάποιος θυμάται καλύτερα,ας βάλει σύνδεσμο.

  • Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο ξεκινά από το 1946 και μετά και εντάσσεται στο εμφυλιακό κλίμα της εποχής.
    Δεν φαίνεται να υπάρχει αυτόπου λέμε «επίσημη γραμμή».
    Υπάρχουν οι επικριτές του ρεμπέτικου για τους λόγους που ειπώθηκαν ήδη, υπήρχαν όμως και οι υποστηρικτές, με τις φωνές υπεράσπισης να πληθαίνουν, με το πέρασμα των χρόνων και με την επίδραση γεγονότων σταθμών για το ρεμπέτικο, όπως π.χ. η ομιλία του Μ. Χατζιδάκι, ο «Επιτάφιος» του Θεοδωράκη, με τις γνωστές συνεργασίες κ.λπ.

4 «Μου αρέσει»

Στο μήνυμα σου στην συζήτηση για το Ρεμπέτικο και Περιθώριο, @elenh αναφέρεις μία δήλωση του Πετρόπουλου για το γιατί έκανε φυλακή την οποία και παραθέτω:

4 «Μου αρέσει»

Σχετικά με το κείμενο να υπενθυμίσω ότι έχει ανέβει ξανά στο νήμα Αριστερά και Ρεμπέτικο (Αριστερά και ρεμπέτικο), και έχει αποδομηθεί, με την έννοια ότι περιέχει ανυπόστατα ψέματα.

Σχετικά με τον Βλησίδη και την παράθεση των κειμένων που κάνει, έχω να πω ότι, όταν διαβάζεις κείμενα ξεκομένα από το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, είναι πολύ εύκολο να φτάσεις σε λάθος συμπεράσματα.

Καταρχήν Παντελή να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αναφέρομαι σε σχέση Ρεμπετών – Ταγματαλητών. Οι ρεμπέτες δεν ήταν ένα ενιαίο σώμα, ο καθένας επέλεγε την στάση του. Αλλά, για το κατά πόσο “το χασικλίδικο ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι των ταγματασφαλιτών.” Σίγουρα δεν μπορεί ένας τέτοιος ισχυρισμός να είναι καθολικός. Αυτό που μπορεί όμως να συμβαίνει είναι να περιέχει μια μεγάλη δόση αλήθειας.
Οι τεκέδες την περίοδο της κατοχής ήταν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία ελεγχόμενοι από το παρακράτος που συνεργαζόταν με τους γερμανούς.
Έχουμε πολλά παραδείγματα προσώπων της εποχής που έχουν και τα δύο χαρακτηριστικά του παρακρατικού και του ταγματασφαλίτη.
Η διακίνηση και χρήση χασίς ήταν από τις αξιόποινες πράξεις που καταγράφονται στις ημερήσιες διατάξεις του 1ου Συντάγματος Ευζώνων. (Τάγμα Ασφαλείας).

“Μια απλή φυλλομέτρηση των ημερησίων διατάξεων του 1ου Συντάγματος Ευζώνων αρκεί για να εντυπωσιάσει με τον αριθμό και την ποικιλία των αναγραφόμενων ποινών:
Καθημερινά σημειώνονται πλήθος αξιόποινων πράξεων, από απλές παραβιάσεις του κώδικα στρατιωτικής συμπεριφοράς ( εγκατάλειψη του στρατώνα χωρία άδεια για μέρες, παραμέληση χαιρετισμού) μέχρι βαριά αδικήματα: κλοπές, υπεξαίρεση και πώληση δημοσίων ειδών, ξυλοδαρμούς πολιτών, βιασμούς ανηλίκων κοριτσιών, διακίνηση και χρήση χασίς κλπ. )
Ο ίδιος ο Ράλλης αναγκάστηκε να δεχτεί ως πραγματικότητα τη διείσδυση πολλών ≪εγκληματικών στοιχείων» και η αύξηση «των κρουσμάτων πράξεων υπαγομένων εις τον κοινόν ποινικόν νόμον≫.”

Θεωρώ ότι το τετράπτυχο παρακρατικός – ταγματασφαλίτης – τεκές – χασικλίδικο τραγούδι ήταν πραγματικότητα.
Είναι λογικό για μένα όταν σε τέτοιες περιόδους που η πλειοψηφία του λαού αγωνίζεται, και οι συνεργάτες των κατακτητών γλεντούν και φτιάχνονται, να ταυτιστεί ο τρόπος διασκέδασης τους με κάτι το αποτρόπαιο.
Πρέπει να περάσει αρκετός χρόνος για να εξετάστει το θέμα με νηφαλιότητα.

Πηγή για τις ημερήσιες διατάξεις του 1ου ευζωνικού τάγματος:


*Στο κεφάλαιο που αναφέρεται στα τάγματα ευζώνων και ειδική ασφάλεια.
*Υπενθυμίζω ότι αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, που αν θέλεις εξηγεί την “πολεμική” που δέχθηκε το συγκεκριμένο κομμάτι του ρεμπέτικου.

3 «Μου αρέσει»

Επίσης θα ήθελα εδώ να προσθέσω και ένα σχόλιο από μια άλλη συζήτηση σχετικά με το κείμενο του Βλησίδη, που νομίζω ότι δείχνει τις αδυναμίες της συγκεκριμένης εργασίας.
Είναι το σχόλιο του χρήστη Ανδρέας:
"Είναι απορίας άξιο το ότι το παρών άρθρο έχει δημοσιευτεί σε διάφορα ιστολόγια. Επιπλέον, μου κάνει ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση ότι ήταν αρχικά ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Κύκλου Ανοικτών Μαθημάτων Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο Κοινωνικό-Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα «Η Λαμπηδόνα» (2015). Αποτελεί μια συμπαθητική ανθολογία στο θέμα αριστερά και ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά είναι εντελώς άοσμη παραλείποντας να εξετάσει τόσο το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν οι συγκεκριμένες απόψεις αριστερών διανοητών όσο και να μεταφέρει τις απόψεις του ίδιου του συγγραφέα σχετικά με το θέμα. Από ποια δομημένη γνώση – γνώμη για το ρεμπέτικο, κρίνει τις διάφορες κριτικές που του ασκήθηκαν; Μπορούμε να τη φανταστούμε σε κάποια σημεία, αλλά τελικά προσπαθώντας απλά να ανθολογήσει τη στάση της αριστεράς χάνεται η γνώμη – γνώση του. Θεωρώ ότι όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα ιστορίας της τέχνης, γιατί τελικά αυτό επιχειρεί να κάνει ο συγγραφέας, δεν αρκεί η απλή αναφορά στις διάφορες απόψεις. Η σύγχρονη ιστοριογραφία δεν αρκείται στο να περιγράφει, αλλά εξηγεί, ερμηνεύει.
Δεν είμαι βέβαιος αν χρειάζεται μια ολοκληρωμένη απάντηση στο συγκεκριμένο άρθρο, αλλά θα ήθελα να επισημάνω μόνο δύο ζητήματα:

  1. Ρεμπέτικο και περιθώριο. Θεωρώ σχετικά κυρίαρχη και σωστη την άποψη ότι το ρεμπέτικο δημιουργήθηκε από αυτό που ονομάζεται περιθώριο ή με μια ξενική ορολογία το λούμπεν προλεταριάτο. Αυτό μάλιστα θεωρήθηκε ως θετικό από πολλούς μελετητές του ρεμπέτικου, θεωρώντας το ως η δική μας τέχνη του περιθωρίου. Δεν θα αναφέρω πολλούς, αλλά τον Ηλία Πετρόπουλο μόνο που γράφει: «Με υπόδειγμα τον καπάνταη της Ισταμπούλ, ο ρεμπέτης ζούσε με προσεκτική συνέπεια την ελευθερία του. Οι ρεμπέτες απεχθανόντουσαν τον μπουρζουά. Και, συνεπώς ο ρεμπέτης δεν παντρευότανε. Ο ρεμπέτης έδερνε. Ο ρεμπέτης φουμάριζε χασίσι. Ο ρεμπέτης μαχαίρωνε. Ο ρεμπέτης μίλαγε αργκό. Ο ρεμπέτης ήταν σοδομιστής. Ο ρεμπέτης προστάτευε τον αδικημένο. Ο ρεμπέτης προκαλούσε την κοινωνία μας» (Ρεμπετολογία).

Όμως με έκπληξη βλέπω ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει αρνητικά την ίδια αντίληψη όταν εκφράζεται από τους αριστερούς διανοητές.

  1. Ιστορικό πλαίσιο. Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας όταν αναφερόμαστε σε γνώμες προσώπων, στην εξέλιξη του ρεμπέτικου αλλά και στην προσπάθεια μας να ερμηνεύσουμε την τελική αποδοχή του ρεμπέτικου τραγουδιού από το λαό (μάζες ή όπως αλλιώς θέλετε να το ονομάσετε). Ο συγγραφέας θα έπρεπε να αναρωτηθεί γιατί το ρεμπέτικο έγινε τελικά αποδεχτό μετά τη χούντα; Γιατί οι διανοούμενοι του 40-50 είναι τόσο αρνητικοί απέναντι στο ρεμπέτικο, τους ρεμπέτες και την ρεμπέτικη ζωή; Να δούμε το ιστορικό πλαίσιο του τελευταίου. Μιλάμε για κατοχή, αντίσταση και τελικά εμφύλιο. Τι συντελέστηκε αυτή την περίοδο; Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά ποιος μπορεί να αναιρέσει ότι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες συμμετείχαν στην εθνική αντίσταση; Ότι έδωσαν την ζωή τους χιλιάδες αγωνιστές; Ότι υπέφεραν καθημερινά εκατομμύρια κόσμος; Κόσμος που πάλευε για τη ζωή του και τη λευτεριά της χώρας. Την ίδια στιγμή, τι έκαναν οι «ηρωοποιημένοι», σήμερα, ρεμπέτες; Κάποιοι συντάχθηκαν με το λαό στην πάλη του. Έγραψαν τραγούδια, πολέμησαν, σκοτώθηκαν, εκτελέστηκαν κτλ. Ακολούθησαν τη μοίρα του λαού τους (δες, π.χ. τον Μπαγιαντέρα ή τον Τούντα, ο οποίος ήταν λοχαγός του ΕΛΑΣ). Θεωρώ ότι αυτή η στροφή του ρεμπέτικου με την λαϊκότερη του εκδοχή του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, σχετικά αποστασιοποιημένο από τα χασικίδικα, οδήγησε στην τελική αποδοχή του (και ίσως τελικά στην εξαφάνισή του, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα).
    Όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά, που είναι πικρή για όποιον αγαπάει το ρεμπέτικο, και θέλω να θεωρούμε ένας από αυτούς. Ένα σημαντικό κομάτι των ρεμπετών συνέχισαν να σφυρίζουν της μαστούρας το σκοπό. Και να ήταν μόνο αυτό, θα ήταν ανεκτό. Όμως δεν έμειναν εκεί. Η μαστούρα θέλει και φράγκα. Συνεργάστηκαν, λοιπόν, και με τον κατακτητή. Για να μην πολυλογώ, συνέχισαν να είναι περιθώριο ακόμα και τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πολέμαγε.
    Αναρωτιέμαι πως θα κρίνει ο συγγραφές ή ο αναγνώστης τώρα έναν διανοούμενο που πολέμησε στην εθνική αντίσταση, τον έστειλαν στη Μακρόνησο, γύρισε πίσω σπασμένος και είχε απέναντί του τον «καπάνταη της Ισταμπούλ, τον ρεμπέτη που ζούσε με προσεκτική συνέπεια την ελευθερία του. Τους ρεμπέτες που απεχθανόντουσαν τον μπουρζουά. Και, συνεπώς τον ο ρεμπέτη που δεν παντρευότανε. Τον ρεμπέτη που έδερνε. Τον ρεμπέτη που φουμάριζε χασίσι. Τον ρεμπέτη που μαχαίρωνε. Τον ρεμπέτη που μίλαγε αργκό. Τον ρεμπέτη που ήταν σοδομιστής. Τον ρεμπέτη που προστάτευε τον αδικημένο (σημείωση δική μου: αλήθεια;). Τον ρεμπέτη που προκαλούσε την κοινωνία μας». Και συμπληρώνω, τον ρεμπέτη που έγινε καταδότης. Τον ρεμπέτη που έγινε σαλταδόρος.

Μπορούμε να βάλουμε αυτό το κλίμα της εποχής όταν κρίνουμε απόψεις και κρίσεις ανθρώπων μιας άλλης εποχής; Μάλιστα, όταν οι κρίσεις επικεντρώνονται στο χασικλίδικο κομμάτι του ρεμπέτικου; Όταν διαπραγματευόμαστε κομμάτια τις ιστορία της τέχνης, νομίζω ότι είναι επιτακτικό να το κάνουμε."
Πηγή: http://vathikokkino.gr/archives/106669

*Εδώ είναι η συνέντευξη του Πετρόπουλου στην εκπομπή “Άξιον Εστί” της ΕΤ3. Στο 12:30 είναι το σημείο που αναφέρει η Ελένη. Η απάντηση του Πετρόπουλου στο γιατί ήταν φυλακή ήταν “διάφορα.”

3 «Μου αρέσει»

Αγαπητέ Λουκά,

Θα συμφωνήσω με όσα προαναφέρεις και για την υποδειγματική σου κριτική σκέψη - οπτική γωνία.

Δεν είχα γνώση του άλλου νήματος με αναφορά στο συζητούμενο άρθρο στο τρέχων νήμα.

Η μόνη απορία δική μου, και ίσως και άλλων, που απορρέει από την πορεία της συζήτησης και στα 2 νήμα είναι πώς έμπρακτα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την προσέγγιση ταγματασφαλιτών σε τεκέδες και ρεμπέτες. Πως είμαστε σίγουροι ότι αυτό δεν είναι μια υπόνοια ή ένα κουτσομπολιό της εποχής εκείνης λόγω της αποστροφής της κοινωνίας και των αριστερών προς τους τεκέδες και την παραβατικότητα των θαμώνων τους; Πως είμαστε σίγουροι ότι το “κουτσομπολιό” αυτό, αν είναι κάτι τέτοιο, δεν έμεινε σαν εντύπωση στο μυαλό πολλών με αποτέλεσμα να επιδράσει στην κοινη γνώμη της εποχής και στην καταγραφή της ιστορίας (ιστορική παραλλαγή);

Θα συμφωνήσω επίσης με άλλα σημεία στα 2 νήματα στα οποία αναφέρεται ότι δε μπορούμε να ομογενοποιήσουμε όλο τον κόσμο του Ρεμπέτικου ούτε αυτόν των τεκέδων.

Τέλος Λουκά ευχαριστώ για τον χρόνο που αφιερώνεις για την παράθεση των παραπάνω πληροφοριών και απόψεων.

Φιλικά Παντελής.

Καλή μέρα και καλή εβδομάδα σε όλους.

2 «Μου αρέσει»

Παντελή, δεν κατανοώ τι εννοείς με το “έμπρακτα”, που αναφέρεις. Στην προηγούμενη συζήτηση ο Άγης στα ποστ του, (νομίζω στο #67), αναφέρει την περίπτωση για τον τεκέ της Γιούρας, που καταγράφεται από τους εξόριστους, και αυτός συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά των περιόδων που αναφερόμαστε, (Κατοχή - Εμφύλιος). Παρακρατικοί με δράση δοσιλογική στην κατοχή, πίνουνε χασίς, φτιάχνονται και μετά βασανίζουν κρατουμένους.
Έχουμε τις εκδόσεις της ΕΠΟΝ σχετικά με το χασίς.
Από την άλλη, ο χρόνος από την Κατοχή και τον Εμφύλιο είναι σύντομος. Τα γεγονότα που έζησαν όλοι τους είναι φρέσκα και δεν έχουν αμβλυνθεί. Οι αριστεροί εξακολουθούν να τα ζούνε στην καθημερινότητά τους.
Έχουμε την βιογραφία του Βαμβακάρη που η αντιπαράθεση σχετικά με τα χασικλίδικα επιβεβαιώνεται. Οι χίτες και οι ταγματαλήτες ήταν συγκοινωνούντα δοχεία.
Όλα αυτά συνιστούν σοβαρές ενδείξεις ότι δεν ήταν απλά μια “υπόνοια” ή ένα “κουτσομπολιό” της εποχής.
Όπως είπα και στο πρώτο μου μύνημα:
“Δεν είναι κάτι που μπορώ να το στηρίξω πέρα από το ότι είναι προσωπική μαρτυρία. Αλλά εφόσον μπορέσουμε, αν ισχύει, να το διασταυρώσουμε με τις ενδέιξεις αλλά και με άλλες μαρτυρίες, τότε αν θέλετε δικαιολογείται η στάση της “αριστεράς” απέναντι σε αυτό ακριβώς. Το χασικλίδικο ρεμπέτικο.”

Συμπλήρωση: Υπάρχει ο Μουσχουντής στην Θεσσαλονίκη, ο κουμπάρος του Τσιτσάνη που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών που αναφερόμαστε.

1 «Μου αρέσει»

Υπαρχει μια μανια θεωρω,σκοπιμη ισως,για λογους πολιτικους κ εγωπαθειας,να εντασουμε τη τεχνη,σε πολιτικους χωρους.Ανεκαθεν συνεβαινε αυτο.Ο ενας λογος ειναι,διοτι,η τεχνη που δημιουργειται απ τον '‘δεινα’'καλλιτεχνη που εχει κ πολιτικη αποψη ετσι οπως την αντιλαμβανεται αυτος και '‘κερδιζει’'το κοινο,εχει απηχηση δηλ,θελουν ολοι να την οικειοποιηθουν.Ο αλλος λογος ειναι,διοτι,αν η τεχνη,δεν εντασσεται πολιτικα καπου,δε μπορει να χρησιμοποιηθει για χειραγωγηση ενος λαου η τμηματος του.Η πολιτικη,ειναι σκληρη κ αδυσωπητη.Δεν ενδιαφερεται αν η μουσικη(το ρεμπετικο πχ) υμνει κ κλαιει για τη σκληρη καθημερινοτητα,την αναγκη του ανθρωπου να ερωτευθει κ να κανει ονειρα,την αναγκη της επιβιωσης σε εποχες απολυτης ενδοιας,τον παραφορο κ αρρωστο ερωτα του ανθεωπου στο χρημα(τοτε κ…τωρα…)και ολα αυτα που κανουν εναν ανθρωπο να αναστεναζει.Η πολιτικη ομως φιλοι μου,δε θελει τον ανθρωπο να αγαπα τη ζωη…θελει αυτη να τον οδηγησει στην κοινωνια που επιθυμει η ιδια(η καθε ιδεολογια).Κατα βασει,δε θελει ελευθερους ανθρωπους,θελει αυτη να διδαξει την ελευθερια στον πολιτη.Το ρεμπετικο,ταπεινη μου αποψη,ηταν κ ειναι απολιτικ.Διχως πατερα δηλ.Η μανα ζωη το γεννησε κ ετσι ως σημερα στα χειλη του λαου μας.Ειναι βιωματικο κ ρεαλιστικο μαζι.Εχει αργο κ βαρυ τεμπο οπως ειναι κ η ζωη ενος ατομου εντιμο απεναντι στα δικα του ηθη.Πληγωνεται,αγαπα,στεναχωριεται,πλαναται,ψευδεται προσπαθωντας να ζησει…μοναχος χωρις ‘‘νονους’’ κ '‘καθοδηγητες’'διχως να γινει δοσιλογος απεναντι στον εαυτο του.Γι αυτο διωχθηκε,γι αυτο θα υποτιμαται,διοτι δε καλλιεργει συνειδησεις.Διδασκει την ωμη πραγματικοτητα,αυτην που οι πολιτικοι θελουν να κρυψουν.Ειναι ελευθερο και ετσι θα μεινει.Και οχι,δεν ειναι αριστερο,ουτε δεξιο ουτε τιποτα.Θα διωκεται παντα,φανερα η οχι.Ευχαριστω.

1 «Μου αρέσει»

Σύντομα, μερικά σχόλια:

Από τις αφηγήσεις έγκλειστων δεν έχουμε ούτε μια αρνητική αναφορά για το ρεμπέτικο, ενώ αντίθετα διαφαίνεται έκδηλη η ανάγκη να διαχωρίσουν τη θέση τους απέναντι στους ποινικούς και στους χρήστες - γενικά σε ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κουλτούρα της παρανομίας.
Ποινικοί και χρήστες περιγράφονται ως ηθικά διαβρωμένοι, στην πλειοψηφία τους.
Από επιλογές σε τραγούδια - όσον αφορά στους έγκλειστους αριστερούς, πάντα - έχουμε περισσότερο εμβατήρια, δημοτικά, αλλά και λαϊκά, παραφρασμένα τις περισσότερες φορές, με στόχο προφανώς να κινητοποιούνται δυνάμεις αντίστασης και όχι ηττοπάθειας ή εγκατάλειψης.
Βλέπουμε επίσης ότι στους ποινικούς – και στους χρήστες – αποδίδεται η κατηγορία συνεργασίας με τον κόσμο της καταστολής, αστυνομία, διοίκηση φυλακής κ.λπ. , τους οποίους γενικά κατηγορούν ως πράκτορες στην υπηρεσία διωκτικών αρχών και διοικήσεων.
Πώς μπορεί να εδραιωθεί αυτή η κατηγορία;

  • Όσον αφορά στον περιβόητο Νίκο Μουσχουντή, αρχηγό της αστυνομίας Θεσσαλονίκης, βρήκα μια πολύ περίεργη, έγκυρη και άξια συζήτησης πληροφορία από το βιβλίο του Mark Mazower, «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων», σελ. 465:
    Ο Μουσχουντής, λοιπόν, όχι μονο διατηρούσε άριστες σχέσεις με παρακρατικούς και υπόκοσμο, αλλά ότι μια μαντάμ, την κυρία Δέδε, που είχε ένα σπίτι με προσφυγοπούλες στην οδό Αγγελάκη, τη διάλεξε για κουμπάρα του, νονά του παιδιού του !
    Όσο και αν ο ίδιος και οι συνάδελφοί του προστάτευαν τα πορνεία, με αντάλλαγμα πληροφορίες, το να προχωρήσει και σε κουμπαριά αυτός, ένας αρχηγός αστυνομίας της περιοχής, σίγουρα συνηθισμένο δεν το λέει κανείς!

  • Όσον αφορά στον τεκέ στη Γυάρο, έχουμε μια πληροφορία από τον Αντρέα Νενεδάκη στο «Ημερολόγιο της φυλακής, Γυάρος, Απαγορεύεται» ότι, τον Απρίλη του 1948, έβαλαν τους ίδιους τους κρατούμενους να χτίσουν ένα σπίτι το οποίο αμέσως έγινε χαμαιτυπείο, τεκές, με μπαγλαμάδες, λουλάδες, χασίς, τραγούδια, μεθύσι, όργια, ότι μαστούρωναν όλη τη νύχτα και μετά χτυπούσαν με βία τους κρατούμενους

  • Ο Γιώργης Πικρός [Γιώργης Βαγιάκης] στο «Χρονικό της Μακρονήσου», Σύγχρονη Εποχή, 1979, αναφέρεται στη μετάδοση από το τοπικό ραδιόφωνο «σκληρών ρεμπέτικων», καθώς και γλέντια των αλφαμιτών που διανθίζονταν ως επί το πλείστον από ζεϊμπέκικα και «βαριά ρεμπέτικα» - γεγονός που εκλαμβανόταν ως προκλητικό από μέρους των έγκλειστων – ειδικά επειδή στη συνέχεια βιαιοπραγούσαν κατά των έγκλειστων θυμάτων τους.

  • Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για «τακτική χρήση χασικλίδικων τραγουδιών από τη διοίκηση
    καθώς και διδασκαλίας χασάπικου μέσα στις σκηνές», στο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου – Το Χρέος».

Επίσης, το ότι σήκωσε θύελλα αντιδράσεων η μελοποίηση του “Επιτάφιου” από το Μ.Θ. η αιτία ήταν ότι “θύμιζε ρεμπέτικο”, ενώ η εκτέλεσή του από το Μ.Χ. " το έσωζε από τη χοντράδα…"

Λουκά, σ’ευχαριστώ πολύ για το λινκ.
Αυτό το “διάφορα” που λέει ο Πετρόπουλος, προσπαθώ να διερευνήσω.
Αν προκύψει κάτι, θα επανέλθω στο θέμα.

5 «Μου αρέσει»

Για τον Ν. Μουσχουντή από την βιογραφία του Μ. Βαμβακάρη, μεταφέρω αυτολεξεί:
“Πηγαίναμε κάπου πιο όξω σε κανένα καφενεδάκι, να μη φαίνεται κιόλας, να μην μας γνωρίζουνε. Εμάς να μας γνωρίζουνε δηλαδή αλλά αυτόνε να μη τον γνωρίζουνε. Απόφευγε δηλαδή. Φουμέρναμε εμείς μπροστά του και μας έδινε πράμα αυτός να φουμάρουμε.”
Σελίδα: 166, εκδόσεις Παπαζήση.
Τις σχέσεις του με τον υπόκοσμο τις επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Βαμβακάρης με αρκετές λεπτομέρειες.
Ο Μουσχουντής πέρασε από την αγκαλιά του Μεταξά, στην αγκαλιά των Γερμανών και μετά των αγγλοαμερικάνων.
“Το 1934 προήχθη σε Ανθυπασπιστή και μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε κυρίως στη Γενική Ασφάλεια. Το 1937, ως Ανθυπομοίραρχος, έγινε για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστός, επειδή επέτυχε τη σύλληψη κάποιου απατεώνα με το επώνυμο Ζαρίφης, που φαίνεται ότι τον αναζητούσαν οι αστυνομίες πολλών χωρών. Στη Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης υπηρέτησε και κατά τη διάρκεια της κατοχής, ενώ στη διάρκεια της λεγόμενης [ Εαμοκρατίας], δηλαδή μετά την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και μέχρι τη [Συμφωνία της Βάρκιζας], φαίνεται πως κρυβόταν από το [ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ], που ήλεγχε τότε τη Θεσσαλονίκη.”
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Νικόλαος_Μουσχουντής

1 «Μου αρέσει»

Λουλούδι!

(δεν θέλω να προσθέσω τίποτε άλλο)

1 «Μου αρέσει»

Κύριε Πολίτη. Αυτό το άρθρο είχε ανέβει πριν από πολλούς μήνες από έμένα στο forum όπου είμαι και ο συντάκτης του. Στο παλιότερο νήμα είχα εκθέσει εκτός από το άρθρο και τις απόψεις μου στην συζήτηση που επακολούθησε.
Ευχαριστώ για την πληροφορία ότι ο Μάρκος συναντήθηκε όχι με τους Χίτες αλλα με την Γκεστάπο, αν μου δίνατε και την πηγή θα σας ήμουν ευγνώμων γιατί από το βιβλίο του Μάρκου αυτό δεν το διαπίστωσα.
Η πλήρης σχέση του Ρεμπέτικου με τις Ψυχοτρόπες Ουσίες είναι άτοπη και εννοώ την ταύτιση. Εκτός από τις ανθολογίες (του Κουνάδη την αναφέρει ο Gauntlet και την θεώρησα ως δεδομένη) υπάρχουν και άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο αποσπασματικά. Πιο αναλυτικά έχω ασχοληθεί με προσωπική εργασία για την σχέση του ρεμπέτικου με τις ψυχοτρόπες ουσίες όπου θα μπορούσα να σας την στείλω εάν ενδιαφέρεστε.
Η σύνταξη του άρθρου έχει σκοπιμότητα, αυτή της διερεύνησης της αλήθειας, με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία.

4 «Μου αρέσει»

Γειά σου Βλαδίμηρε! Τις επόμενες ημέρες θα ψάξω το νήμα όπου πρωτοανέβηκε το άρθρο (δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι προέρχεται από σένα), να δώ και τους αντίστοιχους σχολιασμούς.

Πηγή για τη συνάντηση του Μάρκου (Βαμβακάρη) με τον συνονόματό του Χίτη είναι το ίδιο το βιβλίο της Κάιλ: Ο Μάρκος μιλάει εκεί για την (οδό) Μέρλιν όπου συναντήθηκε με τον (άλλο) Μάρκο σε γραφείο Γερμανού Αξιωματικού. Στην οδό Μέρλιν ήταν βέβαια η Γκεστάπο, όχι τα γραφεία της οργάνωσης Χι, αν βέβαια υποθέσουμε ότι είχε γραφεία.

Σε ό,τι αφορά ταύτιση Ρεμπέτικου και χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών: Πρώτον, να διευκρινίσω ότι κι εγώ συμφωνώ απόλυτα ότι με τίποτα δεν μπορούμε να δούμε ταύτιση. Οι θεματολογίες στο ρεμπέτικο είναι πάρα πολλές, όχι βεβαίως μόνο η σχέση των “ρεμπετών” με τις ουσίες. Όμως, στη δική σου θέση δεν θα έψαχνα για αποδείξεις στο βιβλίο του Πετρόπουλου. Ναι μεν, ο λόγος 106 χασικλήδικα προς 1400 σύνολο είναι εντυπωσιακός, όμως το βιβλίο ονομάζεται και είναι Ανθολογία και κάθε ανθολογία είναι μία επιλογή από ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο. Στη δική μας περίπτωση, μπορεί να γράφτηκαν ίσως και 10.000 ρεμπέτικα τραγούδια ή και παραπάνω, από τα οποία ένα πολύ μικρό τμήμα ευτύχησε να δισκογραφηθεί και από αυτά τα λίγα κομμάτια ο Πετρόπουλος επέλεξε όσα επέλεξε, με τα δικά του βέβαια κριτήρια που δεν μπορούμε πιά να ξέρουμε τις προτεραιότητες που ακολούθησαν.

Όσο για την “Ανθολογία Παναγιώτη Κουνάδη”, δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, χωρίς βιβλιογραφία στο εξοχικό μου σπιτάκι, να θυμηθώ αν πράγματι ο Gauntlet αναφέρει κάπου, κάτι τέτοιο, όμως επαναλαμβάνω, προσωπικά δεν γνωρίζω την ύπαρξη τέτοιου πονήματος και θα όφειλα.

3 «Μου αρέσει»

Στο άρθρο που ανέβασε ο pantelinux από την Κατιούσα με τίτλο “Ο Μαρκος για τους κομμουνιστές”, αναφέρονται αποσπάσματα από αυτή την περίπτωση.

“Κύριε Πολίτη. Αυτό το άρθρο είχε ανέβει πριν από πολλούς μήνες από έμένα στο forum όπου είμαι και ο συντάκτης του. Στο παλιότερο νήμα είχα εκθέσει εκτός από το άρθρο και τις απόψεις μου στην συζήτηση που επακολούθησε.”
“Η σύνταξη του άρθρου έχει σκοπιμότητα, αυτή της διερεύνησης της αλήθειας, με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία.”

Όταν ένα άρθρο περιέχει κατάφωρα ψέματα, μόνο την διερεύνηση της αλήθειας δεν εξυπηρετεί. Όσο και να θες να παραποιήσεις την αλήθεια, δεν μιλάς σε ηλίθιους που δεν ξέρουν τι τους γίνεται.

1 «Μου αρέσει»

όπως βλέπετε, δεν συμμετέχω σε αυτήν την επανάληψη της παλιότερης συζήτησης. είχαμε πει τότε πέντε πράγματα ο καθένας από την πλευρά του, θεωρώ ότι να τα ξαναλέμε για να μείνει τελευταία κουβέντα η δικιά μας δεν μας ταιριάζει. και σίγουρα δεν μας ταιριάζουν τέτοιοι χαρακτηρισμοί.

3 «Μου αρέσει»