ΚΛΕΦΤΙΚΑ & ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΤΑΒΛΑΣ

Νίκο ευχαριστώ για τα στοιχεία. Λυπάμαι, αλλά η ασχετωσύνη μου περί της μουσικής δε μου επιτρέπει να πάω παρά πέρα. Σε ποιες περιοχές όμως της Ελλάδας υπάρχει αυτός ο μουσικός δρόμος (αν υπάρχει βέβαια κάπου);
Ενδιαφέροντα τα στοιχεία για την προέλευση της λέξης “μυρολόι”. Πάντα με “οι” τη φανταζόμουνα.
Χαιρετώ

Γιάννη, ο πρώτος Ήχος, το ουσάκ της ανατολικής μουσικής (όχι το ρεμπέτικο ουσάκ) είναι από τους πιο διαδεδομένους δρόμους στην ελληνική μουσική αλλά και σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Δεν υπάρχει περιοχή της Ελλάδας χωρίς τραγούδια σε δρόμο ουσάκ. Χαρακτηριστικές μελωδίες το μικρασιάτικο «θα σπάσω κούπες», το «αμοργιανό» ή το κρητικό «όσο βαρούν ντα σίδερα».

Αγαπητέ Νίκο Πολίτη, επειδή ο δρόμος Ουσάκ είναι ο αγαπημένος μου και ίσως και ο λόγος που ασχολήθηκα και ασχολούμαι με τη μουσική, με ενδιαφέρουν περισσότερα για τις διαφορές - μουσικές και ιστορικές αν υπάρχουν - για το ρεμπέτικο ουσάκ και το ανατολίτικο (να πω την αλήθεια δεν το γνώριζα καθόλου αυτό).
Αν σου είναι εύκολο γράψε μου πως πάνε και οι δύο από Re. Ευχαριστώ.

Αγαπητέ Ρε μινόρε, δυστυχώς το αρχείο μου δεν διαθέτει τέτοια κωδικοποίηση (καθόλου δεν διαθέτει, δηλαδή) ώστε να μπορέσω να σου απαντήσω όπως θα το περίμενες. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω (σε εσένα και όποιον άλλον επιθυμεί) πάτημα για πρωτογενή έρευνα. Λοιπόν:

Ο ανατολικός ουσσάκ είναι ο Ήχος Πρώτος, δηλαδή δύο διατονικά τετράχορδα της μορφής 10 – 8 – 12 (τόνος ημιτόνιο τόνος) διαζευγμένα, δηλαδή 10 – 8 – 12 – 12 - 10 – 8 – 12 και με βάση τον πα, δηλαδή πα βου γα δη κε ζω νη πα. Έχει μάλιστα τη χαρακτηριστική ευκολία ότι αν ξεκινήσεις από τον πλάγιο του τετάρτου (νη πα βου κλπ.) δεν έχεις παρά να θεωρήσεις βάση το πα αντί το νη και καθάρισες χωρίς τίποτα άλλο. Στο μπουζούκι αυτό σημαίνει αντίστοιχα ότι ξεκινάς με ένα ραστ από ρε και θεωρείς νέα σου βάση το μι: Παίζεις ένα δυνατό ρε μιιιι (είναι το απήχημα ανανες της βυζαντινής) πατώντας και τις κάθετες σι και μι και επικεντρώνεσαι στο μι. Αρχίζεις ένα ταξίμι από μι χρησιμοποιώντας φθόγγους του ραστ από ρε και έχεις ήδη μπεί στο (ανατολικό) ουσσάκ από μι.

Η πορεία του ρεμπέτικου ουσάκ (π.χ. γεννήθηκα για να πονώ) σου είναι φαντάζομαι γνωστή. Αν τώρα εγώ σου πώ ότι η γνωστή μικρασιάτικη Γιωργίτσα (εγώ ΄λεγα να σʼ αγαπώ Γιωργίτσα μου) καθώς και το σαν είχες άλλον στην καρδιά είναι και τα δύο (ανατολικό) κιουρντί, θα καταλάβεις ότι το ρεμπέτικο ουσάκ είναι το ανατολικό κιουρντί.

Όταν θα βρώ στοιχεία, που δεν θα βρώ, για το πώς κάποιοι μικρασιάτες όπως ο Γιοβάν Τσαούς, που δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν ήξερε το ανατολικό ουσσάκ, στη μεταφορά των γνώσεών τους στους Πειραιώτες (Μάρκο, Κερομύτη κλπ.) συνετέλεσαν ώστε αυτό που οι δεύτεροι ονόμασαν ουσάκ να είναι το κιουρντί, θα κάνω κάποιαν ανακοίνωση. Προς το παρόν, τουμπεκί και ανεπίσημες ανακοινώσεις όπως η σημερινή. Ελπίζω να μη μου φάει κάποιος άλλος το θέμα μου.

Νίκο Πολίτη, σε ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες σου.

Για να πω την αλήθεια, επειδή είμαι ερασιτέχνης οργανοπαίκτης και αυτοδίδακτος, κάπου εκεί με τα στοιχεία της Βυζαντινής μουσικής, μπερδεύτηκα.

Πριν δυο χρόνια έκανα προσπάθεια να μάθω λίγη θεωρία, αλλά και ο ίδιος ο δάσκαλος διαπίστωσε ότι η συνήθεια, έκανε το αυτί μου να δίνει πιο γρήγορα εντολές στα δάκτυλα απ’ ότι το μάτι. Ξεκινούσα δηλαδή την παρτιτούρα και μόλις αναγνώριζα το κομμάτι, λειτουργούσα ακουστικά χωρίς να μπορώ να παρακολουθήσω το χαρτί. Μου είπε λοιπόν και ο ίδιος να συνεχίσω να δουλεύω τα τραγούδια ακουστικά και το μόνο που κατάφερα από αυτή την προσπάθεια ήταν να μάθω τα βασικά για τους μουσικούς δρόμους και τις συγχορδίες τους. Τα βασικά όμως.
Το σίγουρο είναι ότι τα λίγα τραγούδια που ξέρω, θέλω να τα παίζω σωστά, να γνωρίζω συνθέτη και στιχουργό, όπου μπορώ προσπαθώ να βγάλω τον μουσικό δρόμο και πάντα ψάχνω την πρώτη τους εκτέλεση. Δε με ενδιαφέρουν δηλαδή οι μετέπειτα εκτελέσεις, ενορχηστρώσεις κλπ.
Πάντως με το παράδειγμα με τα τρία τραγούδια (που είναι και από τα πολύ αγαπημένα μου) που ανέφερες, κατάλαβα πολύ περισσότερα.

Περιμένω με χαρά οτιδήποτε νεότερο έχεις.

Και λίγη θεωρία χρειάζεται (λίγη). Ελπίζω όμως την ανάλυση που σου έδωσα, πώς θα πάς από ράστ σε ουσσάκ, να την καταφέρεις, αυτή δεν χρειάζεται θεωρία. Αν κολλήσεις κάπου στείλε πμ.

Ο κλέφτης

       -«[i]Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης[/i],[i]για ν΄ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες[/i][i]χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν[/i]»-«[i]Μάνα μου ΄γω δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης[/i],[i]να καμ΄ αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν[/i],[i]και νάμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των σκυλώνε[/i].[i]φέρε μου το βαριό σπαθί και τ΄ αλαφρό τουφέκι[/i],[i]να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια[/i],[i]να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους[/i],[i]να βρω λημέρια των Κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων[/i][i]να πάω να βρω τον Μάνταλο, να σμίξω τον Μποστέκη[/i],[i]που πολεμούν με την Τουρκιά, και με τους Αρβανίτες[/i][i]να μπω με δαύτους σύντροφος στα Τούρκικα κεφάλια[/i][i]με μια σπαθιά να κόφτω τρεις, με το τουφέκι πέντε[/i],[i]και με το γιαταγάνι μου, σαράντα και πενήντα[/i]»[i]Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται[/i].     

 -«[i]Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς λαγκάδια με τες πάχνες[/i]».-«[i]Καλώς το τ΄ άξιο το παιδί και τ΄ άξιο παλληκάρι[/i]»     

 [i]Οι Τούρκοι τον αγνάντεψαν και παγανιά του στέλνουν[/i][i]πήγαν και τον καρτέρεσαν σ΄ εν΄ άγριο μονοπάτι[/i][i]κι εστοχαστήκαν τα σκυλιά πως ήταν σαν και δαύτους[/i],[i]σκοινιά ΄χαν να τον δέσουνε, σαν νάτανε κριάρι[/i][i]μα κείνο τ΄ άξιο το παιδί, τ΄ άξιο παλληκάρι[/i][i]σα βγάζει το βαριό σπαθί και τσώκαμε γιουρούσι[/i][i]σα θεριστής εφάνηκεν όταν θερίζει αστάχυα[/i].[i]Μ΄ αντίς αστάχυα θέριζε τα τούρκικα κεφάλια[/i].[i]Θερίζει Τούρκους δεκοχτώ, κ΄ ελάβωσε τριάντα[/i].[i]Τους πήρε και τα πλιάτσικα κ΄ εγίνη Καπετάνιος[/i].

Το τραγούδι είναι λόγιο. Μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή το όνομα (ψευδώνυμο δηλαδή) του ποιητή αλλά ήταν πολύ γνωστός στους κατέχοντες το βιβλίο “Νεοελληνικά Αναγνώσματα” για τις τάξεις του Γυμνασίου, του ΟΕΣΒ της δεκαετίας 50. Χρυσούν ωρολόγιον λαμβάνει όποιος θυμηθεί τη μελωδία του (που φυσικά δεν υπάρχει, γιατί ποτέ δεν τραγουδήθηκε από τον λαό).

[b] ΝΙΚΟ ΜΗΠΩΣ ΈΧΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ;

Η Αντρειωμένη Λυγερή και ο Σαρακηνός
[/b] Κάπου πόλεμος γίνεται σ’ Ανατολή και Δύση
και τόμαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση.
Αντρίκια ντύθη κι’ άλλαξε και παίρνει τ’ άρματά της.
Φίδια στρώνει το φάρο της κι’ οχιαίς τον καλλιγώνει
και τους αστρίτας τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια.
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλλια,
κι’ άλλη ματαδευτέρωσε, στον πόλεμο εμπήκε.
Στα μπα της στράταις έσωνε, στα βγα της μονοπάτια,
στ’ άλλο της στριφογύρισμα, έσπασε το λουρί της,
φανήκαν τα χρυσόμηλα τα λινοσκεπασμένα.
Σαρακηνός την αγναντά ν’ από ψηλή ραχούλα: -
“Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε
Γυναίκειος είν’ ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος!”
Κ’ η λυγερή όντας τ’ άκουσε στον άη Γιώργη τρέχει
“Αφέντη μου άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο,
να κάμω τα μπα σου χρυσά και τα βγα σου ασημένια
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργαριτάρι”.
Εσκίσανε τα μάρμαρα κι’ εμπήκε η κόρη μέσα.
Σαρακηνός να κ’ έφτασε κοντά στον άη Γιώργη:
“Αγιε μου Γιώργη χριστιανέ, φανέρωσε την κόρη,
να βαφτιστώ στη χάρη σου εγώ και το παιδί μου
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη”.
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ’ εφάνηκεν η κόρη.

Αυτό, Άρη, είναι γνωστό ακριτικό (και ως τοιούτον, παλαιότατο) και άκρως ενδιαφέρον γιατί αναφέρεται στην πάρα πολύ παράξενη «προδοσία» του Αη Γιώργη, που οι επαΐοντες πασχίζουν να την ερμηνεύσουν. Εδώ μεν η «προδοσία» είναι φανερότατη, αφού «άνοιξαν τα μάρμαρα και φάνηκεν η κόρη», σε άλλες παραλλαγές όταν ο Σαρακηνός παρακαλεί και τάζει στον Άγιο, ο Αη Γιώργης «με το στόμα λέει δεν είδα, δεν ξέρω, και με το χέρι δείχνει προς κάποιο μάρμαρο κάτω από το οποίο ο Σαρακηνός ανακαλύπτει την κόρη».

Το ψάχνω και εγώ το τραγούδι, σε κάποιο δυσεύρετο βιβλίο του Γκύ Σωννιέ, όπου υπάρχει και μία εκδοχή ερμηνείας για την προδοσία.

Όσο για τον Βασίλη που δεν κάθεται φρόνιμα, το άσμα είναι κάποιου Παύλου Λάμπρου, φιλολογίζοντος και φερέλπιδος νέου του 19ου αιώνα. Αρχικά νόμιζα πως ήταν του Γιάννη Βλαχογιάννη, που έχει γράψει και ως Γιάννης Επαχτίτης, αφού καταγόταν από τον Έπαχτο, τη σημερινή Ναύπακτο. Γιαυτό και η αναφορά στα Νεοελληνικά αναγνώσματα του σχολείου.

Έχω την εντύπωση πως το “Βασίλη κάτσε φρόνιμα” είναι παλιό κλέφτικο τραγούδι που διασώζεται με παραλλαγές σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Ρούμελης.
Μάλιστα, αναφέρεται και το όνομα “Δήμος” αντί για “Βασίλης”.
Η σύσταση δηλαδή “να κοιτάξει το συμφέρον του” αντί να “βγει στο κλαρί” ήταν κοινή σε αρκετές περιοχές.
Στον Παύλο Λάμπρου οφείλουμε τη γνωστή διασκευή, μάλλον.

Όσο για το ακριτικό τραγούδι “Η αντρειωμένη Λυγερή και ο Σαρακηνός” έχει ιδιαίτερη αξία και πρέπει να προσέξουμε τα εξής - γνωστά μεν αλλά …αποσιωπημένα (για πολλούς λόγους)…

  1. Οι “Ακρίτες” ήταν ένα μωσαϊκό λαών, Γότθοι, Σλάβοι, Αρμένηδες, Λαζοί, Κούρδοι, ακόμα και Άραβες…
    γενικά όσους πλήρωνε και σε όσους παρείχε γη το πολυσυλλεκτικό Βυζαντινό κράτος.
  2. Δεν υφίστατο η έννοια “πατρίδα” ούτε η έννοια “έθνος”. Η λέξη "πατρίδα¨μάλιστα δεν αναφέρεται σε κανένα ακριτικό τραγούδι.
    Πολύ απλά, “πατρίδα” ήταν για τους λαούς αυτούς ο τόπος όπου είχαν τη γη τους, τα αγαθά τους και από όπου πληρώνονταν, όπου ήταν τα συμφέροντά τους…
  3. Το ίδιο και η αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, δεν θεωρεί “δικούς της” τους Χριστιανούς ή τους Έλληνες, αλλά όσους είχε ανάγκη…, σε όσους απέβλεπε για προστασία στη δύσκολη στιγμή.
    Γι’ αυτό και η “προδοσία” του Αη - Γιώργη…, σε μια εποχή μάλιστα που μάλλον ταυτιζόταν στη συνείδηση του κόσμου η θρησκεία με την πολιτεία.
    Άρα, απηχεί και τη συμπεριφορά της αυτοκρατορίας απέναντι στους πληθυσμούς της η “προδοσία” του Αη - Γιώργη.
  4. Από την “προδοσία” αυτή θα προκύψει - σύμφωνα με το τραγούδι - ο Διγενής…

Άρα, τα “ακριτικά” δεν είναι “εθνικά” τραγούδια, όπως εμμένουν να τα παρουσιάζουν, η δε πλαστογράφηση του Βυζάντιου από νεότερους ιστορικούς είναι εμφανής, όπως και οι λόγοι που την υποκινούν.

Η μελέτη σε βάθος και της Δημοτικής μας ποίησης έχει να μας πει πολλά.

Όταν γυρίσω από τις διακοπές θα προγραμματίσω να ψάξω στο «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων» του Ν. Γ. Π. Έχω την εντύπωση ότι ο Παύλος Λάμπρος αναφέρεται εκεί, ως παράδειγμα προς αποφυγήν όμως.

Ακριβώς αυτό που αναφέρει η Ελένη απηχεί και τη δική μου άποψη για την «προδοσία» του Αη Γιώργη. Καλή και η χριστιανοπούλα, να την προστατεύσουμε, δεν λέμε, αλλά αν είναι να αλλαξοπιστήσει ένας μωαμεθανός για χάρη της και να την πάρει, αυτό μας συμφέρει καλύτερα… Υπάρχει πάντως και ρουμελιώτικη παραλλαγή όπου ο ήρωας είναι απλά «νιούτσικος», άρα και Χριστιανός. Και πάλι ανοίγουν τα μάρμαρα και παραδίδουν την κόρη, παρά τους απροκάλυπτα πονηρούς σκοπούς του νιούτσικου. Ίσως εδώ να κολλάει και η ιστορία του Νασρεδίν Χότζα όπου το πιλάφι που δέχτηκε ο Καδής από τον φτωχούλη, πριν τη δίκη, υπερκεράστηκε από το πιλάφι του πλούσιου, που ο διαμαρτυρόμενος φτωχούλης δεν ήξερε ότι έκρυβε μέσα και χρυσό φλουρί.

Νίκο & Ελένη συνεχίστε ακάθεκτοι περιττό να σας πω ότι γράφω στο χέρι τις πληροφορίες σας

               «Όλα σου τα φιλήματα γλυκά ήτανε σα μέλι,
              μα το στερνό σου φίλημα στερνό είναι σα φαρμάκι.
              Πικρό ήταν και το φίλημα, πικρός κι ο χωρισμός σου,
              έσκυψα να σʼ ασπαστώ και πήρα τον καημό σου».

ΤΟΥ ΛΙΒΙΝΗ (1685)

Τρία μεγάλα σύγνεφα ‘ς το Καρπενίσι πάνε,
τό να φέρνει αστραπόβροντα, τάλλο χαλαζοβρόχια,
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη.
"Σε σένα, Μήτρο μου γαμπρέ, Σταθούλα ψυχογιέ μου,
αφήνω τη γυναίκα μου, το δόλιο μου το Γιώργη,
που ναι μικρός για φαμελιά κι’ άπ’ άρματα δεν ξέρει.
Και σα διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι,
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τάρματά μου,
που τά χωσα 'ς την εκκλησιά, μέσα ‘ς το άγιο βήμα,
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι’ ο Τουρκοκωσταντάκης

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ (1750)

Τρία πουλάκια κάθονται ʽς τη ράχη ‘ς το λημέρι,
τό να τηράει τον Αρμυρό, τάλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει,
Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ ‘ς το Βάλτο φάνηκε, ουδέ ‘ς την Κρύα βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κʼ επήγε προς την Άρτα,
κ’ επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες.
Κι’ ο μουσελίμης τ’ άκουσε, βαριά του κακοφάνη,
Το Μαυρομάτη νέκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα.
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
το Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι.»

Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξη!
κί’ ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.
‘Στον Αρμυρό τον έφτασε κι’ ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση.
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν ‘ς τα λημέρια.
Κι’ ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,
“Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κ’ οι αγάδες.
-Όσο ‘ν’ ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει.”
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο.
Φωτιάν εδώσαν 'ς τη φωτιά, κʼ έπεσαν εις τον τόπο.

ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ (1771)

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:
“Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
-Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω,
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες.”
“Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;”
Το γιαταγάνι τραύηξε κʼ ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Ή μια τον πήρε ‘ς το λαιμό η άλλη μέσ’ 'ς το χέρι,
Κʼ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
“Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!”

Κι’ ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
“Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι’ αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος.”

Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά ‘ς τη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ’ επήρ’ ο νους σ’ αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
ʽς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε.

ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ (1791)

Πολλά τουφέκια αντιβογούν, μιλιόνια, καριοφίλια,
μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,
κι" ουδέ σε γάμο πέφτουνε κιʼ ουδέ σε πανηγύρι,
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι.
Πάγει κιʼ ο Χρόνης για να ιδή, σεργιάνι για να κάμη.
"Ώρα καλή, μπουλούκμπαση. -Καλό 'ς το Χρόνη οπού ρθε.
Πώς τά χεις, Χρόνη μʼ, τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;

  • Σε προσκυνούν, μπουλούκμπαση, και σου φιλούν τα χέρια,
    δώδεκα μέραις έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.
    -Για άπλωσε, Χρόνη, ‘ς τον τορβά, για λύσε το δισάκκι,
    θα βρης δυο μήλα κόκκινα, δυο πατρινά λεμόνια."
    Πάγει κι’ ο Χρόνης και κυττάει μεσʼ ς τον τορβά και βλέπει,
    βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλληκάρι,
    τηράζει κι’ άλλη μια φορά, τάλλο παιδί του βλέπει.
    Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι,
    βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω,
    κόβει Αρβανίταις δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες.

ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ (1804)

Οι κλέφταις επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κιʼ άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι’ άλλοι βοσκούνε γίδια,
κ’ ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέ να προσκύνηση.
Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε.
"Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, να ρθούν τα χελιδόνια,
να βγουν οι βλάχαις 'ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλαις.

Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να γείρω ν’άποκοιμηθώ, γλυκόν ύπνο να πάρω.
Μαϊδέ έγειρα, ιδέ επλάγιασα, μαϊδέ τον ύπνο πήρα,
κιʼ ακώ τα πεύκα να βογγούν και τοις οξυαίς να τρίζουν,
κι’ ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,
και το λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι.
"Το τι έχεις, περδικούλα μου, και κλαις κι’ αναστενάζεις;
μην είν’ ταυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;
-Δεν είν’ ταυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,
μον’ κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,
που τους χαλάει ο Αλή πασάς 'ς τα Γιάννενα, 'ς τη λίμνη.

ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ (1806)

Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε του να κάνη φρόνιμα κι’ όλο ταπεινωμένα,
δεν ειν’ ο περσινός καιρός να κανη όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βέλη Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι’ ο Κατσαντώνης τό μαθε, και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει 'ς την Τουρκιά, ‘ς αυτόν το Βέλη Γκέκα.
«Όπου θα τά βρη τα παιδιά, ας τά βρη κι’ ας τα πάρη!»

Κι’ ο Βέλη Γκέκας έτρωγε ‘ς ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κ’ οι τρεις ξανθομαλλούσαις,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη νη καλύτερη με τασημένιο τάσι.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν κ’ εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη.
"Να βγης, Βέλη μου, ‘ς τ’ Άγραφα, να βγης ν’ ανταμωθούμε.»
Κι’ ο Βελή Γκέκας τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
'ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
“Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλληκάρια,
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη.”

Κι’ ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.
Κι’ ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους.
“Πού πας, Βέλη ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
-‘Σ εσέν’ Αντώνη κερατά, ‘ς εσένα παλιοκλέφτη.
-Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν ειν’ εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν.”

Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε, τη μια μεριά 'ς την άλλη
η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη ‘ς το κεφάλι,
κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε ‘ς την καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γέμισε, ταχείλι του φαρμάκι,
κ’ η γλώσσα τʼ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει.
“Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρʼ τʼ άρματά μου,
να μην τα πάρη η κλεφτουριά κιʼ ο σκύλος Κατσαντώνης.”

ΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (1804)

Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι
όλαις την Άρτα πέρασαν, ‘ς τα Γιάννινα τοις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,
κʼ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και ʽς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια 'ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις
-Κόρη, για ρηξε τάρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια".

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ (1803)

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρήχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρήχνονται ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ’ γγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε ‘ς του Δημουλά τον πύργο.
Γιώργαινα, ρήξε τάρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
-Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε, κιʼ αν τούρκεψε νη Κιάφα.
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει»
Δαυλί ‘ς το χέρι νάρπαξε, κόραις και νύφαις κράζει.
«Σκλάβαις Τούρκων μη ζησωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελατε».
Και τα φυσέκια ανάψανε, κι’ όλοι φωτιά γενήκαν.

ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ (ΑΚΡΙΤΙΚΟ)

Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι’ ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ αντάμα έχουν τους μαύρους των ‘ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ’ έκατσε δεξιά μεριά ‘ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν’ ελαλούσε κ’ έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
“Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.”

Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο ‘ς το μαύρο καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο ‘ς τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν’ πενήντα κ’ εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,
κι’ αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι’ Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
‘ρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι ‘ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι ‘ς το γαίμα για να πλέξω,
κι’ όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ’ τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ’, ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε νά μπουμε, κι’ όπου ο Θεός τα βγάλη!"

'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και ‘ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.

‘Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι’ Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι’ οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι’ ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."

Σταμάτη μου, το θέμα στο οποίο πρόσφατα συνέβαλες με εννέα συνεχόμενες καταχωρήσεις το έχει ξεκινήσει ένας συμφορουμίτης που κατά δήλωσίν του, επιβεβαιωμένη από τη μετέπειτα στάση του, είναι εραστής των κλέφτικων και άλλων τραγουδιών της τάβλας. Δεκτόν και αποδεκτόν, αφού με ενδιαφέρον διαβάζουμε και σχολιάζουμε σχετικά.

Δεν είμαστε όμως βιβλιοθήκη συλλογών για δημοτικά τραγούδια ή οτιδήποτε άλλο. Η σωρευμένη ξερή, χωρίς σχόλια ή ερωτήσεις παράθεση τραγουδιών αντιγραμμένων από γνωστότατη στους αρμοδίους και υπάρχουσα σε όλες τις σοβαρές βιβλιοθήκες συλλογή, πέραν από την κούραση της πληκτρολόγησης δεν νομίζω πως προσφέρει κάτι.

Δευτερογενώς, το γεγονός ότι η δουλειά αυτή απέφερε μέχρι τώρα εννέα επιπλέον πόντους στη στατιστική των μελών και πέντε μπράβο, με βάζει σε κάποιες σκέψεις.

τι κακο εκαμα ο καημένος και με λεν ολοι φονιά
με τη συμμετοχη ινδών
http://www.youtube.com/watch?v=Z0ugxfNKLpA

ΤΑ ΣΠΑΕΙ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ

επιτραπέζιο που αναφέρεται στον θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη

Το τραγουδι του Βασιλη,το εχει πει σε παραλλαγη με Νασο ο Γ.ΝΑΚΟΣ προπολεμικα. Νασο μ’δεν ειχες προβατα,Νασο μ’δεν ειχες γιδια…με κλαρινο τον Καρακωστα.

παρτε και εταιρη εκτελεση απο τον μοναδικο ΠΕΤΡΟ ΛΟΥΚΑ ΧΑΛΚΙΑ
τραγουδά αντωνης κυριτσης

Το τραγουδι του αλη πασσα ειναι οντως στεριανο αλλα με πανελληνια διαδοση και μουσικη που φερνει σε ανατολη οπως και πολλα αλλα αστικα Γιαννιωτικα τραγουδια.Εξαλλου υπαρχουν πολλες προπολεμικες ηχογραφησεις του!! Με τους στιχους για τους βαλκανικους πολεμους το ηχογραφησε η κυρια Κουλα στην αμερικη λιγο πριν το 20.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 17:51 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 17:47 —

Οσο για το τραγουδι της ΔΕΣΠΩΣ ,το εχει πει ο Ρουκουνας προπολεμικα.