Παρ’ ότι νοηματικά λίγο δε μου πάει η δεύτερη εκδοχή, εντούτοις φωνολογικά ίσως υποστηρίζεται από την ύπαρξη του τύπου σαμάρκο, χωρίς την αντιμετάθεση, που εντόπισα στον Μ. Καραγάτση: [i]
-Και σε ποιον τα χρωστάει όλ’ αυτά ο διοικητής σας; Σε ποιον, ε;
-Σε ποιον; απορούσαν οι γιάννηδες, με στόμα ανοιχτό σαμάρκο.[/i]
Μ. Καραγάτσης, Σέργιος και Βάκχος, Εστία 102010 (11959), τ. 1 σελ.28. Όλο το βιβλίο είναι γενικά γραμμένο σε μαγκίζουσα λογοτεχνική γλώσσα, σε στυλ Τσιφόρου αλλά πιο λάιτ.
Παρεμπιπτό, για τους γιάννηδες έχει γίνει λόγος; Από το υπόλοιπο του χωρίου γίνεται εντελώς σαφές ότι πρόκειται για τους νεοσύλλεκτους φαντάρους, τους νυν ψαράδες, ή ποντικαρέους, παλαιότερα στραβάδια ή και στραβόγιαννους. Μου ήταν εντελώς άγνωστη η λέξη. Μόλις όμως τη διάβασα, πήγε ο νους μου στο στίχο
[i]Αχ η ζωή των γιάννηδων, μες στην απελπισία,
πότε στα κρατητήρια και πότε σ’ ευτυχία
[/i] από το «Τουμπελέκι τουμπελέκι» του Α. Κωστή, που ούτε τον είχα καταλάβει ποτέ αλλά ούτε και είχα διερωτηθεί (το τραγούδι, όπως και άλλα του ιδίου, είναι τόσο βαρυφορτωμένο με κρυπτικές σλαγκ εκφράσεις ώστε μάλλον παρωδία αποτελεί παρά γνήσιο μάγκικο, οπότε είχα υποθέσει ότι μπορεί και να μην εννοεί τίποτε -και όμως!!).
Επόμενο βήμα σ’ αυτό το συνειρμό είναι η ανάμνηση ότι ένας λοχίας όταν ήμασταν νεοσύλλεκτοι μας φώναζε με κάποια απροσδιόριστα υποτιμητική διάθεση γιώργηδες. Ίσως ο γιώργης είναι ο νέος γιάννης;