Αγωνιστές του '21, Κουτσαβάκηδες και Ζεϋμπέκοι

Αγαπητοί φίλοι , θά προσπαθήσω νά αναλύσω τήν λέξη κουτσαβάκης βασιζόμενος στους κανόνες που μας προσφέρει τό έργο τού Πλάτωνος που ανάφερα στό προηγούμενο μήνυμά μου . Πρώτα απ’όλα ετυμολογία σημαίνει η μελέτη τού ετύμου , δηλαδή , η μελέτη τής αληθινής έννοιας τών λέξεων , πρέπει νά θυμόμαστε ότι αρχή σοφίας η τών ονομάτων επίσκεψις , αλλά για να φθάσουμε στην σοφία πρέπει νά πάμε καί στα ίδια τά πράγματα , διότι τά ονόματα είναι μόνον ομοιώματα , είδωλα τών πραγμάτων που τά παριστάνουν . Πολύ χρήσιμες οι περιγραφές καί οι εικόνες διαθέσιμες στις αναρτήσεις τών υπολοίπων τής παρέας μας . Όταν ο Σωκράτης καί ο Ερμογένης ερευνούν τό τί πρέπει ο κάθε ονοματουργός νά αποτυπώσει στην λέξη για νά είναι τό κατάλληλο εργαλείο τού λόγου φθάνουν στο συμπέρασμα ότι η λέξη πρέπει νά εκφράζει όχι την εμφάνιση , διότι η άλλες τέχνες τό κάνουν καλύτερα όπως η ζωγραφική καί η γλυπτική , αλλά τήν ουσία τού πράγματος καί τί είναι ένας κουτσαβάκης , η ένα κουτσαβάκι , όπως οι μάγκες τής Νίκαιας (Κοκκινιάς) αναφέρονταν για αυτούς υποτιμητικά ; Ποια είναι η συμπεριφορά τους ; Γι’αυτό δώκει μοι πως η λέξη είναι σύνθετη από κουτσά δηλαδή τρόπος μη ευθέως ή ύπουλα , καί τό ρήμα βάλλω δηλαδή χτυπώ , συνεπώς κουτσαβάκι είναι ένα υποκείμενο που κουτσά βάλλει , καί τόσο η εμφάνισή τους όσο καί τό βάδισμά τους τό δηλώνουν απειλητικά . Νά είστε καλά .

Δοκεῖ μοι ότι καί η κατάληξη κης ή κι στην λέξη κουτσαβάκης ή κουτσαβάκι δηλώνει ότι είναι μικρός ή μικρό καί μου φαίνεται υποτιμητική , καί περισσότερο στην μορφή ουδέτερη .

55 posts were split to a new topic: Γλωσσολογικές θεωρίες και συζήτηση για τις πηγές αυτών

Βρέθηκε κι άλλο “ινδοευρωπαϊκό”, και χωρίς να ψάξω, μπροστά μου το βρήκα: το αρχαίο Νυν! (Νυν απολύοις τον δούλον σου κλπ.). Γερμανικά: Nun, αγγλικά: Νow

5 «Μου αρέσει»

Να προσθέσουμε και τρία αριθμητικά, που τα βρήκα ξεφυλλίζοντας ένα παλιό βιβλίο θεωρητικών της ανατολικής μουσικής. Ως γνωστόν, οι ονομασίες των «περντέδων» προέρχονται από τα Περσικά, που βεβαίως είναι της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Έχουμε λοιπόν:
Γιεν = Ένα (ή, πρώτο, από τον περντέ Γιενγκιάχ), Εin, One, Un, Uno…

Ντου = Δύο, (από τον περντέ Ντουγκιάχ), Deux, Two, Due…

Τσαρ = Τέσσερα

Στο βιβλίο σημειώνεται ότι η λέξη Γκιάχ στα Περσικά σημαίνει Τόπος, θέση.

Ναι αλλά δεν είναι Γιενγκιάχ, με ν, είναι Γεγκιάχ. Άλλωστε, αν ως «ένα» πιάσουμε το Γιεγκιάχ, πώς μπορεί το «δύο» να είναι το Δουγκιάχ, μια 5η παραπάνω; Αν Δουγκιάχ είναι το «δύο» τότε το «ένα» τοποθετείται στο Ραστ. Και το τέσσερα, ορθώς, στο Τσαργκιάχ.

Ωραιότατα θα μπορούσε να είναι και Γιενγκιάχ. Δεν έχουν τυποποιηθεί στην ελληνική τους γραφή αυτά τα ονόματα.

Η ακολουθία των κυρίων φθόγγων του δις διαπασών, όπως την δίνει ο Κηλταντζίδης, είναι:
Γιεγκιάχ, Ασηράν, Αράκ, Ράστ, Δουγκιάχ, Σεγκιάχ, Τσαργιάχ, Νεβά, Χουσεϊνί, Εβίτζ, Γκερντανιέ, Μουχαγιέρ, Τίζ Σεγκιάχ κλπ. Έψαξα να βρώ το δικό μου δις διαπασών, όπως μας το είχε γράψει στον πίνακα ο Χρήστος Τσιαμούλης, αλλά δεν το βρήκα και δεν το θυμάμαι απ’ έξω.

Πρώτη νότα του δις διαπασών θεωρείται βεβαίως το ραστ, οπότε σωστά έρχονται τα επόμενα. Το Γιενγκιάχ ίσως έχει την έννοια του πρώτου, εκ βαρέων, φθόγγου, λέω εγώ τώρα….

Αφού στα τούρκικα γράφεται με g, όχι με ng. Το ότι στα ελληνικά δεν πολυδιακρίνουμε το g από το ng (και το b από το mb, και το d από το nd) είναι αποκλειστικότητα της δικιάς μας γλώσσας. Αν κανείς πει ή γράψει Γενγκιάχ, από τούρκικο Yegah, δεν μπορεί παρά να είναι μια εκ των υστέρων αλλοίωση, πιθανή αποκλειστικά και μόνο στα ελληνικά.

Ά, τώρα το είδα, αλλά δεν ξέρω πώς να αντιγράψω το σχήμα. Δίπλα από την περσική ονομασία, ο Κ. σημειώνει και τον φθόγγο της βυζαντινής σημειογραφίας. Οπότε βεβαίως έχουμε Νη για το ράστ, οπότε το γιεγκιάχ είναι το κάτω Δη. Το γιατί, δεν το ξέρω…
Αν πας στον σύνδεσμο της ανέμης και κατεβάσεις το βιβλίο, το σχήμα της «σκάλας» είναι στη σελίδα 18.

Δεν είμαι Τουρκολόγος άρα, δεν μπορώ να ξέρω με πόση ακρίβεια έγιναν οι αντιστοιχίσεις μεταξύ λατινικού αλφαβήτου και αραβικής γραφής. Όμως, όταν στα Περσικά συνενώνεις το γιεν και το γκιάχ, δεν ξέρω πώς αυτό θα περάσει, ίσως μετά από αιώνες, στα Τουρκικά του όψιμου 19ου…

Τώρα μου ήρθε στο νού και κάτι άλλο, σχετικά με b / nb, g / ng κλπ. Κάποιος πλανόδιος γαλατάς που προμήθευε και τη μάνα μου, δεκαετία ΄40, εγκαταστάθηκε σε μαγαζί και έπρεπε να αναρτήσει επιγραφή. Ως σχεδόν αγράμματος, συμβουλεύτηκε τη μάνα μου που του έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί:
ΓΑΛΑΚΤΟΠΩΛΕΙΟΝ Κ. ΤΖΑΘΑΣ
Ο γαλατάς είδε το χαρτάκι και είπε: Λάθος, κυρία Ισμήνη, δεν λέγομαι Τζάθας, Ντζάθας λέγομαι!

Αυτό, έχω την εντύπωση ότι είναι σχετικά καινούρια εξέλιξη στην Ελλάδα. Δηλαδή μια περιθωριακή προφορά (πάντα άρρινη) παραμέρισε την μέχρι τότε κοινώς αποδεκτή προφορά (κάποτε άρρινη, κάποτε ένρινη) και πήρε τη θέση της. Η σχολική μου Νεοελληνική γραμματική (του ΟΕΔΒ), αναπροσαρμογή της μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, αναφέρεται σε άρρινη προφορά ( π.χ. στην αρχή της λέξης) και ένρινη προφορά π.χ. πέν-ντε.

Για λέξεις μουσικής ορολογίας, ίσως να πρέπει να σκεφτούμε πως είναι/ήταν η τούρκικη προφορά, πως θα ήταν η σμυρνέικη ή η πολίτικη εξελληνισμένη προφορά και πως θα ήταν η «σωστή» αθηναϊκή μεσοπολεμική προφορά.

Να σκεφτούμε δεν μπορούμε, χρειάζονται Τουρκολόγοι και σπανίζουν…

Αυτό δεν έχει την παραμικρή σημασία. Το θέμα είναι η αντιστοίχιση ανάμεσα στη λατινική γραφή και στην προφορά της ίδιας της γλώσσας. Ε τι διάβολο, δεν πιστεύω να την έκαναν στην τύχη, άλλο να λεν κι άλλο να γράφουν.

Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι το Yegah υποκρύπτει στην πραγματικότητα έναν τύπο Yengah, απλώς και μόνο για να το ταιριάξουμε με το πώς φανταζόμαστε ότι θα σχηματιζόταν στα περσικά (απολύτως άγνωστή μας γλώσσα) μια σύνθετη λέξη που, έτσι κι αλλιώς, δε θα σήμαινε αυτό που θέλουμε! Είναι η απόλυτη συλλογιστική αυθαιρεσία.

Μα όταν ξέρουμε ότι στα Περσικά, Υen (ή Jen ή Hen;)* σημαίνει Ένα και giah σημαίνει θέση, το να συμπεράνουμε ότι Υengiah σημαίνει πρώτη θέση δεν είναι καθόλου αυθαίρετο.

( * )
Αναρωτιέμαι, επειδή βεβαίως το *Εν(α) δασύνεται, μήπως θα έπρεπε να αποδώσουμε την περσική λέξη όσο κοντύτερα προς το Δίγαμμα γίνεται. Και στα Ρώσικα πάντως, η Ελένη Jelena γράφεται και Γιελένα προφέρεται.

α. Νίκο, ξέρεις τους κανόνες με τους οποίους παράγει η περσική γλώσσα σύνθετες λέξεις; (Εγώ όχι. Και αφότου είδα δύο παραδείγματα, είμαι σε θέση να πω ότι εξακολουθώ να μην τους ξέρω.)

β. Το «ένας» (είς) ποτέ δεν είχε δίγαμμα. Η δασεία προέρχεται από ένα χαμένο σίγμα. Reconstruction:Proto-Indo-European/sḗm - Wiktionary

γ. Στα ρώσικα η Ελένη γράφεται Elena (Елена) και προφέρεται Γελιένα, επειδή το έψιλόν τους πάντοτε προφέρεται ιε. Η δασεία δεν έχει παίξει κανένα ρόλο, αφού το όνομα το δανείστηκαν μετά τον εκχριστιανισμό τους, δηλαδή σε εποχές όπου η ελληνική δασεία από αιώνων ήδη είχε πάψει να προφέρεται και να υπάρχει (αν και βέβαια γραφόταν ακόμη, αλλά για λόγους καθαρά ιστορικούς).

Εγώ πάντως βλέπω εδώ

Etymology

From Proto-Hellenic *hens, *hmia, from Proto-Indo-European *sḗm, *smih₂. Cognates include Sanskrit सकृत् (sakṛt) and Latin semper.

το σίγμα να έχει εκπέσει σε δίγαμμα, που διατηρήθηκε και σε αυτά:

Ancient Greek: εἷς (heîs), ἧς (hês)

Mycenaean Greek: 𐀁𐀕 (e-me /hemei/, dative)

Byzantine Greek: ἕνας (hénas)

Εγώ πάντως το βρήκα ως Хелен

Είδες δίγαμμα; Κι εγώ γιατί δεν το βλέπω; Το σίγμα «εξέπεσε» (σικ) σε h, που είναι η καθιερωμένη λατ. μεταγραφή της δασείας.

Αυτό είναι η ρώσικη μεταγραφή του αγγλικού ονόματος Helen. Δεν είναι ρώσικα, είναι αγγλικά με ρώσικα γράμματα. Στη ρώσικη γλώσσα το «Ελένη» είναι αυτό που έγραψα.

Το δίγαμμα είναι άλλη ιστορία, στα ελληνικά απλά εξαφανίστηκε συνήθως χωρίς ίχνος
π.χ. νέFos → νέος (ενώ διατηρήθηκε ή άφησε ίχνος έστω ιστορικής ορθογραφίας ή με διαφοροποιημένη προφορά αλλού π.χ.new, novo κλπ). Άλλο η δασεία και η ψιλή, άλλο το δίγαμμα.

1 «Μου αρέσει»

Ωραιο το διγαμα, το ειχαν και στη γραμμικη β.