Warning: Ακολουθεί σεντόνι.
Να πω λοιπόν κι εγώ την ιστορία μου.
1. Από μικρός είχα μια τάση προς τη μουσική. Θυμάμαι να πηγαίνουμε οικογενειακά επισκέψεις σε σπίτια που τύχαινε να υπάρχει πιάνο, κι εγώ πήγαινα και το ψαχούλευα. Δε μου ‘κοψε όμως ποτέ να πω “μάνα θέλω όργανο”, και ούτε κι εκείνων τους έκοψε, παρόλο που με στέλναν σ’ ένα σωρό άλλα για να αποκτήσω ολοκληρωμένη παιδεία (γλώσσες, αθλήματα κλπ.). Είχα κάνει μόνο φλογέρα στο Δημοτικό, με μια πάρα πολύ καλή μουσικό.
2. Κάπου μέσα Γυμνασίου είδα σ’ ένα σπίτι ένα μικρό αρμονιάκι. Μπορούσες να πατήσεις το demo και, καθώς σου έπαιζε το έτοιμο κομμάτι, να πατάς τα κουμπιά των ρυθμών και να σου το μεταμορφώνει από εμβατήριο σε τάνγκο. Αυτό το (εντελώς αντιμουσικό, στην ουσία) κόλπο μ’ έκανε να το ερωτευτώ. Μου πήραν ένα παρόμοιο. Το πληκτρολόγιο ήταν περίπου όσο το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου τώρα!
Με το αρμονιάκι άρχισα να την ψάχνω, με απλές μελωδίες. Άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω τι είναι τα άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα, τι είναι το μοατζόρε και το μινόρε, ποιες νότες συνηχούν ωραία μεταξύ τους και ποιες όχι. Μάλιστα θυμάμαι τι αποκάλυψη ήταν όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ορισμένες κλίμακες σε καμία τονική δε βγαίνουν μόνο με άσπρα πλήκτρα: ανακάλυψα μόνος μου το Χιτζάζ και το Χιτζαζκιάρ (δεν άκουγα τότε ρεμπέτικα, πιο πολύ είχα στο νου μου τίποτε κινηματογραφικές σκηνές με καμήλες και σεΐχηδες…). Όποτε έβλεπα ανθρώπους κοντά μου να παίζουν κάποιο όργανο με πλήκτρα, προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω ό,τι μπορούσα από αυτά που έβλεπα/άκουγα να κάνουν. Έφτασα στο σημείο να μη με φτάνει αυτό το παιχνιδάκι.
3. Πήρα ένα μεγάλο αρμόνιο. Πέρα από τις διάφορες ετοιματζήδικες ευκολίες που προσέφερε, και που ήταν ωραίες για χαβαλέ (πλούσια έτοιμα ακομπανιαμέντα, μεγάλη γκάμα ήχων), αυτό που μ’ έκανε να αισθάνομαι ότι μπορεί να γίνει μουσική ήταν να το έχω ρυθμισμένο σε σκέτο πιάνο και να παίζω με τα δύο χέρια. Είχα βάλει πείσμα να μάθω να παίζω ροκ εντ ρολ. Σιγά σιγά κατάφερα να παίζω 12μετρους αυτοσχεδιασμούς. Ποτέ όμως δεν μπόρεσα να βγάλω κανένα άλλου τύπου κομμάτι: μπορούσα να βρω τη μελωδία και σε κάποιο βαθμό και τις συγχορδίες, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς να κάνω ώστε να βγει μια άρτια συνοδεία.
4. Παράλληλα έχω αρχίσει να ακούω ρεμπέτικα. Μετά το Λύκειο, κάποια στιγμή πιάνω τα πρώτα δικά μου λεφτά. Κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα μπαγλαμά (Χριστόφορος Μπρας, Εξάρχεια τότε). Τον ψαχουλεύω μόνος μου. Παίζω μόνο από Ρε, κυρίως μελωδία στα οργανικά μέρη και συγχορδίες στο τραγούδι. Ήμουν τότε με μια παρέα που 4-5 άτομα έπαιζαν κιθάρα, άλλος καλά, άλλος λιγότερο. Μαζευόμασταν και κάναμε βραδιές με ψιλοροκάκια και τέτοια. Τον μπαγλαμά ντρεπόμουν να τον φέρω στην παρέα, μέχρι που του πήρα κάπως τον αέρα. Μόλις μπόρεσα να βγάλω 3-4 τραγούδια από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να σκοντάψω, άρχισα να τον φέρνω. Έδωσα ένα νέο αέρα στο ρεπερτότιο της παρέας. Τα παιδιά, χωρίς ποτέ να κάτσουν να μου δείξουν, με έμαθαν πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, έβλεπα πώς σολάρει ο άλλος στην κιθάρα και συνειδητοποιούσα ότι δε χρειάζεται να τα παίζω όλα στην ίδια χορδή, κάπου υπάρχει και το κάθετο παίξιμο. Πώς γίνεται; Ε, καθόμουν και το 'ψαχνα. Εφεύρισκα ασκήσεις για τον εαυτό μου για να βγάλω σημεία που με δυσκόλευαν. Ή, άλλο παράδειγμα: έμαθα διά της πράξεως ότι το να παίζεις σε άλλους τόνους εκτός από Ρε όχι μόνο χρειάζεται αλλά είναι και εφικτό (από μόνος μου δεν το φανταζόμουν).
Ένας από τους κιθαρίστες της παρέας, ανταποκρινόμενος στο νέο ερέθισμα που είχα ρίξει, πήρε έναν τζουρά. Κάποιος καμμένος γνωστός γνωστού μάς πρότεινε να πάμε να παίξουμε στο καμμένο μπαράκι του. Έτσι συστάθηκε η ηρωική κομπανία «Μήτσος, Περικλής και Σέργιος». Αρχίσαμε καριέρα. Το καμμένο μπαράκι έφερε ένα άλλο λιγότερο καμμένο, και πάει λέγοντας. Οι συνθήκες πίεζαν να μαθαίνουμε όλη την ώρα: κι άλλα τραγούδια, κι άλλες τονικότητες για να βγει η φωνή, κλπ…
5. Μια καλοκαιρινή βραδιά, σε μια παραλία, με φωτιά και όλο το σχετικό πακέτο, σκάει ένας από διπλανή παρέα μ’ ένα απίστευτα γοητευτικό έγχορδο, που έπαιζε τόσο νοσταλγικά, τόσο ανατολίτικα. Τι είναι αυτό; Σάζι, μου λέει. Δηλαδή; Παραδοσιακό, μου λέει. Κεραυνοβόλος έρωτας. Γίνεται πάλι ένα τυχερό με κάτι λεφτά από τον ουρανό, και αποφασίζω να πάρω σάζι. Είχα ήδη αρχίσει να παίζω με μια πιο κανονική κομπανία, και θεωρούσα ότι έχω φτάσει στο μάξιμουμ της μουσικής απόδοσης που θα μπορούσα να πιάσω μόνος μου. Τώρα, καιρός για δάσκαλο.
Ωδείο Ρος Ντέιλι, τρία χρόνια. Σάζι, θεωρία μακάμ, ρυθμικό σολφέζ. Μόλις το πρωτοέπιασα ένοιωσα σαν να μην έχω ξαναπιάσει όργανο. Δε φανταζόμουν ότι δύο τρίχορδα μπορεί να διαφέρουν τόοοοσο πολύ μεταξύ τους. Όχι τόσο λόγω των μορίων όσο γιατί στο σάζι η πιο μπάσα δεν είναι η τρίτη αλλά η δεύτερη, πράγμα που ανατρέπει όλα όσα ήξερα. Εν πάση περιπτώσει, με την υπομονή του δασκάλου μου κάτι άρχισα να μαθαίνω. Πιο πολύ όμως μάζεψα σπόρους γνώσεων -τόσο από το μάθημα όσο και από την περιρρέουσα γνώση των διαδρόμων- που επωάστηκαν μερικά χρόνια και κάρπισαν αργότερα.
6. Μ’ όλα αυτά έχουμε καλύψει περίπου τη δεκαετία 1990. Το '99 επισκέπτομαι πρώτη φορά την Κάρπαθο. Εκεί, νέος έρωτας: τα καθαυτού παραδοσιακά -σε αντιδιαστολή προς τα paradosiaka του Ρος- και η τσαμπούνα. Οι Καρπάθιοι παίζουν μια μουσική που φαντάζει εντελώς αλλόκοτη και χωρίς σταθερές, αλλά που την κατέχουν όλοι, ένας ολόκληρος πληθυσμός. Το 'βαλα πείσμα να βρω τους κώδικές της και να τους σπάσω. Το πώς έμαθα τσαμπούνα είναι ένα άλλο μυθιστόρημα. Εν πάση περιπτώσει, κουτσόμαθα. Δεν έπαιζα όμως ποτέ στην Κάρπαθο, όσες φορές κι αν ξαναπήγα, γιατί είναι ένα όργανο εντελώς πρώτου επιπέδου, δεν έχει να καλύψεις πουθενά τις ατέλειές σου, όλα είναι στο φως, και εκεί το κοινό είναι τρομακτικά δύσκολο.
7. Ο έρωτας με την Κάρπαθο συνεχίζεται. Το 2004 διορίζομαι εκεί. Για να μπορώ να συμμετέχω στα γλέντια χωρίς αυτά τα προβλήματα της τσαμπούνας, άρχισα να περνάω τους καρπάθικους σκοπούς στο σάζι. Προσπαθούσα να μιμηθώ το στυλ του καρπάθικου λαούτου. Τελικά μου 'ρθε μια έκλαμψη: αντί να παίζω λαούτο στο σάζι, δεν παίρνω ένα λαούτο; Ραπακούσιος λοιπόν, αρχές 2005. Όταν έχεις ξεπεράσει το χάος που χωρίζει το σάζι από τον μπαγλαμά, μετά το λαούτο δεν είναι δύσκολη υπόθεση. Τους σκοπούς τους ήξερα. Το 'βγαλα σχεδόν κατευθείαν στη φόρα. Μετά από κάνα χρόνο τουλάχιστον, μία (1) φορά, έκατσε ένας ντόπιος φίλος και μου είπε: ξέρεις κάτι, εμείς εδώ, όταν η μελωδία πάει έτσι, το παίζουμε έτσι στο λαούτο. Αυτό ήταν το μόνο μου μάθημα λαούτου.
Πλέον είχα αρχίσει να βλέπω, στην πράξη, να ισχύουν παράξενοι και εξωτικοί κανόνες που είχα μάθει στου Ρος: η αυστηρά μονόφωνη μουσική, οι ασταθείς φθόγγοι και οι έλξεις, όλη γενικά η περίφημη τροπικότητα. Αφοσιώθηκα κάργα σ’ αυτό το στυλ.
Ε, δε χρειάζεται να εξηγήσω πώς έγινε να ανοιχτώ και στο τρίτο τοπικό όργανο, το λυράκι. Και μόνο βλέποντας τα δάχτυλα των λυράρηδων, καταλάβαινα συνήθως τι κάνουν. Βρέθηκα με μια λύρα (που μάλιστα την έφτιαξα εγώ, με τη στενή καθοδήγηση ενός φίλου οργανοποιού εκεί), και άρχισα να τη γρατζουνάω. Παρά ταύτα, η ενεργή μου παρουσία στα καρπάθικα μουσικά πράγματα περιορίστηκε στο λαούτο και το τραγούδι. Έπαιζα ωστόσο τσαμπούνα σε άλλα νησιά που επισκεπτόμουν, όπου το κοινό ήταν κάπως πιο ενθαρρυντικό από τους Καρπάθιους.
8. Το 2008 επέστρεψα στην Αθήνα. Άλλες μουσικές παρέες και συνθήκες. Εδώ η «παράδοση» είναι ένα ρεπερτόριο, δεν είναι τρόπος ζωής όπως στην Κάρπαθο. Το λαούτο είναι το πιο πασπαρτού παραδοσιακό όργανο, αλλά ξέροντας μόνο τις καρπάθικες τεχνικές δεν πας μακριά… Έστησα ένα συγκρότημα. Η τραγουδίστρια ζητούσε να βγάζω τους τόνους της. Την τρέλανα στη γκρίνια, αλλά κάπως προσπάθησα να το παλέψω κι αυτό (παρά τον μπαγλαμά και το αρμόνιο, για το λαούτο η αλλαγή τόνου ήταν εντελώς καινούργιο πράγμα για μένα).
Το '10 ή '11 ξαναβγήκε από μέσα μου το ίδιο αίτημα όπως και πιο παλιά: ό,τι έμαθα μόνος μου το έμαθα, από δω και πέρα μόνο ένας δάσκαλος μπορεί να με πάει πιο κει. Ξεκίνησα λοιπόν μάθημα λαούτου. Απεχθανόμουν (όπως και σήμερα) το κιθαρίστικο νεοδημοτικό παίξιμο, και αποφάσισα ότι πρέπει να παλέψω ενάντια στις προκαταλήψεις μου και να το μάθω κι αυτό. Κι αν τελικά το απορρίψω, τουλάχιστον να ξέρω τι απορρίπτω.
Το πώς λοιπόν σχηματίζονται οι συγχορδίες στο λαούτο και πώς μεταφέρονται σε οποιαδήποτε τονική ήταν άλλη μια τρομερή αποκάλυψη: είχα στα χέρια μου ένα όργανο με απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ ό,τι είχα φανταστέι μέχρι τότε. Με 2-3 απλά κόλπα μπορεί να κάνεις τα πάντα! Πάνω στον ενθουσιασμό μου έφτασα να συνοδεύω ηχογραφήσεις αλλοιώνοντας το κούρδισμά μου κατά μισό τόνο πάνω ή κάτω, μόνο και μόνο για ν’ απολαύσω το πόσο άνετα έβγαιναν οι τυπικά «άβολες» τονικότητες.
Εννοείται ότι σ’ όλο αυτό το μακρό διάστημα όλο και τύχαινε να πιάσω κι άλλα όργανα. Πλέον κανένα όργανο δε με τρομάζει. Ξέρω ότι στο βιολί μπορώ να βγάλω μόνο κραυγές και στριγγλιές, ότι στις ανοιχτές-ανοιχτές φλογέρες (τύπου νέι) δεν ξέρω καν να βγάλω ήχο, δεν έχω πιάσει ποτέ τρομπέτα, αλλά μ’ ένα ούτι, ένα νταούλι, ένα μαντολίνο, μια φυσαρμόνικα, έναν κεμανέ, ένα πιάνο, πάντα θα δοκιμάσω λίγο την τύχη μου.
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 18:16 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 17:59 —
Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία μου, βλέπω ότι εκτός από τα μαθήματα σαζιού, το ένα μάθημα λαούτου στην Κάρπαθο και τα πρόσφατα μαθήματα «σύγχρονου» λαούτου στην Αθήνα, σ’ όλα τα άλλα σημεία αναφέρω πράγματα που δεν προκύπτει πώς τα έμαθα. Δξλαδή πώς ματζόρε και μινόρε στα πλήκτρα; Δηλαδή πώς συγχορδιακή συνοδεία στον μπαγλαμά; Δηλαδή πως βρήκα τους δρόμους; Δηλαδή πώς κατάλαβα τους ακατανόητους καρπάθικους σκοπούς;
Ούτε εγώ θυμάμαι πώς. Υπήρχαν όμως γύρω μου. Δε θα αρχίσω να λέω μεταφυσικές αρλούμπες ότι υπήρχαν μέσα μου, γύρω μου όμως υπήρχαν. Δεν είχαμε τότε γιουτιουμπ, δίσκοι όμως πάντα υπήρχαν. Όπως υπήρχαν και μουσικοί στον περίγυρο -από φίλους που παίζαμε μαζί μέχρι και επαγγελματίες που τους έβλεπα ως θεατής στα λάιβ τους.
Το μέχρι στιγμής αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι ότι αποφάσισα να αναλάβω εθνομουσικολογική έρευνα για την τσαμπούνα, η οποία με οδήγησε σε όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου και σε επαφή με το 80% των τσαμπουνιέρηδων της Ελλάδας. Φυσικά, πολλοί από αυτούς δεν είναι μόνο τσαμπουνιέρηδες. Κάπου στα περιθώρια αυτού του κύκλου χωράνε και 12νήσιοι λυράρηδες και βιολιτζήδες, Θρακιώτες γκαϊτατζήδες και (πάλι) λυράρηδες, ακόμη και μερικά κλαρίνα και σαντούρια. Ενώ παράλληλα έχω πλέον αναγάγει το λαούτο στο χρηστικό όργανο με το οποίο θα βγάλω σε κάθε τόνο οποιοδήποτε κομμάτι οποιουδήποτε είδους για μια ανάγκη (π.χ. για τις πρόβες της σχολικής χορωδίας).