Σχετικά με τους τεκέδες αυτό που ξέρουμε όμως είναι ότι και πριν τον πόλεμο τους ελέγχει το σκληρό παρακράτος - περιθώριο. Προς απόδειξη αυτού θα φέρω τα λόγια του Βαμβακάρη από την αυτοβιογραφία του για ένα τεκέ στα χιώτικα που τον φέρνει ως εξαίρεση αναφερόμενος στην συνεργασία του με την αστυνομία αφού αναφέρει όσους θυμάται:
“Δεν τον άφηνε να σταθεί. Στην φυλακή, εξορία σε διάφορα νησιά, γιατί δεν τους έλεγε τίποτας, ενώ οι άλλοι την εφέρνανε.” Αυτοβιογραφία σελ. 113
Ο Βαμβακάρης συνεχίζει στην σελίδα 114.
“Όλα αυτά που συζητάμε από το τριάντα μέχρι το σαράντα. Και στην πείνα υπήρχανε. Στην κατοχή εβρισκότανε χασίσι και μάλιστα πιο αβέρτα πουλιότανε. Μια φορά στην κατοχή μ’επιασαν σε ένα τεκέ και μ’ άφησαν.”
Περνάμε στα μαγαζιά τώρα που έπαιζε. Καταρχήν για το δικό του αναφέρει την συνάντησή του με τον Λιαρομάτη διευθυντή στο Πειραιά. Του λέει επί λέξη:
“Όταν θες να σου δώσουμε την άδεια, εσύ πρέπει να γίνεις άνθρωπος δικός μας.”
Παρακάτω αναφέρει ο Λιαρομάτης: “ Όσοι έχουν μαγαζιά μας έλεγαν και εμείς εμαθαίναμε.”
Αυτοβιογραφία σελ. 156
Επίσης έχει αναφερθεί ξανά και από άλλες πηγές η σχέση του Ν. Μουσχουντή με τον υπόκοσμο και το περιθώριο της Θεσσαλονίκης. Δεν χρειάζεται να ξαναγράψω σε ποιες σελίδες αναφέρεται αυτό.
Από άλλη πηγή αναφέρω το εξής απόσπασμα σχετικά με την Θεσσαλονίκη, (Βίοι παράλληλοι με την Αθήνα):
“Στην οδό Ειρήνης βρισκόταν το μαγαζί του Χρήστου Παπαδόπουλου ή Κέρκυρα, απ’ όπου πέρασαν όλοι οι γνωστοί ρεμπέτες της Αθήνας μετά το 1935 ως το τέλος της Κατοχής. Το 1944 ο Κέρκυρας και ο 17χρονος γιος του Γιωργάκης, που έπαιζε μπουζούκι, ταγματασφαλίτες και οι δύο στα τάγματα του Βήχου, βρέθηκαν δολοφονημένοι έξω από το μαγαζί τους από τις ομάδες του διαβόητου Δάγκουλα, σε ξεκαθάρισμα ύποπτων συναλλαγών. Ο Κέρκυρας, τυπικός εκπρόσωπος του υποκόσμου που σύχναζε και συναλλασόταν στο Βαρδάρι, παρότι είχε καταδικαστεί για φόνο και λαθρεμπορία, βρισκόταν έξω από το Γεντί Κουλέ, μια κατά πάγια τακτική της εποχής τέτοιοι τύποι ήταν το “μάτι και το αυτί” της αστυνομίας και του παρακράτους.”
Πηγή: www.isth.gr/images/uploads/14-ZAFEIRHS.pdf
Το κείμενο συνεχίζει και αναφέρεται σε άλλες δύο περιπτώσεις, του Μαλίκ Μπέη όπως και του Καφαντάρη.
Ο Β. Τσιτσάνης σε μια από τις εκδοχές για την δημιουργία της Συννεφιασμένης Κυριακής:
“δ/. οι πόρτες του μαγαζιού Αετός, κλειστές, πολλοί ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι και μαυραγορήτες που βρίσκονται μέσα επιδίδονται σε βωμολοχίες πυροβολισμούς αντριλίκια και πίεση στην ορχήστρα να τραγουδήσουν κι άλλο.”
Πηγή:http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=4145
Αυτά τα παραδείγματα τα φέρνω γιατί αποδεικνύουν το εξής φαινόμενο. Ότι και προπολεμικά αλλά και στην διάρκεια της κατοχής όπως και του εμφυλίου, ο παρακρατικός μηχανισμός που αποδεδειγμένα συνεργαζόταν με την αστυνομία, συνέχισε να έχει στην συντριπτική του πλειοψηφία την ιδιοκτησία τεκέδων και μαγαζιών που έπαιζαν μπουζούκια μέσα. Αυτό απαντά στο 1) του Περικλή καθώς και στο Α), καθότι δεν χρειάστηκε καμμιά “μαγεία” αλλά ήταν ήδη ένα φαινόμενο υπαρκτό και πολύ καλά καταγεγραμμένο. Το να υπάρχουν και ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν συνεργάζονταν με την αστυνομία ήταν ακριβώς αυτό, εξαιρέσεις.
Τα 2), και 3) σημεία που αναφέρει ο Περικλής έχουν απαντηθεί στην δεύτερη συζήτηση “Αριστερά και Ρεμπέτικο” με την απλή διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν πουθενά καταγραφές επίθεσης οργανωμένων κομμουνιστών σε τεκέδες όπως υποστήριζε ψευδώς και ο Βλαδίμηρος, αλλά ούτε και καταγραμμένη κάποια απόφαση κομματικού οργάνου που να καταφέρεται στο ρεμπέτικο. Αλλά και για τους δύο και τον Περικλή και τον Βλαδίμηρο αυτά είναι ψιλά πράγματα.
Και για να μην μείνουν αμφιβολίες θα αναφέρω πάλι τα ακριβή λόγια του Βαμβακάρη από την αυτοβιογραφία του αναφερόμενος στο “Καρέ του Άσσου” που έπαιζε εκείνη την εποχή:
“Οι αντάρτες θέλανε να παίζω δικά μου κομμάτια και να μην είναι χασικλήδικα για να μην μαθαίνει ο λαός τέτοια πράγματα.” Σελ.209
Τα κομμάτια που έπαιζε ο Μάρκος εκτός των χασικλήδικων δεν ήταν ρεμπέτικα; Αλλά όπως είπαμε αυτά είναι ψιλά γράμματα.
Και για να τελειώσω, το γεγονός είναι ότι, στην διάρκεια της κατοχής τα μαγαζιά ζούσαν στην ουσία μόνο από μαυραγορίτες, σαλταδόρους, γερμανούς, ιταλούς και έλληνες συνεργάτες τους. Ο κόσμος δεν πήγαινε να γλεντήσει. Και αυτό ήταν απόλυτα λογικό. Ειδικά αν σκεφτείς ότι τον χειμώνα του 1941 πάνω από 400.000 άνθρωποι είχαν χάσει την ζωή τους λόγω πείνας. Ποιο σπίτι δεν ειχε κάποιον να κλάψει; Ίσως αυτό να ακούγεται απόλυτο, αλλά τις καταγραφές που έχουμε για γλέντια του κόσμου, τις έχουμε μόνο στα πλαίσια των ελεύθερων συνοικιών της Αθήνας και όχι στα μαγαζιά αλλά σε πλατείες. Βλέπε μαρτυρία Γενίτσαρη για την Κοκκινιά σε σχέση με το τραγούδι του για τον Στέλιο Καρδάρα.
Όλες αυτές οι μαρτυρίες θεωρώ ότι δίνουν βάση στο τετράπτυχο: Παρακρατικός – Ταγματασφαλίτης – Τεκές – Χασικλήδικο τραγούδι, και την αντίδραση του αγωνιζόμενου λαού απέναντι σε αυτό. Όπως είπα και σε προηγούμενο μύνημα έπρεπε να περάσει καιρός για να μπορέσει να ειδωθεί το ρεμπέτικο με ηρεμία και νηφαλιότητα.