Γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου 1920 στα Κανάλια Καρδίτσας. Λίγο πριν το πόλεμο τον συναντάμε -από μαρτυρίες και βιογραφίες- στα Τρίκαλα να βγάζει μεροκάματο -παίζοντας ακόμα μόνο μπαγλαμά- και μέσα στην Κατοχή σε μικρά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, παρέα με τον κοντοπατριώτη του Απόστολο Καλδάρα, που ήταν φοιτητής εκεί.
Κατεβαίνει -κι αυτός, όπως οι περισσότεροι μετέπειτα συνθέτες τής κλασικής εποχής τού ρεμπέτικου- στα μαγαζιά του Πειραία, γύρω στο 1945.
Δούλεψε σε κάποια γνωστά μαγαζιά τής εποχής, αλλά κυρίως στα συνοικιακά (Φιλαδέλφεια, Ηράκλειο, Μενίδι). Η τελευταία του εμφάνιση, σαν μουσικός πάλκου, ήταν μαζί με τους Μπιθικώτση, Κλουβάτο, Ζαγοραίο και Μενιδιάτη το 1958 στο περιβόητο μαγαζί τού Γκίκα στο Μενίδι.
Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1947 με το συγκλονιστικό τραγούδι “Κάποια μάνα αναστενάζει”, που κυκλοφόρησε αρχικά μόνο στο όνομα του Τσιτσάνη, σε δύο εκτελέσεις, η πρώτη με τη Στέλλα Χασκίλ, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον ίδιο τον Τσιτσάνη και η δεύτερη με το Ντούο Χάρμα (Τόλη και Λίτσα Χαρμαντά).
Αυτό το τραγούδι στάθηκε αφορμή για κάποιες “κόντρες” του με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Η διαμάχη τού Μπάμπη Μπακάλη γι’αυτό το τραγούδι κράτησε χρόνια, μέχρι το 1964, που ο Τσιτσάνης παραδέχτηκε ότι είχε συμβάλει και ο Μπακάλης στη δημιουργία τού τραγουδιού και του παραχώρησε το 25% από τα δικαιώματά του και αναγράφηκε κατόπιν στις επανεκδόσεις δίσκων και το όνομά του.
Ο Μπάμπης Μπακάλης ήταν ένας σπουδαίος και αξιόλογος συνθέτης τής “Τρικαλινής σχολής του λαϊκού τραγουδιού”, με έντονο το μετεμφυλιακό κλίμα στη θεματολογία τού έργου του (δίκες, βασανιστήρια, εξορίες και πολιτικοί κατάδικοι, φτώχεια, φυματίωση, μετανάστευση, απομόνωση και αποξένωση απ’ την άδικη κοινωνία).
Πολυγραφότατος σε όλη την περίοδο του λαϊκού τραγουδιού -από το 1948 ώς το 1997 έγραψε σχεδόν πάνω από 1500 τραγούδια- που θα τα υπογράψει αρκετές φορές και σαν «Τρικαλινός». Έγραφε ο ίδιος στίχους, αν και συνεργάστηκε αρκετές φορές με τον Κώστα Βίρβο, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Δημήτρη Γκούτη κ.α.
Την δεκαετία του '60 κακολογήθηκε, από πολλούς, σαν κύριος εκπρόσωπος του ινδοπρεπούς τραγουδιού, για κάποιες διασκευές ινδικών και ανατολίτικων τραγουδιών, όπως το: “Δεν με πόνεσε κανείς” (“Καρδιά μου καημένη”) που κυκλοφόρησε το 1960 σε στίχους τού Δημήτρη Γκούτη και ερμηνευτές τους Στράτο Διονυσίου και Βεατρίκη Κάλη. (Οι περισσότεροι το μάθαμε στην εξαιρετική νεότερή του επανεκτέλεση από την Ελένη Βιτάλη). Και τελικά, αδίκως δόθηκε αυτή η έμφαση και ο χαρακτηρισμός στο όλο έργο του, γιατί μέσα στην τόσο μεγάλη δισκογραφική παραγωγή του, τα “ινδικά” είναι ένα μικρό και ασήμαντο ποσοστό.
“Μακάρι να πεθάνω”!
Ενα από τα κορυφαία ζεϊμπέκικα της ελληνικής μουσικής. Εκτός από δημιουργία, είναι και μαγική η ερμηνεία του. Ο Στέλιος με το Σπόρο δίπλα του να …οργώνει.
Αν είχα γράψει αυτό το τραγούδι, μόνο αυτό το τραγούδι και τίποτ’ άλλο, θα απαιτούσα να με κατατάσσουν στους κορυφαίους δημιουργούς.
Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΜΠΑΚΑΛΗΣ εγραψε κι αυτος τη δικη του ιστορια στο ρεμπετικο τραγουδι και στο λαικο αργοτερα, δινοντας ιδιως στον ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ παρα πολλα τραγουδια του αλλα και σε πολλους μεγαλους λαικους τραγουδιστες οπως ΠΟΛΥ ΠΑΝΟΥ, ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΥ, ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ κ.α.
Ειχαμε την τυχη να τον γνωρισουμε καλοκαιρι του '82 ή '83 στην ιστορικη ταβερνα “Φακα” στα Χανια καθως παραθεριζε και ηρθε μονος του και καθησε μαζι, εμεις ειμαστε καθε βραδυ εκει πολυς κοσμος καθε καρυδιας καρυδι ρεμπετολαγνοι, χωρις να μας πει ποιος ειναι. Καποιος φιλος τον καταλαβε και μετα οπως ηταν φυσικο η βραδυα εξελιχθηκε με αυτον πρωταγωνιστη, οπου παιρνωντας το μπουζουκι και παιζοντας ρεμπετικη κι ωραια πεννια και βλεποντας οτι ειμαστε φουριοζοι και παιζουμε μαστουρορεμπετικα ξεκινησε με το “Μη χειροτερα Θεε μου” του Τσιτσανη !! Ενας απλος, λαικος ανθρωπος, προσεγγισιμος και ταπεινος και μεγαλος μουσικος !!
Ας ειναι κατευωδιο για τον Μπαμπη Μπακαλη, οι ευχες μας το ρεμπετικο και το λαικο μας τραγουδι που υπηρετησε πιστα τοσα χρονια να μην σβησει ποτε !!
υγ
Σε ερωτηση μου τοτε για το καυτο θεμα που ανεφερεται πιο πανω, μου ειπε οτι βγαινοντας απο τη Μακρονησο το '49-'50 καπου εκει, αναγκαστηκε να δωσει στον Τσιτσανη το “Καποια μανα” και το “Κανε λιγακι υπομονη”.
Ετερον ουδεν …
Όποτε μιλάω ή διαβάζω για τον Μπακάλη, ο νους μου πάει κατ’ευθείαν, και με μεγάλη συγκίνηση στην ιστορία πίσω από το ΧΩΡΙΣΑΜΕ ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ. Τεράστιος συνθέτης, σφυρηλατήθηκε πολιτικά και τραγούδησε μέσα στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου για τα πάθη ενός λαού.
Η θύμηση και το μνημόσυνο ενός ανθρώπου είναι η Αθανασία του…
Η περιοχή της Καρδίτσας είχε το φυσικό προνόμιο να αποτελεί την “πύλη” της Δυτικής Θεσσαλίας προς την οροσειρά της Ν. Πίνδου και ειδικότερα προς το ορεινό σύμπλεγμα των Αγράφων. Έτσι, στην Αγορά της, μαζί με τα προϊόντα που απλώνονταν κάθε Τετάρτη στα πεζοδρόμια, συναντιούνταν και τα πολισμικά ιδιώματα της περιοχής. Ο Πολιτισμός του σταριού (Κάμπος) με τον πολιτισμό του τυριού (κτηνοτρόφοι των υψιπέδων) και τον πολιτισμό του κρασιού (ημιορεινές περιοχές αυτάρκειας). Γύρω από την αγορά αναπτύχθηκαν τα διάφορα μικροεπαγγέλματα βοηθητικά της διακίνησης των προϊόντων και της διαμονής και διατροφής των επισκεπτών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια κινητικότητα στην κουλτούρα της πόλης η οποία από πολύ νωρίς ξέφυγε από τα όρια της υπαίθριας παράδοσης αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και στη μουσική αυτό εκφράστηκε με την κατακλυσμιαία επιβολή του Ρεμπέτικου τραγουδιού στο μουσικό ρεπερτόριο της πόλης.
Πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, το θέτρο και η ζωγραφική θα δημιουργήσουν ένα προηγούμενο αυτής της “εξωστρεφούς” αναζήτησης με μεγάλους εκπροσώπους τον Πωλ, το Βαλταδώρο κ. ά. που διέπρεψαν εντός και εκτός Ελλάδας΄.
Όμως η Λαϊκή Μουσική ήταν αυτή που βρήκε τον πλέον κατάλληλο χώρο να ευδοκιμήσει. Μεγάλοι καλλιτέχνες (που κρίμα, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους) έπαιζαν, βιολί, Σαντούρι, Μπαγλαμά (Π. Πεδής - τον αναφέρει και ο Τ. Σχορέλης), Λαούτο (Μπουρλιάσκος), στις ταβέρνες “Παυσίλυπο΄” κ. α. και σε ανώνυμα μικρά οινοπωλεία (Μανώλης) πίσω από το παλιό (γκρεμισμένο σήμερα) Νοσοκομείο στην αγορά και στη συνοικία των Καμινάδων. Όποιο παιδί κατέβαινε για σχολείο ή δουλειά στην Πόλη από τα γύρω χωριά ήταν αδύνατο να μην γοητευτεί μ’ αυτό τον απέραντο κόσμο της αθωότητας, του “μισού καφέ” και της μιάς δραχμής μεζέ (μισό αυγό, 4 ελιές, και 1/4 κρεμμύδι ή 2 σκελίδες σκόρδο).
Μετά τον πόλεμο και το δράμα του εμφυλίου οι περίοικοι ορεινοί και ημιορεινοί πληθυσμοί εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους προς τις πεδινές περιοχές με το πρόσχημα της πιθανής τροφοδοσίας των ανταρτών. Οι καταδιωκόμενοι ορεσείβιοι κτηνοτρόφοι και οι “κρασάδες” των ημιορεινών περιοχών έφεραν νέες γαστρονομικές συνήθειες στην αναγκαστική τους συμβίωση με τους ανθρώπους της πόλης και του κάμπου. Στις καθημερινές απολαύσεις μπήκε το “τσίπουρο” το οποίο προϋπήρχε βέβαια πριν τον πόλεμο, πάντα όμως παράνομα. Μαζί με το τσίπουρο εμφανίζονται και τα τσιπουράδικα άλλοτε ως εξελιγμένα καφενεία (καφενεία που διέθεταν μια γκαζιέρα για την παρασκευή μεζέδων για τσίπουρο) κι άλλοτε ως μικρά ταβερνεία που μπορούσαν να σερβίρουν κι ένα φτηνό πιάτο φαγητό. Στα τσιπουράδικα και τα ταβερνεία αυτά συνωστίζονται κυρίως εργατουπάλληλοι της πόλης και φτωχοί μεροκαματιάρηδες επειδή το τσίπουρο ως ποτό μπορούσε να σερβιριστεί και σκέτο (χωρίς μεζέ) αλλά επειδή σε κάθε περίπτωση ήταν το φτηνότερο ποτό με τα σπουδαιότερα αποτελέσματα (αυτό όμως είναι μια συζήτηση που θέλει πολύ χρόνο και χώρο).
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον δημιουργούνται ονομαστά ουζερί όπως του Λάκη Καβάλα, του Μπαλογιάννη, του Τσικρίκη, του Κουκουρίκου στο σταθμό των τρένων κ.α. (Εκτός από του Τσικρίκη τα υπόλοιπα υπάρχουν με ένα σχετικό “εκσυχρονισμό” και λειτουργούν ακόμα στα ίδια περίπου πρότυπα. Το μουσικό ρεπερτόριο των μαγαζιών ήταν το σπουδαίο τους πλεονέκτημα. Ο Καβάλας διέθετε γραμόγωνο και πικ απ με μουσική και τραγούδια από Μάρκο μέχρι και Καζαντζίδη. Ο Λ. Τσικρίκης αυστηρά ρεμπέτικα κυρίως προπολεμικά, ο Μπαλογιάννης με εξειδίκευση στη δεκαετία του 50 και 60 και ο Κουκουρίκος στο τζουκ μποξ τα ίδια περίπου με τον Καβάλα. Εκεί λοιπόν μαθητές στο γυμνάσιο τη δεκαετία του 70 θα κοινωνήσουμε τις μεγάλες στιγμές του Λαϊκού μας τραγουδιού είτε από δίσκους 78 στρ. (Τσικρίκης, Καβάλας) ή 45 στρ. κ.ο.κ. Οι "λαμπάτοι ενισχυτές απέδιδαν τον όγκο του μπουζουκιού π.χ. του Χιώτη όταν με το τρίχορδο έπαιζε και τραγούδαγε μαζί με τον Σπαγκαδώρο το “Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω” ή τον Κυριαζή στα “Μινόρε της Ταβέρνας”, ή τον Καζαντζίδη στο “Ξέχασε με ξέχασέ με πριν μετανοήσεις”, μέχρι που το ρολόϊ του Αγίου Κωνσταντίνου σήμενε τον όρθρο και μεις ζαλισμένοι μετακομίζαμε για τις μαθητικές φτωχοκάμαρες στη “Λάκκα του Μαντζιάρα” με τη γλυκειά γεύση που μας άφηνε πάντα στο στόμα το “Χαράματα η ώρα τρείς” του Μάρκου. Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον ξεπήδησε κι μεγάλος συνθέτης Μπάμπης Μπακάλης κι οι Τρικαλινοί Τσιτσάνης Χρήστος και Βασίλης, ο Σαμολαδάς, ο πολύς Απόστολος Καλδάρας και πολλοί άλλοι ανώνυμοι μουσικοί.
Είμαι νέος (εννοώ στην παρέα σας) κι ας μου συγχωρεθούν πιθανές αβλεψίες είτε ανακολουθίες κυρίως δεοντολογίας. Ωστόσο ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ, βρήκα επιτέλους ένα forum πολιτισμένο κι είχα αρχίσει να τρομάζω από τους χιλιάδες τραμπούκους των blogs.