Ορισμός ρεμπέτικου

άσχετα από το αν απάντησε ο κώτσος, διαβάζοντας το μήνυμα της άλκηστης θα ήθελα να πώ την άποψή μου (έτσι κι αλλιώς έχει ο καθένας από μία).

  1. νομίζω είναι σαφής η διαφορά της χροιάς ανάμεσα στον βραχνά και στον μάμμο, ρεμπέτικο παίξιμο ο ένας, λαϊκό ο άλλος. ο βραχνάς έμεινε στις ρίζες, ο μάμμος ακολούθησε την εποχή του. δεν καταλαβαίνω γιατί να υπάρχει αμφιβολία, άσχετα ποιό προτιμάει κανείς.
  2. ιστορικά το ρεμπέτικο (αδέσποτο, μουρμούρικο, πειραιώτικη σχολή) ξεκίνησε από φυλακές, τεκέδες και περιθώριο. αυτά έγραφαν στην αρχή ο μάρκος και ο κερομύτης, εξ ολοκλήρου ο μπάτης και ο δελιάς. τώρα αν στο ευρύτερο ρεμπέτικο περιλάβουμε και τον τσιτσάνη κλπ, ακόμα κι έτσι το μπουζούκι από “χαμηλά” ξεκίνησε (άλλωστε και ο τσιτσάνης έγραψε χασικλήδικα).
  3. μακάρι να γράφανε συχνότερα άνθρωποι με βιώματα σαν τον κώτσο, ή να είχαμε περισσότερες συνεντεύξεις από τους ρεμπέτες όσο ζούσανε ακόμα. αλλιώς θα πιστεύαμε ότι λένε οι διάφοροι του ζητήματος 4.
  4. εγώ καταλαβαίνω ότι αναφέρεται σε τηλεμαϊντανούς του στυλ πάνου σαββόπουλου ή λευτέρη παπαδόπουλου κλπ, που φτιάχνουν ιστορίες για να πουλάνε κανένα βιβλίο.

αυτά από μένα, φιλικά πάντα.

Σοφώτατα (λες και ήξερε τί θα επακολουθήσει), ο Μπάμπης βάζει (εκτός απ’ το “μπουζουξής” και) το “ρεμπέτης” σε εισαγωγικά. Γιατί, η έννοια “μπουζουξής” είναι μεν πολύ εύκολο να προσδιοριστεί: “εκείνος που παίζει μπουζούκι”, είτε επαγγελματικά είτε όχι, όμως για την έννοια “ρεμπέτης” δεν φτάνουν όχι τέσσερις λεξούλες, ίσως ούτε εκατό, ίσως ούτε και χίλιες.

Χμμμ… Είναι σίγουρα έτσι; Στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην “Ανάσταση” στον Πειραιά, οι άνθρωποι, είτε πριν, με τον Κάβουρα και τα σαντουρόβιολα είτε μετά, με το Μάρκο και την Τετράδα, σε επαγγελματίες ανάθεσαν τη διαμόρφωση της διασκέδασής τους, επαγγελματίες που κάθονταν απέναντι, όχι στο ίδιο τραπεζάκι. Και μιλάμε για πριν το ΄37, πριν το ΄52. Και γινόταν χαμός, καρφίτσα δεν έπεφτε. Όμως, ουδείς διεννοήθη να ζητήσει απ΄ την ορχήστρα, την χωρίς ενίσχυση και μικρόφωνα, να του παίξει να τραγουδήσει. Το “Σου τραγουδώ και διασκεδάζεις” σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, δηλαδή. Φυσικά και σε κάποιες παρέες, η διασκέδαση ήταν στα χέρια της παρέας της ίδιας βέβαια αλλά, όπως και ο Περικλής σημειώνει, κάτι τέτοιο συμβαίνει, σποραδικά έστω, ακόμα και σήμερα.

Αλλά να φτάσουμε και στο “ζουμί”:

Ναι, φίλε μου Κώτσο. Όλη η κοινωνία. Ήταν τότε (τονίζω: τότε) μαζικό φαινόμενο. Γιατί ο λαϊκός καταναλωτής, ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της τότε Ελλάδας, ήταν πάνω από το 50 %, ενώ οι καταναλωτές της οπερέτας και του Χατζηαποστόλου δεν ξεπερνούσαν το 5 %. Και, ναι, όλη η Ελλάδα (εκτός, φυσικά, από το κέντρο της Αθήνας και κάποιων επαρχιακών πόλεων) άκουγε ρεμπέτικα. Το “Μεγάλη δουλειά!” δεν το είπε τυχαία ο Μάρκος, λίγο πριν πεθάνει, μιλώντας στην Κική Καλαμαρά ή την παρέα της: ήξερε πολύ καλά τί έλεγε. Και ο απατημένος σύζυγος της “καθωσπρέπει” Αθήνας (“Κολωνάκι” δεν υπήρχε προπολεμικά) ή της επαρχίας, Μάρκο βεβαίως δεν άκουγε. Άκουγε όμως (π.χ.) Μοντανάρη και “Κακούργα πεθερά”, το εμπορικότερο δισκογραφικό “χίτ”, που η μουσική του δεν είναι δα και στον αντίποδα εκείνης του Μάρκου.

Αααχ, Κώτσο μου!.. μακάρι να ΄ταν έτσι! Σήμερα βέβαια, που έχει (ευτυχώς) ξεθυμάνει η μόδα μιάς εποχής όπου στα Εξάρχεια υπήρχαν είκοσι ρεμπετάδικα, όσοι ακούμε ρεμπέτικα ναι, τα ακούμε γιατί μας ακουμπάν, αλλά αν αναρωτηθείς πόσοι σήμερα γουστάρουν (γουστάρουμε) τα ρεμπέτικα, θα καταλήξεις σε ένα ποσοστό κάτω απ’ το 5 %, ενώ “τότε” ήταν πλειοψηφία, mainstream που λένε και στο χωριό μου. Mainstream σήμερα, ποιά τραγούδια είναι; Ασ’ το καλύτερα, μην απαντάς, πονάει… Γιατί, όταν λες

δεν συνειδητοποιείς ότι αν τότε, οι κάποιες αυτές χιλιάδες ήταν ίσως ένα (σημαντικότατο!) πέντε τοις εκατό του τότε Πειραιά, οι ίδιες αυτές χιλιάδες σήμερα, ούτε 5 τοις χιλίοις δεν κάνουν. Σου λέω, άσ’ το…

Με συγχωρείς, Κώτσο μου, αλλά οι μόνοι καρποί που εγώ, τουλάχιστον, είδα να πέφτουν από το δέντρο του Στ. Βαμβακάρη και όχι απ’ εκείνο του πατέρα του, είναι η σχέση μεταξύ μπλουζ και ρεμπέτικου, κάτι που πολλές φορές έχω πει ότι για μένα αρχίζει και τελειώνει στην κοινωνιολογική διάσταση, αφήνοντας εντελώς απ’ έξω τη μουσικολογική.

Καμία παρεξήγηση, Κώτσο.

Λες όμως ότι δε σε κατάλαβα σωστά. Το ίδιο βλέπω κι εγώ σ’ εσένα. Μήπως καλύτερα να τ’ αφήσουμε;

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 01:55 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 01:50 —

Στα μπουζούκια αναφερόμουν, όχι γενικότερα στο είδος αυτό της διασκέδασης. Κάποια στιγμή πρωτοανέβηκαν στο πάλκο. Παίζονταν όμως και πιο πριν.

Νίκο είμαι σίγουρος οτι αυτό με τα εισαγωγικά που εβαλε ο Μπάμπης,λάθος το κατάλαβες.
Απλά τόνισε νομίζω τις δυο λέξεις,για να γίνουν το επίκεντρο της συζήτησης.Τέλος πάντων.
Εγω πάντως μένω στην γνώμη μου.Αυτά τα πράματα,η τα πιάνεις με την μια,η ξέχασε το. Πάντως πρέπει να πω οτι μπορώ να το καταλάβω αυτό.
Οταν κάποιος δεν εχει ζήσει σε τέτοιες γειτονιές,οταν δεν εχει κάνει ποτέ πάρε δώσε με τέτοιους ανθρώπους,δεν μπορεί να το νοιώσει εύκολα.
Είναι σαν να προσπαθείς να δώσεις σε κάποιον τυφλό να καταλάβει,πως φαίνεται ,και τι είναι ενα σύννεφο.Δύσκολα πράματα,και σε παρακαλώ μην με παρεξηγήσεις.
Σε κάτι που λες ομως θα με βρείς τελείως αντίθετο.
Αυτό που λες για τον Στέλιο ειναι λάθος και μεγάλη αδικία μπορώ να πω. Και ο Μάρκος είχε γράψει τραγούδια που δεν τον αναγνωρίζεις.
Ετσι και ο Στέλιος εχει κάνει πειράματα.Μπλούζ οπως είπες.Πειράματα και ανοίγματα σε καινούργιους δρόμους.Και εγω δεν τα πολυγουστάρω,αλλα νομίζω οτι ηθελε να δείξει,πόσα κοινά σημεία εχουν αυτά τα δυο ειδη μουσικής.
Ο Αμερικάνος λέει τα ρεμπέτικα,τα μπλούζ τα Ελληνικά,και ο Ελληνας λέει τα μπλουζ ,τα ρεμπέτικα της Αμερικής. Αλλά αυτό δεν μπορεί να αφαιρέσει με τίποτα και να σβήσει το εργο που αφήνει.
Τις τραγουδάρες που εχει γράψει,και που ολοι μας τραγουδάμε ξεχνώντας τον δημιουργό τους.Ακόμα δημιουργεί.
Ακου μονο ενα.Τον Πιτσιρίκο Μάγκα που εχει φτιάξει για να καταλάβεις τι εννοώ.
Τι λέμε τωρα…

Πάντα με καλή καρδιά

Μπήκε μπόλικο μελάνι θα αναφερθώ μόνο σε δύο τρία σημεία. Πιστεύω ότι μόνο μέσω αφηγήσεων όπως π.χ του Κώστα μπορεί κανείς να αντιληφθεί κάποια πράγματα για το χρώμα της εποχής το ρεμπέτικο κλπ, οι ορισμοί κρύβουν παγίδες αλλά πολλές φορές φέρνουν την συζήτηση σε σημεία που ξεπερνιούνται τα όρια στο σχολιασμό.

Λέει ο Μάθεσης στην αυτοβιογραφία του σελ.196 για τους ρεμπέτες

Βέβαια δεν εχάθηκαν ολουδιόλου οι μάγκες και οι ρεμπέτες, ούτε και πρόκειται να χαθούν… υπάρχουν λοιπόν εν αφθονία, ανακατεύονται μαζί μας, κάθονται δίπλα μας υπό άλλην μορφήν. Μην περιμένουμε να τον δούμε με τραγιάσκα και ζουνάρι και να λέει τα μάγκικα του κορακίστικα…ζει λοιπόν ο ρεμπέτης δεν θα πεθάνει ποτέ γιατί είναι 7ψυχός.

Οικογένειες δεν πήγαιναν να ακούσουν τον Μάρκο και κακώς έχει ειπωθεί κάτι τέτοιο.

Στο Δάσος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του οικογενειάρχης λέει ο Μπαγιαντέρας , πόσο μάλλον στου Σαραντόπουλου ή στου Κερατζάκη πιο πριν. Μόνο αλάνια ,πρώην φυλακισμένοι, μαχαιροβγάλτες τέτοιοι , ο Μάρκος έζησε μες τον υπόκοσμο αλλά στην πορεία εξελίχτηκε λόγω και της μουσικής που ανέπτυξε όταν ο ίδιος πέρασε από το ρεμπέτικο στο λαϊκό γράφοντας και παίζοντα σε άλλο πλέον στυλ.

Λέει ο Ροβερτάκης

Οι ορχήστρες προπολεμικά είχαν σαντούρια, βιολιά, κλαρίνα. Δεν είχαν μπουζούκια.Τα μπουζούκια ήταν εκτός πόλεως, όπως λέγαμε. Πέρα δηλαδή από τις γραμμές του τραίνου στην Ιερά οδό. Εκεί τραγουδούσαν και έπαιζαν μόνο άντρες. Εκεί ήταν το περίφημο μαγαζί του Βλάχου Δάσος, όπου για κάποιο διάστημα ήταν μαζί ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μπαγιαντέρας, ο Στράτος, ο Κηρομύτη, ο Παπαιωάννου, ο Γενίτσαρης.
Στα καθαυτό ρεμπέτικα δεν υπήρχαν γυναίκες. Ο Τσιτσάνης πρωτόβγαλε γυναίκα στο πάλκο.

Θυμάμαι ένα παλιό συλλέκτη δίσκων γραμμοφώνου που μου πε κάποτε.

Προπολεμικά είχα μια γκόμενα. Τότες δεν ήταν εύκολο να ακούσεις ρεμπέτικο γινόσουν αυτομάτως στόχος. Θυμάμαι ότι είχαμε ένα βαλιτσάκι και πηγαίναμε στη ζούλα και ακούγαμε δίσκους του Μάρκου όπως το Νόστιμο τρελό μικρό μου.

Η διαφορά του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι επίσης στην ερμηνεία του. Πως έπαιζε το μπουζούκι στις πρώτες ηχογραφήσεις πως μετά.Οι εταιρείες χαλάσαν τον είδος από την στιγμή που το ανακάλυψαν και το έβαλαν στους δίσκους. Ενώ χασικλήδικα τραγούδια είχαν τραγουδηθεί από τους μικρασιάτες πριν τον Μάρκο όπως ο Νταλγκάς με τον Μάρκο λέμε ότι είναι το αυθεντικό. Ο τρόπος του είναι απλός και άμεσος και διαφορετικός. Ο κόσμος αρέσκεται πλέον να συμμετέχει όχι απλά να ακούει ,αυτό έγινε με τον Μάρκο το οποίο δεν μπορούσε να γίνει εύκολα με τις φωνές των μικρασιατών. Δες Μανέτα ηχογραφήσεις, δες Ιωαννίδη με Καραπιπέρη, δες Μάρκος τις πρώτες του απλός τρόπος παιξίματος, κοφτός ρυθμικός διαφορετικός, τονισμός στο έπακρον. Ακόμα και ο Μπέζος που τον μελέτησε και τον άκουσε χωρίς να έχει σχέση με το είδος τον απέδωσε στην αυθεντική του μορφή. Ο Βραχνάς το ίδιο, αυτός πήγε ακόμα παραπέρα καθώς έπαιζε σε ένα στυλ εντελώς ξεχασμένο και ξεπερασμένο ήδη από το 1940.

Τα ρεμπέτικα γράφτηκαν για μια συγκεκριμένη λοιπόν ομάδα ανθρώπων δεν είναι ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν αρέσαν ακόμα και σε λαικούς ανθρώπους. Για μένα το πρώιμο ρεμπέτικο που ειναι και το αυθεντικό είναι ένα είδος που οι πρώτοι που το ηχογραφήσαν το μετεξελίξαν στην συνέχεια σε κάτι πιο λαικό.

Για μένα δεν είναι τόσο σύνθετο Νίκο,

όχι, μπουζουξής δεν είναι “εκείνος που παίζει μπουζούκι”, είτε επαγγελματικά είτε όχι. Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό: ο μπουζουξής είναι εκτελεστής, έχει ένα μεγάλο εύρος ρεπερτορίου, τον ενδιαφέρει να παίζει “τα πάντα” (στα πλαίσια του λογικού) στο όργανό του, πρέπει να ακολουθεί παιχτικά την εποχή του, αγαπά “το παίξιμο”, δεν τον ενδιαφέρει υποχρεωτικά η σύνθεση και η στιχουργική. Είναι μια “ιδιότητα” που άνθησε ουσιαστικά μετά το 1945, όπου είχε γεννηθεί και το λαϊκό τραγούδι, ενώ ο απόηχος του “ζωντανού” ρεμπέτικου ήταν ακόμα φρέσκος… Πολλές φορές ο όρος ταυτίζεται καθ’ υπερβολή με τους μεταπολεμικούς λαϊκούς συνθέτες.

Ο ρεμπέτης, (τον οποίο έβαλα σε εισαγωγικά για να τονίσω εξίσου τη λέξη, όπως λέει ο Κώστας), είναι μια πιο πρωτογενής, παλαιότερη εκδοχή μπουζουξή, αυτοδίδακτου ή εμπειρικά εκπαιδευμένου μέσα στο σινάφι, είναι φορέας μιας παράδοσης που κρατάει από πριν το 1900 και που σχεδόν χάθηκε μετά το 1936, ή μεταμορφώθηκε. Παράλληλα είναι και συνθέτης, και στιχουργός, και τραγουδιστής, που έχει όμως σχεδόν μόνοσυγκεκριμένο ρεπερτόριο -αυτό του “κύκλου” του-, παίζοντας εκφράζει τα μεράκια της δικής του κοινωνικής ομάδας.
Για τα περί δημοτικότητας-λαϊκής απήχησης-εμπορικότητας του ρεμπέτικου, πιστεύω το εξής:
Στο λιμάνι του Περαία μέχρι το 1936, άντε μέχρι το 1940, και στις φτωχογειτονιές εκεί γύρω, υπήρχαν ένα σωρό μάγκες, κουτσαβάκηδες, χασικλήδες, (καθώς και νταήδες, κλέφτες, πορτοφολάδες, φυλακόβιοι, νταβατζήδες, που μπορεί να είχαν και μια πιο “φυσιολογική” καθημερική ζωή). Αυτωνών τραγούδι ήταν το ρεμπέτικο αρχικά, γι αυτό και οι εταιρίες δίσταζαν να βγάλουν δίσκο. Αυτό ήταν το τάργκετ γκρούπ, διότι αποτελούσε ένα επαρκή αριθμό. Μέχρι εκεί. Όταν συνειδητοποίησαν ότι αυτό το τραγούδι “πουλάει” (τι πάει να πεί “πουλάει” με ένα γραμμόφωνο στο καφενείο ή ένα στα 10 σπίτια; πόσους δίσκους του “ταξίμι αθηναικό και ζειμπέκικο” του Μπάτη λέτε να πουλήθηκαν;) είχαμε ήδη περάσει στη φάση της “Φραγκοσυριανής”, του “Μ΄έχεις μαγεμένο” και των άλλων αριστουργημάτων που όμως δεν ανήκουν στην παράδοση του πειραιώτικου ρεμπέτικου κουτσαβάκικου τραγουδιού…

αν προσπαθήσω σχηματικά (πρόχειρη προσέγγιση, ως παραδείγματα) να το παραθέσω, θα έδινα την εξής κατηγοριοποίηση για τη δεκαετία του 1930-1940:

ΡΕΜΠΕΤΕΣ του ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΟΥ - ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΚΟΥ ΥΦΟΥΣ (μουρμούρικα, ντεκετζίδικα, κουτσαβάκικα, γιουρούκικα, ντουζένια στα όργανα κτλ)
Μάρκος (Πρώτες του δημιουργίες)
Δεληάς
Μπάτης
Μπαγιαντέρας (μόνο οι χασικλήδικες δημιουργίες)
Κερομύτης
Γενίτσαρης
Ζουριδάκης
Μαρινάκης (:wink:
κ.τ.λ.

ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ (που μπορεί να συνυπήρξαν χρονικά και βιολογικά με τους ρεμπέτες, αλλά είχαν εμφανώς άλλες επιρροές)
Μάρκος (οι υπόλοιπες δημιουργίες)
Παπαΐωάννου
Χατζηχρήστος
Μπαγιαντέρας (τα υπόλοιπα)
Τσιτσάνης
κ.τ.λ.

(ΣΜΥΡΝΙΟΙ κ.α.) “ΛΟΓΙΟΙ (δλδ με μουσική παιδεία)” ΣΥΝΘΕΤΕΣ, ΜΕ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΥΦΟΥΣ-ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Παπάζογλου
Σκαρβέλης (μόνο τα “στυλ μπουζουκιού”)
Γαβαλάς Μεμέτης
Τζόβενος
Περιστέρης
Χιώτης
κ.α.

ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΙ “ΜΠΟΥΖΟΥΞΗΔΕΣ” (εκτελεστές στο όργανο):
Χιώτης
Καπλάνης (:wink:
Ποτοσίδης

(κάπως έτσι)

Άρα λοιπόν, (αυτά που ακολουθούν τα έχω ξαναπεί, ελπίζω να μην γίνομαι κουραστικός), εάν ο Βραχνάς είναι ένας άνθρωπος που παίζει μόνο ρεμπέτικα πειραιώτικα με μπουζούκι, βραχνή φωνή, σε ποιά μουσική παράδοση ανήκει; τι είναι του Ελαφρού; του Φοξ Τροτ; ή του Λαϊκού; Είναι μια αυθεντική φιγούρα/μορφή ρεμπέτη, στην αμέσως επόμενη από την αυθεντική εποχή. Για μένα αυτό λέγεται ρεμπέτης, περισσότερο από ότι λέγεται π.χ. ο Τσιτσάνης.
Για την περίπτωση του Μάμμου, δεν θα πω πολλά, είναι 100% λαϊκός, θα έλεγα στα όρια του νεολαϊκού-σκυλάδικου (μιλάω για το ύφος, δεν θέλω να τον μειώσω).

Τέλος για όσους γράφουν σύγχρονα τραγούδια πάνω στο μουσικό και στιχουργικό ύφος του πειραιώτικου ρεμπέτικου: θεωρώ πως είναι και αυτοί συνεχιστές της παράδοσης και μπορούμε να τους λέμε “σύγχρονους μουσικούς του ρεμπέτικου”, “νεορεμπέτες”, “ρεμπέτες” κτλ.Καταλαβαίνω φυσικά ότι η ζωή έχει αλλάξει και η κοινωνία, μα εμάς μας ενδιαφέρει πρώτα η μουσική, όχι αν τη φουμάρει ο άλλος ή αν έχει λίγα, πολλά ή περισσότερα λεφτά. Τα “δήθεν” και “επιτηδευμένα” τραγούδια, ούτως ή άλλως, δεν “κρύβονται”.

Προς Αλκηστη

Λες κάποια πράγματα που με κάνουν σαφώς να πιστεύω οτί δεν έχεις καταλάβει καμία διαφορά μεταξύ λαικού και ρεμπέτικου οπότε σου απαντάω.Η χροιά παίζει σπουδαίο ρόλο αλλά τι έχεις εσύ καταλάβει στο ορισμό χροιά.Χροιά στην συγκεκριμένη περίπτωση λέμε για το ύφος του ρεμπέτικου πριν το 1935, τον κοινό τρόπο παιξίματος εκτέλεσης και ερμηνείας του μπουζουκιού , το οποίο το είχε ο Μάρκος και φυσικά οι πιο παλαιοί από αυτον αλλά το βρίσκουμε και σε μερικές ηχογραφήσεις του Μπαγιαντέρα, του Δελιά, του Γενίτσαρη του Κερομύτη που όλοι τους είχαν στα νιάτα τους κοινούς αποδέκτες. Ο Βραχνάς επίσης είχε κοινούς αποδέκτες, Μάρκο ,Κερομύτη με τον οποίο έκανες μαθήματα τον Μπάτη του οποίου υπήρξε μακρινός ανηψιός και άλλους ανώνυμους που δεν έπαιζαν κατ αυτόν κωλομπαρίστικα τραγούδια(εννοούσε Τσιτσάνη).Το ύφος του ήταν πιστό στο ύφος του 19 ου αιώνα με τις ανοιχτές χορδές ,αλλά και εν γένη το παίξιμο του ο τονισμός του βέβαια και η φωνή του πάταγε ακριβώς σε αυτό, δεν μιμόταν, έτσι είχε μάθε και ότι και να του έβγαινε ήταν σε αυτό το ύφος και επίσης ο μπαρμπα Νίκος έπαιζε όλα και όλα 30 κομμάτια όχι 300 , αλλά αυτά τα έπαιζε όπως κανένας άλλος. Ο τρόπος ζωής του ήταν απόλυτα συνηφασμένος με αυτόν του ρεμπέτη αλλά δε θα κάτσω να δώσω εξηγήσεις γιατί μπαίνουμε σε πεδία για τα οποία δεν έχω το δικαίωμα να μιλήσω παραπάνω.
Ο Μάμμος καμία σχέση δεν έχει με τον Βραχνά το ύφος του ήταν αποδέκτης μετέπειτα κατάστασης αλλά υπήρξε και φυσικά ένας διαφορετικός χαρακτήρας και τέλος μιας και αναρωτιόμαστε αν η χροιά προσδιορίζει ένα τραγούδι αν είναι ρεμπέτικο
Κάποτε ρώτησαν τον Γενίτσαρη τι είναι ρεμπέτικο και αυτός απάντησε αν η μουσική είναι ρεμπέτικη τότε το κομμάτι είναι και ρεμπέτικο και λέει για παράδειγμα Μάγκας βγήκε για σιριάνι αυτό δεν είναι ρεμπέτικο είναι καντάδα επτανησιακή.Επομένως μουσικά αλλά και εκτελεστικά καθορίζεται το ρεμπέτικο με βάση την αρχική του μορφή αποδίδωνται και οι ονομασίες στο εκάστοτε τραγούδι.

Οι μελωδίες του μπουζουκιού που γνωρίζουμε και που παίζονται σήμερα έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην εποχή που το μπουζούκι “έφυγε από τους τεκέδες και τα υπόγεια”.
Και στις φυλακές συμπληρώνω δεν είναι τυχαίο οτί οι περισσότεροι πρώιμοι πουζουξήδες είχαν μάθει το όργανο στην φυλακή .Φυσικά και ήταν μόνο σε αυτούς τους χώρους, ο Μάρκος το κάνει σαφές αυτό στην βιογραφία του αυτό το πράγμα μετά την γνωριμία του με τον Αιβαλιώτη και τους άλλους στους τεκέδες, αλλά έχουμε και από αλλού παραδείγματα εκεί είναι και αυτό που εγώ πιστεύω οτί υπήρχε δηλαδή δύο σχολές μπουζουκιού.Επίσης στην Σύρα άκουσε αλλές μουσικές από τους εκεί μπουζουξήδες που δεν τον συγκίνησαν το ίδιο.

Το θέμα της “χροιάς” διευκρινίστηκε επαρκώς, Σταύρο Κ.
Το παλαιϊκό στυλ παιξίματος, το οποίο ακολουθούσαν οι παλιότεροι και μερικοί έως ελάχιστοι, σύγχρονοι.

Το ερώτημα που έθεσα, αν αρκεί η “χροιά” για να χαρακτηριστεί “ρεμπέτικο” ένα τραγούδι, δεν απαντήθηκε, όμως.
Αν ένας σύγχρονος ερμηνεύσει π,χ, το “Διαβολάκο” του Ζαγοραίου με αυτή τη “χροιά”, θα χαρακτηριστεί “ρεμπέτικο” και αυτό?

Έγραψα:Οι μελωδίες του μπουζουκιού που γνωρίζουμε και που παίζονται σήμερα, έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην εποχή που το μπουζούκι “έφυγε από τους τεκέδες και τα υπόγεια”.
Και από τις φυλακές, επίσης.

Η μάντρα του Σαραντόπουλου και τα άλλα μαγαζιά γέμιζαν από κόσμο, και όχι μόνο από περιθωριακούς, φυλακόβιους κ.λπ.

Εξάλλου, απόδειξη ακράδαντη της δημοφιλίας του μπουζουκιού και των παικτών του είναι [u]η δισκογραφία.

[/u]Οι δισκογραφικές εταιρείες που προσέβλεπαν ασφαλώς στο κέρδος δεν θα χτυπούσαν σε δίσκους τραγούδια για ελάχιστους και “περιθωριακούς”.

τα κομμάτια καθορίζονται από την πρώτη εκτέλεση (ή για τα αδέσποτα, εκεί που γεννήθηκαν) όσον αφορά στίχους μουσική και ερμηνεία. όταν με την παρέα παίζουμε το “άδειο μου πακέτο” με τρίχορδο και γεμάτες, ή το “όταν μπουκάρω στον τεκέ” σουίνγκ (και με κάνα δικό μας στίχο παραπάνω), δεν αλλάζει τίποτα στην ιστορία του κομματιού. βέβαια, αν είχα τα κοννέ να βγάλω δίσκο με τέτοιες διασκευές, και τα έπαιζε η τιβί και το ράδιο και κόσμος και τα μάθαινε από αυτές τις “εκτελέσεις”, αρκετά θα άλλαζαν όπως είδαμε από το '60 μέχρι σήμερα. πάλι όμως, ως τραγούδια το ένα θα ήταν καραλαϊκό και το άλλο σκληροπυρηνικό ρεμπέτικο.
για τα μαγαζιά της εποχής του πειραιώτικου νομίζω σου απάντησαν πιο πάνω με στοιχεία. εξάλλου, η λούμπεν εργατική τάξη ήταν πολυπληθής τότε, που επιβίωναν είτε με χαμαλοδουλειές είτε στην παρανομία -εναλλάξ και παραλλήλως. κάτι ακόμα, στην αμερική βγάζαν “race records” από μαύρους για μαύρους τις οποίες όμως σταδιακά αγόραζαν όλο και περισσότεροι λευκοί.
στην δισκογραφία όμως μπορεί να περάσουν και λιγότερο δημοφιλή είδη: σήμερα υπάρχει παραγωγή σε χιπ-χοπ ή ροκ ή πανκ για το αντίστοιχο κοινό, με τις αναμενόμενες πωλήσεις. μην πάμε μακριά, εδώ βγαίνουν αρχειακές εκδόσεις για το ρεμπέτικο και παραδοσιακό με πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο κοινό, όπως της orpheum phonograph.

…η οποία όμως δεν καθορίζεται υποχρεωτικά από τον συνθέτη ή τον κύριο ερμηνευτή, αλλά και από την εταιρία.

Tουλάχιστον στην Αμερική, δεν ξέρω εδώ, υπήρχε και κάτι άλλο: δίσκοι σε μικρό τιράζ (καμιά 500ριά κομμάτια), για μειονοτικό ή τέλος πάντων περιορισμένο και όχι μέινστριμ κοινό, που έβγαιναν με κύριο στόχο να πουληθούν γραμμόφωνα (που τα έκαναν οι ίδιες εταιρίες όπως και τους δίσκους).

κι έτσι επανερχόμαστε στο αρχή της κουβέντας, το κείμενο του κώτσου: ο βραχνάς έπαιζε το πειραιώτικο όπως αυτό παιζόταν πριν τις ηχογραφήσεις: σκέτο μπουζούκι, ή με μπαγλαμά. η κιθάρα μπήκε στο στούντιο, εξάλλου η τετράς δεν είχε κιθάρα.
και μάλιστα αποδεδειγμένα ήταν τσακωμένος με παραγωγούς κλπ, τον ψάχνανε αλλά με το ζόρι έκανε μερικές εμφανίσεις σε εκπομπές. ακριβώς για να παίζει τα κομμάτια του όπως ήξερε και όπως γούσταρε.

Γενικά αποφεύγω να εκφράζω πολύ ανοιχτά τις απόψεις μου, θεωρώντας τες πολύ ακραίες. Εδώ όμως ο Κώτσος στο κείμενο του στην Κλίκα καταθέτει απόψεις που θα τις λέγαμε ακραίες, απόλυτες, σκληρές και αληθινές. Ίσως αυτά όλα να πάνε μαζί. Αν δε βγάλεις τα μπιχλιμπίδια πως θα δεις την αλήθεια ή αν ντύσεις την αλήθεια με μπιχλιμπίδια πως να την ξεχωρίσεις;
Συμφωνώ απόλυτα με τον Νεαπολιώτη από το πρώτο γράμμα μέχρι την τελευταία τελεία. Είναι το κείμενο που θα έδινα σε κάποιον να διαβάσει για να καταλάβει τι είναι πραγματικά το ρεμπέτικο. Αν το καταλάβει καλώς αν όχι δεν πειράζει, δεν είναι όλα για όλους. Τώρα θα τους δίνω το κείμενο του Κώτσου να τους περνάω από εξετάσεις… Το έπιασες το παρασύνθημα φίλε μου πέρνα στο μυστικό δωμάτιο. Αν πάλι δεν το έπιασες δεν τρέχει τίποτα, η μουσική είναι απεριόριστη διάλεξε και πάρε.

Εξαιρετικός ο διαχωρισμός του Μπάμπη με μία μόνο ένσταση, τον Παπάζογλου. Παρόλο που είχε μουσική παιδεία κτλ νομίζω ότι με τα τραγούδια του και κυρίως με τον τρόπο ζωής του πρέπει να μπει παλικαρίσια στην άλλη όχθη.

Θα ήθελα να σταθώ σε κάτι που έγραψε ο Κώτσος

Η ουσία του 93 ποστ ειναι αλλού.Αυτοί που ακουγαν την Σκύλλα εκείνη την εποχή,και αυτοί που την ακούν σήμερα ,είναι ακριβώς οι ιδιοι ανθρωποι.Δεν αλλαξε τίποτα για μένα.( μιλάω πάντα για αυτούς που τους ακουμπά αυτο το τραγούδι).Δεν την γουσταρε ολος ο κόσμος τοτες,αλλα ουτε και σήμερα.
Και λέω κιόλας ( και αυτό θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον να σταθεί κανείς,και οχι στις δυο λέξεις ),οτι αν πούμε,οτι ολοι αυτοί που εχουν σχέση με τα ρεμπέτικα τραγούδια σήμερα,αυτοί που κάνουν οτι τα νοιώθουν,(π.χ εγώ και εσύ),τα καταλαβαίνουν,γράφουν αναλύσεις,τα παρουσιάζουν,τα τραγουδούν και τα παίζουν…αν ολοι αυτοι δεν τα αισθάνονται και δεν τους ακουμπούν οπως ισχυρίζονται,ειναι ολοι τρύπιοι τενεκέδες.Γιατί κάνουν τους δήθεν,και πουλάνε φύκια για μετάξι…Ετσι είναι ομως;;Ειναι ολα ψεύτικα;;Αυτο καταλαβαινω οτι εννοεί κάποιος οταν λεει συνέχεια οτι, αλλος κοσμος τοτες,αλλος τώρα.Αλλιώς καταλάβαιναν παλιά και αλλιώς σήμερα τα τραγούδια…
Μπορείς να πιάσεις αυτό που λεω;; Μεινε εδω τότες…Μιλάμε τοτες για εναν κόσμο που μιλάει για ενα πράμα,ενω μάλλον δεν το εχει νοιωσει ποτέ.
Εγω λέω ομως,οτι αν υπάρχουν μερικοι,που εχουν τα ιδια φίλτρα οπως οι παλιοί,εχουν τις ιδιες κεραίες για να ακούν και να καταλαβαίνουν,τότες εδω είμαστε Πεπε.Αν οι μισοί απο αυτούς που ανέφερα παραπάνω ειναι αληθινοί,ανατρέπονται ολα αυτα που λεει ο Τζιτζης και ολοι οι αλλοι που ειναι της ιδιας γνώμης.
Δηλαδή,ο λαϊκός κόσμος υπάρχει ακόμα…Οπως τοτες ,ετσι και σήμερα…Αυτη ειναι η γνώμη μου.Γιατι αν ειναι αλλιώς,πρέπει να ντρεπόμαστε ολοι μας.Ελπίζω να γίνομαι αντιληπτός και να μην παρεξηγηθώ.

Δεν ξέρω αν πιάνω το νόημα άλλα εδώ Κώστα πιάνεις το άλλο μεγάλο θέμα που μας βασανίζει του αν είναι ζωντανό το ρεμπέτικο ή όχι. Αν εννοείς αυτό και εδώ μαζί σου είμαι. Νομίζω ότι το ρεμπέτικο πέρα από τα θέματα που κατέγραψε στιχουργικά όταν μπήκε στους δίσκους περιλαμβάνει ένα μυστικό κώδικα. Δεν ξέρω αν είναι η μουσική του που αναφέρει ο Σταύρος ή κάτι άλλο που δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε. Είναι κάτι που κάνει κάποιες καρδιές να χτυπάν αλλιώτικα. Εκεί πάνε αυτά που λέει ο Κώτσος για τη σκύλα του Μάρκου. Να το πάω και λίγο παρακάτω στην κλωστηρού. Πριν μήνες σε ένα καφενεδάκι έπαιξαν κάτι αλάνια την κλωστηρού και τραγουδούσαν 20 άτομα. Έγινε πανικός. Ένα τραγούδι που αν κρίνεις ρεαλιστικά τους στίχους του θα τους πεις τουλάχιστον αστείους. Επαναλαμβάνει 2 φορές τα ίδια λόγια λες και δε μπορούσε να φτιάξει άλλους στίχους. Γιατί όμως όλοι αυτοί να τραγουδάνε αυτούς τους “ασήμαντους” στίχους; Γιατί το ακούω απ’ τη φωνούλα του Μάρκου και βουρκώνουν τα μάτια μου;
Στο σύνολό τους τα ρεμπέτικα τραγούδια (αυτά τα 40-50) είναι "ξεπερασμένα τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Αν το δούμε απόλυτα ρεαλιστικά έτσι είναι. Ποιος όμως είναι ο μυστικός κώδικας που κρατάει αυτό το πράγμα ζωντανό στις καρδιές κάποιων ανθρώπων; Γιατί αναλύσεις επί αναλύσεων, κόντρα βιβλία, κόντρα έρευνες, μουσικολόγοι, εθνολόγοι κτλ να μελετούν τι; Τα τραγούδια που γράψανε 5-6 “αλήτες” απαίδευτοι μουσικά που βαρούσαν ντράγκα-ντρούγκ ένα παλιομπούζουκο; Δεν έχει λογική. Τι κρυφή δύναμη είναι αυτή που κινεί συμπληγάδες; Για να μην παρεξηγηθώ δε το πάω στο μεταφυσικό απλά δεν το χωράει ο νους μου. Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα αλλά φοβάμαι μη γίνω γραφικός αν δεν έγινα ήδη…

Σου απάντησα Αλκηστη αλλά δεν το κατάλαβες και θα εξηγήσω γιατί αυτά τα έχουν πει οι ίδιοι οι παλαιοί και δεν είναι δικές μου κουβέντες, όχι μόνο η χροιά σαφώς δεν φτάνει αλλά και το περιεχόμενα αυτά τα δύο πρέπει να παντρευτούν ,στον διαβολάκο πολύ δύσκολα θα παντρευτεί η χροιά ο τρόπος παιξίματος ο παλιός με το περιεχόμενο που έχει το κομμάτι το οποίο θα το έλεγα λαικορεμπέτικο.
Όσον αφορά του Σαραντόπουλου νομίζω οτί μόνο υπόκοσμος πήγαινε και ίσως μερικοί περιέργοι ,οικογενειάρχης δεν πάτησε ποτέ το πόδι του εκεί ,αυτο το λέει τόσο ο Μπαγιαντέρας όσο και ο Μάρκος, νομίζω λοιπόν οτί η γνώμη τρίτων περισσεύει.Γινόντουσαν μαχαιρώματα και καυγάδες για το τίποτα γι αυτό και σε έξι μήνες έκλεισε το μαγαζί από τις φασαρίες που έγιναν.Για πρωτη φορά συγκρότημα με μπουζούκια στον Πειραιά μαζεύτηκε λοιπόν όλο το λιμάνι από αλάνια και τέτοια άτομα που θέλαν να ακούσουν το συγκεκριμένο ρεπερτόριο.

Οι δισκογραφικές εταιρείες που προσέβλεπαν ασφαλώς στο κέρδος δεν θα χτυπούσαν σε δίσκους τραγούδια για ελάχιστους και “περιθωριακούς”.

Εδω είσαι λάθος, κόβαν λίγα αντίτυπα ακριβώς για αυτούς τους ανθρώπους,απευθύνονταν δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο κοινό επειδή υπήρχε πολύς κόσμος που ανακατευόταν με την μαγκιά και θέλανε τα δικά τους τραγούδια, δεν είναι καθόλου περίεργο να κόψεις 500 κομμάτια τότε.
Το Καραντουζένι του Μάρκου έκανε επιτυχία τα επόμενα όμως τα πρώτα χασικληδικα του ρώτα με που είμαι τόσα χρόνια συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου και ξέρω πολύ καλά πόσο σπάνια είναι να βρεθούνε, πόσο μάλλον σε μια σχετική καλή κατάσταση.Πχ. Τα δίστιχα του μάγκα έχουν βρεθεί τρεις φορές κόπιες όλες και όλες, το πέντε μάγκες στον πειραία όχι πολλές , ο Τσιτσάνης το άκουσε πρώτη φορά την δεκαετία του 70 και το πέρασε από κασσέτα και άλλα πολλά μπορώ να πω. Δεν πουλάγαν σε ευρύ κοινό αυτά τα κομμάτια εκτός εξαιρέσεων.

Με την ευκαιρία θέλω να σε ευχαριστήσω φιλε Βασιλα,οπως και τους αλλους φίλους για τα καλα τους λόγια.
Αυτό που λέω ειναι οτι,οπως κάποτε υπήρχαν αλάνια που γουστάρανε την Σκύλα,σιγουρα θα υπάρχουν και σημερα μερικοί.
Λιγοι ομως.Ο κωδικός που λες φίλε,και να τον μαρτυρησεις δεν θα τον καταλαβουν πολλοι.Για να τον πιάσεις και να τον σπάσεις,πρέπει να εχεις και τον ανάλογο χαρακτήρα.Αλλιώς δεν μπορεις να τον αποκωδικοποιήσεις…
Ειναι αυτη η νότα μεσα στο τραγούδι που θα σε στειλει…Γιατί κάθε νότα ειναι μετρημένη,ειναι ενα μπάμ,ενα βήμα πάνω στον χορό που κάνεις.Ειναι αυτη η καθαρότητα τως στιχων. Δεν ειναι ψαγμένοι,ουτε μελετημενοι.Οπως βγήκαν απο την γκλαβα του καθενος.Χωρίς αλφάδι και σπάτουλες.Ειναι το αυθεντικό,αυτο που δεν εχει μολυνθεί απο τίποτα.Και εσυ διψάς φίλε για κάτι που δεν εχει μολυνθεί και μαγαριστεί ακόμα μέσα το τρελλοκομείο που ζείς …
Και καλα θα κάνουν,με την ευκαιρία, ολοι που παιζουν αυτα τα τραγούδια να τα αφήσουν οπως ειναι…Οπως τα σκέφτηκαν και τα παρουσίασαν οι δημιουργοί τους.Αμαρτία ειναι να αλλάζουν τρόπο παιξίματος στα τραγούδια.Αλλο να κανεις τσαλίμια στην παρέα,και αλλο οταν παιζεις μπροστά σε αυτον που εχει πληρώσει για να σ ακούσει.
Εινα σαν να φτιάχνεις μια απομιμηση της Τζοκόντας,αλλα να της βάζεις και φιόγκους και να την μοστράρεις στο κοινό…!!Ποινικό αδίκημα για μένα .Δεν ειναι θεατρικό εργο να το πάρει ο κάθε σκηνοθέτης και να το φτιάξει αλλιώς…
Αυτά ομως ειπαμε,πολλοί θα τα ακούσουν,λίγοι θα γουστάρουν.Οποιος μιλάει την ιδια γλώσσα φίλε τα καταλαβαίνει αυτά…Οι αλλοι ψάχνονται ακόμα στα φροντιστήρια…

Πάντα με καλη καρδιά…

Άραγε ο Δελιάς ήταν ρεμπέτης με βάση αυτόν το μυστικό κώδικα που μόνο να τον ψυχανεμιστούμε μπορούμε όσοι δεν έχουμε -παρά τη σαφέστατη λαική καταγωγή μας- τις κατάλληλες εμπειρίες?
Νταής μάλλον δεν ήταν, στις "σκύλες"δεν ξηγιότανε ραδίκι (μάλλον τον ξεκάνανε). Προστάτη είχε… πότε τον τρελάκια, πότε το Μάρκο. Αν έχω καταλάβει καλά (που μπορεί να μην έχω) ήταν ένα μάλλον φοβισμένο παιδάκι , μπλεγμένο στη πρέζα , προικισμένο με μια τρομακτική ευαισθησία και μια πηγαία μουσική φλέβα… Ακόμα και η πένα του, πολύ διαφορετική από του Μάρκου, πιο κοντά στου Τσαούς θα έλεγα. Πληρούσε το πρότυπο του “ρεμπέτη ή όχι” ?
Και ο έτερος της τετράδας , αυτός που δεν έπαιζε κανένα όργανο, πληρούσε τις προυποθέσεις? Μουσικά μάλλον συνεχίζει την τεράστια παράδοση των Μικρασιατών τραγουδιστών, φυσικά μπολιασμένη με τα ηχοχρώματα της παρέας του… Είναι ή δεν έιναι ρεμπέτης?Ήταν η μαγκιά και το νταηλίκι του αρκετή? Και τι εννοούμε άραγε μαγκιά? Ποιος είναι ο “ηθικός” της κώδικας? Το νταηλίκι είναι ντομπροσύνη ή μπαμπεσιά? 'Η μπορεί και τα δύο αναλόγως ?Ο βιοπαλαιστής και ο νταβατζής μπορεί να είναι το ένα και το αυτό?

“Εδω είσαι λάθος, κόβαν λίγα αντίτυπα ακριβώς για αυτούς τους ανθρώπους,απευθύνονταν δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο κοινό επειδή υπήρχε πολύς κόσμος που ανακατευόταν με την μαγκιά και θέλανε τα δικά τους τραγούδια, δεν είναι καθόλου περίεργο να κόψεις 500 κομμάτια τότε.”
Σταύρο εγώ αυτό που γράφεις εδώ το εκλαμβάνω ως αντίφαση. Από την μια να κόβουν λίγα αντίτυπα επειδή απευθύνονταν σε ένα συγκεκριμένο κοινό, και από την άλλη πολύς κόσμος ανακατευόταν με την μαγκιά και ήθελε τα δικά του τραγούδια. Αν θέλεις να το εξηγήσεις από που βγαίνει.

Μα εγώ μιλώ για αυτο που εχει μέσα του κάποιος ,και τον κάνει να καταλαβαίνει το ρεμπέτικο.Και ποιος ειναι ο λόγος που σε τραβάει αυτο το είδος.Τι κάνει το ρεμπέτικο να διαφέρει απο τα αλλα είδη μουσικής,και οτι για να το αγαπήσεις ,πρέπει αναλόγως να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι.
Δεν κάνω ψυχανάλυση της Τετράδας.Ουτε τους γνώρισα ,ουτε και εζησα εκεινη την εποχή.Αλλά μπορώ με σιγουριά να σου πώ φίλε dimak…οτι καταλαβαίνω πολύ καλά,και αισθάνομαι τι λένε μέσα στα τραγούδια τους ,και τι ελεγε η καρδιά τους και η γκλαβα τους οταν τα γράφανε.

Γράφει και συγχρόνως ρωτάει ο Βασίλας :
Ειναι κάτι πού κάνει μερικές καρδιές να χτυπούν αλλιώτικα
Τι κρυφή δύναμη είναι αυτή που κινεί συμπληγάδες;
Δεν ξέρω αν είναι η μουσική του που αναφέρει ο Σταύρος ή κάτι άλλο που δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε.

Και εγω απαντώ:
Ειναι αυτη η νότα μεσα στο τραγούδι που θα σε στειλει...Γιατί κάθε νότα ειναι μετρημένη,ειναι ενα μπάμ,ενα βήμα πάνω στον χορό που κάνεις.Ειναι αυτη η καθαρότητα τως στιχων. Δεν ειναι ψαγμένοι,ουτε μελετημενοι.Οπως βγήκαν απο την γκλαβα του καθενος.Χωρίς αλφάδι και σπάτουλες.Ειναι το αυθεντικό,αυτο που δεν εχει μολυνθεί απο τίποτα.Και εσυ διψάς φίλε για κάτι που δεν εχει μολυνθεί και μαγαριστεί ακόμα μέσα το τρελλοκομείο που ζείς ...

Ελπίζω να εγινα κατανοητός τώρα.

Σου απαντάω αλλά σε ρωτάω μπορεί να γίνει καταμέτρηση πόσοι ήταν οι μάγκες εκείνη την εποχή σε όλη την ελλάδα είναι κάτι τέτοιο δυνατόν όχι βέβαια ήταν όμως αρκετοί, πανελλαδικά Θεσσαλονίκη ,Σύρα, Κρήτη λιμάνια και αλλού εκτός από Αθήνα και Πειραιά υπήρχε κοινωνικό φαινόμενο και συνεχίζω αλλά ανοίχτε και τα βιβλία που τα λένε οι παλιοί Μπαγιαντέρας, Μάρκος, Μάθεσης και λοιποί και θα καταλάβετε.Αρχικά οι δίσκοι κοβόντουσαν σε ένα περιορισμένο αριθμό , εκείνο το δίαστημα περίπου 500 ίσως και λιγότερα ανάλογα την περίπτωση, μόλις εξαντλούταν ο αριθμός αυτός έβγαιναν άλλα.Αυτά τα περισσότερα πωλούνταν στην Αθήνα και περίχωρα και τα υπόλοιπα σε επαρχία.
Tα 500 κομμάτια δεν ήταν λίγα μην ξεχνάμε οτί ο πληθυσμός τότε ήταν περίπου 6.5 εκατομύρια, μετα ο δίσκος γραμμοφώνου ήταν υποτίθεται ακριβός εκείνη την εποχή και τα γραμμόφωνα όχι πολλά. Οι εταιρείες ασχολούνταν με το να ηχογραφούν όλα τα είδη μουσικής εκείνο το καιρό και επειδή ξέραν από τους μουσικούς πως υπήρχε ένα είδος με λόγια της φυλακής και του τεκέ που είχε ζήτηση και ένα μεγάλο κοινό(μην ξεχνάμε οτί ο Πειραιάς από τα 1905 εώς 1940 σύμφωνα με τον Μπαγιαντέρα ήταν ένα τεράστιο γκέτο) άρχισαν πρώτα να βγάζουν νεορεμπέτικα του στυλ Νταλγκά και χωρίς μπουζούκια αλλά με άλλα όργανα τα οποία όμως δεν πουλούσαν καλά.Εδώ ηχογραφούσαν ελαφρά σόλα και κάτι πράγματα που αναρωτιέμαι πραγματικά πόσος κόσμος θα αγόραζε ένα σόλο βιολί εκείνη την εποχή κλασσικής μουσικής, η κάτι άλλα άσχετα κωμικά και τέτοια.Επομένως όταν γνώριζαν οτί θα είχαν σίγουρα κόσμο να τα αγοράσει δεν δίστασαν να τα ηχογραφήσουν με καλούς τραγουδιστές τα οποία θα μπορούσαν έτσι να περάσουν και στο μικρασιάτικο κοινό το οποίο δεν είχε σχέση με τον κόσμο της μαγκιάς όμως μπουζούκι δίσταζαν να βάλουν.
Το 1931 κάναν το πρώτο πείραμα με την ηχογράφηση του Μανέτα όμως ο δίσκος δεν έπιασε ίσως λόγω οτί το μπουζούκι μαζί με το κύμβαλο ήταν εν μέρη λίγο περίεργη ζυγιά και δεν ακούγεται και καθαρά όμως μετά το Μινόρε του τεκέ που έγινε ο χαμός και κατάλαβαν οτί το όργανο αυτό θα είχε επιτυχία έγινα τα υπόλοιπα που είναι γνωστά. Το Καραντουζένι έκανε την μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και ο Μάρκος συνέχισε τον δρόμο του.Όλος ο ρεμπετόκοσμος τότε έτρεξε τότε να αγοράσει τον πρώτο του δίσκο που δεν είναι πολύ σπάνιος αν και είναι δύσκολο να βρεθεί καθαρός. Τα επόμενα κομμάτια του Μάρκου απευθύντονται σε ένα περιορισμένο κοινό αλλά σταδιακά ο Μάρκος ξεκίνησε να γράφει διαφορετικά.
Ο Μπαγιαντέρας λέει οτί οτί μετά τους δύο πρώτους του δίσκους ο Φαλτάιτς του υπέδειξε να γράψει διαφορετικά γιατί είχε μέλλον και ήταν καλός συνθέτης.Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστεί το ρεμπέτικο είδος.Δείτε πως παίζει μπουζούκι και τραγουδά στους πρώτους του δύο δίσκους ο Μπαγιαντέρας και πως μετά.Καμία σχέση.Το ίδιο έγινε και με τον Κερομύτη ο οποίος μετά τους τρεις πρώτους του δίσκους πέρασε στο λαικό αφού δεν ακούς καμία ανοιχτή συγχορδία και ούτε πια γράφει στο παλιό ύφος .Ο Γενιτσαρης και ο Ζουριδάκης ακόμα με ένα δίσκο ο καθένας και μετά πάπαλα αυτό είναι το ρεμπέτικο.
Όσο για τον Δελιά φυσικά και ήταν ρεμπέτης ,ζούσε μαζί τους την αλάνικη ζωή, την έπινε μαζί τους , στα μπουρδέλα τραβιότανε μαζί τους, στα βούνα μαζί τους, από αυτούς έμαθε μπουζούκι αρχικά ως μαθητής του Μάρκου, παιδάκι; δεν το νομίζω, ήσυχος και φιλότιμος ναι, δες τι λέει η Σταυροπούλου η γκόμενα του γι αυτόν και εξάλλου οι μάγκες όπως λέει και ο Μάρκος οι περισσότεροι ήταν ήσυχοι ειδικά δε όταν μαστούριαζαν αν τους πείραζες σε πείραζαν, οι κουτσαβάκηδες και οι σκυλόμαγκες συνήθως σκότωναν αλλά όχι χωρίς λόγο.Τώρα βέβαια το τι θεωρούσαν τότε σοβαρό λόγο για καβγά ίσως να μην έχει σχέση με το σήμερα άλλη ζωή άλλες συμπεριφορές.

Δεν τον διαχωρίζω μόνο λόγω μουσικής παιδείας, έγραψε σε άλλο ύφος, είχε άλλες επιρροές, δεν αγαπούσε το μπουζούκι (ίσα ίσα), ήταν κατά των ναρκωτικών και ήταν κοινωνικά και να μην πω και ταξικά πολύ πιο συνειδητοποιημένος από τους ρεμπέτες. Σπουδαίος, ίσως ο αγαπημένος μου, αλλά δεν ήταν ρεμπέτης, σύμφωνα με τα μουσικά και κοινωνικά δεδομένα που εγώ αποδίδω στον όρο ρεμπέτικο.

Σχετικά με τον Παπάζογλου από μαρτυρία του Γιώργη σε μένα.
Ο Βαγγέλης από μικρός εντρύφησε κυρίως στα λιμανίσια κομμάτια, τα αδέσποτα της Σμύρνης.
Επίσης σύμφωνα με το βιβλίο του όταν ήρθε εδώ έψαχνε να βρει παλιούς μουσικούς να του θυμίσουν αδέσποτους σκοπούς γι αυτό και πολλά κομμάτια του Παπάζογλου έχουν μέσα αδέσποτους χαβάδες η συγγενεύουν με τα ανώνυμα όπως δηλαδή και τα πρώτα του Μάρκου.Είναι ρεμπέτης ο Βαγγέλης είναι και παραδοσιακός σε πολλά άλλα, επίσης αν και ο ίδιος κατά τον ναρκωτικών αλλά ήταν μέγας χασικλής και κινήθηκε μέσα στην ζωή της μαγκιάς του τότε Πειραιά αλλά λόγω του ότι όπως και ο Μάρκος υπήρξαν ξεχωριστές προσωπικότητες και καλλιτέχνες έχεραν ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής.