Σίφνος - Ρεμπέτικα

Έτσι όπως τα λές έχουν τα πράγματα, Γιάννη. Το γενικό συμπέρασμα: η προτροπή, όταν θέλεις να ερευνήσεις τα του τόπου σου να ψάξεις και στους γείτονες, δεν ισχύει μόνο για την ευρύτερη, εθνοτική προσέγγιση αλλά, προτίστως, μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Είναι απίστευτο το πόσο πολύ (και γρήγορα, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες παλαιοτέρων εποχών) ταξιδεύουν στίχοι και μελωδίες σε ολόκληρο το χώρο.

Τώρα για τον Πάριο, έχω πει και πολύ παλαιότερα ότι η ισοπέδωση (καταστροφή την είπα εγώ) που έφερε η ευρύτατη κυκλοφορία των δίσκων του τόσο στο ρεπερτόριο όσο (κυρίως) στη μανιέρα εκφοράς των “νησιώτικων” πρέπει να τοποθετηθεί στο ίδιο, υψηλότατο βάθρο μαζί με εκείνη των Κονιτοπουλαίων. Το μόνο που διαφοροποιεί τα κομμάτια αυτά από τα σκυλάδικα είναι η χρήση βιολιού αντί μπουζουκιού ως σολιστικού οργάνου. Όλα τα άλλα, νταμπαντούμπα, αναπνοές, συγκοπές στις ατάκες κλπ. καθώς και επίπεδο στίχων (στους δεύτερους), είναι ακριβώς τα ίδια…

Είναι γνωστό ότι την εποχή που αναπτύχθηκε το ρεμπέτικο αντιπετωπίστηκε αρνητικά από διάφορους «γραμματιζούμενους». Ο Μάνος Φιλιππάκης (1912-1985), αξιολογότατος εμπειρικός Σιφνιός λαογράφος, στο άρθρο του «Η Σίφνος, το νησί που τραγουδά» στο περιοδικό Κυκλαδικά του 1956 γράφει:
«Τελευταία βέβαια φθάνουν κι εκεί [σ.σ. Σίφνος] τα φτηνά ρεμπέτικα της Πρωτεύουσας, μα περνούν γρήγορα ακριβώς γιατί είναι φθηνά και έξω από το εκλεκτικό πνεύμα του Σιφνιού»
Στα προηγούμενα μηνύματα κατέγραψα «φτηνά» ρεμπέτικα τραγούδια που, όχι μόνο δεν «πέρασαν γρήγορα» αλλά, 54 χρόνια μετά από το κείμενο του Φιλιππάκη αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος στο παραδοσιακό σιφνέικο γλέντι. Εν μέρει, ο Φιλιππάκης δικαιώνεται: Ο λαός της Σίφνου έχει όντως εκλεκτικό πνεύμα…

Και βέβαια έχει (καλοζυγισμένο) δίκιο ο Φιλιππάκης, Γιάννη και δικαιώνεται όχι μερικώς, αλλά απολύτως. Το 1956 έχουμε πλέον μπει “με τα τσαρούχια” στη εποχή της “ντεκαντέντσιας” του ρεμπέτικου και η πλειοψηφία των κομματιών που ηχογραφούνται είναι πλέον “φτηνά”, συγκρινόμενα με εκείνα της δεκαετίας '40 και τα προπολεμικά. Εκείνα είναι που πέρασαν στο σιφναίικο ρεπερτόριο και κόλλησαν. Βέβαια, μην ξεχνάμε και τον Αντιλαβή (δες #2) που και εκείνος, με το εκλεκτικό του και κριτικό πνεύμα μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα του το κλίμα της Αθήνας του μεσοπολέμου και τα κομμάτια εκείνα που μπόρεσαν να “εκσιφναιιστούν” και να μπούν στο ρεπερτόριο των γλεντιών του νησιού.

Νίκο, μοιάζει με παιχνιδίσματα του γραπτού λόγου. Έχω την εντύπωση ότι το χαρακτηρισμό «φτηνό» ο Φιλιππάκης τον αποδίδει στο ρεμπέτικο συνολικά και όχι μόνο σε κάποια τραγούδια του είδους. Την ίδια εποχή έχουμε επίσης εισαγωγή στη Σίφνο και των «ελαφρών» λεγομένων τραγουδιών για τα οποία ουδεμία μνεία κάνει στο άρθρο του. Δηλαδή, ο «Νικόλας ο ψαράς» είναι φτηνό ρεμπέτικο, ενώ το «Ωωωωω, μʼ αρέσει αυτό το σύστημα το καουμπόικο» δεν το σχολιάζουμε καθόλου; Για αυτό, ενέταξα το συγκεκριμένο απόσπασμα στην κατηγορία των «λιβέλλων εναντίον του ρεμπέτικου». Ας μην απασχολούμε το forum άλλο. Ο Φιλιππάκης δεν ζει πια και δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε τι εννοούσε. Άφησε, πάντως, εξαιρετικό λαογραφικό έργο για τη Σίφνο σε άλλους τομείς.
Γενικότερα πάντως, πιστεύω ότι μέχρι το 56 και για μερικά χρόνια ακόμη το ρεμπέτικο με Τσιτσάνη, Μητσάκη, Τζουανάκο, Χιώτη, Παπαϊωάννου κλπ δεν είχε περιέλθει ακόμη στην «ντεκαντέντσια» στην οποία αναφέρεσαι. Anyway, αυτό αποτελεί άλλη μεγάλη συζήτηση.

Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις, αλίμονο αν από το '56 και πέρα δεν είχε γραφτεί κανένα αξιόλογο κομμάτι. Πάντως, ο Χιώτης την εποχή αυτή είχε σαφώς αλλάξει στιλ και δύσκολα μπορείς πλέον να ονομάσεις τα τραγούδια που έγραφε, ρεμπέτικα. Αν διαβάσεις τη βιογραφία του Μπίνη θα καταλάβεις, εκτιμώντας και κάποιες φωτογραφίες με ομοιογενή κουστούμια για όλη την ορχήστρα, γύψινα σκέπαστρα του πάλκου σε σχήμα μανιταριού pleurotus κλπ κλπ. Όμως ξεφύγαμε…

Δημήτρη Ν., αυτό δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί το λες, δεν υπήρχε βιολί, λαούτο, σαντούρι κ.α. στα πανηγύρια;

Παρεμβολή: μιας και αυτό το σημείο έμεινε αναπάντητο, να πω εγώ ένα λογάκι; Φαντάζομαι ότι ο Δημήτρης εννοεί «κομπανίες με κλαρίνο» (ότι δηλ. δεν υπήρχαν μπουζούκια για να παίξουν τα μπουζουξήδικα). Πέπε 21/7/2012.

Ούτε αυτό μου κάθεται καλά, ότι μόνο ο Βασιλόπουλος έπαιζε λαϊκά στα πανηγύρια, εγώ ξέρω και αρκετοί άλλοι παίζανε και παίζουνε, ότι ήταν από τους πρώτους που έπαιξε και λαϊκά παράλληλα με τα δημοτικά, ναι το δέχομαι.

1. Για τα δίστιχα: υπάρχει ένας ολόκληρος κύκλος από τέτοια δίστιχα, που στηρίζονται στο «Δεν πάω πια…» ή «Δεν ξαναπάω…» ή απλά «Δεν πάω…». Κυκλοφορούν σε διάφορα μέρη, και συνήθως συμπληρώνονται με ένα τοπωνύμιο που να έχει κάποιο νόημα για τους ντόπιους: είτε δικό τους είτε γειτονικό. Αυτό π.χ. με το πετροβόλημα το λένε και στην Κάλυμνο ως «Δεν πάω στην Κοκκαλαριά γιατί πετρολουούσι, μου ρίξανε δυο πετριές κι ακόμα με πονούσι». Η Κοκκαλαριά είναι συνοικία της Πόθιας, της πρωτεύουσας της Καλύμνου. Στη Μύκονο έχει «Δεν ξαναπάω στη Μαού» (τοπωνύμιο μυκονιάτικο), στην Πάρο «Δεν πάω στην Αντίπαρο» (που είναι πιο αναμενόμενο από Παριανούς παρά από Σιφνιούς) κ.ο.κ. Θυμίζω και το πολίτικο «Δεν πάω πια στον Γαλατά».
Άρα δε νομίζω ότι χρειάζεται να ψάξουμε ποια είναι η πεζούλα: η πεζούλα είναι αυτή που ριμάρει, απλώς!

2. Για το σκοπό: Η μελωδία στο βιντεάκι είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους σκοπούς του Αιγαίου: είναι ο Μπάλος της Πάρου, ο Κρητικός της Ανάφης και της Καλύμνου, η Σούστα της Μυκόνου και της Λέρου κλπ., αλλού πιο γρήγορο, αλλού πιο αργό, αλλά πάντα με ελευθέρως εναλλασσόμενα στιχάκια.
Θα μπορούσε να είναι κρητικής προέλευσης. Με την κρητική ορολογία είναι «κοντυλιά», ένα είδος σκοπών που υπάρχει σ’ όλο το Αιγαίο αλλά πουθενά με τόση ποικιλία όσο στην Κρήτη και μάλιστα την Ανατολική. Ωστόσο τη συγκεκριμένη κοντυλιά δεν την έχω ακούσει στην Κρήτη. Θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από την Κρήτη όχι ο ίδιος ο σκοπός αλλά η γενικότερη τεχνοτροπία της κοντυλιάς. Ή τέλος θα μπορούσε να είναι και καθαρά κυκλαδίτικο, αν δεχτούμε ότι η τεχνοτροπία της κοντυλιάς είναι κοινό κτήμα όλου του Αιγαίου και απλώς στην αν. Κρήτη καλλιεργήθηκε περισσότερο.
Τώρα, το ότι η Σίφνος δεν έχει πολλές κρητικές επιρροές δεν εμποδίζει να έχουν δεχτεί εμμέσως κρητικά δάνεια: αν ισχύει το πρώτο από τα τρία ενδεχόμενα παραπάνω, ότι δηλαδή από την Κρήτη η συγκεκριμένη κοντυλιά κυκλοφόρησε σε τόσα άλλα νησιά, μπορεί οι Σιφνιοί να την έμαθαν από κάποιο από αυτά, π.χ. την Πάρο όπου είναι ιδιαίτερα αγαπητή.

Δείγμα ενσωμάτωσης στο σιφνέικο γλέντι τραγουδιού μικρασιάτικου ύφους της δισκογραφίας του 30:
Σχετικά άγνωστο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «Τι τραβούνε οι αρραβωνιασμένες». Πρώτη ηχογράφηση 1936 (τραγ. Ρίτα Αμπατζή)
Απόσπασμα ερασιτεχνικής ηχογράφησης από γλέντι στον Αρτεμώνα το Πάσχα του 1993.
Βιολί: Αντώνης Κόμης – Μουγάδης
Λαούτο και τραγούδι: Λευτέρης Λουκατάρης
Το πρωτότυπο εδώ.

Στο άρθρο που παρέθεσα στο #252 αυτής της συζήτησης, αναφέρεται κάτι σημαντικό που μόλις το διάβασα μου φάνηκε αυτονόητο αλλά πριν το διαβάσω δεν το σκεφτόμουν πάντα:

Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στα Χανιά (πόλη και χωριά) του '50, μας θυμίζει ότι η διάκριση παραδοσιακής και άλλης μουσικής δεν ήταν για τους ντόπιους αυτή που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Οι οργανοπαίχτες στα γλέντια και τα πανηγύρια έπαιζαν οποιοδήποτε τραγούδι ήξεραν οι ίδιοι και ήθελε ο κόσμος. Αυτά ήταν κατά βάση το κληρονομημένο τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, εμπλουτισμένο όμως και με οτιδήποτε άλλο, από πανελλήνιους δημοτικούς χορούς μέχρι ταγκό και βαλς. (Σελ. 12). Λογικά υποθέτω και προσθέτω ότι η τεχνική και η αισθητική της εκτέλεσης θα διαμορφωνόταν με βάση το ρεπερτόριο, δηλαδή κατά κύριο λόγο θα ήταν η τοπική, με τη σημαντική όμως παρατήρηση ότι για κάθε οργανοπαίχτη και για κάθε γενιά οργανοπαιχτών το “κληρονομημένο τοπικό” ρεπερτόριο περιελάμβανε όχι μόνο τα παλαιόθεν ντόπια αλλά και ό,τι είχε προσθέσει η προηγούμενη γενιά (μείον βέβαια τις προσθήκες που τελικά δε φτούρηξαν, τα εφήμερα σουξέ ή τα σουξέ της μιας γενιάς).

Μ’ αυτή τη λογική, το να παίξεις ένα ταγκό (συνηθίζεται ακόμη σήμερα στην Ικαρία στα πανηγύρια), μία πόλκα (σήμερα σε αρκετά νησιά, πριν μερικές δεκαετίες σε ακόμη περισσότερα), το Μαντήλι Καλαματιανό (απανταχού) ή ένα λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, δε σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι τώρα περνάς από το παραδοσιακό ρεπερτόριο σε κάτι άλλο. Εφόσον ο κεντρικός κορμός ήταν το τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, και εφόσον όλοι οι άνθρωποι άκουγαν και τραγουδούσαν και χόρευαν τα τραγούδια του τόπου τους ενώ πολύ λίγοι είχαν ταυτόχρονα και ολοκληρωμένη εμπειρία από άλλα είδη μουσικής, στην ουσία δεν υπήρχε καν η διάκριση: όλα μουσική ήταν.

Όταν, αργότερα, το αν θα ακούσεις τοπικά παραδοσιακά ή όχι έγινε επιλογή, τότε διαμορφώθηκαν και οι κατηγοριοποιήσεις. Τότε όμως, για κείνους που άκουγαν τα παραδοσιακά του τόπου τους, παραδοσιακό ήταν και το βαλς ή το λαϊκό τραγούδι που γνώρισαν μέσα στο πλαίσιο του τοπικού ρεπερτορίου ως κάτι που υπήρχε ήδη, κληρονομημένο, όταν οι ίδιοι απέκτησαν τις πρώτες τους εμπειρίες. Η λογική μπορεί να έλεγε ότι αυτό το τραγούδι είναι ολοφάνερα διαφορετικό από τα υπόλοιπα (και πάλι όχι πάντα), αλλά αν το έχεις ακούσει σε κάθε πανηγύρι και γλέντι παραδοσιακού χρώματος και ρεπερτορίου από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, τότε μετράει πιο πολύ η εμπειρία παρά η λογική.

Παρατηρώ τι γίνεται σήμερα στην Κάλυμνο. Αφενός, δεν ακούν όλοι καλύμνικα, κάθε άλλο. Πάντως όσοι ακούν, τη στιγμή που τα ακούν, έχουν σαφώς την αίσθηση ότι ακούν καλύμνικα. Αν το γλέντι γυρίσει σε λαϊκά ή σε κρητικά ή σε ελαφρονησιώτικα, κάτι σύνηθες, όλοι αντιλαμβάνονται ότι τώρα έγινε αλλαγή. Ωστόσο και το ίδιο το καλύμνικο ρεπερτόριο αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από κομμάτια που κάποια στιγμή στο παρελθόν εισήχθησαν από κάπου αλλού, στην πορεία αφομοιώθηκαν στο καλύμνικο ύφος και ρεπερτόριο, και τώρα όλοι τα θεωρούν δικά τους επειδή μ’ αυτά μεγάλωσαν και οι ίδιοι και ο παππούς τους. Έτσι έχουν λ.χ. τις “Βρυσούλες”, ένα σκοπό καλαματιανού όπου προσαρμόζει ο καθένας τα δίστιχά του, που όμως είναι ο γνωστός δήθεν Χορός του Ζαλόγγου, δηλαδή μια μελωδία που πρωτοέφτασε στο νησί ως σχολικό ρεπερτόριο. Για μένα τον μουσικολόγο είναι ενσωματωμένο δάνειο. Για τον ντόπιο είναι καθαρά καλύμνικο.

Όμως: ακόμα και οι πιο βαριοί μερακλήδες, οι πιο παραδοσιακοί γλεντιστάδες, ζουν στο σήμερα. Έχουν ακούσει κι άλλα πράγματα, κάποια από αυτά τα έχουν αγαπήσει, θέλουν να τα χορέψουν κι αυτά, και επομένως οι οργανοπαίχτες τα περνάνε και τα έχουν στην καβάντζα για πρώτη ζήτηση. Τέτοια είναι μερικά κλασικά ζεϊμπέκικα, όπως το Βουνό ή η Ευδοκία -διαχρονικά πανελλήνια σουξέ. Οι λαουτιέρηδες και ακόμη περισσότερο οι βιολιτζήδες δεν ξέρουν άλλο τρόπο να παίζουν παρά τον καλύμνικο. Τα παίζουν λοιπόν σαν να ήταν καλύμνικα, με καλύμνικη δοξαριά και ρυθμολογία. Η διαφορά στον ήχο ανάμεσα σε μια τέτοια εκτέλεση ενός λαϊκού τραγουδιού και στην αυθεντική, είναι ακριβώς η ίδια όπως ανάμεσα σ’ ένα παλιότερα ενσωματωμένο δάνειο, που σήμερα θεωρείται καλύμνικο, και στην αυθεντική του εκτέλεση. Κι όμως, όταν παίζουν ή ακούν ή χορεύουν το Βουνό, το έχουν για λαϊκό, πανελλήνιο, κι όχι για καλύμνικο όπως τις Βρυσούλες!

Έχω τύχει σε γλέντι με παρέα σύμμεικτη, εν μέρει από Καλύμνιους -μεταξύ των οποίων ένας βιολιτζής που παίζει καλύμνικα αλλά ακούει διάφορα- και εν μέρει από “ξένους” εκπαιδευτικούς, με τα μπουζουκοκίθαρά τους. Το ρεπερτόριο ήταν γενικό παρεΐστικο, δηλ. ρεμπέτικα και λαϊκά. Αλλά η δοξαριά του βιολιού ήταν 100% καλύμνικη -όχι επειδή έτσι τα ξέρει αυτά τα τραγούδια ο βιολιτζής, ούτε από διάθεση εκκαλυμνισμού, αλλά απλώς γιατί έτσι ξέρει να παίζει και όχι αλλιώς.

Σε σχέση με τα σουξέ της δισκογραφίας τα οποία ενσωματώθηκαν και διατηρήθηκαν στις τοπικές παραδόσεις: Ναι μεν εύκολα μπορεί να αναγνωριστεί ότι δεν ανήκουν στο αναμενόμενο τοπικό χρώμα δεν είναι όμως πάντα εύκολο να εντοπιστεί τι και ποιου είναι ακριβώς. Μερικά είναι προφανή όπως το Βουνό και η Ευδοκία. Άλλα όμως δεν είναι και τόσο και σε αυτήν την κατηγορία νομίζω εμπίπτει το τραγουδάκι αυτό του Ασίκη. Τώρα πια, με τις επανακυκλοφορίες, και με το ζήλο των χρηστών του youtube αυτό είναι εύκολο για ό,τι αφορά το ρεμπέτικο - μικρασιάτικο. Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για το λεγόμενο ελαφρό και τις οπερέττες για τα οποία δεν υπάρχει σήμερα τόσο ζεστό και δυναμικό κοινό.

Θα έλεγα ότι είναι ζήτημα τύχης: κάποιος που να ξέρει το πρωτότυπο και που επιλπέον θα έχει τη συνδυαστική ικανότητα να το αναγνωρίσει, θα κάνει την ταύτιση. Αν υπάρχουν και στίχοι, αυτό βέβαια διευκολύνει. Πολλές φορές κάποιος έχει κάνει τέτοιες ταυτίσεις και με αφήνει κάγκελο, γιατί ενώ ήξερα και το πρωτότυπο και το «διασκευασμένο» δεν είχε πάει ο νους μου ότι είναι το ίδιο.

Κάποια μέρα θα υπάρχει ίσως η τεχνολογική δυνατότητα να μουρμουρίσω δυο-τρεις νότες στο Γκούγκλ και να μου βγάλει όλα τα τραγούδια που τις περιλαμβάνουν! Μέχρι τότε, το προαιώνιο ζήτημα “τον ξέρω αυτό το σκοπό αλλά ποιος διάολο είναι;” θα παραμένει, κάποιοι θα το λύνουν, άλλοι θα μένουν με την απορία εσαεί…

Νομίζω είναι σημαντικό για τους μουσικούς και τους ερευνητές του παραδοσιακού και του ρεμπέτικου να ασχοληθούν με τη μουσική της εποχής συνολικά, και όχι μόνο με τα είδη εκείνα που είναι σήμερα της μόδας. Υπάρχει μια τάση ρεβανσισμού απέναντι στο ελαφρό που είναι αρκετά πρόσφατη και δεν έχει σχέση με τα γούστα των παλιών μουσικών του ρεμπέτικου και του παραδοσιακού.

Νομίζω ότι έχουμε σημάδια πως κάτι τέτοιο πάει να γίνει. Δεν είναι ακόμα κυρίαρχο ρεύμα, έχει ξεμυτίσει όμως. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα: πρώτον, το πρόσφατο βιβλίο του Λ. Λιάβα «το Ελληνικό τραγούδι 1821-1950» και, δεύτερον, το χαρακτηριστικό θέμα «μουσική του Καραγκιόζη» που όλο και συχνότερα το βλέπουμε να εμφανίζεται μέσα σε πλαίσια κυρίως ρεμπέτικα ή παραδοσιακά. Άλλωστε νομίζω ότι για τους μελετητές του παραδοσιακού χορού αυτή η διευρυμένη οπτική δεν είναι, εδώ και καιρό, άγνωστη και καινοφανής.

Το ίδιο το γεγονός άλλωστε ότι το ρεμπέτικο και το «παραδοσιακό» συχνά μπαίνουν κάτω από τον ίδιο φακό είναι μια εξέλιξη: δεν πάνε και τόσο πολλά χρόνια από τότε που δεν υπήρχε άνθρωπος στην Ελλάδα να ξέρει και λαϊκούς δρόμους και μακάμια, ενώ σήμερα είναι κάτι αρκετά δεδομένο. Πάμε λοιπόν για την επόμενη εξέλιξη.

Πρόσφατα, έπεσαν στα χέρια μου χειρόγραφες σημειώσεις ενός παλαιού λαουτιέρη της Σίφνου, του αειμνήστου Γιάννη Γαλύφου (1916-2012). Τα χειρόγραφα χρονολογούνται στο τέλος του 2004 όταν το Γαλυφάκι ήταν 88 χρονών σε πλήρη πνευματική διαύγεια. Στις σημειώσεις καταγράφονται στιχάκια τραγουδιών που λεγόταν στα γλέντια στη Σίφνο τις περασμένες δεκαετίες και είχαν πια ξεχαστεί. Γράφτηκαν για να μάθουν τα τραγούδια αυτά νεότεροι.* Τα περισσότερα στιχάκια (περίπου 15) αφορούν τραγούδια της ρεμπέτικης και σμυρνέικης δισκογραφίας 1930-1950. Στα προηγούμενα μηνύματα έχω καταγράψει τα ρεμπέτικα και σμυρνέικα που εγώ έχω προλάβει στα γλέντια (από το 85 περίπου και μετά) και ακόμη επιβιώνουν. Το Γαλυφάκι έχει και άλλα τα οποία είναι σήμερα αρκετά γνωστά στους ρεμπέτικους κύκλους αλλά δεν παίζονται πια στη Σίφνο.

To ενδιαφέρον που έχουν οι καταγραφές αυτές σχετίζεται με τον τρόπο που τα τραγούδια της δισκογραφίας ενσωματώθηκαν στα Σιφνέικα γλέντια τότε. Όταν τα τραγούδια αυτά εμφανίστηκαν, το Γαλυφάκι ήταν ήδη ώριμος λαουτιέρης και θα ήταν από αυτούς που συνέβαλαν στην ενσωμάτωση.

Στις καταγραφές του μαστρο-Γιάννη μπορούμε να διακρίνουμε δύο στοιχεία που γενικά χαρακτηρίζουν τον τρόπο ενσωμάτωσης των τραγουδιών της δισκογραφίας στα γλέντια και μεταφοράς από γενιά σε γενιά:
1. Αλλοίωση στίχων. Συγκρίνοντας τα στιχάκια που λέγονται στα γλέντια με αυτά της δισκογραφίας βρίσκουμε συχνά αλλοιωμένες λέξεις ή/και φράσεις. Με το πέρασμα του χρόνου οι αρχικές ηχογραφήσεις ξεχνιούνται ή υπάρχουν παρανοήσεις στα αρχικά ακούσματα. Καμιά φορά, μερικές λέξεις είναι άγνωστες στο τοπικό λεξιλόγιο των Σιφνιών και επιλέγεται η αντικατάστασή τους με κάτι πιο οικείο.
2. Προσθήκη στίχων. Πάνω στο σκοπό ενός τραγουδιού πολλές φορές λέγονται και άλλα στιχάκια που είτε είναι από άλλα τραγούδια της δισκογραφίας ή αδέσποτα δίστιχα της παράδοσης είτε είναι στιχάκια που φτιάχτηκαν πάνω στη θεματολογία του βασικού τραγουδιού. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο εξής. Ένας σκοπός μπορεί να είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Σε ένα γλέντι οι γλεντιστές δεν χορταίνουν με τα στιχάκια του βασικού τραγουδιού και θέλουν να διαρκέσει περισσότερο χρόνο (ένα τραγούδι γραμμοφώνου διαρκεί τρία λεπτά περίπου). Έτσι με την προσθήκη στίχων ο σκοπός παρατείνεται.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με τα παραπάνω στοιχεία όπως τα καταγράφει το Γαλυφάκι είναι και η Σύρα του Μάρκου. Τα στιχάκια όπως τα κατέγραψε:

image

  1. Αλλοίωση
    Στο κανονικό τραγούδι ο Μάρκος λέει στην πρώτη στροφή:
    Σύρα η Απάνω Χώρα σου με την ανηφοριά σου
    με τα πολλά σκαλάκια σου και με το Σαμπαστιά σου
    Τα τοπωνύμια (Απάνω Χώρα, Σαμπαστιά) δεν είναι γνωστά στο Σιφνιό**. Έτσι η πρώτη στροφή έγινε:
    Σύρα και πάλι Σύρα μου με την ανηφοριά σου
    με τα πολλά σκαλάκια σου και με την ομορφιά σου
  2. Προσθήκη. Φαίνεται ότι η Σύρα του Μάρκου άρεσε πολύ και οι Σιφνιοί δεν περιορίστηκαν στα στιχάκια του δίσκου. Μια χαρακτηριστική προσθήκη:
    Σύρα και πάλι Σύρα μου με τα πολλά σκαλάκια
    που όλοι οι νέοι έρχονται αμέσως στα μεράκια

    Ιδιαίτερα, με τη Σύρα, το Γαλυφάκι έχει και στιχάκια όπου αναφέρονται και ρεμπέτες της εποχής. Αλλά, ενώ το τραγούδι είναι του Μάρκου, δεν αναφέρεται ο Μάρκος αλλά ο Μητσάκης και ο Ρούκουνας!

Ν’ ακούσουν όλοι οι Συριανοί τραγούδια του Μητσάκη
και μπουζουκάκι έξυπνο από το Σαμιωτάκι
(εδώ ο Ρούκουνας εμφανίζεται να παίζει μπουζούκι που είναι μάλλον παρανόηση)
και
Όλοι που έρχονται αυτού, έρχονται στο μεράκι
σαν κούσουνε να τραγουδά, παιδιά, το Σαμιωτάκι

Δεν είναι γνωστό ποιος ή ποιοι πρόσθεσαν τα στιχάκια αυτά στη Σύρα του Μάρκου. Ενδεχομένως, το ίδιο το Γαλυφάκι που ήταν κι εκείνος ριμαδόρος ή ο συνομήλικός του βιολιτζής Γιάννης Κόμης-Νόνικος. Όπως και να 'χει η περίπτωση αυτή δείχνει τη συνεχή διάθεση του λαϊκού εμπειρικού μουσικού να διασκευάζει και να διαμορφώνει σκοπούς και τραγούδια, πέρα από τις επίσημες ηχογραφήσεις.

Η Σύρα του Μάρκου επανήλθε στο προσκήνιο με την αναβίωση του ρεμπέτικου. Στα Σιφνέικα γλέντια δεν πολυακούγεται πια αλλά έχουν διασωθεί ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις .

*Πιο συγκεκριμένα, απευθυνόταν στα αδέλφια Γιώργο και Νίκο Σταυριανό. Ο Γιώργος, υδραυλικός και νυν αντιδήμαρχος Δήμου Σίφνου, είναι ένας μερακλής γλεντιστής. Ο Νίκος, που ασχολείται με χωματουργικές εργασίες, είναι λαουτιέρης και υπήρξε μαθητής του Γαλύφου.
**παρά τις σχέσεις Σίφνου-Σύρου: Σιφνιοί αγγειοπλάστες στη Σύρο, πήγαινε-έλα Σιφνιών στη Σύρο ως διοικητικό-εκκλησιαστικό κέντρο.

Πολύ γρήγορα, πριν το ξεχάσω: “Σαμιωτάκι” έλεγαν (στην Αθήνα βέβαια) το Χατζηχρήστο: “κι άκου μπουζουκάκι απ’ το Σαμιωτάκι”. Θα επανέλθω βεβαίως.

“σμυρνιωτάκι” ήτανε ο χατζηχρήστος, “σαμιωτάκι” ο ρούκουνας.

Βέβαια, βέβαια, Νίκο, λάθος έκανα: “κι άκου μπουζουκάκι απ’ το Σμυρνιωτάκι”, σωστά.

Επανέρχομαι:

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ψαχτεί ο λόγος για τον οποίο οι ενσωματώσεις σταματούν σε αυτό το χρονικό σημείο. Πρώτα πρώτα βέβαια, πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι έτσι είναι και, αφού συμβεί αυτό, να ψαχτεί αν από το (περίπου βέβαια) 1950 και μετά σταματούν τελείως οι “μεταγραφές” από τη δισκογραφία της Αθήνας στη Σίφνο, ή συνεχίζονται, με τραγούδια όμως άλλου ύφους, όχι πιά ρεμπέτικα ή σμυρναίικα, αφού και τα δύο έχουν ξεχαστεί όχι μόνο στη Σίφνο και την Αθήνα αλλά παντού, με απειροελάχιστες τοπικές εξαιρέσεις. Αφού εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα, θα πρέπει να ψαχτεί αν είναι δυνατόν, μέσω των σήμερα πλέον εν ζωή παλαιών οργανοπαικτών και γλεντιστάδων, μήπως εντοπιστούν οι λόγοι. Σχετικά, μία δική μου απορία: Μα, Καζαντζίδη δεν άκουγαν στη Σίφνο και, αν ναι, ούτε ένα τραγούδι δεν “κόλλησε” στα γλέντια σας;

Η αντικατάσταση λέξεων, εκφράσεων ή και ολόκληρων / μισών στίχων από άλλες λέξεις, εκφράσεις ή στίχους, οικείους σε εκείνους που χειρίζονταν τα “εισαγόμενα” στιχάκια, είναι φαινόμενο γενικό, απαντά σε ολόκληρη την Ελλάδα και σε περιοχές με ελληνόφωνο / ελληνόδοξο πληθυσμό (π.χ. της Άρτας το γιοφύρι γίνεται της Τρίχας στον Πόντο) και εκατοντάδες τέτοια παραδείγματα. Σε αυτά εντάσσονται και λέξεις όπως “αρχοντίσιον” για το έαρ κοντίσιον, “επιτυχίον” για το πτυχίον από κάποια πανεπιστημιακή σχολή κλπ. κλπ.

Μιά γενική απορία: Το να γίνει η “Φραγκοσυριανή” συρτός είναι εύκολο, τεσσάρια είναι και τα δύο. Να γίνει ο Κιτσαντώνης συρτό από τσάμικο είναι κάπως δυσκολότερο αλλά κατορθωτό, όπως αποδείχτηκε. Το “Σύρα η απάνω χώρα σου” ζεϊμπέκικο το χόρευαν ή κατάφεραν να το συρτοποιήσουν κι αυτό; Γενικά, πότε περίπου αρχίζει να χορεύεται “κλασικό” ζεϊμπέκικο σε σιφναίικα γλέντια;

Κατ’ αρχάς μια διευκρίνηση: Τα 15 τραγούδια που έχει καταγράψει το Γαλυφάκι είναι όλα προπολεμικά (όχι της περιόδου 30-50. Έκανα λάθος). Γενικά, τα τραγούδια της δισκογραφίας που ενσωματώθηκαν στα γλέντια με τα βιολιά φτάνουν μέχρι το 55-60 περίπου (λίστες στα πρώτα μηνύματα). Μετά το 60, ενσωματώνονται ελάχιστα σε σχέση με την αρκετά μεγαλύτερη παραγωγή λαϊκών τραγουδιών (άλλης μορφής πλέον).
Διάφορους λόγους μπορώ να σκεφτώ αλλά ας περιοριστώ σε κάποια δεδομένα. Από το 60 μέχρι το 80 εμφανίζονται ένα-δυο μόνο νέοι παραδοσιακοί μουσικοί. Για τους παλαιότερους μουσικούς τα λαϊκά του 60 ήταν εκτός ιδιοσυγκρασίας τους. Τα λαϊκά τραγούδια της εποχής είναι δημοφιλή αλλά ο κόσμος αρχίζει και διασκεδάζει με τα μαγνητόφωνα πια.
Σαφέστατα και ο Καζαντζίδης είναι δημοφιλέστατος και στη Σίφνο αλλά κάνει το μεγάλο μπαμ από το 60 και μετά και εμπίπτει στην περίοδο διασκέδασης με τα μαγνητόφωνα. Εντούτοις, αυτή τη στιγμή μου 'ρχονται δυο τραγούδια του που ενσωματώθηκαν στα γλέντια. Το “σήκω χόρεψε κουκλί μου” (1958) που αν και τσιφτετέλι χορεύεται ωραιότατα ως συρτό (ο μακαρίτης ο Μουγάδης το συνδύαζε με το ναξιώτικο “ήθελα να ρθω χθες το βράδυ”). Από τα ζεϊμπέκικά του της δεκαετίας του 60 ενσωματώθηκε το “τα ξενύχτια κι οι όμορφες γυναίκες” (1964).

Το ζεϊμπέκικο, ως χορός, στη Σίφνο μπήκε από το 60 και μετά, με τα λαϊκά της εποχής. Δεν τον ξέρανε οι παππούδες μας, ασχέτως αν ενσωμάτωσαν ζεϊμπέκικα της ρεμπέτικης δισκογραφίας στα γλέντια τους. Ο καρσιλαμάς είναι συγγενικός ρυθμός του ζεϊμπέκικου; Καρσιλαμάς υπάρχει στη γειτονική Κύθνο. Στη Σίφνο όμως όχι.

Πάντως, Νίκο, η φραγκοσυριανή, όπως παίζεται στη Σίφνο μπορεί να ακούγεται ως συρτός αλλά στη Σίφνο κατά βάση δεν θα χορευτεί ως τέτοιος. Το πιθανότερο, ένα χασάπικο να χορευτεί ως φοξ αγκλαί
Αυτό με τον Κατσαντώνη-σε έχω ξαναρωτήσει-δεν μου λέει κάτι στα σιφνέικα.

Ο ρυθμός, ναι, είναι συγγενής. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό - μπορεί και να είναι μια εντελώς αφαιρετική σκέψη, ότι δηλαδή και τα δύο είναι εννιάρια, κάτι που δε σημαίνει ίσως τίποτε για τον απλό ακροατή και τον πρακτικό μουσικό χωρίς θεωρητικές γνώσεις. Πάντως θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές όποιος δεν έχει ξανακούσει κανένα από τα δύο θα καταλάβει πιο εύκολα τον καρσιλαμά παρά το ζεϊμπέκικο. Πιο εύκολα θα παίξει παλαμάκια σωστά στον καρσιλαμά παρά στο ζεϊμπέκικο, και πιο πιθανό είναι να παίξει έναν καρσιλαμά έστω και σε διασκευή-προσαρμογή κρατώντας σωστά τα μέτρα, ενώ σε προσαρμογές ζεϊμπέκικων συχνά ακούμε τα μέτρα να έχουν πάει περίπατο.

Ως προς τους χορούς όμως, υπάρχει μία σημαντική διαφορά: ο καρσιλαμάς είναι ζευγαρωτός, κάτι που υπήρχε ήδη στις νησιώτικες παραδόσεις αφού και ο μπάλος είναι ζευγαρωτός. Το κλασικό ζεϊμπέκικο είναι σόλο χορός, και τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε στα κυκλαδονήσια παλιότερα, άρα δεν υπήρχε ας πούμε προετοιμασία για την ενσωμάτωσή του αφού πιθανώς κάποτε δεν ήταν καν νοητό, σ’ εκείνα τα μέρη, να χορεύει ένας μόνος του και να παίζουν τα όργανα μόνο για πάρτη του.

(Απλή σκέψη ενός που στην πράξη ξέρει ελάχιστα για τους χορούς.)

Πάντως στην Κύθνο έχουν και καλαματιανά, και τσάμικα (!), και κάποια τριάρια τύπου βαλς, οπότε μάλλον είναι γενικά πιο ευέλικτοι ως προς τους ρυθμούς, σε σχέση με τη μονοκρατορία του συρτού στη Σίφνο.

Πέθανε χθες ένας εμβληματικός γλεντιστής της Σίφνου, ο Νίκος Ατσόνιος (Προυνίδι). Γεννημένος το 1940 περίπου, στο Κάστρο της Σίφνου, υπήρξε ισχυρότατος κρίκος στην Σιφνέικη μουσική παράδοση των παλαιότερων με τους νεότερους μέσα από το τραγούδισμά του στα γλέντια. Πέρα από τα παραδοσιακά λεγόμενα Σιφνέικα συνέβαλε και εκείνος στην αρμονική ενσωμάτωση τραγουδιών της προ του 1960 δισκογραφίας και ιδιαίτερα της ρεμπέτικης στα Σιφνέικα.
Εδώ ένα παραδειγμα. Είναι από γλέντι του 1976 σε πανηγύρι στον Αη Γιώργη της Χερρονήσου, στο βορειότερο μέρος της Σίφνου. Στο βιολί είναι ο Αντώνης Κόμης-Μουγάδης και στο λαούτο ο Λευτέρης Λουκατάρης. Αν και η ηχογράφηση είναι κακή, συμπεράσματα βγαίνουν. Εδώ, έχουμε στιχάκια της Κακούργας Πεθεράς τραγουδισμένα στο σκοπό του “Ζωντοχήρα (Στο Περιστέρι γνώρισα)”. Η Ζωντοχήρα κυκλοφόρησε το 1950 με την Νίκη Κυριακίδου και η μουσική μοιάζει με τα Χανουμάκια που ηχογράφησε η Εσκενάζυ στην Πόλη το 1954. Βρίσκονται πολλές μεταγενέστερες εκτελέσεις της Ζωντοχήρας και σε όλες διατηρείται ο ρυθμός της πρώτης εκτέλεσης (τσιφτεντέλι). Στη Σιφνέικη εκτέλεση ο ρυθμός ταιριάζει περισσότερο με χασαποσέρβικο. Η Ζωντοχήρα, με τους κανονικούς στίχους, είναι αρκετά γνωστή στα Σιφνέικα γλέντια μέχρι και σήμερα. Η Κακούργα Πεθερά, στη Σίφνο συνήθως τραγουδιέται σε σκοπό που μου πήρε πολύ καιρό να τον ανακαλύψω. Είναι αυτός του “Μαρικάρα μου” του Νταλκά (1931).
Ο Νίκος, εδώ, επέλεξε να πει στιχάκια από την Κακούργα Πεθερά στο σκοπό της Ζωντοχήρας. Γλέντι ήταν, όπως τους ερχόταν τραγουδούσαν. Λέει αρκετά στιχάκια που μερικά δεν βρίσκονται στις ηχογραφήσεις (Νταλκάς, Νούρος, Εσκενάζυ, Πολίτισσα). Τον είχα ρωτήσει πώς ήξερε τόσα στιχάκια από την Κακούργα Πεθερά και μου είπε ότι τα ήξερε από τη μάνα του. Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να βρω τη συχωρεμένη να τη ρωτήσω εκείνη πώς τα ήξερε. Αλλά ξέρουμε σήμερα ότι, πέρα από τις ηχογραφήσεις, μακροσκελές στιχούργημα της Κακούργας Πεθεράς είχε δημοσιευθεί σε περιοδικό (Ελληνικό Τραγούδι) της εποχής εκείνης.
Ο Νίκος είχε καταγραφεί και σε συλλογές. Η μία προήλθε από καταγραφές της ΕΡΤ περί το 1985 και κυκλοφόρησε πρόσφατα σε CD από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σίφνου με τίτλο “Εμείς τα 'χουμε”. Η άλλη από έκδοση του ΜΛΑ Μέλπω Μερλιέ σε CD με τίτλο “Τραγούδια της Σίφνου” (1998).
Λυπήθηκα για το θάνατο του Νικολού. Μας ήταν αρκετά οικείος. Συνεργάτης του αδερφού του πατέρα μου, στενός φίλος του αδερφού της μάνας μου με πολλά γλέντια για δεκαετίες. Ήδη έχουν αρχίσει στιχάκια αποχαιρετισμού.

Καμπάνες μην χτυπήσετε, κάντε μου αυτή τη χάρη,
εκείνος ήθελε λυριά μόναχα απ’ το δοξάρι.
(από Κατερίνα Κοντού)

5 «Μου αρέσει»