Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Μπουλασιλίκι: (μεταξύ άλλων): Κολλητική αρρώστεια. Ο Κουνάδης (“Μάρκος Βαμβακάρης”) εσφαλμένα ερμηνεύει τη λέξη “θυμωμένος, τσαντισμένος”. Λέξη Τουρκική.

Ίσως το κουράζω, αλλά πιστεύω πως ο Κουνάδης είναι πιο κοντά στην ερμηνεία.

Θα συμφωνήσω με τον Αντώνη.
Νοηματικά, και κατ’ επέκταση της κατά λέξη μετάφρασης από τα τουρκικά, κάπως σαν “άσε το θυμό” προκύπτει να συμβουλεύει ο Μάρκος εδώ.

Να θυμίσω ότι πάρα πολλές λέξεις που έχουμε πάρει από τα τούρκικα έχουν στα ελληνικά ελαφρώς διαφορετική σημασία από την αρχική τους. Συνήθως στα ελληνικά υπάρχει μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση.

Επίσης, μιλάμε για μια μάγκικη αργκό, που κι αυτή έχει φυσική τάση τόσο προς την απομάκρυνση από τη στενή κυριολεξία όσο και προς τη συναισθηματική φόρτιση των εννοιών.

Μ’ αυτά τα δεδομένα κι εμένα καλύτερα μου πάει ο θυμός παρά η μεταδοτική ασθένεια. Ωστόσο, Νίκο, όταν λες

το μεταξύ άλλων τι περιλαμβάνει;

Τελικά πώς καταλαβαίνετε ολόκληρο το στίχο; (Και το τραγούδι εδώ που τα λέμε;)

Η ερώτηση απευθύνεται στο Νίκο, βέβαια, και φυσικά θα απαντήσει και ο ίδιος.

“Bulasik”, στα τουρκικά, σημαίνει “πιατικά”, “λάντζα” και"κολλητική αρρώστια".
Κατ’ επέκταση, ως προς την πρώτη έννοια, ίσως και “ξεκαθάρισμα”, ενώ όταν ως επίθετο το “Bulasik” αναφέρεται σε άνθρωπο, έχει την έννοια του “ενοχλητικού”.

Ως προς το στίχο, το νόημα, η παραίνεση δηλαδή του Μάρκου, είναι περίπου:

“Άσε την τσαντίλα” ή "άσε τη μαγκιά", αναφερόμενος στον τύπο που κάνει επίδειξη δύναμης χωρίς προφανή λόγο, μόνο για την επίδειξη, καταδικάζοντας έτσι τον κουτσαβακισμό.
Μπορεί να μιλά γενικά ο Μάρκος ή να υπαινίσσεται συγκεκριμμένο πρόσωπο της εποχής του, όπως έχει γραφτεί, δηλαδή το Μάθεση.

Έχουμε και λέμε (αλφαβητική σειρά, και ζητάω συγνώμη γιατί τα επιπλέον σημεία στα γράμματα, όπως γράφονται στα τουρκικά, δεν τα υποστηρίζει η πλατφόρμα του φόρουμ):

bulasici επιδημικός, κολλητικός, λοιμώδης, μεταδοτικός, μολυσματικός
bulasicilik μεταδοτικότητα
bulasik 1. λάντζα 2. βρώμικος 3. μολυσμένος
bulaskan 1. κολλώδης 2. (μτφ) καβγατζής, εριστικός
bulasma (ασθένειας) μετάδοση, κόλλημα
bulasmak 1. λερώνομαι 2. λερώνω 3. κολλάω (για νόσο), μεταδίδομαι 4. κολλάω, γίνομαι φορτικός 5. Μπερδεύομαι, ανέχομαι
bulastirilmak μεταδίδομαι, (για ασθένεια) κολλάω
bulastirma 1. (νόσου) μετάδοση 2. βρώμισμα
bulastirmak 1.μιαίνω, μολύνω, κολλάω 2. εμπλέκω, αναμειγνύω, μπερδεύω
(σύνθετα και παράγωγα δεν τα παρέθεσα, για να μη μπερδέψω παραπάνω)

Από όλες τις διαφοροποιήσεις της ρίζας με τα πρόσθετά της, μόνο το bulaskan εμπεριέχει και την έννοια καβγατζής, εριστικός και μάλιστα, μόνο μεταφορικά. Αλλά όπως λέει και ο Περικλής, δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποιόν ακριβώς τρόπο μεταδόθηκε η λέξη και με ποιάν ειδική σημασία, στα Ελληνικά και ειδικότερα στην αργκό της πειραιώτικης πιάτσας των αρχών του 20ού αιώνα. Με την ίδιαν ακριβώς έννοια, δεν ξέρουμε όχι μόνο τι ακριβώς σήμαινε για τον Μάρκο ο συγκεκριμένος στίχος αλλά και ολόκληρο το τραγούδι. Μόνο υποθέσεις κάνουμε και αυτό έχει το ρίσκο να θεωρήσουμε ότι κάτι συμβαίνει που στην πραγματικότητα, για το Μάρκο δηλαδή, δεν συνέβη.

Δίκιο έχει ο Αντώνης, το κουράσαμε…

Αφού δεν το βρήκαμε ακόμα! Μη βιάζεστε, νομίζω ότι έχει πολύ ψωμί εδώ.

Το πρώτο δένει με την ερμηνεία Ελένης και Κουνάδη, όμως μορφολογικά δεν πάει. Θα έπρεπε να είναι *μπουλασκάνης. Πάντως μας δείχνει ότι σε λέξεις αυτής της οικογένειας κάπου εμπλέκεται και η έννοια του καβγατζή.

Το δεύτερο το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον: όπως σου κολλάει η μεταδοτική ασθένεια και δεν μπορείς να την ξεφορτωθείς, έτσι σου κολλάει και κάποιος επίμονος κολλιτσήδας (είτε για καβγά είτε καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο).

Όμως σ’ όλη τη λίστα του Νίκου δε βλέπω bulasilik, ούτε το προϋποτιθέμενο επίθετο bulasi. Καμία από τις λέξεις της λίστας δε δικαιολογεί, μορφολογικά, το ελληνικό μπουλασιλίκι. Από την άλλη, εφόσον έχουμε bulasici (επιδημικός, κολλητικός κλπ.), δεν είναι τολμηρό να υποθέσουμε κι ένα ουσιαστικό bulasi = επιδημική ασθένεια, ήγουν, εν προκειμένω, συνάχι! Υπάρχει αυτή η λέξη;

Όλο το ζήτημα είναι να καταλάβουμε τι υπονοείται πίσω από το συνάχι. Είναι γνωστή η ερμηνεία του Πετρόπουλου, ότι σινάχι είναι δε θυμάμαι ποιο ακριβώς είδος εριστικής διάθεσης, εντελώς άσχετο από το συνάχι, κλπ., αλά προφανώς ο Πετρόπουλος δεν ήξερε ότι μέσα στο τραγούδι και μια δεύτερη λέξη σημαίνει πάλι κάτι σχετικό με αρρώστιες.

Bulasi δεν υπάρχει, ούτε bulasilik. Επομένως, για παραφθορά πρόκειται. Οπότε, όλο το ψωμί που βλέπει ο Περικλής είναι στον παράδεισο, να το τρώει ο Μάρκος*. Εμείς εδώ, δεν βλέπω τι μπορούμε να κάνουμε, πέρα από το να ρωτήσουμε κάποιον Τούρκο αλλά κατά προτίμηση φιλόλογο. Εγώ δεν ξέρω κάποιον.

*ή και στην κόλαση, όπου σίγουρα το τρώνε οι διαβόλοι…

“Σ[u]υ[/u]ναχωμένος” λέει ο Μάρκος και εννοεί προφανώς όχι τον κρυωμένο από κοινό συνάχι, αλλά αυτόν που κάνει χρήση ουσιών μέσω εισνοής (“μυτιά” ή “σνιφάρισμα”), γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στη μύτη, ξηρότητα, ενόχληση γενικά στη μύτη σαν το κοινό συνάχι.
Αυτό είναι και το γενικότερο νόημα των στίχων.

Στα τουρκικά, επίσης, απαντούν και οι εξής τύποι:
bulaşıcılık =μεταδοτικότητα
bulaşık=μολυσμένος
bulaşıcı = μεταδοτικός.

Πιστεύω πως νοηματικά εξηγούνται απόλυτα οι στίχοι.

ευχαριστω πολυ ολους για την ερευνα! :smiley:

Μήπως τότε να εγκαταλείψουμε ολωσδιόλου αυτή την οικογένεια λέξεων και να στραφούμε σε άλλες με παρόμοιους φθόγγους; Στο κάτω κάτω, είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι ο Μάρκος λέει μπουλασιλίκι; Ο rbtk το άκουσε πουλασιλίκι και εγώ ομολογώ ότι πάντα πίστευα ότι λέει κουλασιλίκι. Οπότε ίσως υπάρχουν και άλλοι πιθανοί δρόμοι να ψάξουμε.

Αυτό δεν έχουμε δικαίωμα να το υποθέσουμε πριν σηκώσουμε κάθε πέτρα. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πρόκειται για κάτι απολύτως σωστό και ομαλό που απλώς δεν το καταλαβαίνουμε εμείς ελλείψει δεδομένων.

(Μιας και δεν ξέρω τούρκικα, ένα τούρκικο λεξικό ποτέ δεν είναι πρώτο στη λίστα των ψώνιων μου. Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να το αποκτήσω.)

!!! Να κάτι που ποτέ δε θα σκεφτόμουν! Μπράβο Ελένη, πολύ ευρηματική σκέψη. Βέβαια δε θα έφτανα στο σημείο να το θεωρήσω προφανές, λογικά πιθανό όμως ναι. Θα μπορούσε να πρόκειται περί κοκαΐνης, που και από τη μύτη την παίρνουν και δημιουργεί υπερδιέγερση. Αν κάτι τέτοιο διασταυρωθεί και από καμιά δεύτερη πηγή, μπορούμε να πούμε ότι κλείσαμε.

Εφόσον όμως δεν είναι γνωστή προς το παρόν άλλη τέτοια πηγή, η ερμηνεία παραμένει στο επίπεδο του απλώς πιθανού. Το τραγούδι δεν περιλαμβάνει καμιά επιβεβαίωση όπως στον Φιγουρατζή λ.χ. (γιατί κι εγώ φουμάρισα… / γιατί μαστούρης θα γενώ και θα 'ρθω στο τσαρδί σου…) ώστε να είμαστε βέβαιοι ότι μιλάει για ναρκωτικά + νταηλίκια ταυτόχρονα.

Ελένη, ερώτηση: αν συνάχι = μυτιές, τελικά τι πιστεύεις για το μπουλασιλίκι; Ότι βάσει της αρχικής έννοιας «μεταδοτική αρρώστια» είναι συνώνυμο του συναχιού, και άρα σημαίνει πάλι το ίδιο (μυτιές), ή ότι ανεξάρτητα από την έννοια «μεταδοτική αρρώστια» σημαίνει απλώς «εριστική διάθεση»;

Κι αυτός ο Μάρκος, αν δεν είχε φάει την προηγούμενη συλλαβή, θα μας βόηθαγε κάπως! [Άσ’] το μπουλασιλίκι σου; [Κόφ’] το μπουλασιλίκι σου; [Με] το μπουλασιλίκι σου;

Από το τραγούδι: "Η κατάρα του χαρτοπαίχτη» (Σ. Περιστέρη), 1935

“…Βρ’ εκεί τα παίζω τακτικά αμάν - αμάν
ζάρια και ποκεράκι
τα παίρνω στο φυλλάρισμα αμάν - αμάν
μ’ ένα σκαστό φουλάκι.…”

“Φουλάκι”,(από το φουλ) μάλλον εννοεί συνδυασμό τριών όμοιων φύλλων με δύο άλλα όμοια (:wink:
και “φυλλάρισμα” το ανακάτεμα της τράπουλας (:wink:

Μήπως “φιλάρισμα” (fill = γεμίζω); Υπάρχει τέτοιος όρος στη χαρτοπαιξία;

Το “φουλακι” ειναι ακριβώς οπως το περιγράφει η Ελένη. (απο το “full house”)
Το “φυλλάρισμα” είναι η διαδικασία της “μάνας” στα χαρτιά…Το ανακάτεμα και μοίρασμα των καρτών δηλαδη…

Γειά σας μετά από καιρό,
μου έχει κολλήσει μια λέξη 1-2 μέρες τώρα, την οποία δεν κατάφερα να βρω μέσα στο γλωσσάρι, διότι δεν μου ανοίγει ολόκληρο…;
Από που προέρχεται η λέξη “μπουζουριάζω”; Γνωρίζει κανείς;

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 11:18 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 11:13 —

Μήπως το μπουλασιλίκι έχει να κάνει με το αγγλικό/αμερικάνικο “Bullying”; (http://en.wikipedia.org/wiki/Bullying) και είναι θέμα συμπεριφοράς και όχι ασθένειας;

  1. Από το Ρεμπέτικο γλωσσάρι:
    Μπουζουριάζω
    Συλλαμβάνω και φυλακίζω.

Από το τραγούδι:
“Ο Ισοβίτης” (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

“…με τη ραδιουργία σου
μπουζούριασα το χύτη…”

Επίσης, στον Μπαμπινιώτη: (και) τρώω πολύ, περιδρομιάζω. Ο Μπ. έχει τη λέξη ως “αγνώστου ετύμου”.

Υπάρχει και η λέξη “μπουζουριέρα” (Μπάτης: “… κι ένας μάγκας παραπέρα, μα, κρατάει τη μπουζουριέρα”) της οποίας η χρήση μου είναι άγνωστη.

  1. Αν το μπουλασιλίκι προερχόταν από αγγλική / αμερικάνικη λέξη, δεν θα είχε την κατάληξη -ίκι, που δίνεται σε παράγωγα λέξεων τούρκικης προέλευσης.

“Αγνώστου ετύμου” θα έλεγα κι εγώ, εφόσον δεν μπορούμε με σιγουριά να αποφανθούμε για την ετυμολογία της λέξης αυτής.

Ενδέχεται να συγγενεύει ετυμολογικά με τη λέξη “μπουζουριέρα”:
Να προέρχονται και οι δυο τους από την ιταλική “bozzolo” = κουκούλι, με την έννοια του κρυπτού, του καλυμμένου, της κρυψώνας, της φυλακής.

Ο σπουδαίος Νίκος Τσιφόρος την χρησιμοποιούσε πάρα πολύ τη λέξη “μπουζουριέρα” με την έννοια της “κρυψώνας”, αλλά και της “βιτρίνας” [ δηλαδή της κάλυψης με κάτι άλλο άσχετο (π.χ. επάγγελμα ή απασχόληση) ώστε να γίνεται παραπλάνηση των τρίτων από το πραγματικό-παράνομο αντικείμενο].

Ο Μπάτης εννοεί πως κρατάει “τσίλιες”, με μέθοδο παραπλάνησης πάντως.

Αυτό δεν είναι και τόσο σίγουρο. Ερμηνεύοντας ελεύθερα τους στίχους, πρόκειται για “εκδρομή” παρέας προς αναζήτηση κατάλληλου παράκτιου τόπου (σπηλιάς κλπ.) για χασισοποτεία. Όλοι τους είναι στην τσίτα, μη δώσουν αφορμή στην αστυνομία.

“…να μην έρθει η αστυνομία και να μείνουμε στα κρύα
ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα…”

Εγώ το “διαβάζω”: Αστυνομία-τσίλιες…αχώριστο “δίδυμο”.
Αυτά…